Μου αρέσει πολύ το σημείο που βρίσκεται αυτό το θέατρο. Στα στενά τριγύρω του, για δεκαετίες ολόκληρες οι νύχτες έσβηναν στον χορό, στις μεθυσμένες κουβέντες και στην όποια ερωτική παρά-ζάλη. Και μετά κάθε πρωί χάνονταν. Για να συναντηθούν και πάλι, κάθε φορά πιο αχόρταγα και απαιτητικά. Άλλοι πάλι θυμούνται αυτό το δρομάκι, λίγα μέτρα από την πλατεία Αγίων Ασωμάτων, για τις ένδοξες θεατρικές στιγμές που ξεπηδούσαν από αυτό το άναρχο κτήριο - και ήταν πολλές αυτές οι ευκαιρίες. Ο καθένας με τις προτεραιότητες που του σκάνε από το πουθενά.
Μου αρέσει αυτό το θέατρο γιατί «μυρίζει» κάτι συνωμοτικό. Κάτι που μοιάζει σαν να φτιάχνεται εκείνη την ώρα - κι ας κρύβει από πίσω τόνους εργασίας και κάψιμο δεκάδων ημερών (και «αιώνων»). Την ημέρα που πήγα έβρεχε. Το ίδιο συνωμοτικά. Δεν άνοιξα ομπρέλα. Μπήκα βρεγμένος, στα όρια του στατιστικού λάθους - ο καιρός μας περιπαίζει εξάλλου σταθερά. Το σκηνικό ήταν ήδη στη θέση του. Κάποιος μοίραζε μάσκες, κάποιοι κάπνιζαν έξω, ο κόσμος συσσωρευόταν στο φουαγέ - χαρούμενα τιτιβίσματα ανάμεσα σε χειμωνάκηδες και εμμονικούς θεατρόφιλους που τρέχουν να γευτούν τον νέο καρπό στα πρώτα του 24ωρα.
Κοιτάζω ψηλά. Κάποια ξεκινά να παίζει ένα πιάνο. Είναι η Καρένινα-Δέσποινα Κούρτη. Συνομιλεί με κάποιον χωμένο μέσα στο πλήθος, ανάμεσα μας. Είναι ο Λέβιν-Αργύρης Ξάφης. Όσες φορές κι αν έχω πάει σε αυτή την θεατρική γωνιά, ακόμα δεν έχω βρει γιατί μου αρέσει τόσο πολύ η τσιμεντένια σκάλα που ενώνει το πάνω με το κάτω. Ανεπιτήδευτη, ατίθαση, άνομη. Το πλήθος ανοίγει, οι δύο εραστές κάτι λένε πάνω κάτω μεταξύ τους, το κοινό σωπαίνει, θέλει να ακούσει.
Είναι μια νέα τάση, να ξεκινά η σύσταση από το φουαγιέ; Μάλλον όχι, ίσως ναι, φέτος σαν να μας ξαναβρίσκει πάντως αυτή η ανάγκη - το Festen σε μια άλλη γωνιά της πόλης χτίζει κομμάτι από το μύθο του με τέτοια έναρξη επίσης. Δεν είναι όμως ώρα γι’ αυτά. Πριν περάσουμε μέσα, πρέπει να γίνει η πρόταση γάμου και η αποδοχή. Ανάμεσα στους εραστές. Γίνεται. Περάστε. Καθήστε όπου θέλετε. Η σκηνή θα είναι στη μέση -μακρόστενη- και αναλόγως ποια πόρτα θα διαλέξετε για να μπείτε στο χώρο θα είστε είτε από εδώ είτε από εκεί, βλέποντας τους άλλους θεατές απέναντι - άτιμε Αρτούρο Ούι, τι τάση επανάφερες και εσύ με την άνοδο σου!
Η μακρόστενη σκηνή είναι χωρισμένη σε δύο λωρίδες, ανάμεσα τους οι ηθοποιοί σέρνονται, κρύβονται, αυτοαναιρούνται. Η παράσταση ξεκινά, τα φώτα δεν θα χαμηλώσουν ποτέ. Δηλαδή θα χαμηλώσουν αλλά εσύ θα έχεις την αίσθηση πως δεν θα χαμηλώσουν. Θα νιώθεις πως είσαι ελεύθερος. Να παίρνεις τα μάτια σου από τη σκηνή και να τα ρίχνεις με όλη σου την διακριτικότητα στους απέναντι. Τη μάνα δίπλα στην κόρη. Την έγκυο δίπλα στον άντρα. Τη φίλη δίπλα στη φίλη. Την παρέα των τεσσάρων. Την παρέα των τριών. Την παρέα του ενός.
Κάτσε να υπενθυμίσω όμως τους πραγματικούς λόγους αυτής της συνάντησης. «Μια γυναίκα κι ένας άνδρας, η Άννα και ο Λέβιν, σε δύο παράλληλες ιστορίες, αναζητούν το νόημα της ύπαρξής τους διεκδικώντας με τον δικό τους τρόπο την προσωπική ελευθερία μέσα σε μια ασφυκτικά συμβατική κοινωνία που κατηγοριοποιεί στερεοτυπικά τους ανθρώπους και καταλήγει να συνθλίβει τη φύση τους. Η πορεία του αγώνα τους και τελικά η μοίρα τους θα είναι εντελώς διαφορετικές».
Ο πολύτιμος άνθρωπος (έτσι πάντα τον σκέφτομαι) Αργύρης Ξάφης έγραψε ένα κείμενο πάνω στο μυθιστόρημα του Τολστόι, δικό του, πες το μεταγραφή, πες το διασκευή, πες το αφορμή, δικό του είναι πάντως, με τις σκέψεις του, τη ζωντάνια του, την καύλα του, τις αγωνίες του, τις θέσεις του, τη λύπη του και τη χαρά του - η εμφανής δαιμόνια ευδαιμονία που προσφέρει στον εαυτό του και φυσικά σε εμάς, με τη σκηνή του βαρύτονου, θα μου μείνει ειδυλλιακά αξέχαστη. Και μαζί με όλους, πες την Ομάδα Πυρ, θα κάνει πολλά περισσότερα. Θα μεταμορφώσει ιδανικά όλα αυτά που είχε στο κεφάλι του σε θεατρικές εικόνες και σκηνές.
Η σκηνοθέτρια Ιώ Βουλγαράκη, που σκάβει άγρια και αναλυτικά κάθε λέξη που της προσφέρεται, θα πει: «Οι ιστορίες είναι για να τις εξερευνούμε εκ νέου. Να τις διαβάζουμε ξανά, να τις μιλάμε αλλιώς, να τις περπατάμε με τα δικά μας βήματα. Κι όσο πιο γνωστές είναι ή νομίζουμε ότι είναι, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη να τις ανακαλύψουμε απ’ την αρχή. Η παράσταση επιχειρεί μια φαντασία πάνω στο κλασικό μυθιστόρημα Άννα Καρένινα, ψηλαφεί το ασυνείδητο των ηρώων και αντικρύζει εκεί κάτι ορμητικό και απρόβλεπτο, αντιφατικό και αχόρταγο, πλαισιωμένο από συμβάσεις, κοινωνικούς θεσμούς και ταυτότητες, κι ωστόσο ανένταχτο και αταξινόμητο, κάτι που είναι αδύνατον να ορίσει κανείς: την ανθρώπινη φύση».
Οι σκηνοθετικές της ιδέες, ο τρόπος που ανακαλύπτει και αγκαλιάζει τον χώρο και αποφασίζει να πλησιάσει και να κατανοήσει αυτό το κείμενο είναι απολαυστικός. Σε πολλά σημεία. Δεν θα σου παραδοθεί ευθύς. Σε θέλει συνένοχο. Σε θέλει αποφασισμένο να αφεθείς. Σε θέλει ανοιχτό και ετοιμοπόλεμο. Η σύγκρουση, η απώλεια, ο έρωτας που χάθηκε, η απογοήτευση, το μέλλον ως μια υπόσχεση που δεν βρήκε διέξοδο, οι ενοχές, αχ αυτές οι ατελείωτες ενοχές, θα είναι εκεί έτοιμες να σου επιτεθούν ώστε να αναγκαστείς να πάρεις θέση.
«Κάθε καρδιά έχει τους σκελετούς της». Θα κρατήσω αυτό. Αν όλο το κείμενο στη φετινή Καρένινα ήταν αυτό μόνο, θα έφτανε. Το λέει η Καρένινα. Δεν θυμάμαι σε ποιον το απευθύνει. Νομίζω στον σκληρά εργαζόμενο και αποτελεσματικό Δημήτρη Γεωργιάδη παύλα Βρόνσκι. Μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία. Όπως και να έχει, αν ήμουν τολμηρός θα σηκωνόμουν και θα προσκυνούσα εκείνη τη στιγμή. Γιατί η εξαίρετη Δέσποινα Κούρτη είναι η Καρένινα που δεν ήξερες πως υπάρχει. Δεν ήξερες πως βρίσκεται εδώ, για να σε βοηθήσει να καταλάβεις. Όλα αυτά που αρνήθηκες και σε κυνήγησαν. Τα έτοιμα να σε συνθλίψουν. Αναίτια και άδικα. Άγρια, άγαρμπη, ζωντανή η παρουσία της, απόλαυση το «ξεφλούδισμα» της σκηνή με σκηνή.
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο».
Λίγο πριν η τελευταία σκηνή χαθεί στο σκοτάδι και τα φώτα πέσουν πάνω σε αυτό το ωραίο τσιτάτο -φωτισμένη επιγραφή στο τοίχο- θυμάμαι την αρχή τη βραδιάς. Όταν αυτός ο κύριος από πίσω μου άνοιξε το κινητό του και είδα/άκουσα τον Ξάφη να του λέει μπροστά μου -ανάμεσα στις θεατρικές του λέξεις- «παρακαλώ κλείστε το». Το έκλεισε. Για να το ανοίξει μετά, να προκαλέσει την αναταραχή της «γειτονιάς» με τα μπιμπ μπιπ των μηνυμάτων του, να το κλείσει και να το ανοίξει και πάλι μετά, αφού η εμφανώς ταραγμένη γυναίκα του έριχνε πάνω στα χέρια του ένα μπουφάν ώστε να μη φωτίζει. Ήταν όμως λευκό!