
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρισκόμαστε τελικά από έναν κόσμο όπου οι ανθρώπινες σχέσεις, οι μνήμες και οι φαντασιώσεις ενορχηστρώνονται από τεχνητές ευφυΐες; Στην όπερα The Fall of the House of Commons, που ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2023 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου), ο Ορέστης Παπαϊωάννου συνομιλεί με αυτό το ερώτημα, με όχημα ένα πολυστυλιστικό μουσικό έργο που που αντλεί την ύπαρξη του από ευρεία γκάμα ειδών και εστιάζει στις νέες υβριδικές κατευθύνσεις της φωνητικής μουσικής στον 21ο αιώνα. Την ίδια ώρα που ένα μικρό σύνολο που θυμίζει τζαζ μπάντα (τρομπέτα, σαξόφωνο / κλαρινέτο, τρομπόνι, κρουστά, συνθεσάιζερ, κοντραμπάσο), «σπρώχνει» την ενορχήστρωση σε άλλα επίπεδα
Συνομιλώντας με το αρχετυπικό διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε «Η πτώση του οίκου των Άσερ», η όπερα The Fall of the House of Commons, περιγράφει έναν κλειστοφοβικό οικιακό μικρόκοσμο, όπου άνθρωποι και μηχανές αλληλοεπιδρούν μέσα από σχέσεις εξάρτησης, μίμησης και σύγκρουσης. Η ψηφιακή βοηθός Έρικα_7 λειτουργεί ως φωνή τεχνητής νοημοσύνης αλλά και ως καθρέφτης της ανθρώπινης ασάφειας, στοιχείο που ο συνθέτης αποδίδει μέσα από ένα κράμα φωνητικών τεχνικών και υβριδικών ηχοχρωμάτων.
Γεννημένος στη Σητεία το 1993 και μεγαλωμένος στην Έδεσσα, ο Ορέστης Παπαϊωάννου ξεκίνησε τα πρώτα του μουσικά βήματα στο δημοτικό ωδείο της πόλης του, όπου σπούδασε αρμονία, αντίστιξη και κλαρινέτο. Η ταυτόχρονη παρουσία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και της δυτικοευρωπαϊκής κλασικής παράδοσης κατά τα παιδικά του χρόνια, καλλιέργησε από νωρίς την ανοιχτόμυαλη στάση του απέναντι στις πολυσυλλεκτικές επιρροές και στην εθνομουσικολογία. Σπούδασε σύνθεση με τον Χρήστο Σαμαρά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αριστούχος αποφοίτησης), ενώ συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μουσική Ακαδημία του Lübeck και πλέον εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου, εστιάζοντας στη χρήση της υβριδικής φωνής στην όπερα.
Ο Παπαϊωάννου δημιουργεί έργα με έντονη εννοιολογική διάσταση, στα οποία ενσωματώνει κείμενο, πολυμέσα και καινοτόμες φωνητικές τεχνικές. Όπως λέει και ο ίδιος, κάθε σύνθεση του χτίζεται ως ένα μικρό σύμπαν, με δικούς του κανόνες και ισορροπίες. Στην κουβέντα μας, μίλησε επίσης με σαφήνεια για τις προκλήσεις του να γράφεις όπερα σήμερα, για την ανάγκη να ξεπεραστούν τα στερεότυπα της παράδοσης και για την ευθύνη του συνθέτη απέναντι σε μια εποχή που η τεχνολογία επαναπροσδιορίζει την έννοια της δημιουργίας.

Υπάρχει κάποια στιγμή ή εμπειρία – μουσική ή μη – που λειτούργησε για εσάς ως καταλύτης για να ακολουθήσετε τον δρόμο της σύνθεσης;
Θα έλεγα η πρώτη φορά που άκουσα έργο μου στη σκηνή. Ήταν στο Βαφοπούλειο κέντρο κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη, νομίζω το 2012. Τόσο η προσμονή αλλά και η αίσθηση ήταν θα έλεγα μια «εθιστική» εμπειρία που από τότε την κυνηγάω σθεναρά.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν ένας νέος συνθέτης καλείται να εκφραστεί μέσα από το ιδιαίτερο και σύνθετο μέσο της όπερας; Τι σημαίνει να γράφει κανείς όπερα σήμερα;
Η βασική πρόκληση για μένα ήταν το πως να αντιμετωπίσω την ισχυρή «Παράδοση» της όπερας (εδώ εμπερικλείω και την πειραματική όπερα του 20ού αιώνα). Θέλοντας να ξεφύγω από στεγανά, αντιμετώπισα την όπερα ως ένα συγκοινωνούν δοχείο με άλλα ήδη που στην σύγχρονη μουσική θεωρούνται κάπως «παρείσακτα». Έτσι, υπάρχουν κάποιες μικρές «εγκιβωτισμένες» σκηνές μιούζικαλ, ή θεάτρου, όλα αυτά όμως ενταγμένη στη μακροδομή μίας Όπερας. Αυτό το layering διαφορετικών τάσεων μουσικού θεάτρου με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Η όπερα «The Fall of the House of Commons» αντλεί έμπνευση από μια τεχνολογικά εξελιγμένη και ψυχολογικά εύθραυστη κοινωνία και «συνομιλεί» με το διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε «Η πτώση του οίκου των Άσερ». Ποια ήταν η βασική πρόκληση στη μουσική αποτύπωση της σχέσης μεταξύ ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης;
Η σχέση μεταξύ ανθρώπινου και τεχνητού ήταν από τις βασικές μουσικές προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσω όταν έλαβα το λιμπρέτο. Δεν πρόκειται για μία σχέση άσπρου-μαύρου, αλλά για μία σχέση πολυεπίπεδη και με πολλές «φάσεις». Κύριο ρόλο έπαιξαν σε αυτό τα εκφραστικά μέσα, δηλαδή οι φωνητικές τεχνικές των χαρακτήρων. Στους ανθρώπινους χαρακτήρες κυριαρχεί το τραγούδι και η θεατρική αφήγηση, που συμβολίζουν το ρόλο του ωμού και «αχαλίνωτου» θυμικού τους. Από την άλλη, η τεχνητή νοημοσύνη έχει έναν πιο ακριβή τύπο έκφρασης ανάμεσα σε ομιλία και τραγούδι. Όταν τραγουδάει ή αφηγείται, το κάνει για να μιμηθεί και να γελοιοποιήσει τα διάφορα «ανθρώπινα» στυλ αυτών που θεωρεί κατώτερούς της. Η Έρικα_7, ως εξελιγμένο είδος, κινείται σε ένα ευρύ φάσμα ανάμεσα του απόλυτα ρομποτικού και του σχεδόν ανθρώπινου, που προσπάθησα να αποδώσω με τον συνδυασμό φωνητικών φίλτρων και φωνητικών εκφάνσεων τεχνικών. Η σχέση αυτή προκύπτει κι ενορχηστρωτικά, καθώς η Έρικα_7 συνοδεύεται κυρίως από ηλεκτρονικά όργανα ή μικρά κρουστά.
Πώς μεταφράζεται αυτή η «μάχη» μουσικά στη δομή ή την ενορχήστρωση της όπερας;
Ως προς τη δομή, το έργο δεν ακολουθεί μία ενιαία φόρμα, αλλά είναι διαχωρισμένο σε μικρότερα μουσικά επεισόδια-ταμπλό, με αντιθετικά στοιχεία που διακόπτουν τη ροή του, συνομιλώντας άμεσα με το μιούζικαλ και την οπερέτα των 1920s. Βασική αιτία ήταν η απόφαση χρήσης της Έρικα_7 ως Δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη (creative AI), που έχει τη δυνατότητα να ανασυνθέτει τραγούδια και να τα παρουσιάζει ως «νούμερα» σε διαφορετικά στυλ (καμπαρέ, βαλς, σουίνγκ…) — κάτι σαν το τζίνι στον «Αλαντίν».
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο δημιουργικό στοίχημα για εσάς σε αυτή την παραγωγή;
Από την πρώτη ανάγνωση του λιμπρέτο έτεινα προς μία πολυστυλιστική κατεύθυνση και εναλλαγή ή μίξη ατονικών και τονικών στοιχείων. Αυτό ήταν μία μεγάλη αλλαγή κατεύθυνσης αλλά και φιλοσοφίας για εμένα, καθώς μέχρι τότε τα έργα μου είχαν ένα σχετικά ομοιογενές στυλ. Πριν ξεκινήσω να γράφω τη μουσική πέρασα αρκετούς μήνες προσπαθώντας να δομήσω και να εκλογικεύσω την πληθώρα μουσικών στυλ που ήθελα να χρησιμοποιήσω, έτσι ώστε μακροδομικά να είναι ένα έργο μεστό. Έτσι παρόλο που τα στυλ αλλάζουν, υπάρχουν κάποιοι βασικοί αρμονικοί κανόνες και μουσικά μοτίβα που διατρέχουν όλο το έργο και χτίζουν τόσο τα ατονικά όσο και τα τονικά μέρη. Σε αυτό με βοήθησαν οι διαφορετικοί τρόποι στη γραφή του λιμπρέτο (ελεύθεροι διάλογοι, τραγούδια, μονόλογοι), καθώς και μοτίβα με επαναλήψεις στίχων. Η μουσική «ράφτηκε» ακριβώς επάνω σε αυτές τις εναλλαγές.

Υπάρχει κάτι που να σας άγχωσε στην προσπάθεια σας αυτή;
Η συγκεκριμένη παραγωγή μπορώ να πω όταν ήταν για μένα η λιγότερο αγχωτική, καθώς η όπερα «δοκιμάστηκε» στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2023 με το ίδιο καλλιτεχνικό δυναμικό, με το οποίο είχαμε εξαιρετική συνεργασία. Στην αναβίωση της ΕΛΣ είχαμε την «πολυτέλεια» να δούμε την παραγωγή του 2023 από απόσταση και να κάνουμε μικρές αλλαγές και βελτιώσεις.
Πώς διαμορφώνεται η προσωπική σας φωνή μέσα από το είδος της όπερας;
Νομίζω η προσωπική φωνή δημιουργείται από μία ειλικρινή σχέση με όλες τις επιρροές που έχει το κάθε άτομο. Είμαι τυχερός γιατί το λιμπρέτο μου έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω πληθώρα μουσικών στοιχείων από την όπερα του 20ου και 21ου αιώνα, το μιούζικαλ και την μπαρόκ. Δεν θα έλεγα ότι προσπάθησα να γεφυρώσω πιο παραδοσιακά με πιο σύγχρονα μέσα. Τα χρησιμοποίησα όμως σαν εργαλεία για να υπογραμμίσω τις συγκεκριμένες θεματικές του λιμπρέτο. Πιστεύω πως στην αντιδιαστολή των αντιθετικών αυτών στοιχείων μπορεί να έγκειται η προσωπική συνθετική φωνή.
Τι σας κρατά «συνδεδεμένο» με τη δημιουργία, ειδικά όταν δοκιμάζεστε σε ένα τόσο απαιτητικό είδος όπως η όπερα;
Η όπερα και γενικά το μουσικό θέατρο είναι αρκετά απαιτητικό είδος με την έννοια ότι πρέπει να ευθυγραμμιστούν όλοι οι παράγοντες μεταξύ τους, είναι ένα καθολικό έργο τέχνης. Ενώ η σύνθεση είναι γενικώς μία πολύ μοναχική διαδικασία, όταν φτάσει κανείς στις πρόβες και την παραγωγή μιας όπερας, γίνεται ένα από τα πιο διαδραστικά πράγματα που μπορεί να βιώσει κανείς. Η εβδομάδα προβών στη Λυρική ήταν μία πάρα πολύ ζωντανή και διδακτική για μένα διαδικασία, καθώς βλέπεις βήμα-βήμα το πως στήνεται μια παραγωγή και παρατηρείς πράγματα που ίσως δεν είχες σκεφτεί ποτέ το πως γίνονται πρακτικά.
Η επιλογή ενός μικρού συνόλου που παραπέμπει σε τζαζ μπάντα, όπως υπογραμμίζεται, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Πώς συνδέεται αυτή η ενορχήστρωση με την αστική θεματική του έργου;
Το ιδιότυπο τζαζ σύνολο παραπέμπει στις λεγόμενες «ορχήστρες σαλονιού» που ήταν πολύ διαδεδομένες στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Σε αυτό το έργο πρόκειται κυριολεκτικά για μία ορχήστρα σαλονιού, καθώς παίζουν στον χώρο δίπλα στο σαλόνι του διαμερίσματος, αναπαράγοντας συχνά «παλαιικά» στυλ μουσικής με αναφορές στα 20s.
Η τζαζ ως μουσικό ιδίωμα στην αφήγηση, ποιο ρόλο παίζει τελικά, όπως ανακαλύψατε στην ίδια την διαδικασία;
Για μένα τα ηχοχρώματα της τζαζ, ενός αποκλειστικά αστικού τύπου μουσικής, παραπέμπουν ασυνείδητα σε μεγαλουπόλεις και ουρανοξύστες, που συνδέονται με το κοινό διαμέρισμα στη Μητρόπολη του μέλλοντος όπου λαμβάνει χώρα το έργο.
Η όπερα περιγράφεται ως «μια πραγματικότητα όχι μακρινή από τη δική μας». Πόσο πολιτικό ή κοινωνικό σχόλιο φέρει για εσάς αυτή η σύνθεση;
Η χρήση τσιτάτων και ανασυνθέσεων κομματιών εμπεριείχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα από την δεκαετία του 50 ακόμα. Κάτι που διαπραγματεύεται η συγκεκριμένη όπερα είναι ο ρόλος του δημιουργού στο σήμερα σε αντιπαράθεση με την τεράστια προϋπάρχουσα μουσική κληρονομιά αλλά και την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης. Η έννοια του «πρωτότυπου» αποκτά πλέον άλλη βαρύτητα και γίνεται θέμα ακόμη πιο περίπλοκο. Υπό αυτήν την έννοια, η ελευθερία στην επιλογή πολλών ιδιωμάτων και η χωρίς φόβο ανασύνθεση επεξεργασία άλλων κομματιών αποτελεί κυρίως ένα σχόλιο στο ερώτημα «τι είναι τελικά Πρωτότυπο»— κάτι που διακυβεύει σήμερα έντονα η τεχνητή νοημοσύνη.
Και πώς φαντάζεστε τη θέση της σύγχρονης όπερας μέσα στο μέλλον που περιγράφει;
Πιστεύω πως η σύγχρονη όπερα είναι πολύ πιο «τολμηρή» και ανοιχτή σε άλλα μουσικοθεατρικά είδη, με πολύ ενδιαφέρουσες και δημιουργικές προσμίξεις στοιχείων που ανοίγουν πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της.
Τι θα θυμάστε από τη συνεργασία σας με τον δραματουργό Αλέκο Λούντζη και τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Ευκλείδη; Πως επιτευχθεί αυτή η κοινή καλλιτεχνική γλώσσα; Τι σας ενέπνευσε από το λιμπρέτο που συνυπογράφουν οι Αλέκος Λούντζης και Ορφέας Απέργης;
Το πρώτο email που έλαβα από τον Αλέκο πρέπει να μετράει πλέον πάνω από επτά χρόνια. Η συνεργασία μας ήταν από τότε στενή και συνεχής, με πολύ κόπο και πολλές αιτήσεις κάτω από τις αντίξοες συνθήκες του Covid. Θυμάμαι έστελνα συχνά αποσπάσματα της όπερας από τους ήχους του υπολογιστή στον Αλέκο και στον Ορφέα, με πολλές φορές εμένα να τραγουδάω τα μέρη και πάντοτε λάμβανα υποστηρικτικές κριτικές - αυτό ήταν και κάτι που με ώθησε και στο να συνεχίσω να το δουλεύω. Γράφοντας την παρτιτούρα, πάντοτε ήλπιζα, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι το έργο θα φτάσει να ανέβει, πόσο μάλλον να σκηνοθετηθεί στην ΕΛΣ από τον Αλέξανδρο Ευκλείδη. Ο Αλέξανδρος αγκάλιασε το έργο και το αντιμετώπισε με μία φοβερή μία βαθιά κατανόηση αλλά και πρακτικότητας του έργου, αποδίδοντας σκηνικά τα περίπλοκα νοήματα με αμεσότητα αλλά και με μία συνεχή αντιδιαστολή τραγικότητας και χιούμορ. Νομίζω πως το κοινό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα οφείλει ίσως περισσότερο στις καλλιτεχνικές «διαφορές» όλων και στα ιδιαίτερα στοιχεία που φέρει ο καθένας μας — αυτές ήταν που στο τέλος δημιούργησαν την κοινή καλλιτεχνική γλώσσα του έργου.

Ορέστης Παπαϊωάννου / Αλέκος Λούντζης
The Fall of the House of Commons
3, 4, 8, 10, 11 Μαΐου 2025
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)
Μουσική: Ορέστης Παπαϊωάννου
Σύλληψη, δραματουργία: Αλέκος Λούντζης
Λιμπρέτο: Αλέκος Λούντζης, Ορφέας Απέργης
Μουσική διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης
Σκηνικό, κοστούμια: Γιάννης Κατρανίτσας
Σχεδιασμός βίντεο: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Σχεδιασμός φωτισμών, χαρτογράφηση προβολών: Χρήστος Τζιόγκας
Έρικα_7: Χρύσα Μαλιαμάνη
Αυτός: Γεώργιος Ιατρού
Δανάη: Μιράντα Μακρυνιώτη
Συζητητής: Αλέξιος Ζερβάνος
Κώστας Τζέκος κλαρινέτο, σαξόφωνο, Σπύρος Αρκούδης τρομπέτα, Γιώργος Κρίμπερης τρομπόνι, Χάρης Παζαρούλας κοντραμπάσο, Καζούγιο Τσουνεχίρο κρουστά, Φρίξος Μόρτζος πλήκτρα
Τιμές εισιτηρίων: €15, €20 • Φοιτητικό, παιδικό: €10
Η παραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2023 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.