Παράσταση διαβολεμένα φρέσκια και παράφορα ευφάνταστη, παιχνιδιάρικα χοντροκομμένη και την ίδια στιγμή περίτεχνα πυκνή, μια ξέφρενη φάρσα ή καλλίτερα ένας ποιητικός σαματάς (το έγραψε κάποτε ο Κόλεριτζ), μια κωμωδία με σώματα σε αδιάλειπτη κίνηση, ένα ατελεύτητο μονοπλάνο, με μια αεικίνητη ομάδα χαρακτήρων που παρεξηγούν, παρανοούν, παραλογίζονται, από κοινού χαμένοι, θολωμένοι και έρμαιοι - άνθρωποι στης πλάνης τον ιστό παγιδευμένοι – πρόσωπα που παλινωδούν, που λένε και ξελένε, που εξοργίζονται, φωνασκούν, σπρώχνονται, ερωτοτροπούν, μελαγχολούν, τσακώνονται, και πάνω από όλα κινούνται αδιάλειπτα, σαν καλοκουρδισμένα αυτόματα ή μηχανικές κούκλες, και πάνω σε αυτή την αέναη κίνησή τους σμίγουν και χωρίζουν, σαν εγκλωβισμένα ηλεκτρόνια σε μια αδιάλειπτη τροχιά, γύρω από μια περιστρεφόμενη κατασκευή με κάτοπτρα, στο κέντρο της σκηνής, τέσσερις τοίχους - καθρέπτες, έναν τεράστιο μαγικό έλικα, με μαύρα στιλπνά πτερύγια που στροβιλίζονται αέναα, στρεβλώνοντας το φως, το χρόνο και τα φαινόμενα, το τί είναι αληθινό και τι ψεύτικο, με αντανακλάσεις, ριπές φωτός, κατοπτρισμούς προσώπων, πράξεων και δράσεων, και γύρω της οι ηθοποιοί σε κυκλοτερή χορό – πλανήτες, πλάνητες, πεπλανημένοι – διαπερνούν τοίχους και σκηνές, αλλάζουν ταυτότητες και φωνές, πάλλονται σαν ελατήρια, ακόμη κι ακίνητοι, δοκιμάζοντας τα όρια του σώματος, τα οποία κάμπτουν και μετατοπίζουν αρειμανίως, πηδώντας (με εκείνη τη χάρη και το σφρίγος του δαιμόνιου σαλτιμπάγκου) από το κωμικό στη φάρσα, κι από εκεί στο σλάπστικ, στην Ελισαβετιανή κινησιολογία, την Κομέντια ντε λ’ αρτε, αλλά και στο Ιαπωνικό Καμπούκι, ένα σμάρι εκλεκτών ηθοποιών που σε παρασύρει, τεχνίτες- πανούργοι στην παντομίμα, στις γκριμάτσες, στην κλοουνίστικη μανιέρα, στις σωματικές εκτάσεις και υπερβολές, και υπερβάλουν σε όλα: στην κίνηση, στις εκφράσεις, στις τρικλοποδιές, στα ατυχήματα, στις συγκρούσεις, στο λόγο, στις λέξεις, στα σημεία στίξης, κι όλα αυτά ακατάπαυστα (και εσύ να αναρωτιέσαι που στην ευχή βρίσκουν τις ανάσες, που την ενέργεια την αστείρευτη), σε μια ροή αδιάλειπτη, γλιστρούν απαλά πάνω στο ξέφρενο αυτό τέμπο και στο κείμενο, με ευελιξία και ευγλωττία απαράμιλλη, αντλώντας ρυθμό από την εξαιρετική μετάφραση του ποιητή Διονύση Καψάλη, ζωντανεύοντας ένα κείμενο κλασσικό και υπεραιώνιο, την Κωμωδία των Παρεξηγήσεων (1594) του Σαίξπηρ, του ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής, που όπως ανέφερε ο Μπεν Τζόνσον, δεν ανήκει σε μία εποχή, αλλά σε όλους τους καιρούς, του ασίγαστου αυτού πνεύματος που έζησε στο μεταίχμιο των καιρών, τότε που η Αναγέννηση αντιμαχόταν τον Μεσαίωνα, τότε που η Αγγλία μεταμορφωνόταν άξαφνα, απροσδόκητα και ανυπόμονα, μέσα σε λίγες μόνον δεκαετίες, σε μία υπερατλαντική αυτοκρατορία, με τις ανίκητες αρμάδες της, τους πειρατές εξερευνητές της, αλλά και μια τάξη ποντοπόρων εμπόρων που διέτρεχαν την οικουμένη, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, όπως και οι ήρωες αυτής – της λίγο πολύ γνωστής – ιστορίας, την οποία ο Άγγλος ερανίστηκε από τον Ρωμαίο, τον Πλαύτο («Μέναιχμοι»), πολλαπλασιάζοντάς την επί δύο, μιας ιστορίας όπου δύο ζευγάρια διδύμων – οι δύο άρχοντες και οι άλλοι δύο δούλοι (ο Αντίφιλος και ο Αντίφιλος και ο Δρόμιος και ο Δρόμιος, αντίστοιχα) - που λίγο μετά τη γέννηση τους, ένα ναυάγιο τους χώρισε, και η τύχη τους έφερε να βρίσκονται ξανά τριάντα τρία χρόνια μετά, δίχως να το γνωρίζουν στην ίδια μία πόλη, την Έφεσο, μια πόλη «γεμάτη τεχνίτες της απάτης: λωποδύτες, ταχυδακτυλουργούς αετονύχηδες, που σε παραπλανούν στο φώς της μέρας», και εκεί να συμβαίνουν όλα, όλα όσα μας προσφέρει αυτή η κωμωδία που χάρη σε αυτή την παράσταση βρίσκει τη θέση και τη φωνή της στο σήμερα, στους δικούς μας ρευστούς καιρούς, στην εποχή της εικόνας και της επιτάχυνσης, την εποχή των πολλαπλών κατόπτρων, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των fake news, την εποχή όπου ο χρόνος μοιάζει με ένα ατελεύτητο timeline ιδιωτικών, άγαρμπα σκηνοθετημένων και αναίσχυντα στημένων, στιγμών, σε αυτή την καταδική μας εποχή, η Κατερίνα Ευαγγελάτου μας καλεί, και κατορθώνει να μας πείσει, να πάρουμε τούτο το έργο του Σαίξπηρ, το νεανικό, στα σοβαρά, και να αντιληφθούμε το βάρος και την αξία του, μεταμορφώνοντάς το σε μια ευπρόσδεκτη βροντερή καταιγίδα του καλοκαιριού, χαρίζοντάς το στο δικό μας μεταίχμιο, με τη συμβολή των σκηνικών της Εύας Μανιδάκη, των πολύμορφων κυβιστικών κουστουμιών της Βασιλικής Σύρμα, και μιας ομάδας άοκνων και άξιων ηθοποιών, ανάμεσά τους ο Νίκος Κουρής, ο Ορφέας Αυγουστίδης, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η Αμαλία Νίνου (και θα τους ανέφερα έναν έναν αλλά δεν χωρούν), που υπηρετούν συλλογικά το πνεύμα του έργου (τιμώντας τον θίασο του Άγγλου, τους The Kings Men) και δίνονται εξ ολοκλήρου σε αυτή την σχεδόν εκρηκτική παράσταση-πρόκληση, επιτρέποντάς μας να αντικρύσουμε τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτει αυτό το μοναδικό έργο για τη φαντασία και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψεύδος, το ορθό και το λάθος, το αληθινό και το επίπλαστο, τον εαυτό και την ταυτότητα, σε αυτήν εδώ την εποχή που ζούμε, τώρα, σήμερα, εδώ, κάνοντας τα όσα λέει Αντίφιλος ο Συρακούσιος να μοιάζουν σε εμάς, τα στερνοπαίδια της νεωτερικότητας και της δημοκρατίας, σαν να ‘ταν λόγια παράδοξα δικά μας: «Είμαι στη γη, στον ουρανό ή στην κόλαση; Κοιμάμαι; Είμαι ξύπνιος; Τρελαμένος; Σώφρων;»