Λευκός καμβάς. Όλα λευκά. Το πρόσωπό της Τίλντα Σουίντον, το σώμα της, το γαλατένιο δέρμα της, το υποτυπώδες ένδυμά της, τα κουτιά που εμπεριέχουν τα κινηματογραφικά κοστούμια, καπέλα και αντικείμενα που σχεδίασε ο Ντανίλο Ντονάτι για τις ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι, οι ποδιές των συνεργατών της επί σκηνής. Μαύρα τα παπούτσια της, τα βγάζει συχνά για να περπατήσει με γυμνά πόδια πάνω στον λευκό διάδρομο που οριοθετεί τον χώρο θυμίζοντας catwalk και ντεφιλέ, όμως μέσα σε ένα σύμπαν θεατρικό, εικαστικό και προπάντων ποιητικό. Δεν είναι τυχαίο προφανώς ότι ο Ολιβιέ Σαγιάρ, με τον οποίο συνεργάζεται από το 2014, έχει παρουσιάσει μια σειρά ποιητικών στοχασμών με τη μορφή περφόμανς.
Στο επίκεντρο της περφόρμανς «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι», τα κινηματογραφικά κοστούμια του Ντονάτι. Ρούχα που σχεδιάστηκαν για να φορεθούν μόνο σε μια ταινία, ίσως και μόνο σε ένα πλάνο. Ρούχα όχι μόνο για τους πρωταγωνιστές αλλά και για τους κομπάρσους, που πιθανόν βρήκαν τον δρόμο προς την αιωνιότητα χάρη σε ένα δευτερόλεπτο που εμφανίστηκαν στη μεγάλη οθόνη. Και μετά κλείστηκαν σε κουτιά.
Η Τίλντα Σουίντον λέει πως την πρώτη φορά που επισκέφτηκε, μαζί με τον Σαγιάρ, το αρχείο του Παζολίνι ένιωσε τα ρούχα σαν πολύτιμα, ηλικιωμένα ζώα ενός ζωολογικού κήπου που χάρηκαν όταν τους είδαν. Τα ρούχα βγήκαν από τα κελιά-κουτιά, πάνω στη σκηνή ήρθε ξανά η δική τους στιγμή. Και πάνω στη σκηνή από ζώα μετατράπηκαν σε γλυπτά, εκεί μπροστά στα μάτια μας.
Η Τίλντα Σουίντον υποτάχτηκε σε αυτά, το σώμα της τροποποιήθηκε για χάρη τους, η κίνησή της εναρμονίστηκε με τις ανάγκες τους, κάποια τα χάιδεψε, σε άλλα ψιθύρισε τρυφερά πριν τα τοποθετήσει πάνω της, σε όλα φέρθηκε με σεβασμό.
Αυτό το στοιχείο έκανε την περφόρμανς σπουδαία, μοναδική εμπειρία. Η οσκαρική ηθοποιός, όπως διαφημίζεται παντού, μπήκε σε αυτό το τελετουργικό μονοπάτι ξυπόλητη και με την ταπεινότητα του καλλιτέχνη που εξερευνά, που θεωρεί το θέμα που διαπραγματεύεται ανώτερό του, που βρίσκεται μπροστά μας για να αφηγηθεί όλες τις στιγμές της ζωής του ρούχου, του σχεδιαστή που το οραματίστηκε και το κατασκεύασε, του σκηνοθέτη που το ενσωμάτωσε στην ταινία του, του ηθοποιού ή του κομπάρσου που το φόρεσε, ακόμη και το σκοταδιού μέσα στο κουτί και της αποκάλυψής του ξανά στο φως, μπροστά στους θεατές.
Όλες αυτές οι στιγμές μιλούν σε όσους έχουν αυτιά να τις ακούσουν, η Σουίντον σίγουρα το έκανε και γι’ αυτό έδωσε πάλι σώμα και πρόσωπο στις δημιουργίες, τις ενσάρκωσε. Χρησιμοποιώντας αρχικά το σώμα της ως κρεμάστρα, και με την επίγνωση ότι αυτό είναι απολύτως χρήσιμο για τον σκοπό της περφόρμανς, πέρασε στο στάδιο της αναγέννησης, μέσα από πόζες αναπαράστασης και, τέλος, της ζωής, μέσα από κινήσεις τρυφερές, αέρινες, από ανεπαίσθητους ψιθύρους και νοσταλγικές ματιές στον καθρέφτη. Ακροπατώντας, περιηγήθηκε στην απαλότητα και πέρασε στην ποιητική διάσταση των πραγμάτων.
Είναι παρήγορο να συναντάς καλλιτέχνες που πέρα του μεγέθους τους, ή ίσως εξαιτίας αυτού, θα έρθουν στην κυριολεξία μπροστά σου -όλα γινόντουσαν σε απόσταση σχεδόν αναπνοής από τους θεατές- για να αφουγκραστείτε μαζί την ανάσα ενός ποιήματος. Σε μια εποχή εκκωφαντικού ναρκισσισμού, μια τρυφερή περφόρμανς, όπως αυτή, είναι πραγματική ανακούφιση.