
Η σκηνή σχεδόν άδεια. Μια καρέκλα, ένα μικρόφωνο και μια τηλεόραση αναμμένη σε χαμηλό ύψος. Όχι διακοσμητική, ένα είδος alter ego περισσότερο, σαν να φωνάζει πως εδώ κάτι συμβαίνει: ένα μαύρο παραλληλόγραμμο γεμάτο παιδικά τραύματα, μαμαδίστικα πρωινά, όνειρα της μεταμεσονύχτιας ζώνης. Εικόνες που τότε περνούσαν για «χιούμορ», αλλά σήμερα επιστρέφουν ως υλικό ενδοσκόπησης, συζήτησης και συλλογικής μνήμης. Η όσο πρέπει σκηνή του bijoux de kant HOOD art space στο κέντρο της πόλης -έξοχη επιλογή- κουβαλάει ακόμη τον παλιό της αέρα. Θυμίζει την εποχή που δείχνει η τηλεόραση. Κλείνει το μάτι περιπαιχτικά σε μια πόλη που δεν θυμάται πώς να αγαπά τους αγαπημένους της ήρωες.
Η «Εκδίκηση του Φώτη» είναι μια χειροποίητη, προσωπική, παράσταση. Γεμάτη με τραγούδια, φιλιά και κωμικά σημεία που αφήνουν το γέλιο να ξεσπά ελεύθερα. Όπως όμως και με τηλεοπτικές αναμνήσεις που σε ραπίζουν με την όχι και τόσο ευχάριστη τοξικότητα τους. Όταν η τηλεόραση παίζει αποσπάσματα από σειρές που όλοι έχουμε δει -οικείες, αθώες, «ελληνικές»-, μέσα από το πρίσμα της queer παιδικής ηλικίας αυτές ξαφνικά γίνονται μαχαιριές. «Είναι αυτός ο διάχυτος σεξισμός», θα πει ο Βασίλης Βηλαράς. «Ο οποίος, πέρα από την όποια ομοφοβία, όσο αφορά στην κακοποίηση των γυναικών είναι πιο έντονος. Ήταν άσχημο ένα πιτσιρίκι να βλέπει τόσο ξύλο, πριν καταλάβει καν τι σημαίνει έρωτας και συσχέτιση ανθρώπων στη ζωή. Έβλεπε στην τηλεόραση μεγάλους ανθρώπους να χτυπιούνται, άντρες να δέρνονται με άντρες, να δέρνουν τις γυναίκες, να τις ξεφτιλίζουν. Σκηνές τρέλας. Οι σειρές, εκείνες των 90s και των 00s, μπορεί να έχουν διαμορφώσει το χιούμορ μας πάρα πολύ, αλλά ταυτόχρονα έχουν διαμορφώσει και το τραύμα μας».

Μια σειρά από εικόνες κατασκηνώνουν στη μικρή οθόνη. Λαβ σόρρυ - «Η πρώτη φορά που έβλεπα πρωταγωνιστή να κάνει το sex symbol με τόση τρίχα». Σ’ αγαπώ Μ’ αγαπάς - «Δεν πιστεύω ότι η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε γίνει ξαφνικά ομοφοβική. Απλά δεν της κόστιζε καθόλου να κάνει πλάκα με αυτά τα πράγματα γιατί δεν ήταν στο δικό της πεδίο ταυτότητας κι ενδιαφέροντος». Δύο Ξένοι - «Η σειρά που μου άρεσε πάρα πολύ όταν μεγάλωνα και με ενοχλεί πολύ σήμερα. Βασικά δεν έχει γεράσει καθόλου καλά». Ντόλτσε Βίτα - «Θυμάμαι τη σκηνή με το αν είναι gay ο Αντώνης. Το θυμάμαι, 12 χρονών ήμουν και δεν καταλάβαινα τι σημαίνει μαύρη κωμωδία, απλά έβλεπα ένα σύμπαν να καταρρέει».
Και μέσα σε αυτά, ο Τόλης από τους Δύο Ξένους που «πάει στρατό να γίνει άντρας», το κράξιμο σε ένα χωριό απέναντι σε gay στο Καφέ της Χαράς, η άσχημη αντίδραση του Χάμου στο Εμείς κι Εμείς -τύπου κωμική- όταν οι άλλοι το παίζουν «αδελφές» μεταξύ άλλων. Όλα αυτά που τότε δεν είχαν καταλογιστεί σαν τραύμα, γιατί «έτσι μιλούσαν». «Από τη μια χαίρομαι που έχουν υπάρξει αυτές οι σειρές γιατί έχουν διαμορφώσει συλλογικά το χιούμορ μας», λέει ο Βηλαράς. «Και από την άλλη, απλά μπορούμε πλέον να τις αντιμετωπίζουμε με ένα επικριτικό μάτι πέρα από αγάπη. Έχουν τραυματίσει και προσβάλει πάρα πολλούς ανθρώπους, είτε άθελα τους είτε ηθελημένα. Το αποτέλεσμα είναι αληθινό. Ήξερες ότι είσαι ο πάτος του αστείου κι έπρεπε να βρεις έναν τρόπο να κάνεις ειρήνη με αυτό για να επιβιώσεις».
Με μια αίσθηση σχεδόν τρυφερού θυμού, ο Βασίλης περιγράφει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Φώτη, ενός παιδιού που για να σωθεί από την πίεση του κόσμου και την απόρριψη βρίσκει μόνιμο καταφύγιο στο δωμάτιο του και στην τηλεόραση. Ακόμα και όταν αυτή αναλαμβάνει με τη σειρά της έναν ακόμα γύρο κακοποίησης. «Δεν υπήρχε ο διάλογος τότε», λέει. «Βλέπαμε πόσα περίεργα πράγματα περνούσαν στον κόσμο και δεν είχαμε τα εργαλεία να τα αντιμετωπίσουμε, ενώ τώρα είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι τα νεότερα άτομα, λόγω social media και ειδικά TikTok όπου κάπως αυτό θεριεύει, έχουν τα εργαλεία να το αντιμετωπίσουν, να το κατανοήσουν, να διαφωνήσουν. Παλιά δεν ξέραμε καν ότι μπορούμε να διαφωνήσουμε. Έπρεπε να γίνουμε μέρος της κοροϊδίας για να επιβιώσουμε».
Κάποια πράγματα δεν τα βλέπεις στο θέατρο για να τα μάθεις· τα βλέπεις για να θυμηθείς τι έχεις ξεχάσει ότι κουβαλάς. Η παλιά τηλεόραση αναπαρήγαγε στερεότυπα που ρίζωναν βαθιά. Από τον Τόλη στους Δύο Ξένους μέχρι τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ δρόμου της εποχής για τους άγνωστους «άλλους», η ομοφοβία παρουσιαζόταν ως καθημερινό αστείο. «Υπάρχουν σκηνές που είναι ακραίες, πολύ βίαιες, απίστευτα προσβλητικές στους γκέι ρόλους. Θα μπορούσαν θεωρητικά να βρίσκονται στην παράσταση του Φώτη, αλλά δεν θέλω να δώσω δημόσιο χώρο σε τόσο κακοποιητικό λόγο. Το πιάνω ακροθιγώς. Και το καταλαβαίνεις, χωρίς να σε χτυπάω με το κεραμίδι στο κεφάλι». Έτσι χτίζει μια αφήγηση που φέρνει τον θεατή σε επαφή με το συναίσθημα: φόβο, ντροπή, γέλιο, ανακούφιση. Δεν δείχνει τη βία, απλά παρουσιάζει το πώς την κουβαλάει ένας άνθρωπος, χρόνια μετά. Κάτι πιο δυνατό. Ως ένας τύπος που κάνει τέχνη όχι επειδή θέλει να τον χειροκροτήσουν αλλά επειδή χρειάζεται να τη φτιάξει για να αναπνεύσει. Και όσο τον έβλεπα να παίζει, τόσο καταλάβαινα πως ό,τι παθαίνουμε μικροί δεν το ξεπερνάμε - απλώς το κάνουμε τέχνη για να το αντέξουμε.

Φοβάται, μήπως, ο Βασίλης Βηλαράς ότι «κουράζει» με την σταθερή queer θεματολογία των έργων του; «Μου λένε “πάλι αυτά;”. Δεν θέλω να κάνω άλλα πράγματα στο θέατρο. Αυτά με απασχολούν, αυτά με ζορίζουν κι αυτά θέλω να κάνω. Και εύχομαι να μπορούν και κάποιοι άνθρωποι να συντονιστούν. Και πολλοί που δεν θα συντονιστούν και θα κουραστούν, δεν πειράζει, ας φύγουν, τι να κάνουμε; Ναι ρε μωρό μου, θα στα πω πάλι. Γιατί δεν έχεις το ίδιο πρόβλημα με έναν σκηνοθέτη που κάνει για 53η φορά ένα ερωτικό δράμα με δύο στρέιτ; Αυτό δεν σε κούρασε; Γιατί εγώ πρέπει να είμαι οκ να βλέπω τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα για πεντηκοστή φορά; Γιατί αυτό το έργο, που δεν μιλά για μένα, μπορώ να το δω -αφού μιλά για τον έρωτα γενικά- κι εσύ δεν μπορείς να δεις μια ιστορία αγάπης μέσα από δύο αγόρια;».
Αυτή η ερώτηση δεν είναι πρόκληση. Είναι πολιτική θέση. Και είναι ο λόγος που τα έργα του αγγίζουν ανθρώπους: επειδή μιλούν για ζωές που συχνά μένουν αόρατες. Αν η τηλεόραση της δεκαετίας του ’90 και του 2000, παρήγαγε μια διαρκή θεσμική ομοφοβία, η σημερινή εποχή φέρνει άλλου τύπου απειλές. «Η μεγαλύτερη αλλαγή δεν είναι μόνο ότι μπορούν πλέον να εμφανίζονται τρανς ή queer χαρακτήρες σε σειρές. Είναι ότι τα social media άνοιξαν μια νέα, πιο ωμή βία», μου λέει έτσι όπως καθόμαστε στο τέλος της παράστασης έξω στον διάδρομο-«φουαγιέ» για μια γρήγορη κουβέντα (η Λεμονιά και η Ευδοξία, συνεργάτιδες στη δραματουργία, έχουν πιάσει μέσα τη δική τους κουβέντα). «Ναι, έχει αλλάξει η τηλεόραση. Αλλά το ίντερνετ… είναι οχετός», συνεχίζει. «Έχω περάσει και στιγμές που μου εύχονταν να πεθάνω, ότι ξεφτιλίζω το αντρικό φύλο, μπλα μπλα μπλα... Ο κάθε ένας άσχετος. Ζεις με μια μόνιμη αρνητική ενέργεια στραμμένη προς εσένα».

Μιλάει για περιόδους όπου έκλεισε λογαριασμούς επειδή ξυπνούσε καθημερινά με βρισιές, απειλές, ομοφοβικά παραληρήματα. «Δεν είναι πολύ ωραίο να ξεκινάς τη μέρα με σκατίλα στη μούρη», λέει με το γνώριμο μείγμα πικρού χιούμορ και καθαρότητας. Στο κέντρο του λόγου του βρίσκεται σταθερά κάτι θεμελιώδες: η queer ελευθερία προκαλεί όσους ζουν εγκλωβισμένοι σε παραδοσιακούς ρόλους. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην περίοδο που φωτογράφιζε φίλους του - αγόρια με φούστες, άτομα που εξερευνούσαν το gender, σώματα που ξέφευγαν από τις επιταγές της «αρρενωπότητας». Η αντίδραση του κόσμου ήταν λυσσαλέα. «Νομίζω ότι αυτό που τους ενοχλεί είναι ότι αυτά τα έργα τέχνης εκπέμπουν μια ελευθερία. Μοιάζει ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις: να ντυθείς έτσι, να σταθείς έτσι, να χαρείς έτσι. Μιά ελευθερία που ένας στρατός από στρέιτ άτομα έχει μάθει να μην απολαμβάνει. Άντρες εγκλωβισμένοι σε μια αρρενωπότητα που δεν πρέπει να δείξει συναίσθημα, γυναίκες που πρέπει να παίζουν έναν συγκεκριμένο ρόλο για να “βρουν άντρα”. Όταν εσύ φαίνεσαι ελεύθερος, τους διαλύεις τη βεβαιότητα. Είναι όπως όταν κάνεις outing στους γονείς σου. Αυτό το έχω συζητήσει με πάρα πολλούς φίλους μου. Οι μπαμπάδες πολύ συχνά θα κάνουν την ερώτηση αν είσαι top ή bottom γιατί θέλουν το να τακτοποιήσουν μέσα τους. Αν είσαι top είσαι άντρας, οπότε πάει στο διάολο. Αν είσαι bottom, είσαι γυναίκα. Ντροπή. Αν τους πεις ότι είσαι vers, ταράζονται, φρικάρουν. Γιατί αυτό που διαβάζουν στην απάντηση είναι ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Ε, πώς έρχεσαι εσύ και μου λες ότι στο κρεβάτι σου μπορείς να κάνεις ότι θες. H ελευθερία τους φρικάρει. Και βλέπουν παιδιά με χρωματιστά μαλλιά, αγόρια με τακούνια, κορίτσια που μοιάζουν με αγόρια και λένε “πού το βρήκες αυτό το δικαίωμα;”. Το απέκτησα, δεν το βρήκα. Με κόπο».
Πέρα από τα μεγάλα περιστατικά που γίνονται είδηση, μιλά και για την καθημερινή, «μικρή» ομοφοβία. Αυτή που δεν γράφεται. «Οι επιθέσεις είναι πολλές, απλά δεν ενημερωνόμαστε από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Μπορεί να μάθαμε για μια επίθεση που έγινε στη Θεσσαλονίκη πέρυσι σε αυτά τα δύο τρανς άτομα που τους όρμησε ένας όχλος, αλλά υπάρχουν μικρά καθημερινά φαινόμενα και δεν λέγονται. Δηλαδή εμένα όντως με κράζουν όταν φιλάω το αγόρι μου στον δρόμο. Έγινε προχθές. Πέρασε ένα αυτοκίνητο και μας έκραξε. Κι εγώ έχω έναν φίλο που επειδή είναι στερεοτυπικά πιο θηλυπρεπής, του πετάνε αυγά έφηβοι για πλάκα. Αυτά δεν θα τα δεις σε δελτίο ειδήσεων». Και φυσικά, υπάρχει το θέμα της οικογένειας: παιδιά που εξακολουθούν να νιώθουν ότι είναι μεμονωμένα περιστατικά στον χώρο που μεγαλώνουν, παιδιά που διώχνονται από το σπίτι, queer άτομα από την επαρχία που καταλήγουν σε οργανώσεις στην Αθήνα για να βρουν στέγη και ανθρώπους να τους στηρίξουν.
Τον ρωτάω για το κοινό. Αν έρχονται queer άτομα να δουν τις queer παραστάσεις. Αναστενάζει αλλά με ένα χαμόγελο ανακούφισης. «Ναι, έρχονται. Και χαίρομαι. Και δεν είναι μόνο γκέι αγόρια. Είναι όλο το φάσμα του queer. Άτομα που καλύπτουν όλη την έννοια του φύλου και της επιτέλεσής του. Κάποια θέλουν και δεν μπορούν. Πόσες παραστάσεις αντέχεις οικονομικά; Άλλα έρχονται και φέρνουν φίλους. Είναι σαν μια ανάσα: “Α, αυτός ο μαλάκας εκεί πάνω μιλάει για τη ζωή μου”. Είναι συλλογικό τραύμα. Δεν είναι δικό μου. Είναι όλων. Και είναι καλοδεχούμενο. Ελάτε να το πούμε».

Ανταλλάσσουμε απόψεις για τα αγαπημένα μας προγράμματα εκείνης της εποχής. Του λέω πως θεωρώ πως αγαπώ τα Εγκλήματα και ίσως είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που σώθηκαν μέσα στο χρόνο με τα λιγότερα στραβοπατήματα - σαν να το έσωσε η βαθιά του αιρετικότητα. Μου λέει πως αγαπά το Εμείς κι Εμείς παρά την προβληματικότητά του, ειδικά σε τρία ακραία επεισόδια. «Με συντρόφευε πολύ», λέει, «το ότι ήταν παρέα και δεν έπαιζε πολύ το ερωτικό. Υπήρχαν παρεξηγήσεις, αλλά γενικά πάντα τα βρίσκανε στο τέλος. Η παρέα πάνω από όλα».
Στο τέλος του ζητάω να μου πει πώς το έγραψε όλο αυτό. «Δεν γράφεται μια φορά», μου λέει. «Το κουβαλάς χρόνια. Γράφω στο κινητό μου, στο γυμναστήριο, στον δρόμο, στη δουλειά. Κάθε τίτλος, κάθε σκέψη, όλα μπαίνουν σε ένα αρχείο. Η παράσταση μπορεί να γράφεται δύο χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Απλώς μια μέρα λες: Οκ, τώρα ας τα κάνουμε όλα ένα». Και κάπως έτσι καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος δεν ανεβαίνει στη σκηνή με λέξεις μόνο, ανεβαίνει με την ίδια του τη ζωή.
Η Εκδίκηση του Φώτη
bijoux de kant HOOD art space, 24 Νοε - 6 Ιαν 2026
Εισιτήρια εδώ.