Είναι αυτή η μανία που πιάνει τους Νεοϋορκέζους να ανακαλύπτουν συνέχεια ένα νέο “παλαβό” trend (όπως τώρα με το cronut-αλλά αυτό θα το πούμε σε επόμενο σημείωμα). Κάπως έτσι ξεκίνησε και πριν μερικά χρόνια και η φάση με τα “κρυμμένα” μπαρ και εστιατόρια.
Είχα πάει σε 3-4 την περασμένη φορά που είχα έρθει στη Νέα Υόρκη. Θυμάμαι ένα καταπληκτικό speakeasy στο οποίο για να μπεις, ανοίγεις μια καταπακτή στο πεζοδρόμιο, κατεβαίνεις τις σκάλες, βγαίνεις σε μια αυλή ανάμεσα σε σκοτεινά κτίρια και μετά ανεβαίνεις μια σιδερένια σκάλα και μπαίνεις σε ένα καταπληκτικό μπαρ που σου σερβίρουν το ποτό σε κούπες του τσαγιού και τις μπύρες τυλιγμένες με χαρτοσακούλα.
Ή το “θρυλικό” πια Please Don’ Tell στο οποίο για να μπεις, έπρεπε να βρεις ένα βρωμερό ασιατικό fast food, να μπεις μέσα να βρεις εκεί έναν τηλεφωνικό θάλαμο, να καλέσεις το 1 και να ανοίξει μια μυστική πόρτα που σε έβαζε σε έναν σούπερ κυριλέ κοκτειλάδικο. Πιο πολύ όμως μου άρεσε το Milk & Honey στην Eldridge στο Lower East Side που είχε εντελώς μια ατμόσφαιρα ποτοαπαγόρευσης και παρακμής και έπαιζε καταπληκτική swing μουσική.
Λίγο πιο πριν από αυτά (για την ακρίβεια δέκα χρόνια πριν) είχε ανοίξει και το Burger Joint στο πιο κουφό σημείο του Μανχάταν. Μέσα σε μια αποθήκη του ξενοδοχείου Parker-Meridien. Ήταν ένα guerilla εστιατόριο κρυμμένο πίσω από βαριές κόκκινες κουρτίνες σε ένα σημείο δίπλα από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου.
Σημειωτέον ότι το εστιατόριο δεν έχει καμιά σχέση με το ξενοδοχείο. Απλά κάποιος (όπως έμαθα αργότερα μια μεγάλη εταιρεία που διαχειρίζεται εστιατόρια και ξενοδοχεία) είχε την πανέξυπνη ιδέα να πάει εκεί και να κάνει ένα fast food με burger που θα κάνει την πόλη να παραμιλάει. Και το πέτυχε.
Σύντομα το Burger Joint έγινε το “καλά κρυμμένο μυστικό της πόλης” (όπως αρέσκονται να γράφουν κλασικά οδηγοί πόλης - ξεχνώντας ότι την ίδια στιγμή “προδίδουν” το μυστικό). Όλο και κάποιον θα πετύχαινες που θα είχε να σου διηγηθεί με ενθουσιασμό την εμπειρία του στο Burger Joint και για το burger που είναι το καλύτερο της πόλης.
Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος γοητεύεται από κάτι τέτοια. Ειδικά ο τουρίστας που νιώθει ότι την “έχει” την πόλη, όταν ανακαλύπτει τέτοια μυστικά (που δεν είναι μυστικά).
Επισκέφθηκα το Burger Joint ένα βράδυ Κυριακής. Η ουρά ήταν ασύλληπτα μεγάλη- μάλλον δεν ήξερες ακριβώς πόσο μεγάλη ήταν γιατί η κεφαλή της χανόταν σε έναν διάδρομο, ο οποίος δεν ήξερες πόσο μεγάλος είναι και σίγουρα δεν ήξερες τι υπάρχει μετά από αυτό τον διάδρομο (είναι το πάσο για τις παραγγελίες ή έχει ακόμα δέκα μέτρα ουρά;). Νεοϋορκέζοι, τουρίστες (περισσότερο), μανάδες με καροτσάκια, μια παρέα με Έλληνες, πολλοί Ασιάτες (γενικά οι Κινέζοι τουρίστες μοιάζουν να είναι περισσότεροι από τους Γιαπωνέζους πια), κάτι Ούγγροι (που τελικά κάτσαμε μαζί στο τραπέζι).
Ανά διαστήματα ερχόντουσαν διάφοροι πελάτες του ξενοδοχείου και ρωτούσαν με απορία τι συμβαίνει, τέντωναν το σώμα τους στις μύτες των ποδιών τους και προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται εκεί που τελειώνει η ουρά. Μόνο μια μικρή νέον ταμπέλα με σήμα ένα burger έδινε ένα hint.
Το Burger Joint μοιάζει με ένα παρακμιακό dive μπαρ του Alphabet City (για παράδειγμα). Έχει ξύλινους τοίχους πάνω στους οποίους έχει γραμμένα με μαρκαδόρο και με στυλό συνθήματα, ονόματα των πελατών, i love new york, Σ+Γ=LFE κλπ. Έχει επίσης μια αφίσα των Ramones, μια του Steven Seagal, μια της ταινίας Midnight Cowboy, μια των Sopranos και μια του Clash of the titans, μαζί με δεκάδες δημοσιεύματα (από το New York μέχρι το Elle) που το περιλαμβάνουν στις λίστες με τα καλύτερα burger της πόλης. Από τα ηχεία ακούγεται μια παρανοϊκή επιλογή μουσικής από Zucchero (το Senza una donna) μέχρι αραβικά και πανκ.
Πάνω από το πάσο έχει παραταγμένα μεγάλα γυάλινα βάζα με πικλές φτιαγμένες (“με τον εβραϊκό τρόπο” όπως γράφουν οι ταμπέλες), τα ψωμάκια, μεγάλες συσκευασίες κέτσαπ Heinz και διάφορα χαρτόνια που εξηγούν τον τρόπο παραγγελίας. Βασικά δεν έχει και πολλές επιλογές. Hamburger ή Cheeseburger, το πόσο ψημένο θέλεις το μπιφτέκι και αν θα βάλεις έξτρα ντομάτα, κρεμμύδι και πίκλες. Μέσα στην μικροσκοπική ανοιχτή κουζίνα στοιβάζονται τέσσερα (!) άτομα. Ένας παίρνει τις παραγγελίες (ο οποίος ενίοτε κάνει και χορευτικές φιγούρες), ένας τηγανίζει τις (προτηγανισμένες) πατάτες, ένας ψήνει τα μπιφτέκια και ένας τελειοποιεί τα burger με τα εκάστοτε toppings.
Η παραγγελία σου έρχεται σε μια καφετί χαρτοσακούλα χωρίς καμία λογοτύπηση. Το burger είναι άθλιο εμφανισιακά. Στραπατσαρισμένο, κάπως σαν μισοφαγωμένο (δεν είναι), με τα υλικά να φεύγουν έξω με την πρώτη δαγκωνιά. ΑΛΛΑ. Είναι όντως ένα εξαιρετικό burger, ζουμερό και ισορροπημένο στη γεύση, λίγο παραπάνω λιπαρό από ό,τι θα το ήθελα (αλλά μάλλον φταίει το λιωμένο τυρί πάνω στο μπιφτέκι - είναι προτιμότερο μάλλον να πάρεις σκέτο hamburger), ενώ έχω μια υποψία ότι το μυστικό της επιτυχίας του είναι πολύ απλό: Δεν έχει το παραμικρό μπαχαρικό. Μόνο κιμάς και λίγο αλάτι - όπως ακριβώς και τα burger του Shake Shack (της άλλης Νεοϋορκέζικης μανίας που σαρώνει και παγκοσμίως πια).
Η επιτυχία του Burger Joint είναι πια τόσο εκκωφαντική που άνοιξε ήδη ένα ¨κανονικό” (και πολύ μεγαλύτερο) μαγαζί στο Greenwich Village, ένα στη Σεούλ, ενώ αυτή την περίοδο ψάχνεται να ανοίξει και ένα στο Ντουμπάι! Αυτά μόνο στη Νέα Υόρκη συμβαίνουν.