Αρχές της δεκαετίας του ‘60 και το «νέο κύμα» έρχεται, μέσω της κινηματογραφικής nouvelle vague, ορμητικά από τη Γαλλία, επηρεάζοντας το ελληνικό τραγούδι. Ο Αλέκος Πατσιφάς και η νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία «Λύρα» στάθηκαν κάτι σαν νονοί του «Νέου Κύματος», καθώς το οραματίστηκαν περισσότερο σαν διαφημιστικό και επικοινωνιακό τρικ. Οι μπουάτ, πάντως, δηλαδή «τα κουτιά», ή καλύτερα τα μουσικά κουτιά που στεγάζονταν στην Πλάκα έδωσαν χώρο στο Νέο Κύμα να γίνει θεσμός. Την εποχή της ανοικοδόμησης της Αθήνας, δεν γινόταν να δοθούν σχετικές άδειες σε χώρους στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι λόγω, φυσικά, της ιστορικότητας της περιοχής. Μέσα σε αυτά τα καμαράκια, τα ισόγεια και τα ημιυπόγεια, που πίστεψαν καλλιτεχνικά και οικονομικά συγκεκριμένοι άνθρωποι, έμελλε να γραφτεί ιστορία.
Τις μπουάτ επέλεγε για τα βράδια του ένα ετερόκλητο κράμα ανθρώπων, δηλαδή εργάτες, μαθητές, φοιτητές, καθημερινοί άνθρωποι, δηλαδή, τους οποίους ένωνε η δίψα για τη μουσική και την επικοινωνία, κάτι που η μυσταγωγία χώρων όπως ο Τιπούκειτος, η Κιβωτός, η Σοφίτα, το Συμπόσιο και άλλων, τους το έδινε σταθερά. Μέσα εκεί, οι άνθρωποι συζητούσαν, απορούσαν, αμφισβητούσαν, διαφωνούσαν, μάθαιναν. Σταδιακά, βέβαια, οι μπουάτ έδωσαν τη θέση τους στα κοσμικά κέντρα με τις μεγάλες πίστες και τις εντυπωσιακές μαρκίζες.
Η Απανεμιά, όμως, παρέμεινε στη θέση της. Μαζί και οι κλασικές, μικρές της καρέκλες, ο χαμηλός φωτισμός, οι βελέντζες και μαξιλάρια στο πάτωμα, ο απαλός ήχος. Λιτή και διαχρονική, κολλημένη πάνω στο βράχο της Ακρόπολης βρίσκεται εδώ και 7 χρόνια στα χέρια του συγγραφέα και Πλακιώτη Πάνου Δημητρόπουλου.
«Το 1963 στην οδό Θόλου 4 στην Πλάκα, ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας άνοιξε ένα μπαράκι όπου σύχναζαν διάφοροι μποέμ καλλιτέχνες. Το 1964 ο ποιητής Σπύρος Καμπάνης με την τραγουδοποιό Μαίρη Δαλάκου ανέλαβαν τα ηνία του χώρου και τον μετέτρεψαν σε μπουάτ. Το όνομα προέκυψε από ένα ποίημα του Καμπάνη που λεγόταν “Απανεμιά” και το οποίο μελοποιήθηκε από την Δαλάκου. Αρχές του 70’ την Απανεμιά ανέλαβε ο Βαγγέλης Ντίκος, τραγουδοποιός και τραγουδιστής, ο οποίος την διατήρησε μέχρι το 2010 που πήρε σύνταξη κι από όπου πήρα τα ηνία μέχρι και σήμερα. Ακριβώς στην διπλανή πόρτα, βρισκόταν η άλλη θρυλική μπουάτ, οι αλησμόνητες Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη, η οποία άνοιξε την ίδια χρονιά με την Απανεμιά,το 1964, και είχαν συνυφασμένο βίο και παράλληλο μέχρι το 2007 που έκλεισε. Στην Απανεμιά ήμουν θαμώνας πολλά χρόνια πριν αναλάβω τη διαχείρισή της, γιατί με ενδιέφερε ανέκαθεν το καλό, ελληνικό τραγούδι. Έτυχε όμως να βρεθώ και την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος... Την ώρα, δηλαδή που θα έκλεινε!»
Όπως σημαντικοί καλλιτέχνες καταθέτουν ανά καιρούς και επιβεβαιώνει ο Πάνος Δημητρόπουλος, οι βραδιές στη μπουάτ μοιάζουν με μουσικές λειτουργίες. Όχι πολλά και δυνατά χειροκροτήματα, όχι οχλαγωγία. Όσοι προσέρχονται είναι πιστοί και ξέρουν. Από την άλλη, ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι προσιτός και άμεσος, καθώς οι θαμώνες κάθονται πολύ κοντά του, μια ανάσα. «Όταν ο καλλιτέχνης μπορεί να βρει το κοινό στοιχείο που ενώνει 100 ανθρώπους τότε μπορεί να βρει, να απευθυνθεί και σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό μαθαίνουμε στη μπουάτ, να βρίσκουμε το κοινό στοιχείο.», αυτό έχει πει ο Διονύσης Σαββόπουλος, που κάποτε έπαιζε από μπουάτ σε μπουάτ».
Τα τραγούδια του Νέου Κύματος που παίζονταν στα στέκια εκείνα ήταν γεμάτα αθωότητα, αλλά και στοιχεία σαρκασμού, αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Οι τραγουδιστές και οι μουσικοί, άγνωστοι ακόμα στο ευρύ κοινό, ήταν εκείνη τη δεκαετία νέα παιδιά, σχεδόν φοιτητές ακόμα. Οι μουσικές και τα τραγούδια του Γιάννη Γλέζου, του Λίνου Κόκοτου, του Νίκου Μαμαγκάκη και του Νότη Μαυρουδή, συνδυάζονταν με τους στίχους καλλιτεχνών ή ανθρώπων της τέχνης γενικότερα, όπως οι Άκης Δασκαλόπουλος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, Κώστας Κωτούλας. Εκτός από τον Σαββόπουλο, στις μπουάτ ξεκίνησαν την καριέρα τους πολύ γνωστοί μουσικοί, όπως ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Προσθέτει ο σημερινός ιδιοκτήτης της Απανεμιάς: «Οι μπουάτ στην Πλάκα ,από το 60 μέχρι την μεταπολίτευση, ήταν σχεδόν το μοναδικό είδος ψυχαγωγίας στην Αθήνα. Σημερινοί ιδιοκτήτες μεγάλων μουσικών σκηνών έχουν δηλώσει πως οι μπουάτ ήταν ο πρόδρομος και το πρότυπο όλων των μετέπειτα μουσικών σκηνών. Ανέκαθεν στις μπουάτ σύχναζαν φοιτητές, ανήσυχοι νέοι, διανοούμενοι και γενικά άνθρωποι με δημοκρατικές συνειδήσεις. Την εποχή της χούντας ήταν τα μοναδικά στέκια που τραγουδούσαν Θεοδωράκη ενώ κάποιοι θαμώνες φύλαγαν τσίλιες να μη τους πιάσουν. Οι μπουάτ έκαναν ενεργή αντίσταση μέσω των τραγουδιών και της ποίησης. Επίσης, η μπουάτ ως χώρος, ανέκαθεν ήταν φυτώριο νέων τραγουδοποιών και τραγουδιστών. Η Απανεμιά, συγκεκριμένα, ήταν και είναι ένα ζωντανό εργαστήρι του καλού τραγουδιού, των φρέσκων καλλιτεχνικών ζυμώσεων, είναι ένας χώρος διακίνησης δημοκρατικών ιδεών. Στόχος είναι το γεφύρωμα των παλιών με τους νέους καλλιτέχνες, και βέβαια στόχος μας είναι η παραγωγή καλού Ελληνικού τραγουδιού.
Στόχος μας είναι και η ηρεμία, η χαρά, η έμπνευση. Όταν, ας πούμε, κάποιοι, λίγοι τουρίστες μάς ανακαλύπτουν τυχαία από ένα περίπατο τους ή από κάποιον που μας προτείνει, καθώς μπαίνουν ζωγραφίζεται στα πρόσωπα τους ένα ευχάριστο ξάφνιασμα με τον χώρο που παραμένει ο ίδιος όπως παλιά. Έπειτα, όλοι μας, όταν μπαίνουμε για πρώτη φορά κάπου, νιώθουμε τα ενεργειακά ίχνη των περασμάτων στον χώρο. Εδώ οι τοίχοι είναι ποτισμένοι με πολλή μουσική, ποίηση και τραγούδι και αυτό συμβάλλει θετικά στην μαγεία της ατμόσφαιρας. Οι λίγοι τουρίστες λοιπόν που μας επισκέπτονται ενθουσιάζονται, γίνονται φίλοι μας και μας στέλνουν κάρτες ευχαριστήριες από όλο τον κόσμο. Κάποτε, θυμάμαι, ήρθε ένας παππούς, όχι τουρίστας, Έλληνας, μαζί με την εγγονή του, η οποία ήταν περίπου 17 ετών, για να της δείξει την Απανεμιά, το μέρος, δηλαδή, που πρωτογνώρισε τη γιαγιά της. Αυτά είναι όμορφα πράγματα, κάτι δείχνουν.
Ο Γιάννης Σπανός μάς είπε ότι το 1965 ερχόταν στην Απανεμιά και άκουγε τον Μάρκο Βαμβακάρη να παίζει. Την περίοδο εκείνη, σύχναζαν εδώ ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Φλέρυ Νταντωνάκη, ο Μάνος Λοΐζος, η Καίτη Χωματά, η Αρλέτα και φυσικά όλοι οι καλλιτέχνες του “Νέου Κύματος”. Θυμάμαι και μια φοβερή ιστορία που μας διηγήθηκε ο συνθέτης Λίνος Κόκοτος: έπαιζε στο πιάνο ένα δικό του ακυκλοφόρητο τραγούδι που έμοιαζε με τραγούδι του Μίκη. Στο χώρο εκείνο το βράδυ ήταν με πολιτικά κάποιοι ασφαλίτες, γιατί μιλάμε για την εποχή της χούντας, που τον διέκοψαν ξαφνικά, τον έδεσαν και τον έβγαλαν έξω. Οι θαμώνες όμως της Απανεμιάς ξεσηκώθηκαν και συνέβη το εξής, να τον τραβάνε από την μια οι ασφαλίτες, από την άλλη οι θαμώνες ώσπου το σώμα του αιωρήθηκε στον αέρα για αρκετά λεπτά! Στο τέλος, υπερίσχυσαν οι θαμώνες κι έτσι ο Λίνος γλύτωσε την φυλακή. Και φαντάσου ότι όλο αυτό έγινε γιατί έπαιξε ένα τραγούδι που έμοιαζε, απλά έμοιαζε, με Θεοδωράκη.»
Πράγματι η χούντα ανακόπτει το κίνημα των μπουάτ, αλλά η πολιτική τους διάσταση ως στεκιών εντείνεται. Γιατί οι μπουάτ υπήρξαν κυρίως στέκια ανθρώπων με δημοκρατικές τοποθετήσεις. Ο κόσμος αυτός συνέχιζε και επί δικτατορίας να πηγαίνει σε αυτούς τους χώρους. Μαρτυρίες παλιών θαμώνων επιβεβαιώνουν ότι συχνά κάποιος από τους πελάτες , αν παιζόταν κάποιο απαγορευμένο τραγούδι, φύλαγε τσίλιες στην πόρτα.
«Τα χρόνια της χούντας δόθηκαν μάχες για να παραμείνουν ανοιχτές οι μπουάτ, όμως κι αργότερα κινδύνευσαν να κλείσουν με νόμους και καθεστώτα που άλλαζαν συνεχώς. Ευτυχώς όμως υπάρχουμε ακόμα», σχολιάζει ο Πάνος Δημητρόπουλος για να συνεχίσει: «Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, έχουμε φιλοξενήσει πράγματι σπουδαίους καλλιτέχνες, συνθέτες και μουσικούς αλλά και ποιητές. Ενδεικτικά, λοιπόν, θα αναφέρω τους παλιούς, αλλά πάντα διαχρονικούς και φρέσκους: τον Γιάννη Σπανό, τον αείμνηστο Λάκη Παππά, την Πόπη Αστεριάδη, τον Λίνο Κόκοτο, τον Σταύρο Λογαρίδη, τον Θέμη Ανδρεάδη τον Δημήτρη Ψαριανό, τον Νότη Μαυρουδή, την Πένυ Ξενάκη. Από τους νεότερους, θα αναφέρω τον Λεωνίδα Μπαλάφα, τον Κωσταντίνο Βήτα, τον Χάρη Κατσιμίχα, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Μπάμπη Στόκα, τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, τον Θάνο Ανεστόπουλο, τον Κώστα Παρίση, τον Παντελή Θαλασσινό, τον Νίκο Πλατύραχο, τον Νίκο Πλάτανο, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τους ΝΕΟΝ, τον Κ. Κάππα, την Joanna Drigo, τον Βαγγέλη Μαρκαντώνη, την Κατερίνα Μακαβού, τον Πέτρο Μάλαμα, τον Λόλεκ, τον Νίκο Γιούσεφ, τον Θοδωρή Ρέλο, τον Γιάννη Παλαμίδα, τον Αντρέα Καρακότα, τον Κώστα Τζιαγκούλα και πολλούς άλλους. Από ποιητές, τέλος, έχουμε φιλοξενήσει τον Μάνο Ελευθερίου, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τον Μιχάλη Γκανά, τον Διονύση Καψάλη, τον Διονύση Καρατζά, τον Χριστόφορο Χριστοφή, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Γιώργο Χρονά, τον Λίνο Ιωαννίδη, τον Σταύρο Σταυρόπουλο, τον Γιάννη Αβραμόπουλο, την Άννα Γρίβα. Και είναι κι άλλοι… Θα ήθελα, βέβαια, να αναφερθώ ξεχωριστά στους μόνιμους μουσικούς που κρατούν την Απανεμιά κάθε Παρασκευή και Σάββατο ανοικτή, δημιουργώντας αυτή τη μοναδική ατμόσφαιρα και διατηρώντας παράλληλα ζωντανή την παράδοση της μπουάτ. Είναι ο Θεόφιλος Μήτσης, ο Βαγγέλης Κορομίλης, ο Μιχάλης Καραχάλιος, ο Μάνος Βλοιτός, η Καλλιόπη Μιχαηλίδου, ο Μαέστρος Νίκος Πλάτανος, και ως… σπέσιαλ γκεστ συμμετέχει και ο παλιός ιδιοκτήτης, ο Βαγγέλης Ντίκος.»
Ο Πάνος Δημητρόπουλος μοιάζει με τον φύλακα άγγελο του θεσμού της μπουάτ. Η Απανεμιά είναι ό, τι απέμεινε από εκείνη την εποχή των τρυφερών μνημών και δημιουργιών, παρά το γεγονός ότι φερέλπιδες, μικροί χώροι κάνουν τις δικές τους καλλιτεχνικές απόπειρες. Και ο ίδιος, από το μετερίζι της συγγραφής και της στιχουργικής, των συνεργασιών του στο θέατρο και στη δισκογραφία, αντιλαμβάνεται καλύτερα την ψυχολογία των καλλιτεχνών και δουλεύει με μεράκι την Απανεμιά και το πρόγραμμά της. Το μότο του είναι “Λάθε Βιώσας”, κάτι που ταιριάζει εξαιρετικά με το απάνεμο καταφύγιο της μπουάτ του, την οποία έχει διεκδικήσει το ελληνικό κράτος, αλλά ο ίδιος δεν το παίρνει απόφαση να την αποχωριστεί, θεωρώντας ότι μπορεί να χάσει την ποιότητα και την αίγλη της.
Η Απανεμιά δεν παραμένει ανοικτή για λόγους συγκίνησης και νοσταλγίας: είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ολοένα εξελίσσεται και, σε κάθε περίπτωση, ικανή να σταθεί εντός της πολύβουης και πολυεπίπεδης αθηναϊκής, νυχτερινής ζωής. Οι πέτρες της και τα παράθυρά της βαστούν, όμως, τα ήρεμα παιξίματα πάνω στα θρυλικά ακορντεόν και τις κιθάρες των σπουδαίων της ελληνικής μουσικής. Αν καθίσεις λίγο χωρίς να μιλάς, θα μπορέσεις να τα ακούσεις σαν αντίλαλο ενός παρελθόντος που βαστιέται ζωντανό.