Πώς είναι αυτή η εμπειρία; Μια εργασία πάνω σε ένα έργο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη;
«Καταπληκτική. Συναντήθηκα με κάτι που με αφορά πολύ σαν καλλιτέχνη. Συναντήθηκα με την ιστορία της Ελλάδας μέσα από μια καλλιτεχνική κληρονομιά. Η μουσική του έργου έχει τον δικό της τρόπο να μεταφέρει πληροφορίες. Μέσα από ρυθμούς φοξ τροτ, βαλς, τανγκό κτλ, παρατηρείς πώς η Ελλάδα του 1920 προσπαθεί να τρυπώσει στο ευρωπαϊκό σύμπαν (ή και το ανάποδο). Από την άλλη πλευρά, στο λιμπρέτο διακρίνεται ξεκάθαρα ο σπόρος της χρυσής καυστικής κωμικής «ατάκας» που θα τη δούμε αργότερα να θριαμβεύει στη χρυσή εποχή της Φίνος Φίλμς, μέσα από τις κλασικές, πια, ελληνικές ταινίες των δεκαετιών του '50’ και του '60» - Αντώνης Κυριακάκης
«Είχα την ευκαιρία να δουλέψω και στο παρελθόν σε έργα του Θ. Σακελλαρίδη, σε παραγωγές οπερέτας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και να ερμηνεύσω τον ρόλο του Χαρμίδη στο δημοφιλέστερο από τα έργα του, τον «Βαφτιστικό», καθώς και τον ρόλο του Αιμίλιου στην «Χριστίνα». Είναι πάντοτε σπουδαία εμπειρία η μελέτη και η ερμηνεία των έργων του. Είναι γεμάτα με ενδιαφέρουσες μουσικές γραμμές και θεατρικά στοιχεία, μιας και ο Σακελλαρίδης είχε την ικανότητα να συνδυάζει εξαιρετικά την ελληνική παραδοσιακή με την δυτική μουσική» - Δημήτρης Σιγαλός
«H οπερέτα είναι ένα είδος που λατρεύω. Με χαροποιεί πολύ που ερμηνεύω τον ρόλο του Αδριανού, καθώς, ερμηνεύοντας τέτοιους ρόλους «εποχής», μπαίνω στη διαδικασία να αναλύσω τα κοινωνικά πλαίσια και τα ιστορικά γεγονότα μιας άλλης εποχής και αυτό με γοητεύει. Η μουσική δε του Θ. Σακελλαρίδη την σκιαγραφεί με εξαίσιο τρόπο. Η κύρια πρόκληση που αντιμετώπισα ήταν, αναλογιζόμενος τις κοινωνικές τάξεις του 1920, να προσπαθήσω το κείμενο και προπάντων ο λόγος να παραμείνουν όσο το δυνατόν αναλλοίωτα. Πρέπει, θεωρώ, οι εκφράσεις και οι ιδιωματισμοί να ανήκουν στο τότε και όχι στο τώρα» - Νικόλας Μαραζιώτης
«Δεν είναι η πρώτη φορά που καλούμαι να ερμηνεύσω έργο του Σακελλαρίδη. Είχα τη χαρά να ερμηνεύσω τον ρόλο της Βιβίκας στην οπερέτα «Ο Βαφτιστικός», ένα εξίσου υπέροχο και διαχρονικό έργο δια χειρός Σακελλαρίδη. Η μουσική του ιδιοφυία, αλλά και η κριτική του ματιά στη ζωή της αστικής κοινωνίας της εποχής του, είναι το κεντρικό στοιχείο και στα δύο έργα. Η μελέτη και η βαθιά κατανόηση της μουσικής του είναι μια υπέροχη εμπειρία, μόνο χαρά σε γεμίζει» - Χρύσα Μαλιαμάνη
Πώς "μεταφράσατε" τη σκηνοθετική προσέγγιση της Νατάσας Τριανταφύλλη; Υπήρξαν συγκεκριμένα στοιχεία που σας βοήθησαν να την κατανοήσετε περισσότερο;
«Η Νατάσα, αποκωδικοποιώντας άψογα το κείμενο του Σακελλαρίδη με απόλυτη αίσθηση των κοινωνικών συμβάσεων της εποχής που γράφτηκε το έργο, έχει στήσει μια παράσταση σύγχρονη, η οποία κάνει έναρξη με αίσθηση φινάλε! Η ατμόσφαιρα της πρώτης πράξης, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Τίνας Τζόκα, όπως και οι χορογραφίες της Δήμητρας Μητροπούλου έχουν χαρακτήρα επιτηδευμένης υπερβολής, ακριβώς για να τονίσουν το «ψέμα» του ιδανικού γάμου και της αδιατάραχτης οικογενειακής ευτυχίας. Πράγμα που στη συνέχεια αποδομείται, στη δεύτερη πράξη, για να φτάσει η τρίτη πράξη να αποκτήσει χαρακτήρα «αποκαθήλωσης» του περιβάλλοντος και κυρίως των ηρώων της ιστορίας. Η προσέγγιση αυτή, κατά την γνώμη μου, εξυπηρετεί απόλυτα την πρόθεση του δημιουργού του έργου, αλλά και την καλύτερη κατανόηση από τη μεριά των συντελεστών, των χαρακτήρων και της απόδοσης τους! Υποσκάπτεται διαρκώς και υποδαυλίζεται η τέλεια επίφαση, την οποία θέλουν να μας επιβάλλουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, υπονοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ακόμα πιο καυστικά το πόσο απέχει η πραγματικότητα από αυτό που βλέπουμε! Οι ήρωες ξεγυμνώνονται από κάθε τι περιττό που τους απομακρύνει από την αλήθεια και τα θέλω τους μπροστά στα μάτια του θεατή. Ενώ, ταυτόχρονα, τα μηνύματα που γίνονται ξεκάθαρα στο τέλος θυμίζουν τι έχει πραγματική αξία, ωθώντας το κοινό να αφήσει την αίθουσα με προβληματισμούς που ίσως δεν είχε μπαίνοντας για να παρακολουθήσει μια ελαφριά οπερέτα!» - Μαρισία Παπαλεξίου
«H σκηνοθέτις ξεκινώντας από την κλασική προσέγγιση της οπερέτας, φωτίζει και καταδεικνύει δρόμους προς την καθ' αυτό σύγχρονη θεατρική πράξη. Χρησιμοποιώντας την κρυφή κυρίως συγκίνηση των ηρώων, αφαιρώντας όλα τα άλλα στοιχεία τους στο τέλος, με συναισθηματικούς τρόπους αναδεικνύει και προσεγγίζει το διαχρονικό και πάγιο αίτημα όλων : την αγάπη. Πρόβες και διαδικασίες λειτουργούσαν για μένα ως ατμόσφαιρες οξυγόνου. Πολύτιμη βοηθός η κινησιολόγος Δήμητρα Μητροπούλου. Αναζητώντας τον προσωπικό τρόπο κίνησης του καθενός μας, οδηγηθήκαμε με ασφάλεια και ευχαρίστηση εκεί όπου η μουσική βεβαιότητα συναντούσε την θεατρική πράξη» - Τζούλια Σουγλάκου
Υπήρξαν προκλήσεις για εσάς, σε σχέση με την εποχή και τον ρόλο;
«Η εποχή που γράφεται η οπερέτα έχει πολλά σημεία με τα οποία εμείς συγκρουόμαστε σήμερα, αν όχι διαφωνούμε. Εγώ, για παράδειγμα, ενσαρκώνω τον ρόλο του υπηρέτη Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης είναι γραμμένος λίγο ως καρπαζοεισπράκτορας. Για μένα σήμερα, αυτό αμέσως θίγει ένα ταξικό ζήτημα. Τότε μπορεί να ήταν κάτι αυτονόητο και κωμικό, σήμερα όμως είναι, και οφείλει να είναι, καταδικαστέο. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Νατάσας Τριανταφύλλη έρχεται να υπερκεράσει αυτό το κενό του ενός αιώνα που μας χωρίζει από το έργο και, μεταβολίζοντας την αδυναμία του συγκεκριμένου ρόλου σε δύναμη, δίνει μια δραματουργική λύση στο ερώτημα αυτό της εποχής. Και αν θέλετε, με αυτόν το τρόπο ανατρέπει τα στερεότυπα και μαζί με αυτά και τα προσχήματα, τα οποία πολύ συχνά μας πνίγουν» - Αντώνης Κυριακάκης
«Οι προκλήσεις είναι πάντοτε πολλές όταν εργάζεσαι σε ρόλους που ο συνθέτης εμπνεύστηκε πριν από 100 χρόνια. Βεβαίως, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να αφεθείς στο «όχημα» του σκηνοθέτη, γιατί έχει το τιμόνι και γνωρίζει τη διαδρομή για τον τελικό προορισμό» - Δημήτρης Σιγαλός
«Σε πρώτη ανάγνωση το λιμπρέτο είναι ξεκάθαρα σεξιστικό. Η υπόθεση του έργου με τον τρόπο που εκτυλίσσεται υπηρετεί όλα τα κλισέ που αφορούν τις σχέσεις των ζευγαριών μέσα σ’ έναν γάμο, το ποια θα πρέπει να είναι η θέση της γυναίκας και τι περιμένει ο ένας σύντροφος από τον άλλον. Αυτό αρχικά έρχεται σε κόντρα με τα σημερινά δεδομένα, και το ποιες είναι οι δικές μου πεποιθήσεις, στη συνέχεια όμως, μελετώντας τη μουσική γλώσσα του Σακελλαρίδη, αντιλαμβάνεται κανείς τον σχολιασμό και την αμφισβήτησή του πάνω σ ’αυτά τα θέματα» - Χρύσα Μαλιαμάνη
Η οπερέτα αυτή είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις το 1920. Οι αξίες που σατιρίζονται στο έργο και ο τρόπος που γίνεται αυτό ακουμπούν στο σήμερα;
«Η κεντρικότερη κοινωνική αξία που θίγεται στην οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη είναι η οικογένεια. Η πατριαρχική αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα σε όλη την κοινωνία μας, εκεί επωάζεται. Μέσα στην οικογένεια. Η φράση της πρωταγωνίστριας Άννας, «Θέλω να δω τον Πάπα!», μπορεί να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο βάθος. Έχει όμως εξέχουσα σημασία ότι αυτό το απαιτεί! Καθιστώντας έτσι σαφές πως έχει το δικαίωμα να απαιτεί ισάξια με τον άντρα της. Θεωρώ πως η μορφή που έχει σήμερα η χώρα μας είναι το αποτέλεσμα της οικογένειας μας. Και νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι, πως το οικογενειακό ζήτημα είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο ζήτημα. Θέλει φροντίδα, υπομονή, θάρρος, αφοσίωση και επιμονή για να γίνει καλύτερο. Όπως και η κοινωνία μας!» - Αντώνης Κυριακάκης
«Το έργο μιλάει για ηθικές αξίες, που η σημασία τους για την κοινωνία και τους ανθρώπους παραμένει αναλλοίωτη όσα χρόνια κι αν περάσουν, όπως είναι ο γάμος και η οικογένεια, και θα αποτελούν πάντοτε πεδίο δόξης λαμπρό και για την τέχνη του μουσικού θεάτρου. Ο Σακελλαρίδης σατιρίζει καταστάσεις οι οποίες παραμένουν και σήμερα απολύτως επίκαιρες» - Δημήτρης Σιγαλός
«Το έργο διαθέτει έναν ιδιαίτερο τίτλο, καθόλου τυχαίο. Ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1920 από τον θίασο του Γιάννη Παπαϊωάννου, με τεράστια επιτυχία! Αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Το ομότιτλο τραγούδι έγινε το «σουξέ» της εποχής, προκάλεσε όμως για ευνόητους λόγους την δυσαρέσκεια του Βατικανού, ενώ τον Δεκέμβριο του 1921 αυτό το τραγούδι υπήρξε η αφορμή ενός φόνου στον Πειραιά, μπροστά από την Καθολική Εκκλησία. Πολλά τα σκάνδαλα! Προκειμένου να συνεχίσει την πορεία της, η παράσταση τα επόμενα χρόνια ανέβαινε με διαφορετικούς τίτλους, για να φτάσει να παρουσιάζεται μέχρι σήμερα ακριβώς όπως γράφτηκε αρχικά. Το θέμα του έργου βασίζεται στην φάρσα του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Μωρίς Ενεκέν, «Οικιακές χαρές» . Πρόκειται για μια καυστική κωμωδία-σάτιρα που ασκεί εμφανέστατα κριτική στον τρόπο ζωής της αστικής τάξης και στον θεσμό του γάμου και της «αγίας» οικογενειακής ζωής. Και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που κάνει αυτή την οπερέτα σύγχρονη και άκρως επίκαιρη. Ο γάμος είναι ακόμα και σήμερα μια σύμβαση που εξυπηρετεί τις περισσότερες φορές άλλες συνθήκες πλην της σπουδαιότερης: την ανάγκη για ένωση δύο ανθρώπων προκειμένου να ζήσουν μαζί επειδή αγαπιούνται! Η δε επίφαση της οικογενειακής ευτυχίας «για τα μάτια του κόσμου», αποτελεί μόνιμη πρακτική η οποία εξυπηρετεί το καλώς έχειν του κοινωνικού στάτους των ανθρώπων της, ενώ η πραγματικότητα δυστυχώς απέχει αρκετές φορές έτη φωτός από κάτι τέτοιο. «Η μόνη αληθινή ευτυχία του ανθρώπου είναι ο γάμος» διατυμπανίζει ο κ. Βαρονάς στην έναρξη του έργου. Πόσοι δεν έχουν κρυφτεί και θα κρύβονται πίσω από αυτό το τσιτάτο, ενώ στην ουσία τα θέλω τους είναι τελείως διαφορετικά! «Η δημιουργία οικογένειας είναι ο σκοπός του ανθρώπου!». Και ταυτόχρονα γινόμαστε καθημερινά κοινωνοί φρικτών ιστοριών που έρχονται ή δεν θα έρθουν ποτέ στο φως. Πολύ εύστοχος ο Σακελλαρίδης στον σχολιασμό του, λειτουργεί συνδυαστικά τη μουσική με την πρόζα (εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτελεί και χρέη λιμπρετίστα). Ρεαλιστής αλλά και απόλυτα διορατικός, μας άφησε μια μουσική παρακαταθήκη που μας επαναφέρει στην «τάξη» βάζοντας τα πράγματα στην θέση τους!» - Μαρισία Παπαλεξίου
«Το βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του Αδριανού είναι η θέση του απέναντι στον θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Καμώνεται έναν κοινωνικό ρόλο για να επιβληθεί στα επαναστατικά για την εποχή «θέλω» της συζύγου του, διαταράσσοντας κάθε είδους σχέση στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Ενδιαφέρον έχει δε το πόσο εύκολα χάνεται το κύρος της αστικής τάξης και δοκιμάζονται οι σχέσεις και οι ρόλοι σε μια οικογένεια με την πρώτη αναταραχή που εμφανίζεται» - Νικόλας Μαραζιώτης
«Στις 11 Δεκεμβρίου 1921, μια ομάδα ανηλίκων σπουδαστών της Εμπορικής Σχολής Πειραιώς τραγουδούσε το περίφημο σουξέ της εποχής "Θέλω να δω τον Πάπα" έξω από τον Ναό των Δυτικών (Καθολικών) στον Πειραιά. Ο καθολικός στο δόγμα Αντώνιος Ριγκούτσης που το άκουσε, εξέλαβε την συμπεριφορά τους ως προσβολή προς τον Πάπα, αντιδίκησε μαζί τους, και, λόγο στον λόγο, ένας από τους σπουδαστές τον σκότωσε με μαχαίρι. Το σοβαρό αυτό περιστατικό χαρακτηρίστηκε, τόσο από Αρχιεπίσκοπο των Καθολικών, όσο και από τον αστυνομικό διευθυντή Πειραιώς, ως τυχαίο γεγονός που δεν είχε σχέση με θρησκευτικό φανατισμό και θρησκευτικές αντιθέσεις. Παρ' όλα αυτά, ο τίτλος της οπερέτας άλλαξε πολλές φορές, με επικρατέστερο το "Θέλω να τον δω" παραλείποντας τον τίτλο του προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Κάθε αναφορά σε πρόσωπα, αξίες, ήθη, θεσμούς, συμπεριφορές, απόψεις πυροδοτεί αντιδράσεις κάθε τύπου, ανεξαρτήτως εποχής. Στη συγκεκριμένη οπερέτα, ο κύριος στόχος και ο σατιρικός σχολιασμός γίνεται για τον θεσμό του γάμου και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Όλες οι στερεοτυπικές πεποιθήσεις των αστών ηρώων για τον γάμο και την οικογένεια, ως ο μόνος δρόμος για την ευτυχία, καταρρίπτονται από τις ίδιες τις συμπεριφορές τους. Τα καταπιεσμένα πάθη, οι ανομολόγητες επιθυμίες, οι κρυφές προσδοκίες, τα ανεπίδοτα συναισθήματα καθοδηγούν τους χαρακτήρες, με τον χορό και το τραγούδι, στα άκρα. Αποφεύγουν την καταστροφή με το μόνο μέσον που ο καθένας διαθέτει και γνωρίζει: την αγάπη, το οικείο, το στερεότυπο. Όσο ο άνθρωπος θα θέλει να αγαπά και να αγαπιέται, η οπερέτα αυτή -και το θέμα της- θα είναι πάντα επίκαιρη» - Τζούλια Σουγλάκου
«Η Άννα, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, είναι μια κοπέλα που μεγάλωσε μέσα σε μια αστική οικογένεια, μορφωμένη αλλά δίχως εμπειρίες ζωής. Ξεκινώντας λοιπόν μια καινούρια ζωή μετά τον γάμο της με έναν άνθρωπο τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει, καθότι όλα είναι γι’ αυτήν προκαθορισμένα από τους άλλους, προσπαθεί να λειτουργήσει όπως της έχουν πει. Αυτό προκαλεί μεγάλη αναστάτωση κι επειδή δεν λειτουργεί, οδηγεί τελικά όλους τους χαρακτήρες του έργου σε μια αναθεώρηση του ίδιου τους του εαυτού και των σχέσεων τους με τους ανθρώπους γύρω τους. Η Άννα είναι ο χαρακτήρας που ταράζει τα νερά και αναζητά την αλήθεια για τον εαυτό της και για τις σχέσεις της, και αυτό της το στοιχείο είναι που σατιρίζει και σχολιάζει τα δεδομένα της εποχής εκείνης, τολμώ να πω και της σημερινής» - Χρύσα Μαλιαμάνη
Ποια είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας σημαντικής συνεργασίας;
«Το να εργάζεσαι σε μια παραγωγή οπερέτας, χρειάζεται ομαδικότητα, άριστη συνεργασία και επιμονή στη λεπτομέρεια, που σημαίνει κούραση αλλά και πολύ χαρά για να φτάσουμε όλοι μαζί με υπομονή στην επίτευξη του τελικού σκοπού. Όλα αυτά υπήρξαν, και πιστεύω ότι ο τελικός αποδέκτης που είναι ο θεατής θα το εισπράξει» - Δημήτρης Σιγαλός
Πληροφορίες για τις παραστάσεις εδώ.