Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
23.09.2025

Black Rabbit: Αρκούν οι Jude Law και Jason Bateman για να σώσουν τη μέρα;

Μια σειρά με λαμπερό καστ, δυνατό concept και προσεγμένη ατμόσφαιρα Νέας Υόρκης, που όμως δεν μας αφήνει να επενδύσουμε συναισθηματικά στους δύο ήρωές της.

Photos: Courtesy of Netflix © 2025

Black Rabbit

Τα αδέλφια Friedken, πρώην μέλη συγκροτήματος και συνιδιοκτήτες εστιατορίου, επανενώνονται γύρω από το εστιατόριο/κλαμπ Black Rabbit και προσπαθούν να ξεφύγουν από τον υπόκοσμο. Η σειρά των οκτώ επεισοδίων τοποθετείται στη σκηνή της υψηλής πίεσης της νυχτερινής ζωής της Νέας Υόρκης και ακολουθεί τους δύο πρωταγωνιστές που ωθούνται στα άκρα από το καθήκον τους προς την οικογένεια και την επιδίωξη της επιτυχίας. 

Ο Jude Law υποδύεται τον Jake, τον χαρισματικό ιδιοκτήτη του εστιατορίου και VIP lounge, Black Rabbit, αλλά όταν ο αδελφός του ο Vince, τον οποίο υποδύεται ο Jason Bateman, επιστρέφει απροσδόκητα στην επιχείρηση, τα προβλήματα δεν αργούν να εμφανιστούν. Το άνοιγμα με μία ένοπλη ληστεία και το «ένα μήνα πριν» στήνει ένα θρίλερ που θέλει να μιλήσει για φιλοδοξία, συνεξάρτηση και παλιά τραύματα. Ως ιδέα, καθαρό: μια «λαγουδότρυπα» όπου το οικογενειακό δέσιμο γίνεται καταλύτης καταστροφής.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια γρήγορη, «άξια για binge» υπόθεση… αλλά! Υπάρχουν και πολλά “αλλά”! Για να λειτουργήσουν τέτοιες ιστορίες, το κοινό πρέπει να θέλει να ακολουθήσει τους πρωταγωνιστές στη δίνη που τους οδηγεί στην καταστροφή. Εκεί είναι που η σειρά των οκτώ επεισοδίων σκοντάφτει.

Black Rabbit

Jude Law (Jake), Jason Bateman (Vince)

Πού πετυχαίνει

Δημιουργημένο από το παντρεμένο ζευγάρι Zach Baylin (King Richard) και Kate Susman, το Black Rabbit αντλεί βαριά έμπνευση από το πρόσφατο παρελθόν της Νέας Υόρκης, αν και τεχνικά διαδραματίζεται στο παρόν. Από το όνομά του, μέχρι τη διάσημη γυναίκα σεφ (Roxie που υποδύεται η Amaka Okafor) και την ατμόσφαιρα του κλαμπ, το εστιατόριο των Friedken είναι ξεκάθαρο αντίγραφο του Spotted Pig, του πιο καυτού εστιατορίου των μέσων των 00s. Ακόμα και το επώνυμο Friedken διαφέρει ελάχιστα από εκείνο του εστιάτορα Ken Friedman, του οποίου οι ατασθαλίες διαγράφονται μέσα στη σειρά. Η σεφ εκεί ήταν η περίφημη April Bloomfield.

Η Νέα Υόρκη “γράφει” υπέροχα. Υπερφορτωμένη, αγχώδης, κάπως κυνική. Η αίσθηση του «hotspot» σε παραθαλάσσια γειτονιά, έστω κι αν αυτή δεν είναι πια trent, δίνει βάθος. Το ίδιο το εστιατόριο, το Black Rabbit λειτουργεί ως κοινωνικός κόμβος: VIP lounge, trunk shows, φιλοδοξίες που υπερβαίνουν τη βιτρίνα. Μπορεί να μη γίνεται «χαρακτήρας» όσο θα θέλαμε, αλλά το στήσιμο πείθει για τον ρόλο του ως ζωντανό, νευραλγικό κέντρο.

Black Rabbit

Jason Bateman (Vince), Jude Law (Jake)

Το soundtrack με Interpol, Cold War Kids, The Strokes, δίνει ηχηρές πινελιές από το λεγόμενο indie sleaze των 00s και η μουσική αυτή καδράρει μια γενιά που μεγάλωσε με αυτά τα riffs και φανταζόταν ένα λαμπρό μέλλον. Από την άλλη, στο παρόν, υπάρχουν και τα νέα ονόματα όπως οι Fontaines D.C. και η Raye (η οποία μάλιστα εμφανίζεται και σε ένα επεισόδιο). Ίσως αυτά τα δύο μουσικά ονόματα να ήταν πιο relative αν η σειρά διαδραματιζόταν στο Λονδίνο, εκτός βέβαια αν προσπαθεί να τονίσει την έλλειψη αντίστοιχων Αμερικανών καλλιτεχνών στο παρόν. 

Black Rabbit

H Raye

Τα πρώτα επεισόδια λειτουργούν ωραία σκηνοθετικά, με καλό έλεγχο έντασης. Σε σημεία, το άγχος που παίζει και εκεί και στο μέσα μας, θυμίζει τους αδερφούς Safdie (υπάρχει και σκηνικό σε κοσμηματοπωλείο που κλείνει το μάτι στην ταινία Uncut Gems (το οποίο εμένα προσωπικά με είχε αγχώσει σε σημείο να φωνάζω: "Όχι ρε παιδί μου, δεν θέλω αφήστε με"), ενώ προς το φινάλε η κλιμάκωση επιταχύνει ουσιαστικά. Ο Troy Kotsur ως σκληρός πιστωτής δίνει στιβαρότητα και ηθικό βάρος και γεμίζει το κάδρο χωρίς φιοριτούρες.

Black Rabbit

Troy Kotsur (Mancuso)

Πού το χάνει

Η σειρά γράφεται σήμερα, αλλά την κατοικεί το φάντασμα των mid-00s. Αυτό το χρονικό «γλίστρημα» δεν είναι λάθος, είναι συνειδητή χρωματική παλέτα. Όμως ζητά από τον θεατή να κάνει το mental jump: να δεχτεί ότι το 2025, ένας ναός της νυχτερινής Νέας Υόρκης μπορεί να παίζει ακόμη τον ρόλο που έπαιζε το 2008. Όταν το αποδέχεσαι, η υφή δουλεύει. Όταν όχι, μοιάζει παλιομοδίτικο.

Οι χαρακτήρες δεν σε ελκύουν. Το κεντρικό στοίχημα τέτοιων ιστοριών είναι να θες να κατέβεις στη λαγουδότρυπα μαζί τους. Εδώ, ο Jake και ο Vince είναι συχνά πιο λειτουργικοί ως σύμβολα (φιλοδοξία vs αυτοκαταστροφή) παρά ως άνθρωποι. Ο Vince, πρώην εθισμένος με ατημέλητη γενειάδα, ξεκινάει ήδη «βρώμικος» σε σημείο που ο Bateman δυσκολεύεται να τον πουλήσει πειστικά. Είναι ένας ασυγκράτητος χαοτικός παράγοντας, που φορτώνει συνεχώς τους δικούς του με τις συνέπειες των λαθών του και για να μη θες να τον δεις να πληρώνει, πρέπει να σε κερδίσει. Ο Bateman δεν τα καταφέρνει σε αυτό.

Black Rabbit

Jude Law (Jake)

Ο Jake είναι ελαφρώς καλύτερα τοποθετημένος ως πρωταγωνιστής, αλλά ενώ ο Law έχει τσαλακώσει με επιτυχία στο παρελθόν το όμορφο παρουσιαστικό του στην τηλεόραση, στο Black Rabbit δεν ανταποκρίνεται στο ταλέντο του. Η σχέση του με την interior designer Estelle (Cleopatra Coleman) δεν έχει καθόλου χημεία αλλά και οι περισσότερες γυναίκες στο Black Rabbit, είναι σαν να υπάρχουν απλώς για να υποστούν τις συνέπειες. Ουσιαστικά δεν νιώθεις ότι πρέπει να βγουν και τα δύο αδέρφια από το αδιέξοδο στο οποίο οι ίδιοι έβαλαν τον εαυτό τους. 

Από την άλλη είναι και η κουζίνα που δεν βράζει. Αν το The Bear μας έμαθε κάτι, είναι πως το φαγητό και η διαδικασία του μπορούν να γίνουν καθαρό δράμα. Στο Black Rabbit, η κουζίνα, η δουλειά και οι τεχνικές παραμένουν σε δεύτερο πλάνο. Για μια σειρά που παίζεται σε εστιατόριο, αυτό στερεί έναν ισχυρό, καθηλωτικό άξονα. Οκτώ επεισόδια για ένα θρίλερ που στηρίζεται σε κλιμάκωση άγχους είναι πολλά, ειδικά όταν η μέση πράξη «κρεμάει». Η σειρά, παρ’ ότι limited, μοιάζει φορτωμένη με στοιχεία που δεν αναπτύσσονται σωστά (όπως το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης) και οι χρονικές αναδρομές δίνουν μεν σασπένς, αλλά μερικές φορές μπερδεύουν τον παλμό αντί να τον δυναμώνουν.

Black Rabbit

Jason Bateman (Vince)

Εν κατακλείδι, ναι, δες την, αλλά be prepared για ελλείψεις που μπορεί να σε χαλάσουν. Αν αγαπάς τη Νέα Υόρκη, το indie-sleaze ηχόχρωμα και τα εστιατόρια ως μικρογραφίες εξουσίας και σχέσεων, υπάρχουν πολλά να εκτιμήσεις. Αν θες χαρακτήρες που σε τραβούν μαζί τους «ως το τέλος της βάρδιας», το Black Rabbit σε αφήνει μισό βήμα πίσω από την κουζίνα. Είναι σαν να ακούς τον θόρυβο από τα τηγάνια και τα μαχαιροπήρουνα, χωρίς όμως πάντα να γεύεσαι το πιάτο.

Το Black Rabbit έχει αρκετά καλά στοιχεία, σκηνοθετικές στιγμές που «γρατζουνάνε», μουσική που κουβαλά μνήμη, γωνίες της Νέας Υόρκης που μυρίζουν πραγματικότητα. Εκεί που υστερεί είναι στο βασικό δέσιμο με τον θεατή: να σε κάνει να νοιαστείς αρκετά για τον Jake και τον Vince ώστε να αντέξεις το άγχος, το χάος και τα λάθη τους. Αν αυτό το συναισθηματικό γάντζωμα ήταν ισχυρότερο (και η διάρκεια σφιχτότερη, πιθανώς σε μορφή ταινίας ή πιο κοντά στα 6 επεισόδια), το σύνολο θα ανέβαινε επίπεδο. 

ΥΓ. Προσωπικά παρά το τρανταχτό φινάλε της, εγώ έμεινα με ένα "πφφφφφφφφ" και έκλεισα την τηλεόραση. 

Η σειρά Black Rabbit προβάλεται στο Netflix

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ TV SHOWS
NEWS
Save