Με το Στάθη Γράψα γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, άρχισε να με τιμά με τη φιλία του από την εποχή που ήταν μέλος της ομάδας του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο Θέατρο Άττις. Κάποτε με είχε καλέσει να δω τη θεατρική του δουλειά στα πλαίσια ενός προγράμματος με κρατούμενους των Φυλακών Ανηλίκων της Αυλώνας, κι η εμπειρία χαράχτηκε μέσα μου ανεξίτηλα. Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά, μεταξύ των οποίων και η κρίση.
Ο Στάθης επέστρεψε στη Μελβούρνη, όπου ζούσε και πριν επαναπατριστεί, και συνέχισε τη δουλειά του εκεί. Όταν πληροφορήθηκα με χαρά πως επαναλαμβάνει το εγχείρημά του, αυτή τη φορά στο Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων στον Ελαιώνα της Θήβας, έσπευσα και πάλι με ενθουσιασμό να παρακολουθήσω τους καρπούς μιας δουλειάς με ανυπολόγιστη σημασία.
Όταν παραδίδεις το κινητό και τα χαρτιά σου και ακούς διαδοχικές αμπαρωμένες πόρτες να κλείνουν πίσω σου, παρόλο που γνωρίζεις πως ο εγκλεισμός σου είναι εξαιρετικά προσωρινός, δεν μπορείς παρά να νιώσεις περίεργα. Κανείς φυσικά δεν ισχυρίζεται πως οι φυλακισμένοι είναι απαραιτήτως θύματα και όχι θύτες (συχνά είναι και τα δύο), αλλά η συνθήκη της στέρησης της ελευθερίας είναι κάτι που δύσκολα συνειδητοποιεί κανείς αν δεν το βιώσει. Με οποιαδήποτε αφορμή, οποιαδήποτε αιτία. Ενδεχομένως είναι ένα βίωμα με εξαιρετικά επιμορφωτικό χαρακτήρα
Το ίδιο το θεατρικό γεγονός που παρακολουθήσαμε είναι κάτι που αξίζει να περιγραφεί, γιατί ξεφεύγει από αυτό που έχουμε στο νου μας από τις αίθουσες. Είναι έντονα σωματικό, με ελάχιστο λόγο κάθε τόσο, συγκεκριμένες λέξεις ή μικρές φράσεις. Οι πιο πολλοί θεατές στεκόμαστε όρθιοι ολόγυρα στην αίθουσα· υπερυψωμένη σκηνή δεν υπάρχει. Οι κρατούμενοι που συμμετέχουν έρχονται από την αυλή, ανοίγοντας τα παράθυρα στο πίσω μέρος της αίθουσας και μπαίνοντας από εκεί.
Εκτελούν συγκεκριμένες σωματικές δράσεις, που θα μπορούσαν να συμβούν κι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Έχουν πολύ μεγάλη σημασία οι κινήσεις και χειρονομίες που δείχνουν υποστήριξη. Η αγκαλιά ενός άντρα προς έναν άλλο που την έχει ανάγκη. Το χέρι που θα απλωθεί να τον σηκώσει όταν έχει πέσει. Η ζεστασιά μιας χειραψίας ή ενός χτυπήματος στον ώμο. Στον ένα τοίχο της αίθουσας, βρίσκεται μια μικρή εξέδρα. Κάποιος επιχειρεί να τη σύρει μόνος στο κέντρο – δεν μπορεί. Ούτε και δυο μαζί. Ανακαλύπτουν την ομαδικότητα: συνεργάζονται και το κατορθώνουν. Ανεβαίνουν πάνω, αγκαλιάζονται γιορτάζοντας το επίτευγμα.
Στέκουν και μας κοιτάζουν. Ο καθένας τους με το βλέμμα, ένα άπλωμα του χεριού, ένα ψίθυρο αν χρειαστεί, καλεί ένα θεατή να ανέβει πάνω μαζί τους. Κατόπιν κι άλλον, κι άλλον. Δεν είναι εύκολη κίνηση, ούτε για τον ένα ούτε για τον άλλο. Σιγά-σιγά ανεβαίνουμε όλο και περισσότεροι, κι η γενική χαρά διευκολύνει τους επόμενους.
Η εξέδρα πλημμυρίζει ανθρώπους, μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Όλοι αγκαλιάζονται με όλους. Αλλά η χαρά κρατάει λίγο. «Πρέπει να φύγω», μας ψιθυρίζουν ένας-ένας οι οικοδεσπότες μας. Κατεβαίνουν και κατευθύνονται προς τα παράθυρα, χωρίς στιγμή να πάρουν τα μάτια τους από τα δικά μας, που όλων μας, ασυναίσθητα αρχίζουν να τρέχουν ποτάμι. Δεν κατάλαβα πότε άρχισα να κλαίω, αλλά κοιτάζω τους γύρω μου κι όλοι έχουν βουρκώσει, κι ο Στάθης το ίδιο. Οι πρωταγωνιστές μας βγαίνουν από τα παράθυρα όπως ήρθαν καθώς εμείς τους χαιρετάμε. Ο καθένας τους χάνεται στην αυλή, μένει και πάλι μόνος. Το ίδιο κι εμείς.
Ο τίτλος του δρώμενου ήταν Το Πέρασμα. Ο καθένας το αντιλαμβάνεται όπως επιλέγει. Ο Στάθης Γράψας, σκηνοθέτης και ψυχή, με όλη τη σημασία της λέξεως, του προγράμματος, του απέδωσε και τον ιδανικό χαρακτηρισμό: Συνομωσία υπέρ του Ανθρώπου.
Η Διευθύντρια του Κέντρου Μαρίνα Μπούκη, ήταν και διευθύντρια των Φυλακών στην Αυλώνα όπου είχε λάβει χώρα η προηγούμενη παράσταση που είχαμε δει. Είναι προφανές πως δεν υπάρχουν συμπτώσεις: εκείνη άπλωσε το χέρι στο Στάθη Γράψα για να συνεργαστούν και πάλι. Ας αναφέρουμε κάποτε αυτούς που αξίζουν τα εύσημα, κι ας τους τα αποδώσουμε. Είναι το ελάχιστο που τους οφείλουμε.
Το δύσκολο μετά από την εμπειρία του θεάτρου στις φυλακές είναι να παρακολουθήσεις ξανά «κανονικό» θέατρο. Εκεί συχνά βλέπεις επαγγελματίες να «καμώνονται», να κάνουν μια δουλειά ή να επιδεικνύουν αυτάρεσκα τις δεξιότητές τους. Όταν έχεις δει πόσο επείγον και επιτακτικό, πόσο απαραίτητο μπορεί να είναι για κάποιους το να κάνουν θέατρο, πόσο δραστικό μπορεί να αποβεί για τη ζωή τους, το πόσο η θεατρική πράξη ξαναβρίσκει τον τελετουργικό της χαρακτήρα κάτω από τέτοιες συνθήκες, κατόπιν τα υπόλοιπα μοιάζουν ναρκισσισμοί και μάταια φληναφήματα. Ευτυχώς κάθε τόσο συναντά κανείς στιγμές υψηλής τέχνης που τον παρηγορούν. Και μετά η νόσος της συνήθειας, που λέει κι ο ποιητής, σε κάνει να επανέρχεσαι σε όσα σου ήταν γνώριμα και πριν. Μέχρι την επόμενη φορά.
Δημήτρη, Ιωάννη, Μάκη, Φώτη, Ντριτάν, Γιάννη, Σάκη, δεχτείτε την ευγνωμοσύνη ενός ανθρώπου που αγάπησε το θέατρο όπως εσείς, απλά για άλλους λόγους. Ζωντανέψατε την πίστη του σε αυτό με τη λαμπρή δουλειά σας.