Πριν
Η έκθεση Sunday Women: Ιστορίες γεωργιανών οικιακών εργατριών στην Αθήνα φιλοξενείται στην αίθουσα Κάμιρος στην Κυψέλη, και τα όσα είχα διαβάσει γι’ αυτήν στον Τύπο, πριν την επισκεφτώ, την καθιστούσαν ήδη ενδιαφέρουσα - με τον τρόπο που καθίσταται κάπως τυπικά και αναμενόμενα ενδιαφέρουσα μια έκθεση πρακτικών του φακού επικεντρωμένη σε μια ‘κοινωνική σύμβαση’ τόσο αφομοιωμένη στην οργάνωση της καθημερινής ζωής ώστε να περνά απαρατήρητη. Μπορεί οι επίσημες, φασίζουσες πολιτικές να στοχοποιούν ακατάπαυστα τις ‘μεταναστευτικές ροές’ αλλά η καθημερινότητα χιλιάδων ‘ντόπιων’ στην Ελλάδα (όπως και σε πολλές άλλες χώρες) θα κατέρρεε αν οι μετανάστριες που φροντίζουν ηλικιωμένους, αρρώστους, παιδιά, ενίοτε και σκυλιά, εξαφανίζονταν ως διά μαγείας από τα πόστα τους, τα βαθιά χωμένα στο διαμέρισμα της διπλανής πόρτας ή και στο δικό μας. Οι οικιακές αυτές εργάτριες είναι συχνά εσωτερικές: ζουν και εργάζονται στο άδυτο του νοικοκυριού, και είναι on call 24 ώρες την ημέρα για έξι ημέρες την εβδομάδα, με ελεύθερη ημέρα την Κυριακή. Πηγαίνοντας να δω την έκθεση, με αυτή την εξωφρενική υπόθεση μιας μαγικής πλην πραγματικής εξαφάνισης-εξόδου των αορατοποιημένων μεταναστριών στο μυαλό, διέσχισα το κατώφλι της Καμίρου με την διάθεση που προβλέπεται: πιστεύοντας πως λίγο-πολύ τα όσα θα έβλεπα μού ήταν ήδη γνωστά, και πως αυτό που θα αποκόμιζα θα ήταν, κυριολεκτικά, μια ‘εικόνα’ των όσων ήξερα από την προσωπική μου ζωή και την ζωή της πόλης. Έκανα λάθος.
Μετά
Περιπλανώμενη στον εκθεσιακό χώρο - περνώντας από τις φωτογραφίες του ισογείου στο ντοκιμαντέρ του υπογείου, και συνεχίζοντας στο πατάρι, όπου σε μία γωνία του μια Ελληνίδα ψυχοκόρη αφηγείται στον φακό την ιστορία της, επιστρέφοντας στο ισόγειο για να ξαναδώ τις φωτογραφίες των γυναικών που πια μου φαίνονται οικείες - ένιωσα το βάρος της πραγματικότητας, ιδωμένης ‘από την άλλη πλευρά’, να οριοθετεί τον χώρο και τον χρόνο. Η συναισθηματική φόρτιση που γεννούν οι αφηγήσεις ζωής στην προβολή του υπογείου είναι καταλυτική - και ήταν από τις ελάχιστες φορές που άκουσα μικρά βογγητά απελπισίας να ξεφεύγουν από το κοινό. Το συνήθως απρόσωπο κοινό λειτουργούσε ως κοινότητα σε εγρήγορση. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που το δικό μου βλέμμα απόγνωσης για τον καλούμενο «καταμερισμό εργασίας» διασταυρώθηκε με άλλα βλέμματα, θολά από την πίεση να καταπιέσουν την επιθυμία άμεσης έκφρασης - καθώς μία έκθεση προσλαμβάνεται ως δημόσιος χώρος, και υπάρχουν άρα πρωτόκολλα συμπεριφοράς. Ήταν από τις ελάχιστες φορές σε εκθεσιακό χώρο που πίστεψα ότι μοιραζόμουν ό,τι σκέφτονταν οι άνθρωποι γύρω μου, όρθιοι ή καθιστοί στις αραιά τοποθετημένες καρέκλες. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που βίωσα μια συλλογική ανταπόκριση σε έναν ‘χώρο τέχνης’.
Η ιστορία, η θυσία, η θέση
Η έκθεση Sunday Women κινείται ενάντια στα πρωτόκολλα και στις συμβάσεις: από την στιγμή που εισέρχεσαι στον εκθεσιακό χώρο, ο εκθεσιακός χώρος υποχωρεί. Θα έλεγα πως αορατοποιείται ο ίδιος για να προβάλει μπροστά σου η ταξική καταδίκη. Που είναι και η καταδίκη του φύλου που φροντίζει: των γυναικών. Που είναι και η καταδίκη κάποιων λαών στους οποίους η γεωπολιτική και το ιστορικό γίγνεσθαι επέβαλαν να υπηρετούν άλλους λαούς. H έκθεση Sunday Women αποτυπώνει την τριπλή αυτή καταδίκη αλλά και τις ρωγμές αντίστασης. Οι γυναίκες που ενσαρκώνουν την καταδίκη αλλά και την αντίσταση προβάλλουν μπροστά σου, υπερπηδώντας ακόμη και το μέσο - τη φωτογραφία, το βίντεο, το ηχητικό ντοκουμέντο. Η διαμεσολάβηση της αναπαράστασης γίνεται μεμβράνη επικοινωνίας - το οποίο είναι επίτευγμα της συγκεκριμένης διαμεσολάβησης, τόσο της εικαστικής όσο και της επιμελητικής. Από την μεμβράνη απορρέει η σκέψη και ο λόγος των γυναικών. Υπάρχει τοποθέτηση. Αυτοκριτική και κριτική. Ερωτηματικά. Ιστορικές εξηγήσεις - και είναι εξαιρετικό το ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και συνεπώς η έκβαση του Ψυχρού Πολέμου, αναφέρεται ως το συνεχιζόμενο ιστορικό στίγμα και μήτρα της πολυδιάστατης εμπειρίας που αποδίδουν οι συνδεόμενες ιστορίες των εργατριών. Η έκθεση ξεχωρίζει και για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναφερθεί στο κομβικό ιστορικό συμβάν που οδήγησε στο ‘σήμερα’ της δι-εθνικής, έμφυλης οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Τα λόγια μιας οικιακής εργάτριας (με σπουδές και παιδί που άφησε στον τόπο καταγωγής της) πως καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά ότι αυτή η δουλειά είναι «θυσία» νοηματοδοτούνται και από το ιστορικό συμβάν. Τα λόγια μεταφέρονται από τις φωνητικές της χορδές αλλά και από τα μάτια της και όλη τη γλώσσα του σώματος, καθώς και από την αναπόφευκτη συστροφή πολιτικού και προσωπικού που εκπροσωπεί. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, σε αυτές τις αφηγήσεις που θα σε ακολουθούν εσαεί παροντοποιημένες, το οποίο θα μπορούσε να κριθεί παρωχημένο. Υπάρχει η θέση σου. Ποια είναι;
Το κάτω σε εκείνη, το κάτω σε εμάς
Το ντοκιμαντέρ του υπογείου, από όπου προέρχονται τα λόγια για την θυσία, εξιστορεί - στα σπαστά και αξιοζήλευτα, σύγχρονα ελληνικά του - μια διαλεκτική που δεν μας είναι ξένη: την διαλεκτική της αλλοτρίωσής μας, της υποταγής μας στην εργασιακή αρένα και την αυτοσυνείδηση της ανθρώπινων δυνατότητων μας που καταλύονται στην αργή βία της ταξικής μας κοινωνίας. Η γενικότερη αφήγηση της έκθεσης βρίσκει ωστόσο το απόγειό της στο βίντεο «Το κάτω». «Το κάτω» δεν είναι τόπος, κάποιο υπόγειο όπου ίσως κοιμάται εξαντλημένη κάποια άτυχη παιδούλα-σταχτοπούτα, όπως ίσως φανταστεί κανείς. Ούτε συνιστά κάποια μεταφορά για μία εργασιακή συνθήκη εξόφθαλμης υποτέλειας, παρά την αγγλική μετάφρασή του τίτλου του βίντεο ως «the child-servant» στην ίδια την έκθεση. «Το κάτω» είναι η εσωτερικευμένη αίσθηση της ζωής του υποβιβασμού στην οποία αντιτάχθηκε η Ελληνίδα ψυχοκόρη που αφηγείται το μεγάλωμά της: από εννιά χρονών που παραδόθηκε ως συντροφιά και υπηρέτρια σε ζευγάρι της ελληνικής επαρχίας, εξαιτίας της ανέχειας των φυσικών της γονιών, ως την απόφαση, στα 18 της, να φύγει από την οικογένεια-εργοτάξιο και από το συνεχές βίωμα «του κάτω»: του να λέει πάντα «ναι», του να κάνει πάντα ότι της λένε.
Η πρώην ψυχοκόρη της ελληνικής επαρχίας περιγράφει την επανάσταση του είναι της ενάντια στην καθημερινή αλλοίωση του χαρακτήρα της, και εν τέλει της ύπαρξής της, μέσα από την «λύση» που βρέθηκε για την τάξη της και το φύλο της στο πλαίσιο του υπαρκτού καπιταλισμού. Η λύση της ψυχοκόρης. Και νιώθεις κι εσύ ψυχοκόρη, πολύ λιγότερο ίσως επαναστατημένη από την αφηγήτρια, κι ας μην είχες την δική της ‘ταξική ατυχία’. Αυτή τη στιγμή που γράφω, ούσα ακόμη εν θερμώ, δεν μπορώ να πω αν πράγματι άκουσα την λέξη «επανάσταση» να επαναλαμβάνεται στο βίντεο τόσες φορές ή αν την πρόσθεσε το μυαλό μου. Δεν με ενδιαφέρει καν να μάθω. Αρκεί η εντύπωση πως η «επανάσταση» ως λέξη διατηρείται, και πως συνδέεται με την αποτίμηση μιας γυναίκας που υπήρξε κοριτσάκι-υπηρέτρια για την ζωή της.
Η λέξη «επανάσταση» σε ποιαν ανήκει;
Η συγκεκριμένη μαρτυρία, της ψυχοκόρης - η αφήγηση της παιδικής ζωής ως υπηρεσίας στον κλοιό της τάχα φιλανθρωπικής θεώρησης της ταξικής συνθήκης από την ανώτερη οικονομικά οικογένεια που δήθεν καλοπροαίρετα βοήθησε την φτωχή δική της - είναι ήρεμη, συγκροτημένη, διαυγής. Και σπαρακτική. Από την στιγμή που εκτίθεσαι στη σύνδεση αυτής της μαρτυρίας με εκείνες των μεταναστριών από την Γεωργία, στις οποίες εστιάζει η έκθεση, δεν υπάρχει ψυχολογικός γυρισμός. Και δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ήταν η στιγμή που αναγνωριστήκαμε στον εκθεσιακό χώρο με μία φίλη, παρά τις μάσκες μας, και που αυθόρμητα φέραμε τα χέρια στον λαιμό μας, ή ίσως στην καρδιά. Η κίνησή μας απεικόνιζε την ψυχική κατανόηση μιας καταλυτικής κοινωνικής αδικίας, της επίγνωσης του εγκλωβισμού του φύλου μας στα γρανάζια της μηχανής της κοινωνικής αναπαραγωγής σε ένα συνεχιζόμενο κοινωνικό συμβόλαιο που δεν υπογράψαμε ποτέ. Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που διαμορφώνει σκυμμένα κεφάλια - που όμως σηκώνουν το βλέμμα, αντιστέκονται, εγκαταλείπουν, απεγκλωβίζονται. Ή όχι. Ή ίσως κάποτε θα. Από την αρχή της έκθεσης, κοντά στην είσοδο, ή έξοδο, η μορφή της Ρόζα Λούξεμπουργκ παρατηρεί.
Για όσες έφτιαξαν την έκθεση
Το παρόν κείμενο δεν συνιστά κριτική μιας έκθεσης - παρά το ότι η Τατιάνα Μαυρομάτη και η Λώρα Μαραγκουδάκη και τα εξαιρετικά έργα τους, μαζί με το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, τις υπεύθυνες για την αίθουσα Κάμιρος, και τις φιλικές εργαζόμενες στον χώρο, έφτιαξαν την καλύτερη έκθεση της πόλης: μια έκθεση που αφορά στην πραγματική, καθημερινή, αναγνωρίσιμη ζωή. Μια έκθεση με εισόδους και διαδρομές ταύτισης και (ανα)θεώρησης, είτε ανήκεις στις γεωργιανές οικιακές εργάτριες είτε στους ανθρώπους που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτές είτε σε όσους έχουν μόνο ακουστά για τις «εσωτερικές» με την Κυριακή ως μοναδική μέρα ανάδυσής στον πάνω κόσμο. Για το δώρο αυτής της έκθεσης, μέσα στον καταιγισμό πολιτιστικών εκδηλώσεων της Αθήνας, μπορώ απλώς να ευχαριστήσω τις εικαστικούς και τους συντελεστές της έκθεσης γενικά, στον όποιο ρόλο τους. Ο λόγος που θέλησα να γράψω για το εγχείρημα Sunday Women ήταν, ωστόσο, το ότι καθίσταται αδύνατη η θέση του ειδικού, επαγγελματία παρατηρητή (ή τεχνοκριτικού, αν προτιμάτε). Δεν είναι ασφαλώς η απάλειψη της διάκρισης αισθητικής και πολιτικής στο συγκεκριμένο εγχείρημα που καθιστά μια τέτοια θέση αμήχανη, καθώς η συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης υφίσταται με διαμορφωτικό ρόλο στις εικαστικές πρακτικές του φακού εδώ και καιρό, ορίζοντας την αναγκαιότητα των εξελισσόμενων κριτικών ρεαλισμών της εποχής μας. Είναι ότι το κοινωνικό υποκείμενο που αποτυπώνεται στο αισθητικό και πολιτικό εγχείρημα Sunday Women αυτονομείται από το όποιο «κάδρο», διεκδικώντας παρουσία ακόμη και εντός της αναπαράστασης. Γράφω για τον λόγο αυτό βιαστικά, έχοντας ακούσει πως η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή για λίγες μέρες ακόμη, ως τις 12 Νοέμβρη. Ελπίζω να ισχύει. Όσο περισσότεροι άνθρωποι καταφέρουν να συμμετέχουν ως αποδέκτες της αφύπνισης που προσφέρουν οι Γυναίκες της Κυριακής τόσο το καλύτερο για την κοινωνία που ζούμε.
Από την Τατιάνα Μαυρομάτη και τη Λώρα Μαραγκουδάκη
ΚΑΜΙΡΟΣ, Ιθάκης 32, Κυψέλη
Δευτέρα - Παρασκευή 19:30-23:00 / Σάββατο & Κυριακή 11:00-15:00 & 18:00-22:00