
Το πρώτο που ανακαλύπτεις σε αυτή τη νέα παραγωγή του ΘΤΝΚ είναι πως το παρελθόν δεν επιθυμεί να μείνει πίσω. Και το δεύτερο, πως αυτό το πρωτόλειο ταξίδι στην Εθνική δεν ακουμπά πάνω σε χειροποίητους χάρτες, ούτε σε ιντερνετικά μονοπάτια ενός επαναληπτικού GPS αλλά στις ρωγμές που γεννά η ίδια η ψυχή όταν καλείται να αντιμετωπίσει τους πιο εσωτερικούς της δαίμονες.
Η παλιά Εθνική, μια κατάδυση στα ελληνικά ήθη, στις οικογενειακές πληγές και στη μεταφυσική διάσταση του πένθους χρωστά πολλά στην αγάπη που έχει ο Γιώργος Χριστοδούλου στο μονόπρακτο του Ξενόπουλου, Ψυχοσάββατο. Και η φράση της μάνας μέσα σε αυτό, «οι νεκροί είναι εδώ», η σπίθα για να ανάψει ο ίδιος ένας μικρό φως μέσα στο σκοτάδι του. «Με μάγεψε αυτό το κείμενο», μου λέει, «έχει κάτι αρχετυπικό στις σχέσεις -η μάνα, ο γιός, η νύφη. Λέξεις σαν το «επιτέλους δικαιοσύνη» κουβαλούν μια ολόκληρη εποχή, τότε που ο άντρας είχε δικαίωμα πάνω στην γυναίκα του ακόμη και να τη σκοτώσει για λόγους τιμής. Με έβαλε σε σκέψεις πόσο έχει αλλάξει το ήθος αυτό. Ο Ξενόπουλος στο μονόπρακτο είχε βγάλει το χορό των ψυχών και αυτό με είχε μαγέψει. Το έχω κάνει και εγώ αλλά με έναν πιο περίεργο τρόπο».»

Παρατηρώ το εύστοχο σκηνικό της Ιωάννας Πλέσσα. Ένα ερειπωμένο βενζινάδικο στην παλιά εθνική οδό, που λειτουργεί ως μεταφορά ενός μικρόκοσμου σε ερείπια. Η παρέα/ οικογένεια του αλκοολικού και βυθισμένου στη βία Παύλου, της παγιδευμένης σε ένα κύκλο σιωπής και ενοχής γυναίκας του Ελένης, της διαλυμένης μητέρας του Παύλου, Δήμητρας και του ανιψιού Άγγελου που έρχεται για να διαλύσει (ή να ξαναχτίσει) τα πάντα, χαϊδεύει τα ερωτήματα που «κυκλοφορούν» σχεδόν λυσσασμένα και οργίζεται όταν αυτά δεν δίνουν σαφείς απαντήσεις. «Όλοι ζητάνε απαντήσεις από ζωντανούς και νεκρούς» μού λέει ο σκηνοθέτης, σε μία στιγμή που ένα μικρό break μάς επιτρέπει να σχολιάσουμε το μεταφυσικό στοιχείο που ταξιδεύει σε όλο το κείμενο. Και την επιστροφή του κοινού στην αγάπη του για τα ελληνικά θέματα. «Το ελληνικό έργο», λέει, «λειτουργεί ως δούρειος ίππος. Σου φέρνει κάτι γνώριμο και σου ανοίγει ένα παράθυρο για να μπουν πράγματα».
Η ρεαλιστική σκληρότητα που διατρέχει το έργο, «λυγίζει» κάθε φορά που μια τόση δα ψυχική ανασκαφή ανακαλύπτει μια ακόμη είσοδο στην παράλληλη πραγματικότητα των νεκρών. «Έχουμε ανάγκη να θυμόμαστε αυτούς που έφυγαν. Με μία φωτογραφία, μία μουσική, ένα λουλούδι. Η δυσκολία μέσα στο κείμενο γι' αυτή που έχει φύγει, την κόρη που πέθανε, είναι στην αντάμωση που δεν είναι επίγεια αλλά σε μια άλλη πραγματικότητα που έχει αναπόφευκτη δυσκολία προσέγγισης», μου διευκρινίζει το «φάντασμα» της σκηνής, η Αιλιάνα Μαρκάκη.
Η πρόβα ξεκινά και πάλι. Παρατηρώ μέσα από τις οδηγίες του Χριστοδούλου τον τρόπο με τον οποίο καθοδηγεί τους ηθοποιούς του. Σαν να μην ξεχνά ότι πρώτα από όλα κι εκείνος είναι σαν κι αυτούς. Τον ρωτάω τι είδους σκηνοθέτης θεωρεί πως είναι. «Από αυτούς που βάζουν στο κέντρο τον ηθοποιό», λέει, «η σκέψη μου στην πρόβα είναι πώς θα πάρω το φιλέτο του ταλέντου τους. Θέλω να γίνουν δημιουργικοί, όχι να εξυπηρετήσουν αυτό που έχω εγώ στο κεφάλι μου και μόνο. Ανοίγει ένας διάλογος μεταξύ μας. Αν κάποιος φύγει από την παράσταση και πει “τι ωραίες ερμηνείες, τι γαμάτοι ηθοποιοί”, για μένα αυτό είναι το μεγάλο κέρδος. Η βαθιά μου πεποίθηση είναι πως μια παράσταση είναι καλή, αν οι ηθοποιοί είναι καλοί».

Η Μαρία Προϊστάκη στην Παλιά Εθνική είναι η γυναίκα που υφίσταται όλη τη βία. Βυθίζομαι στον μονόλογό της. Παρατηρώ την αγωνία της να βρει πατήματα, να σκαλίσει βήμα-βήμα μία ζωή χαμένη, εξαφανισμένη μέσα στη συνεχή απογοήτευση. «Είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους χαρακτήρες που έχω διαβάσει γενικά», μου λέει, « δεν έχει άλλο δρόμο να ακολουθήσει, δεν πιστεύει σε μια καλύτερη ζωή, έχει αποδεχτεί τη δική της και πόσο καταδικασμένη είναι να τη ζει, είναι δύσκολο να μπω στον ψυχισμό της, ιδίως μιας και μου είναι όλα ξένα, ο τρόπος που έχει μεγαλώσει, οι τεράστιες ενοχές, η έλλειψη της αγάπης, κι αυτός ο σκληροτράχηλος κόσμος τριγύρω της».
Απευθύνομαι και στους άλλους ηθοποιούς, με τις ίδιες απορίες, πάνω στη μάχη που δίνουν για να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες. Ο Βασίλης –«Άγγελος»- Μηλιώνης μου λέει: «Το κομμάτι του ψυχισμού των ανθρώπων έρχεται από ένα σκοτάδι που οφείλεις να σκάψεις. Είναι φοβερό πόσο περίπλοκη είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά, πόσο βαθύτερα πρέπει να ψάξει κανείς μέσα του, αλλά και μέσα στον άλλο, για να βρει ένα πραγματικό κίνητρο, τους φόβους, τα τραύματα. Και πόσο πιο άγριο, πώς με δίαυλο την αγάπη δημιουργείς τραύματα που συνοδεύουν τον άλλο σε όλη του τη ζωή».
Η Φανή- «Δήμητρα»- Παναγιωτίδου θα συμπληρώσει: «Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθείς τη θεματική κατάσταση του ρόλου, τη δοσολογία του πώς αντιλαμβάνεσαι, τι σημαίνει πραγματικά ή ασυνείδητα, πώς είναι εκτός πραγματικότητας, δεν μου είναι όμως ξένο, έχω συναναστραφεί με μάνες παθιασμένες ή με μάνες στα πρώτα στάδια της άνοιας, που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι συμβαίνει».
Ο Αλέξανδρος – «Παύλος» - Μαυρόπουλος» θα πει με τη σειρά του: «Να έρχεσαι σε επαφή με τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, τα συναισθήματά του, να βρίσκεις τις αξίες του, τις φοβίες του, τα σκοτάδια του είναι η μεγάλη πρόκληση πάντα, καλώς ή κακώς καλείσαι να πάρεις το ρίσκο του θεάτρου, τον αστάθμητο αυτό παράγοντα που κάποια στιγμή κάτι βγαίνει και κάποια όχι».

Όσο βλέπω αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μεταφυσικό, τόσο διαπιστώνω πως οι λέξεις του Χριστοδούλου κρύβουν / φανερώνουν μια οικειότητα. Οι σκηνές, η βία ανάμεσα στις λέξεις, οι ανάσες ανάμεσα στα πιεσμένα συναισθήματα, είναι οι εικόνες που κάποιες (πολλές) στιγμές, ίσως και εσύ συνάντησες, ειδικά αν είσαι κι εσύ από αυτούς που δεν γεννήθηκαν εδώ. «Είμαι ένα παιδί μεγαλωμένο στην επαρχεία, έχω έντονες εικόνες από εκεί, όπως και από τα ήθη και τις συνήθειες που κουβαλάνε οι άνθρωποι σε αυτές τις κλειστές κοινωνίες, τις αγκυλώσεις, τις διαστρεβλώσεις. Όλα αυτά δηλαδή τα οποία με κυνηγάνε ακόμη, αυτοί που έρχονται στην Αθήνα δεν τα χάνουν νομίζω ποτέ, υπάρχουν στον πυρήνα τους, όπου κι αν πάνε μετά. Το τι σημαίνει νύφη στο σπίτι μαζί με την πεθερά για παράδειγμα, μπορεί να είναι λίγο επικίνδυνα γραφικό ως προς την αντιμετώπιση, αλλά εγώ το έχω δει να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Το ότι η νύφη είναι ένα ξένο σώμα που θα πρέπει να αποδείξει τον λόγο ύπαρξης της».
Το πρώτο έργο του Χριστοδούλου, ο Συνεργός, στο Θέατρο Επι Κολωνώ γύρω από την μυστηριώδη εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας στη Βέροια, είχε «αναγκάσει» το θεατρικό κοινό σε συνεχόμενα sold out. Η παράσταση είχε τιμηθεί με το 1ο βραβείο σκηνοθεσίας και το 2ο καλύτερου νεοελληνικού έργου στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού All4fun 2023. «Δεν ήταν το πρώτο μου», με διορθώνει χαμογελώντας, «είχα γράψει πρώτη φορά ένα έργο πριν τον Συνεργό, στη σχολή, γιατί ήθελα να λύσω μέσα μου ένα ζήτημα οικογενειακό. Και κάπως έφτιαξα μια συνθήκη και προσπάθησα μέσα από αυτή να επεξεργαστώ κάποια πράγματα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ψυχοθεραπευτικό ήταν. Έμπαινα στη διαδικασία να καταγράφω τι θα μου έλεγε ενδεχομένως η μάνα μου για κάποιο λάθος της και έτσι αναπόφευκτα μπήκα στη θέση της. Όταν τελείωσα το έργο έβλεπα την οικογένεια μου τελείως διαφορετικά. Μου άρεσε πάντα να φαντάζομαι άλλες εκδοχές της ζωής μου, κάποια κομμάτια της. Ή μιας ιστορίας που άκουσα. Μπορεί να δω κάτι στον δρόμο και θα φανταστώ μία ιστορία πίσω από αυτό. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ανέβουν έργα που γράφω. Ακόμη δυσκολεύομαι να πειστώ ότι έχω γράψει κάτι που αξίζει».

Η πρόβα τελειώνει, ανυπομονώ να το δω στην μεγάλη Πρώτη, από τις 25 Απριλίου ξεκινά το ταξίδι, και έτσι στο τέλος, τον ρωτώ αυτό που κυρίως ρώτησα και τους άλλους της παρέας. Ποια ήταν τελική η μεγάλη πρόκληση και δυσκολία; Μου λέει:
«Το πιο δύσκολο κομμάτι σε αυτό το έργο -και αυτό το κατάλαβα όχι όταν μελετούσα και έγραφα- είναι πως πρέπει να ψάξεις και να βρεις την ενστικτώδη και ζωώδη περιοχή των χαρακτήρων. Κάτι που δεν είναι γνώριμο ούτε στο κοινό ούτε σε εμάς. Δεν υπάρχει συναίσθημα, μόνο ένστικτο -κι αυτό είναι σπάνιο στις μέρες μας».