
Στο μυαλό μου, περίμενα ότι το Too Much θα είναι ένα νέο, φρέσκο Girls. Τελικά, πήρα ένα mix από cringe, κεταμίνη και συναισθηματική ακαμψία, με λίγο Notting Hill και Emily in Paris από πάνω.
Στο Girls ένιωθα σχεδόν σαν να είχα γράψει εγώ τις ατάκες, σαν να είχα τοποθετήσει την παρέα μου στη Νέα Υόρκη και όντως το ζούσα όλο αυτό. Ήταν σκληρό, ξεκαρδιστικό, αυτοαναφορικό, με σιχαμένα όρια και ακόμα πιο υπέροχα σιχαμένο σεξ (και εννοείται πολύ αληθινό). Γενικά είχε αλήθεια. Και να σου τώρα η Lena Dunham να επιστρέφει στη μικρή οθόνη. Εγώ πάντως πριν πατήσω το play, έτριβα τα χέρια μου. Και μετά είδα το Too Much.

Megan Stalter
Δεν είναι ότι η Lena Dunham δεν έκανε πράγματα μετά το Girls. Έστησε το Camping για το HBO, γύρισε δύο ταινίες –με τη δεύτερη (Catherine Called Birdy) να είναι αισθητά πιο πετυχημένη– και σκηνοθέτησε τον εξαιρετικό πιλότο του Industry. Όμως το Too Much είναι το πρώτο της εγχείρημα που φαίνεται να θέλει να πιάσει το νήμα απ’ την αρχή. Να είναι δηλαδή το κανονικό της follow-up. Μόνο που δεν είναι.
Η υπόθεση, αν την απογυμνώσεις από τις ροζ κορδέλες και το σάουντρακ από τη Fiona Apple, είναι απλή: Η πρωταγωνίστρια Jessica –την οποία υποδύεται η κωμικός Megan Stalter– εισβάλλει από τα πρώτα κιόλας λεπτά στη ζωή μας ως ο φυσικός διάδοχος της Hannah Horvath. Τρώει μια μνημειώδη χυλόπιτα από τον πρώην της Zev (Michael Zegen), ο οποίος την παρατάει για την influencer Wendy (που τυχαίνει να είναι η Emily Ratajkowski). Βρισκόμαστε ξανά στο Μπρούκλιν, όπου η Jessica αποφασίζει να κάνει κάτι εξωφρενικά παρορμητικό: μπαίνει με φόρα στο σπίτι του Zev που κοιμάται με τη νέα του σύντροφο και τους ξυπνάει ουρλιάζοντας και απαιτώντας να παραδεχτεί πως την παράτησε με τον πιο φρικτό τρόπο. Δεν το λες και καλή αρχή. Σε μια απόπειρα αυτοθεραπείας/αυτοταπείνωσης, η Jess μετακομίζει στο Λονδίνο για να βρει νόημα, ρομάντζο και έναν λόγο για να μη στείλει βίντεο στη Wendy με τίτλο "Έτσι καταστράφηκα".

Michael Zegen, Megan Stalter
Αυτό το άγαρμπο, ξεκούρδιστο δράμα-εισβολή, θέτει τον τόνο για τα υπόλοιπα: μια σειρά με ηρωίδα δύστροπη, υστερική και ανεξήγητα εκνευριστική, όχι όμως με τον γνωστό, ναρκισσιστικό αλλά διαυγή τρόπο της Hannah. Η Jessica λειτουργεί σαν καρικατούρα: η ενέργειά της είναι μόνιμα στο κόκκινο, η ροή της φλυαρίας της ασυγκράτητη και η αμηχανία της μοιάζει εντελώς φτιαχτή. Η Stalter, που έγινε γνωστή από τα υπερβολικά internet skits της, μπορεί να είναι απολαυστική σε ρόλους-σφήνες τύπου Hacks, αλλά εδώ, ως κεντρική φιγούρα, καταρρέει κάτω από το βάρος μιας υποτιθέμενης γοητείας που δεν υπάρχει.

Megan Stalter, Lena Dunham
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ερμηνεία. Η Dunham, πλέον στα late 30s και παντρεμένη (ο σύζυγός της, μουσικός Luis Felber, είναι συνδημιουργός της σειράς), έχει κάθε δικαίωμα να μη θέλει να επαναλάβει το Girls, μια σειρά που, άλλωστε, κανείς άλλος δεν κατάφερε να μιμηθεί. Αντί γι’ αυτό, επιλέγει να αφηγηθεί μια loose εκδοχή της δικής της ιστορίας: μια Αμερικανίδα στην Ευρώπη, που ερωτεύεται έναν Βρετανό μουσικό. Μακριά από υποκουλτούρες, στέκια και κοινότητες, η σειρά περιορίζεται σε αυτό το δίπολο: εκείνη και εκείνος.
Πίσω στην υπόθεση: Την πρώτη κιόλας βραδιά στο Λονδίνο, αφού έχει ήδη πάρει φωτιά το νυχτικό της Jess και έχει γνωρίσει τις βρετανικές τουαλέτες στις παμπ, συναντά τον Felix (Will Sharpe), έναν indie μουσικό με τραύματα, πατέρα τον Stephen Fry και ακαθόριστη εργασιακή προοπτική. Κάπως έτσι, ξεκινά μια σχέση που μοιάζει περισσότερο με αυτοματοποιημένο onboarding στο LinkedIn παρά με συναισθηματική εμπλοκή.

Will Sharpe

Will Sharpe, Megan Stalter
Στο Girls είχαμε τη Hannah. Εκνευριστική; Ναι. Αυτοκαταστροφική; Απολύτως. Συναρπαστική; Κάθε φορά. Στο Too Much έχουμε τη Jessica. Εκκεντρική, υπερβολική, με εσωτερική ζωή τόσο loud όσο και τα φουλάρια της. Μόνο που εδώ, το camp ξεφεύγει. Η χημεία της με τον Felix είναι… δύσκολη. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή πίστεψα ότι δεν έχουν καμία. Μετά συνειδητοποίησα πως η Dunham δεν ενδιαφέρεται για το εάν ταιριάζουν, ενδιαφέρεται για το αν αλληλοχρειάζονται. Εκείνη θέλει κάποιον να τη φροντίζει. Εκείνος θέλει μια οικογένεια κι ας έρχεται σε πακέτο με ένα γκρέμλιν σκύλο και ψυχαναγκαστικά voice memos.

Υπάρχουν σκηνές που λειτουργούν. Το επεισόδιο όπου βλέπουμε την καταρράκωση της σχέσης της με τον Zev είναι γροθιά. Εκείνος εμφανίζεται σαν πρίγκιπας (της βρίσκει πίτσα, κάνει μασάζ στη γιαγιά της, βάζει σάουντρακ στα φιλιά τους) και μετά μετατρέπεται σε σεξιστικό σκατόψυχο που της λέει: «Ορκίζομαι ότι ντύνεσαι επίτηδες έτσι για να προκαλέσεις». Τα 'χουμε ζήσει.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι στιγμές είναι λιγοστές. Η σειρά αφιερώνει χρόνο σε δευτερεύοντες χαρακτήρες (καλοδεχούμενοι οι Naomi Watts, Andrew Scott, Kit Harington, Rita Ora, Jessica Alba, Rita Wilson, αλλά κυριολεκτικά κάνουν guest-star χωρίς στόχο), αμήχανους διαλόγους, ραπ βίντεο που θα έπρεπε να είχαν μείνει θαμμένα στο 2008, και σκηνές όπου η Jessica κάνει άκυρες υπερβολές απλώς και μόνο για το μπάχαλο της σειράς.

Andrew Scott
Το Too Much μοιάζει να θέλει να είναι rom-com και sitcom και δράμα και Fleabag και όχι Girls. Καταλήγει να είναι ένα μεγάλο… meh. Κάποιες στιγμές τρυφερό, κάποιες στιγμές σου σηκώνει το φρύδι (το πιο δυνατό plot twist είναι η γιαγιά της Jess, η Rhea Perlman, που λέει πως μπορεί να ευχαριστήσει τον Felix όποια ώρα θέλει). Άλλες στιγμές όμως, είναι απλώς νωθρό. Ακόμα και το σεξ, που κάποτε η Dunham απέδιδε με ανατριχιαστική ωμότητα, εδώ είναι σχεδόν… μηχανικό. Ναι, κάνουν σεξ στην κουζίνα. Ναι, ο Felix τη φτύνει στο στόμα. Αλλά τίποτα δεν έχει τον παλμό του Girls. Το σοκ έχει φύγει, και η σύνδεση είναι αποστειρωμένη.
Η Dunham κάποτε έγραψε τη φράση "I may not be the voice of my generation, but I’m a voice." Στο Too Much, αυτή η φωνή ακούγεται πιο σιγανή, πιο κουρασμένη. Ίσως επειδή η ίδια μεγάλωσε, παντρεύτηκε, ηρέμησε. Ίσως επειδή η τηλεόραση άλλαξε. Ίσως επειδή το Netflix ζητάει "watchable" και όχι "uncomfortable". Και δεν λέω, χρειαζόμαστε και τις ήσυχες σειρές. Αλλά όταν η Lena Dunham επιστρέφει στην τηλεόραση, περιμένεις να σε ταράξει. Εδώ, απλώς σου χαϊδεύει τον ώμο και σου δίνει ένα αντικολλητικό ταπεράκι με cold noodles και ironic καμέο από τη Jennifer Saunders.
Η Dunham φαίνεται να είναι ερωτευμένη (μέσω της Jessica) με τις κλασικές βρετανικές ρομαντικές κομεντί, από το Pride & Prejudice μέχρι το Notting Hill. Το πρόβλημα είναι πως οι ταινίες αυτές είχαν σαφές πλαίσιο, έξυπνο γράψιμο και χαρακτήρες που κέρδιζαν το κοινό, ακόμα κι αν ήταν εξωπραγματικοί. Το Too Much έχει μόνο τον τίτλο του και την ανάγκη να μας πείσει ότι όλα είναι edgy ενώ είναι απλώς… ασυντόνιστα.

Megan Stalter

Prasanna Puwanarajah, Adèle Exarchopoulos, Megan Stalter, Will Sharpe
Μπορεί το Λονδίνο να αποτυπώνεται με μια ρεαλιστική, μουντή φωτογραφία, το καστ να είναι εντυπωσιακό, η ίδια η Dunham να εμφανίζεται ξανά και να παίζει καλύτερα από ποτέ, αλλά η σειρά δεν έχει πυρήνα, δεν έχει κάτι να πει. Και να πω και κάτι ως βιωματική παρατήρηση; Έχω μείνει στο Λονδίνο κάποια χρόνια, έχω φίλες που μένουν στο Λονδίνο πάνω από δεκαετία και έχουμε βγει, έχουμε φλερτάρει, έχουμε μεθύσει, έχουμε κάνει τις ξεπέτες μας (έχω παντρευτεί και έχω χωρίσει Άγγλο), αλλά τέτοια ουρά από γκόμενους να μας περιμένουν στη γωνία, δεν είχαμε ποτέ. Ας χαλαρώσει λίγο και η Dunham, γιατί κοροϊδεύαμε τo Emily in Paris, αλλά και εδώ μάς έχει βρει το ίδιο πράγμα απλώς με πιο προκλητικές σκηνές.
Πολλή βαβούρα, πολύ ψεύτικη ένταση, λίγα πραγματικά αστεία. Και μια απογοήτευση που δεν έχει ξεσπάσματα, δεν έχει θράσος, δεν έχει καν τον αυτοσαρκασμό που κάποτε έκανε τη Dunham τόσο φρέσκια. Το Too Much είναι, τελικά, not enough.