Μόνο «αεροπλάνα και βαπόρια» δεν πήραμε για να φτάσουμε στην πρώτη θεατρική Επίδαυρο για φέτος που σ' αυτή την περίεργη και δύσκολη χρονιά διασώζουν τα κρατικά θέατρα. Εθνικό Θέατρο, «Πέρσες» του Αισχύλου, σκηνοθεσία Δημήτρης Λιγνάδης η πρώτη παράσταση για φέτος στην Επίδαυρο.
Και φτάσαμε, και μάλιστα εγκαίρως, αφού έτσι επιβάλλουν τα πρωτόκολλα λόγω covid.
Και μπήκαμε στη σειρά, αφού πρώτα κάναμε την καθιερωμένη στάση στο πωλητήριο του Εθνικού Θεάτρου, που φέτος έχει ανανεωμένα προϊόντα, έξυπνα προσαρμοσμένα στις συνθήκες κορωνοϊού, με την υπογραφή των Think Pig, όπως μπουκαλάκια με αντισηπτικό που στην ετικέτα γράφει: «Αν δεν σου αρέσει η παράσταση μην το πιεις. Για εξωτερική χρήση μόνο»!
Με τα προτυπωμένα χαρτάκια εισόδου στο χέρι, ανεβήκαμε χωρίς να λοξοδρομήσουμε από πλαϊνά μονοπάτια όπως άλλες χρονιές, χωρίς να περάσουμε μπροστά από τα παρασκήνια και ν' ακούσουμε τις φωνητικές πρόβες λίγο πριν την έναρξη της παράστασης. Με τις μάσκες μας, με τις αποστάσεις μας, όλο μπροστά βαδίζαμε, προς τις θέσεις μας. Κάναμε και πάλι τον γύρο της ορχήστρας για να φτάσουμε στην κερκίδα μας, κρυφοκοιτάξαμε το λιτό αλλά ουσιαστικό σκηνικό (της Αλέγιας Παπαγεωργίου -μια σειρά μερικά ξύλινα στασίδια), καθίσαμε στις θέσεις μας, που είχαν αποστάσεις από τους διπλανούς, τους μπροστινούς και τους πίσω και αρχίσαμε να προσπαθούμε να διακρίνουμε φίλους και συναδέλφους που έμπαιναν στο χώρο.
Και η παράσταση, ξεκινά.
Και η πρώτη που μπαίνει στην ορχήστρα είναι μια κεραμιδί γατούλα, σήμα κατατεθέν τα τελευταία χρόνια των επιδαύριων παραστάσεων, κάτι σαν γούρι. Διέσχισε την ορχήστρα με άνεση, κι ενώ είχε αρχίσει ο Γιώργος Μαυρίδης να παίζει τη λύρα του.
Τα μέλη του χορού, οι γέροντες από τα Σούσα εμφανίζονται στη σκηνή και στέκονται στα στασίδια (ένα παρά ένα). Και ξεκινούν, με εξαιρετικό ρυθμό και κίνηση, για την οποία φρόντισε ο Κωνσταντίνος Ρήγος, να μοιράζονται την ανησυχία τους για την τύχη της μεγάλης εκστρατείας του βασιλιά Ξέρξη προς την Ελλάδα. Την εκφορά του κειμένου στα αρχαία ακολουθούσε το μεταφρασμένο κείμενο, σ' ένα ιδιαίτερο πάντρεμα της διαχρονίας της γλώσσας και του ρυθμού της. Η κίνησή των μελών του χορού, που έγινε ακόμα πιο ιδιαίτερη και ξεχωριστή όταν πήραν στα χέρια τους τα μεγάλα ξύλινα κοντάρια, δήλωνε την αγωνία τους, τους προβληματισμούς τους, τη δύναμη της ιστορίας τους. Και τα στασίδια ήταν -όταν άρχισε να υπερισχύει η κακή προδιάθεση και η έντονη ανησυχία (Άτοσσα), όταν έφτασαν οι κακές ειδήσεις για την απόλυτη καταστροφή του περσικού στρατού και στόλου (αγγελιαφόρος)- το καταφύγιό τους, η ασφάλειά τους, η εστία τους. Στηρίζονταν σ' αυτά όταν δεν μπορούσαν ν' αντέξουν τα κακά νέα, ανέβαιναν πάνω τους όταν ήθελαν λες να ξεφύγουν από τη φρίκη που σα να τους κυνηγούσε, κάθονταν αποκαμωμένοι πάνω τους όταν συνειδητοποιούν ότι όλα πια ήταν αναπότρεπτα.
Η Άτοσσα (Λυδία Κονιόρδου) μ' ένα εντυπωσιακό αυτοκρατορικό φόρεμα που περιείχε στις πτυχώσεις του την αίγλη και την αρχοντιά της θέσης της, φτάνει με διακριτή ανησυχία και μοιράζεται με τους γέροντες τα αμφίσημα όνειρα που βλέπει και τη στοιχειώνουν και δεν την αφήνουν να σκεφτεί ελπιδοφόρα. Και δεν αργούν να επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες της καθώς φτάνει ο αγγελιαφόρος (Αργύρης Πανταζάρας) και φέρνει τις κακές ειδήσεις της απόλυτης καταστροφής και του ολέθρου για τις περσικές δυνάμεις στη Σαλαμίνα. Και τότε η Άτοσσα στρέφεται εκεί που μόνο μπορεί να στηριχθεί, σ' εκείνο που υπήρξε για κείνην συνώνυμο της δόξας, της δύναμης, του κύρους, των καλών χρόνων: στη μνήμη του άνδρα της, του Δαρείου. Στον τάφο του αφιερώνει χοές και κάνει επίκληση στο πνεύμα του.
Το φάντασμα του Δαρείου (Νίκος Καραθάνος), μία από τις πιο δυνατές σκηνές του αρχαίου δράματος, εμφανίζεται και αναλαμβάνει, με τη δύναμη της γνώσης και τη σοφία της απόστασης από τα γήινα, να εξηγήσει τι και γιατί έχει συμβεί. Να εξηγήσει σ' εκείνους που ένιωθαν άτρωτοι πώς νικήθηκαν από τους Έλληνες και για ποιους λόγους: «Γιατί η ίδια η γη μάχεται στο πλευρό τους» λέει σε κάποια στιγμή. Και καταδικάζει την έπαρση και τη βία των Περσών και του γιου του ίδιου. Και στηλιτεύει την ύβρη: «Οι στοίβες των νεκρών, ως και την τρίτη γενιά, θα φανερώνουν βουβές στα μάτια των ανθρώπων ότι δεν πρέπει ο νους ενός θνητού να υπερυψώνεται. Γιατί όταν ανθίζει η ύβρις, μεστώνει το στάχυ της πλάνης και τότε θερίζεις θέρος δακρύων», λέει θυμόσοφα. Και προφητεύει τις μελλούμενες καταστροφές του περσικού στρατού (στις Πλαταιές).
Ο νηφάλιος λόγος του Δαρείου δίνει τη θέση του στον λόγο της συντριβής, της απόγνωσης και της πρώτης επαφής με την αυτογνωσία. Ο Ξέρξης (Αργύρης Ξάφης) φτάνει στα Σούσα και στην ορχήστρα της Επιδαύρου και δεν κρύβει τίποτα απ' ό,τι συνέβη από τους γέροντες του χορού, σα να θέλει κι ο ίδιος να τα συνειδητοποιήσει μιλώντας τα.
Οι δυνατοί που νικήθηκαν από εκείνους που ούτε τους υπολόγιζαν. Η έπαρση που νικήθηκε από το παθιασμένο δίκιο. Αυτό είναι οι «Πέρσες»: το μεγαλείο της αποφασιστικότητας και της συλλογικότητας, η αναποτελεσματικότητα της επίδειξης και της δύναμης των αριθμών. Κι ο Δημήτρης Λιγνάδης παρουσίασε με λιτότητα και καθαρότητα το πνεύμα του αισχυλικού κειμένου, πατώντας σε ασφαλείς δρόμους. Και είχε καλούς συμμάχους σ' αυτό το εγχείρημα: την μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου· την κίνηση του Κωνσταντίνου Ρήγου, που έκανε τα συναισθήματα των μελών του χορού οικεία και εύγλωττα· τη μουσική του Γιώργου Πούλιου που συνομίλησε μοναδικά με τη λύρα του Γιώργου Μαυρίδη, αλλά και με το μαντολίνο του Γιάννου Περλέγκα, και συνόδευσε ταιριαστά τις στιγμές, τις εναλλαγές των συναισθημάτων· τα κοστούμια της Εύας Νάθενα, που κι αυτά τη γλώσσα είχαν σε πρώτη θέση, τις λέξεις του Αισχύλου, κεντημένες όλες στο χέρι· τα άκρως λιτά σκηνικά της Αλέγιας Παπαγεωργίου· τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα.
Είχε τους ηθοποιούς που αποτέλεσαν το χορό των γερόντων με τον Δημήτρη Παπανικολάου και τον Γιάννο Περλέγκα να ξεχωρίζουν ιδιαιτέρως, όχι γιατί ήταν οι κορυφαίοι, αλλά γιατί μετέφεραν με ευαισθησία τις αγωνίες του πλήθους που παρακολουθεί και υποδέχεται τα γεγονότα που δεν μπορεί ν' αλλάξει και υποφέρει με τα δεινά του τόπου του.
Και είχε και τέσσερις από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς στη διάθεσή του για τους βασικούς ρόλους, που δεν απέκτησαν όμως την απαιτούμενη κοινή χημεία. Ο Αργύρης Πανταζάρας ως αγγελιαφόρος ήταν παραπάνω εξωστρεφής για τα τόσα δυσάρεστα που μετέφερε. Θα ήθελα να δω περισσότερο το δέος, το σοκ, την απελπισία των ειδήσεων που μετέφερε. Ο πόνος του ήταν ντελιριακός, αλλά όχι τόσο εσωτερικός. Η Λυδία Κονιόρδου έφερε μια κλασική Άτοσσα με στιβαρότητα, που όμως κάποιες στιγμές κυριαρχούσε των αποχρώσεων που χρειάζονταν. Η αναγνωρίσιμη και ξεχωριστή υποκριτική γλώσσα του Νίκου Καραθάνου δεν κατάφερε απολύτως να μεταδώσει το μεγαλείο, τη σοφία και το κύρος του Δαρείου. Ο Ξέρξης του Αργύρη Ξάφη έφερε το αίσθημα και τη στάση της ηττημένης εξουσίας, με εσωτερικότητα και ευαισθησία, αλλά και τη συνειδητοποίηση του δρόμου της ωριμότητας και της αυτογνωσίας που έπρεπε να βαδίσει, μεταφέροντας στο κοίλον τη συγκίνηση που έχει η στιγμή.
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, του Εθνικού και του Δημήτρη Λιγνάδη ήταν μια σπονδή στο κείμενο, μια κλασική όσο και καθαρή παράσταση.
Διανομή (με σειρά εμφάνισης)
Χορός: Βασίλης Αθανασόπουλος, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Μιχάλης Θεοφάνους, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Λαέρτης Μαλκότσης, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιάννος Περλέγκας, Αλμπέρτο Φάις.
Βασίλισσα: Λυδία Κονιόρδου
Άγγελος: Αργύρης Πανταζάρας
Δαρείος: Νίκος Καραθάνος
Ξέρξης: Αργύρης Ξάφης
Μουσικός (λύρα): Γιώργος Μαυρίδης
Φωτογράφος παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου
Περιοδεία
1/8 Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5-9/8 και 11-13/8 Υπαίθριο Θέατρο Αττικού Αλσους
26/8 Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, Καβάλα
30/8 Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας
1/9 Θέατρο Δεξαμενής Κορωπί
5, 6/9, Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη
9-13/9 Σχολείον της Ειρήνης Παππά
15, 16/9 Θέατρο Βράχων, Βύρωνας
20/9, Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνα
22, 23/9 Ευριπίδειο Θέατρο Σαλαμίνας
1-4/10 Σχολείον της Ειρήνης Παππά