
Ας ξεκινήσω με αυτό: Αν δεν έχεις White Lotus τρίτο κύκλο μέχρι φινάλε, άστο, επέστρεψε όταν το δεις, εδώ θα είμαστε. Και συνεχίζω με μια περίεργη αποδοχή: Μου άρεσε ο τρίτος κύκλος κι ας είναι τόσο ακατάστατος. Όχι τόσο όσο ο πρώτος που με βρήκε σαν να πέφτει πιάνο στο κεφάλι ντάλα μεσημέρι στην Πανεπιστημίου, ούτε όσο ο δεύτερος που ήταν τόσο τυλιγμένος στο μεσογειακό φως, που το μόνο που ήθελες ήταν να μετακομίσεις στο ιταλικό νότο και να τρως μοτσαρέλα όλη μέρα. Αλλά μου άρεσε. Κύλισε απλά, χαριτωμένα, χαμογελαστά, απαραίτητα, ίσα-ίσα για να γεμίζεις τα νυχτερινά σου inbox με αναλύσεις μεταξύ φίλων που έχουν το ίδιο κόλλημα. Όπως οφείλουν να κυλούν δηλαδή οι σειρές που μετά τη σπουδαία πρώτη προσπαθούν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους - η συγκεκριμένη υποψιάζομαι πως αν το συνεχίσει με καλοκαιριάτικη διάθεση και δεν μετακομίσει γρήγορα στα σαλέ της χιονισμένης Ελβετίας, ένα θέμα θα το έχει.
Ο δημιουργός του τίτλου, Mike White, γνωστός για την συμμετοχή σε μια μυθική σεζόν του αμερικανικού Survivor αλλά κα την ικανότητα του να κάνει κοινωνική σάτιρα, να ξεγυμνώνει συμπεριφορές, να βρίσκει στόχο στη ματαιότητα της καταναλωτικής αναζήτησης και να τοποθετεί στο κέντρο μιας ιστορίας χαρακτήρες που τους χτυπούν δυσλειτουργικές καταιγίδες, σαν να ξεχάστηκε σε αυτόν τον τρίτο κύκλο της Ταϊλάνδης μέσα σε έναν αδιάκοπο διαλογισμό που όταν τελείωσε άφησε πίσω του μόνο hangover. Οι εντάσεις μεταξύ των πολιτισμών, οι ταξικές διαφορές, η ρηχή προσπάθεια των εύπορων Δυτικών να βρουν πνευματικότητα και αυθεντικότητα σε μέρη που δεν κατανοούν πραγματικά, ήταν καταδικασμένες να επιπλέουν εξαρχής, χωρίς πραγματικότητα, στα πλάτη και τα μήκη της πισίνας. Το φινάλε της σειράς ήρθε και το επιβεβαίωσε.

Θα μου μείνει αξέχαστο. Για τον μονόλογο της Laurie - μια ερμηνεία γεμάτη απόγνωση και δύναμη, άξια για δέκα ΕΜΜΥ, από την ιέρεια του The Leftovers, Carrie Coon. Και για το χάος τριγύρω του. Θα υποθέσω, γιατί έτσι επιθυμώ, πως αυτός ο μονόλογος ήταν και η καρδιά όλης της σεζόν, η πιο αυθεντική στιγμή της. Γιατί αυτό για το οποίο μιλάει με τόση καθαρότητα είναι σημαντικό. Πως το μόνο που έχει σημασία σε αυτή τη ζωή είναι ο χρόνος, και ποιους «κλειδώνει» παρέα. Όπως και η αγάπη που κρύβεται αλλά επιβιώνει - με τις δύο φίλες της εν προκειμένω. Αλλά και η φροντίδα μέσα σε ένα απλό σ’ αγαπώ, σε αυτούς που είναι η ζωή σου στο βάθος του χρόνου σου. Ο White είναι μαέστρος στο να γράφει ανθρώπινους χαρακτήρες. Και μετά να τους ξεχνάει (σχέση Victoria - Kate) ή να τους καταστρέφει (οι περισσότεροι φέτος).
Τα κενά στη συνοχή της αφήγησης, η έκθεση στην εξέλιξη των χαρακτήρων και οι ακατανόητες επιλογές σε ακατανόητες στιγμές ανατροπών, μετέτρεψαν το φινάλε σε ένα best of εθιστικής απιθανότητας. Ναι, ομολογώ θες κι άλλο. Ειδικά από τη στιγμή που θα αποδεχθείς πως η ανάγκη του creator να μιλήσει για τη νίκη του κακού μέσα μας και έξω μας (δες το παράδειγμα της Belinda Lindsey/ Natasha Rothwell, διευθύντριας σπα από το White Lotus της Χαβάη, που συμμετείχε σε πρόγραμμα ανταλλαγής εργασίας και αφού άρπαξε το παραδάκι μετατράπηκε χωρίς δεύτερη σκέψη σε ό,τι σιχαινόταν) ή ακόμη και αυτή της ταξικής υπεροχής που μάλλον τελικά ποτέ δεν χάνει την αγάπη για το εγώ της, είναι τόσο εξουθενωτική και απόλυτη που σε κρατά φυλακισμένο χωρίς διαφυγή. Βλέπεις το κλειδί κρεμασμένο απέναντι στον τοίχο αλλά δεν μπορείς να το πιάσεις. Και έτσι δεν σου μένει τίποτα παρά ξαπλωμένος στο κελί σου να μετράς τις ευκαιρίες που χάθηκαν μέσα στην επανάληψη - παρότι πρωτοεμφανίστηκαν ως σπουδαίες. Ο Jason Isaacs. ως Timothy Ratliff, ένας χρηματοδότης από το Durham της Βόρειας Καρολίνας και η Parker Posey ως Victoria Ratliff, σύζυγος του Timothy και μητέρα των Saxon, Piper και Lochlan, είναι ένα παράδειγμα γι' αυτό. Χάνουν τον εαυτό τους και την όποια σημαντικότητα τους, σιγά σιγά μέσα στα πλάνα. Ο πρώτος σαν ζαλισμένο κοτόπουλο από τα δεκάδες ηρεμιστικά και η δεύτερη μέσα σε ένα κρεσέντο "εύθυμης" καρικατούρας που δεν έχει ματαδεί η αμερικανική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια.

Παρά τις αδυναμίες του, ο τρίτος κύκλος έχει τις στιγμές του. Έχει οπτική αισθητική, έχει σκηνοθεσία και ρυθμό, έχει μια λεπτή ειρωνεία, τουλάχιστον στο κομμάτι της ταξικής αλαζονείας και της τουριστικής εκμετάλλευσης, έχει ακόμα και μουσική σε ψηλό επίπεδο (ο Cristobal Tapia de Veer στο τέλος τα πήρε και έφυγε, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Πιθανολογώ πως ο Mike White ήθελε με τον τρίτο κύκλο να μας προβληματίσει, όχι απαραίτητα να μας ικανοποιήσει. Δεν τον ένοιαξε να δώσει στους χαρακτήρες τη δικαίωση που εμείς νομίζαμε πως χρειαζόντουσαν, τον ενδιέφερε περισσότερο να τους παρουσιάσει με έναν τρόπο που κυρίως αυτός έβλεπε. Πίστεψε πως το να μας αφήνει να αναρωτιόμαστε, να αισθανόμαστε άβολα και τελικά να σκεφτόμαστε τη δική μας πραγματικότητα είναι ο σωστός τρόπος για την «ελευθερία». Ξέχασε όμως την αφηγηματική πληρότητα κι ας κατάφερε, έστω και επιμέρους, να αναδείξει τάξεις ανθρώπων που παγιδεύονται στις ίδιες του τις αυταπάτες. Ας είναι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, άλλοι έχουν ξεχάσει πολλά περισσότερα.

Τοπ 5 αγαπημένων απιθανοτήτων
Ο Rick που ψάχνει να βρει τον δολοφόνο του πατέρα του, τον βρίσκει στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Αφού του κάνει επίθεση επιλέγοντας να τον αφήσει ζωντανό, γυρίζει στο ξενοδοχείο, κοιμάται, και το πρωί πηγαίνει για πρωινό. Μάντεψε τώρα ποιον θα συναντήσει εκεί (για να φτάσουμε στο αιματηρό φινάλε).
Κόσμος πεθαίνει, κόσμος ουρλιάζει, μπαμ μπουμ οι κουμπουριές στο πλούσιο resort, και σε λίγες ώρες (άντε την επόμενη μέρα) όλοι αποχωρούν μέσα στην τρελή χαρά. Το προσωπικό, μέσα στα πλατιά χαμόγελα, κουνά το μαντίλι - κάποιος λείπει, που ήταν στο καλωσόρισμα, χωρίς εξήγηση, ναι ο διευθυντής). Να μας ξανάρθετε. Καλέ, ναι, δεν θα ξεχάσουμε!
Ο μικρός της οικογενείας βρίσκει ένα χρησιμοποιημένο μπλέντερ με τα κατακάθια από φρούτο pong pong που περιέχει δηλητήριο. Πολύ λογικό να μηn το ξεπλύνεις αλλά να προσθέσεις τα υλικά που θες για ένα απολαυστικό σμούθι (ο Sam Nivola που τον υποδύεται, δικαιολογεί τη σκηνή λέγοντας πως νομίζει ότι είναι υπόλοιπο από σμούθι που έφτιαξε ο αδερφός του). Όταν ταβλιάζεται δίπλα στην πισίνα, απλά δεν ξέρεις αν πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά (η συνέχεια αποδεικνύει πως καλά έκανες).
Παραδόξως, το συγκεκριμένο φρούτο που διατυμπανίζεται από το πρώτο επεισόδιο ως ιδιαιτέρως επικίνδυνο καταλήγει μέσα στη ζαλισμένη πλοκή να μην είναι άξιο ούτε για μια τόση δα δυσπεψία.
Η οικογένεια μπαίνει στο πλοίο, κάθεται, λαμβάνει τα κινητά αλλά η σεναριακή ετοιμότητα σου απαγορεύει να απολαύσεις αυτό που περίμενες από την αρχή: πώς θα αντιδράσουν όταν μάθουν για την πτώχευση; Κάτι ελαφριά στιγμιαία μειδιάματα δεν βοηθούν. Εντωμεταξύ, ο μεγάλος γιος το 'χει ρίξει στο διάβασμα, νωχελικά, τη στιγμή που δέκα σκηνές πριν ζήσαμε το «άντε γεια για πάντα» του έρωτα του ή αλλιώς αυτής που τον έκανε άνθρωπο.
Τοπ 5 αγαπημένων χαρακτήρων
Saxon Ratliff, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Ratliff. O Patrick Schwarzenegger (ξαναδές το Total Recall για να τσεκάρεις τη φοβερή ομοιότητα με τον πατέρα του) έχει κάνει την πιο αξιοθαύμαστη ερμηνευτική εργασία. Και έχει διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση από όλους. Η σκηνή που γυρίζει και βλέπει ότι η σωτηρία του είναι ήδη η σωτηρία κάποιου άλλου -μια απευθείας αναφορά σε ανάλογη στιγμή της Meghann Fahy στον δεύτερο κύκλο- είναι η πιο heartbreaking στιγμή της σεζόν, και το βλέμμα του την εκφράζει έξοχα.
Η Chelsea της Aimee Lou Wood είναι η ελεύθερη ψυχή από το Μάντσεστερ που συνοδεύει τον Rick στο ταξίδι του. Έκανε δικαίως το μεγαλύτερο γκελ από όλους και έβαλε την υπέροχη οδοντοστοιχία της στην πρώτη γραμμή της συζήτησης για την αυτοαποδοχή και την αγάπη στη «μάχη» με τον εαυτό μας.
Laurie Duffy, μια εταιρική δικηγόρος, πρόσφατα διαζευγμένη, από τη Νέα Υόρκη. Η Carrie Coon κλέβει τη σεζόν και αποχωρεί. Τα είπαμε και προηγουμένως.
Ο Frank, φίλος και πρώην συνεργάτης του Rick. Τον υποδύεται ο Sam Rockwell. Η σύντροφος του Leslie Bibb επίσης διαπρέπει ως Τεξανή Kate Bohr. Ο Rockwell πέρασε για ένα guest και κατέληξε να πρωταγωνιστεί με διαβολεμένο κέφι στην πιο iconic στιγμή της σεζόν.
Ο Rick Hatchett, ο σκληρός αυτός τύπος με τους προσωπικούς δαίμονες και ταίρι της Chelsea, που τον υποδύεται ο Walton Goggins (The Shield, Fallout), δεν θα περάσει τελικά στην τηλεοπτική ιστορία γι' αυτόν το έρωτα, αλλά για την απίστευτα διασκεδαστική σκηνή στο μπαρ ενός ξενοδοχείου στην Μπανγκόκ, όταν ο κολλητός του του εξηγεί πως ανακάλυψε την Ασιάτισσα μέσα του. Όλα τα ΕΜΜΥ του κόσμου για τις δεκάδες εκδοχές έκπληξης κατανόησης και αποδοχής που καταφέρνει να πετύχει.

Θα θυμάμαι για πάντα (το trivia που θες)
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο γιοτ στην Ταϊλάνδη, ο Jason Isaacs έπεσε πάνω σε μια συρόμενη γυάλινη πόρτα, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι ήταν κλειστή. Ευτυχώς το γυαλί δεν έσπασε, αλλά ο Isaacs έπεσε νοκ άουτ για λίγο και απέκτησε ένα τραύμα στο μέτωπό του, το οποίο στη συνέχεια αφαιρέθηκε στο μοντάζ.
Ο Γούντι Χάρελσον ήταν αρχικά προγραμματισμένος να παίξει τον Ρικ Χάτσετ, αλλά η σειρά δεν ήταν πρόθυμη να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις του. Αντικαταστάθηκε από τον Walton Goggins. Όπως έχει γίνει γνωστό, όλοι οι ηθοποιοί που κρατούν κεντρικούς χαρακτήρες παίρνουν ακριβώς τον ίδιο μισθό.
Η Parker Posey έχει πρωταγωνιστήσει με τη μητέρα του Sam Nivola, Emily Mortimer (Match Point), στο Scream 3. Και με τον πατέρα του Alessandro Nivola (The Brutalist) στο The Eye.
Η Parker Posey δεν είχε ταξιδέψει ποτέ πριν στην Ασία.