Ο ελληνικός ήρθε μέτριος, περιποιημένος, με λουκουμάκι στο πλάι, απολαυστικός κάτω από τη σκιά της Ροτόντας. «Έτσι αρχίζουμε την ξενάγηση για τις γεύσεις της Θεσσαλονίκης. Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ και η γλυκάδα από το λουκούμι τους τρελαίνει», μου λέει ο Κωνσταντίνος Σφήκας πριν ξεκινήσουμε μια ξενάγηση στα μνημεία και τις ιστορίες της πόλης. Αεικίνητος και χαμογελαστός, ευγενής όπως οι άνθρωποι που υποδέχονται στο σπίτι έναν φίλο από τα παλιά, αποκαλύπτει εδώ και δύο δεκαετίες τα μυστικά και την ιστορία της πόλης που πολλές φορές δεν γνωρίζουν ούτε οι βέροι Θεσσαλονικείς.
«Λατρεύω το μνημείο της Ροτόντας και σχεδόν πάντα ξεκινάω από εδώ τις ξεναγήσεις μου. Αυτό είναι το πραγματικό τοπόσημο της Θεσσαλονίκης και όχι ο Λευκός Πύργος. Όταν χτίστηκε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαλερίου, περίπου το 300 μ.Χ., ήταν μέρος του παλατιού, στη Βυζαντινή περίοδο μετατράπηκε σε εκκλησία και στην Οθωμανική χτίστηκε ο μιναρές που σώζεται και έγινε μουσουλμανικό τέμενος. Κανένα άλλο μνημείο δεν συγκεντρώνει τόσα πολλά χαρακτηριστικά από την ιστορία της πόλης», εξηγεί την ώρα που ένα γκρουπ τουριστών βγάζει αναμνηστικές φωτογραφίες. Στα 40 του χρόνια αποφάσισε ότι η καριέρα του τραπεζικού είχε τελειώσει γι’ αυτόν. Έριξε απίστευτο διάβασμα και βρέθηκε στα θρανία της Σχολή Ξεναγών ανάμεσα σε 20άρηδες Αρχαιολόγους και Ιστορικούς. Από τότε η δουλειά του έγινε κάτι παραπάνω από δεύτερη φύση και από τις ξεναγήσεις τους έχουν περάσει ορδές τουριστών και αστέρες του Χόλιγουντ.
«Το πρόγραμμα της ξενάγησης εξαρτάται από το χρόνο που διαθέτει το γκρουπ. Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική Θεσσαλονίκη είναι από τα πιο κλασικές ξεναγήσεις. Στην κορυφή των προτιμήσεων είναι οι βυζαντινές εκκλησίες. Όχι τόσο από θέμα πίστης, αλλά για τα ψηφιδωτά, την αρχιτεκτονική, τις αγιογραφίες και λίγοι γνωρίζουν ότι προστατεύονται από την Unesco», μας λέει καθώς κατηφορίζουμε προς την πλατεία Ναβαρίνο, ανάμεσα σε φοιτητές, ροκάδες και ξεχασμένα πανκιά, τζάνκια που λιάζονται στα παγκάκια και στη μέση τα ανάκτορα του Γαλερίου. Σταματάμε στην οικοδομή νούμερο 32, πάνω στα σκαλιά της εισόδου. «Τους φέρνω εδώ και όλοι αναρωτιούνται γιατί. Κοιτάξτε δεξιά», μας λέει και μας αποκαλύπτεται το mural που καλύπτει τον τυφλό τοίχο μιας οικοδομής, σχεδιασμένο από τον Αργύρη Σερασλανίδη και την παρέα του. «Αυτό είναι η πόλη. Το πάντρεμα του παλιού και του καινούργιου. Μικροί θησαυροί μέσα σε άσχημα κτίρια», σημειώνει ο Κωνσταντίνος. Με τον δήμο Θεσσαλονίκης οργανώσανε πέρυσι 14 διαφορετικά τουριστικά προγράμματα για τους κατοίκους της πόλης και φέτος θα τα κάνουν 17, βάζοντας μέσα και το ποδήλατο. «Γίνεται προσπάθεια από τη δημοτική ηγεσία να γνωρίσουν και οι ίδιοι οι δημότες την πόλη τους, αλλά κάπου μας το χαλάει η βάση. Θέλει το χρόνο του και αυτό».
Το ασχημόπαπο
Κάπως έτσι περιγράφει και τη Θεσσαλονίκη, σαν ένα ασχημόπαπο που όταν ανοίγει τα φτερά του γίνεται κύκνος. «Τότε μόνο μπορείς ν’ αντιληφθείς την καλειδοσκοπική εικόνα της πόλης. Ανάλογα με το πέταγμα της βλέπεις και διαφορετικά χρώματα». Αυτό που περιμένουν να δουν οι ξένοι, μας λέει, και δεν υπάρχει είναι οι εικόνες κρίσης που περιγράφουν τα μέσα ενημέρωσης. «Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα πάνε καλά και ο κόσμος είναι άνετος, αλλά τουλάχιστον βλέπεις ζωντάνια, ζωή. Τα παιδιά που γεμίζουν το πλακόστρωτο της προβλήτας του λιμανιού, οι οικογένειες στα νέα πάρκα της παραλίας, οι ποδηλάτες, οι αθλητές που τρέχουν τ’ αξημέρωτα, οι φοιτητές που δίνουν μια ανάσα στην οικονομία. Ξέρω ότι στην Αθήνα υπάρχουν εταιρείες που διοργανώνουν το “tour της κρίσης” σε γειτονιές με εξαθλιωμένους ανθρώπους, αλλά θέλω να πιστεύω ότι εδώ δεν θα φτάσουμε μέχρι εκεί».
Μέσα από την Αλεξάνδρου Σβώλου βγαίνουμε στην πλατεία Αγία Σοφίας, όπου σε λίγο θα ξεκινήσει ένα συλλαλητήριο από εκπαιδευτικούς που μπαίνουν σε διαθεσιμότητα. Από εκεί συνεχίζουμε για τα ξυλάδικα στην πλατεία Άθωνος και μετά Αριστοτέλους. «Ο Εμπράρ σχεδίασε τα μαγαζιά στις τοπικές αγορές με μεγάλες βιτρίνες και ένα μικρό πατάρι για να ξεκουράζονται οι έμποροι το μεσημέρι. Η Αριστοτέλους, ένας συνδυασμός αποικιακού, μαυριτανικού και βυζαντινού στιλ, είναι η μόνη πλατεία της χώρας με “επιβεβλημένη όψη”, που διατήρησε δηλαδή μια μοναδική ομοιομορφία στην κατασκευή της. Από εδώ φαίνεται και το Μπέη Χαμάμ, το οποίο χτίστηκε προς τιμήν της επίσκεψης του Μουράτ Β’ και του χαρεμιού του το 1444. Για να κατασκευαστεί, έπρεπε να γκρεμιστούν επτά εκκλησίες», μας εξηγεί ο ξεναγός μας. Επόμενος σταθμός οι αγορές Καπάνι και Μοδιάνο, όπου οι επισκέπτες παίρνουν γεύση και μυρωδιές από τα παζάρια της πόλης, τους πάγκους με τα φρούτα, τις γωνιές των μερακλήδων. «Στο Καπάνι τους αρέσει να δοκιμάζουν ελιές και ν’ αγοράζουν βότανα και τσάι. Όταν εγκαινιάστηκε η αγορά Μοδιάνο το 1925, οι πλούσιοι απολάμβαναν χαβιάρι και σαμπάνια στα ψηλά πατώματα και στους Θεσσαλονικείς που πήγαν μοιράστηκε ρακί, φασόλια τζουρές και αυγά ιχαμινάδος από τους Ισπανοεβραίους. Τώρα μην κοιτάς, είναι ελάχιστα τα καταστήματα που λειτουργούν ακόμη».
Κάνουμε μια μικρή παράκαμψη και βγαίνουμε στην οδό Τσιμισκή για να μπούμε στο παλιό ταχυδρομείο, ένα μέρος του οποίου έχει μετατραπεί σε κατάστημα ρούχων. Η μεγάλη μαύρη ατσαλένια πόρτα ανοίγει το δρόμο για έναν μικρό θησαυρό μέσα στον αστικό ιστό: μια εσωτερική αυλή με τζαμένιο σκέπαστρο γύρω από την οποία αναπτύσσεται το διώροφο κτίσμα. «Κάποτε εδώ μπαινόβγαιναν δεκάδες ράφτρες και στις μηχανές τους έκοβαν υφάσματα και έραβαν τις πλούσιες κυρίες της πόλης. Από τα υφάσματα και τις κλωστές κρατά η εμπορική σκούφια της Θεσσαλονίκης και δεν είναι τυχαίο που η Χίσλοπ βάζει τη βασική της ηρωίδα να είναι μια από τις επιδέξιες ράφτρες της πόλης», μας εξηγεί ο Κωνσταντίνος. Η βόλτα μας καταλήγει στο μνημείο του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, στην επτάφωτη λυχνία που σχηματίζεται όμως από τις φλόγες των ανθρώπων που καίγονται στα κρεματόρια των ναζιστών. «Η αισιοδοξία και η ελπίδα της πόλης είναι απέναντι», μας λέει, κοιτώντας τις παρέες που κάθονται στην προβλήτα.
Η ξενάγηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο ξεναγός εκπροσωπεί κατά κάποιον τρόπο τη χώρα που επισκέπτεται ο τουρίστας και η εντύπωση που αποκομίζει και μεταφέρει οφείλεται σ’ ένα βαθμό και από το πόσο καλά θα κάνει τη δουλειά του. Απέναντι του μπορεί να συναντήσει τον οποιονδήποτε και οι ερωτήσεις συνήθως πέφτουν βροχή. «Θυμάμαι την ξενάγηση που έκανα στον Βιτόριο Στοράρο όταν ήρθε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κάναμε τρεις ξεναγήσεις και ήθελε να μάθει τα πάντα. Φεύγοντας, μου είπε: πριν πεθάνω θα κάνω ένα φιλμ για την πόλη σου. Αυτό ήταν παράσημο για μένα. Είχα την τύχη να ξεναγήσω και τον Τζον Μάλκοβιτς, ο οποίος σ’ όλη την ξενάγηση είχε το γνωστό ανέκφραστο βλέμμα του και μ’ είχαν ζώσει τα φίδια. Όταν τελειώσαμε μου έκανε έξι πολύ καλές ερωτήσεις, πράγμα που σήμαινε ότι είχε καταλάβει τα πάντα. Έφυγε έχοντας πάρει μαζί του υλικό για να διαβάσει στο αεροπλάνο και ήταν πολύ ευχαριστημένος, παρόλο που είχε χάσει τη βαλίτσα του όταν προσγειώθηκε Θεσσαλονίκη». Τι είναι η πόλη για τον ίδιο; «Σίγουρα όχι ερωτική, αλλά όπως συνηθίζω να λέω όταν με ρωτούν τι καλό έχει η Θεσσαλονίκη, μια πόλη με 2.300 χρόνια ιστορίας είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα».