Στο Au Revoir με τον Nick στα Ηχεία
Από τον Φώτη Βαλλάτο
Από τα ηχεία ο Nick Cave διηγείται την ιστορία της Bee, της πόρνης που έμενε στην Jubilee Street, και ο κύριος Λύσανδρος γεμίζει τα ποτήρια με ουίσκι. Μάλλον θα προτιμούσε να υπάρχει κάπου σε μια γωνία ένας πιανίστας και να του λέει κάθε τόσο «Play it again Sam», αλλά κι ο τελευταίος, υπέροχα σκοτεινός και εξομολογητικός, Cave ταιριάζει ιδανικά με το σκηνικό του Au Revoir, του παλαιότερου (εν ζωή) μπαρ της Αθήνας (άνοιξε τον Μάρτιο του 1958). Δεκάδες άρθρα έχουν γραφτεί για το ιστορικό μαγαζί της Πατησίων που σχεδίασε και ζωγράφισε εξ ολοκλήρου ο σπουδαίος αρχιτέκτονας, ζωγράφος και διανοούμενος Αριστομένης Προβελέγγιος, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία του να πίνεις εδώ το ποτό σου, ανάμεσα σε αυτό το εκπληκτικό σκηνικό, που μοιάζει να βγήκε από ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού και, όπως τονίζει και το κορνιζαρισμένο έγγραφο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, «η οροφογραφία, ο πάγκος του μπαρ από χυτό σκυρόδεμα με ανάγλυφες γεωμετρικές συνθέσεις καθώς και η όλη επίπλωση είναι έργα του Αριστομένη Προβελέγγιου, που πρόσφερε πολλά στον τόπο».
Απόλαυση είναι οι διηγήσεις του κυρίου Λύσανδρου, που έχει πατήσει τα 75 και βρίσκεται εδώ και 55 χρόνια πίσω από το ίδιο μπαρ κι έχει σερβίρει από τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη μέχρι τον Δημήτρη Ψαθά, τις αδερφές Καλουτά και τον Φρανκ Σινάτρα («που ήρθε εδώ μετά τη συναυλία του στο Ηρώδειο το 1962 μαζί με έναν φίλο του και δύο μπράβους. Είχε, μάλιστα, φέρει το δικό του πότο, ένα μπουκάλι Jack Daniels. Έκατσε 45 λεπτά, άφησε ένα πολύ μεγάλο πουρμπουάρ κι έφυγε»).
Οι τοίχοι του Au Revoir φιλοξενούν κάδρα με έργα του εικαστικού Γιώργου Σιούντα (συχνού πελάτη από το 1961), vintage διαφημιστικά αναμνηστικά εταιρειών ποτών, σκίτσα του Προβελέγγιου που έχουν ποτιστεί με αλκοόλ, φιλοσοφικές συζητήσεις, αμπελοφιλοσοφίες και δεσμούς φιλίας. Το μικρό πατάρι με τη θέα στην Πατησίων μοιάζει με θεωρείο όπερας: πάνω οι θεατές, κάτω οι ηθοποιοί κι έξω τα φώτα των αυτοκινήτων να αντανακλούν στην άσφαλτο. Στα τραπεζάκια κάτω από τα ψάθινα φωτιστικά έχουν γραφτεί ποιήματα σπουδαία, χρονογραφήματα, δημοσιογραφικά κομμάτια για εφημερίδες, κεφάλαια βιβλίων, αρχές και αυλαίες μεγάλων σχέσεων. Το δικό μας Antico Caffe Greco της Ρώμης ή το Loos Bar της Βιέννης. Το πιο ωραίο μπαρ της Αθήνας είναι ακόμα εκεί, ζωντανό, σχεδόν underground, με λίγους και φανατικούς πελάτες, χωρίς κανένα hype να το περιβάλλει, να μας θυμίζει πόσο ωραία θα ήταν η Αθήνα, αν όλα γίνονταν κάπως ανεπιτήδευτα και με σεβασμό προς την αισθητική.
Η Σταθερά του 56
Από τον συγγραφέα Δημήτρη Γκενεράλη
Το Κολωνάκι έχει περάσει από διάφορες φάσεις, περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρουσες. Κάποια πράγματα όμως δεν άλλαξαν ποτέ, πάντοτε ήταν εμπορικό κι αστικό κέντρο και πάντοτε ήταν επίκεντρο νυχτερινής διασκέδασης.
Αυτό το τελευταίο χωράει πολύ συζήτηση, αφού τα γούστα των ανθρώπων είναι τόσο διαφορετικά κι έτσι το στίγμα της διασκέδασης στο Κολωνάκι είναι μάλλον κάπως αδύναμο.Από τα χρόνια που έζησα (και ζω) στο Κολωνάκι, συνήθως πίνω το ποτό μου σε άλλες γειτονιές της Αθήνας.
Στο Κολωνάκι όμως συνεχίζω να έχω μια σταθερά.Ένα μπαρ στο οποίο καταφεύγω για ένα ποτό με φίλους όταν θέλω να τους υποδεχτώ στο σαλόνι μου, και δενείναι άλλο από το “56”. Στο 56 της οδού Πλουτάρχου , αφού ανεβείς πολλά σκαλάκια, πρίν φτάσεις στην Κλεομένους, στο δεξί σου χέρι, στο υπόγειο.Φαίνεται παλιό αλλά είναι μόλις 23 χρονών. Το λέω γιατί μου φαινοταν πως βρισκόταν εκεί ανέκαθεν, ακόμα και πρίν από 20 χρόνια που το ανακάλυψα, γιατί ήταν σαφέστατα κλασσικό από την πρώτη μέρα που άνοιξε.
Ήταν μια βραδιά που ανέβαινα τα σκαλιά για να φτάσω στο αυτοκίνητό μου και το είδα. Με τράβηξε, μπήκα μέσα, βρήκα το ποτό μου –και πολλές ακόμα βότκες- βρήκα φίλους που είχα καιρό να δώ και άκουσα Τομ Γουέιτς κι εξαιρετική Τζαζ. Μετά έλεγα στους άλλους, ότι με τράβηξε η μουσική του Τόμ Γουέιτς σε αυτό το μπαρ, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι με τράβηξαν πολλά περισσότερα. Με είχε τραβήξει το στήσιμο, η ατμόσφαιρα, η μπάρα, τα τέλεια σε ύψος σκαμπώ του μπαρ, ακόμα και ο ίδιος ο κύριος Παναγιώτης, ο ιδιοκτήτης, ο οποίος θα μοιραστεί μαζί σου τη στιγμή του κι αν ανταποδώσεις, θα μιλάτε για ώρες και για πράγματα που δεν φαντάζεσαι. Όλα τα παραπάνω παραμένουν τα ίδια μέσα στα χρόνια και προσδίδουν αξία στο μοναδικό αυτό μπαρ στο Κολωνάκι. Κάποια στιγμή το "56" έγινε της μόδας και μάζευε κόσμο αργά, μετά φαίνεται όλος αυτός ο κόσμος κουραζόταν να ανεβαίνει τα σκαλιά. Παλιοί γνωστοί εμφανίζονται και εξαφανίζονται κατά καιρούς. Το μαγαζί παραμένει πάντοτε διαχρονικό, με εξαιρετικές ετικέτες μωλτ ουίσκι και άλλων ποτών εαν ψάχνεσαι, η ατμόσφαιρα ζεστή και η μουσική καταπληκτική. Είτε με είτε χωρίς παρέα (θα βρεθεί εκεί) θα περάσεις τέλεια.
Duende, Μια Φλόγα Κάτω από την Ακρόπολη
Από τον Σταύρο Διοσκουρίδη/ Φωτογραφίες: Δημήτρης Κουλελής
Η Αθήνα είναι πολλά αλλά δεν είναι μια κινηματογραφική πόλη. Στο φαντασμένο σου μυαλό δύσκολα τοποθετείς τον εαυτό σου να υποδύεται ένα ρόλο σε κάποιο δρόμο της πόλης. Αλλά έχει και τις καλές στιγμές της. Πριν γίνει πεζόδρομος, η Διονυσίου Αρεοπαγίτου και η Αποστόλου Παύλου ήταν κανονικοί δρόμοι. Και ήταν τότε εντυπωσιακά κινηματογραφικό όταν διέσχιζες τις δύο οδούς με αμάξι τη νύχτα κι έβλεπες να στροβιλίζεται η φωτισμένη Ακρόπολη από πάνω, κι εκεί που την έχανες από τα μάτια σου το βλέμμα πετύχαινε την Πύλη του Αδριανού. Ο Γούντι Άλεν δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει όλο αυτό το σκηνικό με απώτερο στόχο να βάλει το κινηματογραφικό ζευγάρι της ταινίας του να καταλήξει για ένα ποτό και μια κολασμένη συζήτηση στο Duende.
To 1994, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης υπήρχε μόνο στο μυαλό της Μελίνας Μερκούρη, ο πεζόδρομος δεν είχε γίνει, η Ακρόπολη ήταν εκεί όπως και το Ηρώδειο. Εκεί ήταν και το Θέατρο Τέχνης όπως και το Θέατρο Σφενδόνη της Άννας Κοκκίνου. Η γειτονιά του Παρθενώνα ήθελε το bar της, ένα καλλιτεχνικό στέκι που λέει κι ο λαός. Ο Αλέξανδρος και η Ρένα Μπίστικα πρόσθεσαν στην εικόνα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το Duende που ήταν συνέχεια δύο παλαιότερων μπαρ, του Ραδιοφώνου (υπάρχει και σήμερα σαν Παλιό Ραδιόφωνο στην Αθανασίου Διάκου) και του Amore Cortese που προ-υπήρξε στην οδό Τελεσίλλης στο Παγκράτι.
Το Duende είναι ισπανική λέξη και είναι κάτι σαν το ελληνικό «φιλότιμο», δηλαδή μεταφράζεται δύσκολα. Είναι η φλόγα, το πάθος που εκπέμπουν οι χορευτές του φλαμένκο. Τ’ όνομα το βρήκε η συγγραφέας Μαρία Μήτσορα που μάθαινε τον καιρό εκείνο ισπανικά. Ο Αλέξανδρος Μπίστικας θυμάται πως «αν και δεν καταλαβαίναμε τι σημαίνει, μου άρεσε ο ήχος. Μάλιστα μετά από μια εβδομάδα πέρασε η μεταφράστρια και ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα και μου έφερε το Duende του Λόρκα που είχε μεταφράσει.»
Είναι αυθεντικό ποτάδικο. «Ίδρυμα» δηλαδή που πας κυρίως να πιεις, να συζητήσεις και το βασικότερο να συναντήσεις τους άλλους θαμώνες. Τα ποτάδικα είναι τα βραδινά καφενεία. Υμνούν την αξία της ρουτίνας και δεν επιδέχονται καμία έκπληξη. Δεν υπάρχουν πολλά κοκτέιλ, η μπάρα είναι ξύλινη και μεγάλη, ντεκόρ είναι τα μπουκάλια και η εμβληματική προσωπικότητα του μπάρμαν. Και έχουν και κάποια ειδικά πιάτα. Στο Duende όλα αυτά δένουν γλυκά. Και το πιάτο που πρέπει να δοκιμάσετε είναι, όσο και να σας ακούγεται παράξενο, η πιο χορταστική μακαρονάδα με κιμά που κυκλοφορεί στην Αθήνα.
Λεπτομέρειες μεν σημαντικές δε: το ποτό είναι στα 6€ και το Duende είναι ανοικτό από τις 20.00. Το κακό είναι πως πάντα είναι κλειστό στο ρεβεγιόν και ανήμερα Πρωτοχρονιά.
Η Σημασία του να Αισθάνεται Κανείς Μποέμ (ακόμα κι αν δεν είναι)
Από τον Παναγιώτη Μένεγο
Η αξία, η μεγάλη κατάκτηση αν θέλετε, του «δικού μας» Galaxy είναι, ότι μετά από δεκαετίες ενός αθόρυβου, συνεπούς αλλά πάνω απ' όλα ασυναίσθητου «μάρκετινγκ» (που κυρίως οφείλεται στη μορφή του κυρ Γιάννη που βραβεύθηκε κιόλας πριν λίγες μέρες ως lifetime achiever στα Bar Awards) είναι ότι όταν το επισκέπτεσαι αισθάνεσαι σημαντικός. Ή ότι κάνεις κάτι σημαντικό, για να το θέσω ορθότερα. Τώρα το πώς δικαιολογείται αυτή η «σημασία» είναι κάτι προσωπικό για τον καθένα και πιθανότατα ανοήτο για τους υπόλοιπους. Όμως, πιστέψτε με, ξέρω ανθρώπους που θεωρούν σημαντικότερο απ' όλα τα πτυχία και τα επιτεύγματα της ζωής τους, το γεγονός ότι ο κυρ Γιάννης και τα αγόρια του θυμήθηκαν το ποτό τους χωρίς να χρειαστεί να το παραγγείλουν.
Το Galaxy είναι ένας Ναός, όχι μόνο γιατί ικανοποιεί αυτές τις δραματικές ματαιοδοξίες της καθημερινότητας ή γιατί, όπως γράφει παρακάτω ο Καλοσπύρος, είναι το κλασικό μέρος που μπορείς να πιεις μόνος σου ένα ουίσκι και να αισθανθείς ότι παίζεις σε ταινία. Στο Galaxy αισθάνεσαι κυρίως ότι δε χάνεις το χρόνο σου, παρότι επιδίδεσαι σε μια δραστηριότητα που είναι κατεξοχήν τέτοια. Όταν θέλω να μιλησω πραγματικά σε κάποιον (ή απλά να μιλήσω με κάποιον) εκεί θα του προτείνω να πάμε. Γιατί ακόμα και τις βραδιές που έχει τόσο πολύ κόσμο που οι συζητήσεις μπλέκονται μεταξύ τους και οι παρέες φυσάνε η μια τον καπνό της στα μούτρα της άλλης, εκπληρώνει την ανάγκη για την οποία γεννήθηκαν τα μπαρ. Για να μιλάνε οι άνθρωποι μεταξύ τους (ή σε πιο οδυνηρές συνθήκες με το εαυτό τους). Όχι για να χορεύουν, όχι για να βγάζουν selfies, όχι για να βλέπουν και να φαίνονται. Tο Galaxy είναι ένα dive bar που δε μαζεύει κακόφημους αποσυνάγωγους, αλλά συνθέτει μια τοιχογραφία εκπεσόντων διανοούμενων, διαφημιστών που πιστεύουν ότι αξίζουν κάτι καλύτερο, χαροκαμένων από τον εθισμό στις επιταγες της ποπ κουλτούρας δημοσιογράφων, αλαφροίσκιωτων καλλιτεχνών, party animals αγχωμένων αν πρέπει να προχωρήσουν σε κάτι ωριμότερο, αθλητικογράφων που δεν κατάφεραν να γίνουν τα λαμόγια που ονειρεύονταν. τζογαδόρων των δημοσίων σχέσεων. Όλοι αυτοί πήγαίνουν κι αλλού. Σε μπαρ που τους σεβίρουν άνθρωποι με τσιγγελωτά μουστάκια, σε μπαρ με καλύτερες τιμές, σε μπαρ που κάθε ποτό έχει τουλάχιστον έξι συστατικά. Αλλά μόνο εδώ αισθάνονται (ή αυτοπαραμυθιάζονται) ότι είναι μποέμ.
Πίνοντας στρειτ ποτά, χωρίς μουσική ή με το ραδιόφωνο σε ένταση ambient (πριν από λίγες μέρες σαν να ξυπνάμε από νιρβάνα, αντιληφθήκαμε στο τρίτο-τέταρτο ρεφρέν ότι ακουγόταν από ενα γαλαξία πολύ πολύ μακρινό το "One More Time" - μα σκεφτείτε το λίγο, Daft Punk στο Galaxy), καταπίνοντας βουλιμικά τις βουτυρωμένες φρυγανίτσες που ετοιμάζουν οι μπαρμεν (φροντίζοντας πάντα να έχεις κάτι να μασουλάς, όσο κάνεις τη χαρακτηριστική κίνηση για «άλλο ένα») ή διαλέγοντας το θαυμάσιο Πιάτο με το καπνιστό χοιρομέρι, τη μουστάρδα και τη ρώσικη.
Ελπίζοντας σε κάθε περίπτωση ότι μια μέρα θα δουν τον εαυτό τους στους τοίχους του μπαρ. Μια φωτογραφία ή ένα άρθρο τους στο απόλυτο αθηναϊκό Hall of Fame. Check.
Επιστροφή στο «σπίτι»
Από τον Θεοδόση Μίχο
Το εμπάργκο έσπασε στις 31 Αυγούστου χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ή έστω κατάτι πιο σημαντικός από όσους προσπαθώ αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω τώρα, όμως σίγουρα θα προϋπήρξαν τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την προηγούμενη «σύναξη» - στο βάθος της στοάς όπου όλοι ξέρουν πια ότι δείχνει το άγαλμα του Κολοκοτρώνη - που υποτίθεται ότι θα ήταν η τελευταία, που ορκιζόμασταν ότι θα ήταν η τελευταία, ακριβώς γιατί ορκιζόμασταν ότι είχαμε πιει λιγότερα ποτά απ’ όσα ο κύριος Γιάννης αποφάσισε να μας χρεώσει, οπότε για να ρεφάρουμε τα σπασμένα, χρωστούσαμε στη χαμένη μας αξιοπρέπεια ένα ξεγυρισμένο «μαύρο» στο αγαπημένο μας μπαρ (γενικά, όταν έχεις πιει λίγο παραπάνω, όλα φαντάζουν πιο βαρύγδουπα και πιο σημαντικά - χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι).
Το εμπάργκο λοιπόν έσπασε την τελευταία μέρα του καλοκαιριού, γιατί κάποιος είχε την ιδέα να πάμε για ένα ποτό νωρίς το απόγευμα («έλα μωρέ, το γράφεις αύριο το κείμενο») σε ένα «κανονικό-μπαρ-χωρίς-τραπεζάκια-έξω» (γιατί υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που όταν πια οι διακοπές τους έχουν τελειώσει, είναι θέσει βιαστικοί να βάλουν τις πατούσες τους μέσα σε παπούτσια, τα πόδια τους μέσα σε παντελόνια και τα κεφάλια τους μέσα γενικώς, κυνηγώντας μία κανονικότητα που ξέρουν εκ των προτέρων ότι θα αργήσει να έρθει, γιατί πολύ απλά βαθιά μέσα τους εύχονται να μην έρθει ποτέ) και πιο «κανονικό μπαρ» από το Galaxy δεν υπάρχει στο κέντρο μιας πόλης που εσχάτως, αν παραγγείλεις μια σκέτη βότκα και όχι ένα τριαξονικό κοκτέηλ με πατζάρι και σκορδοστούπι ξερωγω, μπορεί και να σε κοιτάξουν στραβά οι mixologists (ή όπως αλλιώς θεωρούν πρέπον να τους αποκαλείς σήμερα) που μέχρι να σου ετοιμάσουν το επόμενο τζιν τόνικ, εσύ θα έχεις πιει και του διπλανού σου.
Και πήγαμε λοιπόν. Και το Galaxy ήταν εντελώς άδειο, γιατί ήταν 6 το απόγευμα της 31ης Αυγούστου. Και καθίσαμε στα δερμάτινα σκαμπό. Και ακουμπήσαμε τους αγκώνες μας στο πολυθρύλητο μαξιλάρι. Και κοιτάξαμε ξανά το wall of fame με τις κιτρινισμένες από τον καπνό και τις αναθυμιάσεις φωτογραφίες. Και ήταν σαν να επιστρέφαμε (μετά από 2 χρόνια!) στο σπίτι μας, αυτό το αίσθημα βουτιάς σε ένα πλασματικό, καταπραϋντικό, σχεδόν αμνιακό υγρό. Και μέχρι να ανεβάσω μια φωτογραφία στο instagram (με τη λεζάντα: «Αν υπάρχει κόλαση, εκεί θα πάμε όλοι, απογευματιάτικα», μιας και εντελώς συμπτωματικά μόλις πρόσφατα, είχα τελειώσει την ανάγνωση δίπλα στη θάλασσα του «Ένα δέκατο του οχτώ», αυτού του υποδειγματικού νουάρ του Βασίλη Αλεξάκη), ίσως ως ύστατο τρόπο να διατυμπανίσω ηλεκτρονικά ότι «κουφάλες, γύρισα!», ο κύριος Γιάννης βγήκε από το μικρό κουζινάκι στο βάθος της μπάρας φορώντας όπως πάντα κολαριστό πουκάμισο και - μα το θεό! - αφού μας χαιρέτησε σαν να μας είχε δει το προηγούμενο βράδυ και όχι εκείνο, το «επεισοδιακό», προ διετίας, άρχισε να ετοιμάζει τα ποτά μας χωρίς να του τα παραγγείλουμε, γιατί (φυσικά!) δεν τα είχε ξεχάσει, έβαλε μπροστά μας τέσσερα σουβέρ, στα δύο ακούμπησε τα ποτήρια με το νερό, στα άλλα δύο τα ποτήρια με τη βότκα και τον λιγοστό πάγο, για να τα μετακινήσει ελαφρώς όλα, μέχρι να βρεθούν τελικά στην απόλυτα σωστή θέση που του υπαγορεύει η φωνή αδιαπραγμάτευτου «καθώς πρέπει» στο κεφάλι του, που εμείς την αντιλαμβανόμαστε μερικές φορές ως ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. «Ευχαριστούμε κύριε Γιάννη», του είπαμε. Και ήπιαμε. Με την ψυχή μας.
Στους τέσσερις μήνες που έχουν περάσει από εκείνο το απόγευμα, νομίζω ότι εγώ και οι φίλοι μου δεν έχουμε ευχαριστήσει κάποιον άλλο περισσότερες φορές. Έχουμε κι εμείς, βλέπετε, τις δικές μας νευρώσεις.
Σταδίου 10 (εντός στοάς), 210 3227733
Στο Low Profile, Σαν Φιγούρες σε Πίνακα του Hopper
Από τον συγγραφέα Λευτέρη Καλοσπύρο
Δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιο έντυπο και ποια χρονιά διάβασα ότι η μπάρα του Low Profile μοιάζει βγαλμένη από πίνακα του Hopper. Δεν είμαι καν σίγουρος πια αν το κείμενο αναφερόταν πράγματι στο Low Profile ή σε κάποιο άλλο ατμοσφαιρικό, μικροσκοπικό μπαρ επί της Λυκαβηττού ή χωμένο σε μια από τις καθέτους της –μήπως το Waiting for Godot;– πάντως είμαι σχεδόν σίγουρος πως η οδός στο άρθρο ήταν πράγματι η Λυκαβηττού. Και η αλήθεια είναι ότι πλέον δεν έχει σημασία αν το κείμενο αναφερόταν όντως στο σωστό μπαρ· ακόμη κι αν ο συντάκτης έγραψε για άλλο μαγαζί, ακόμη κι αν η περιβόητη φράση δεν γράφτηκε πουθενά αλλού πέρα απ’ τη φαντασία μου και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το συνταίριασμα υποσυνείδητων αντίλαλων και λεκτικών θραυσμάτων που αναδύθηκαν τυχαία ή όχι-και-τόσο-τυχαία από τη μνήμη, η ουσία είναι ότι αυτή η λιτή, ρομαντική παρομοίωση είναι ό,τι πιο εύστοχο έχει ειπωθεί για το Low Profile. Μια μπάρα που θυμίζει πίνακα του Hopper· αλλά κι ένα μπαρ που μοιάζει βγαλμένο από ταινία.
Κι όχι από όποια κι όποια ταινία, αλλά από κάποια από τις γαλλικές και αμερικανικές σινεφίλ ταινίες που σημάδεψαν τα φοιτητικά μου χρόνια, ταινίες που δοξάζουν με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο το μπαρ ως το αγκυροβόλιο των αστικών ενοχών και κριμάτων. Ή θα μπορούσε να είναι το πραγματικό αντίγραφο του μυθιστορηματικού νεοϋορκέζικου μπαρ στο Λεβιάθαν του Πολ Όστερ, το σκεπασμένο με χιόνια μαγαζί, όπου ένα θαμπό μεσημέρι, δυο συγγραφείς έγιναν φίλοι επειδή η ανάγνωση στην οποία θα συμμετείχαν ακυρώθηκε λόγω καιρού· το τέλειο μέρος την τέλεια μέρα για να ξεκινήσει μια μεγάλη φιλία ή για να γνωρίσεις τη γυναίκα που δεν είχες φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να υπάρχει. Μεγαλώνοντας, κι ενώ προσπαθούσα να αφήσω πίσω μου τις αναμνήσεις από τα μπαρ της φοιτητικής εποχής που η μνήμη καλλωπίζει αυτόματα με φρέσκο λούστρο όσο περνούν τα χρόνια, όσα ευχάριστα και δυσάρεστα συνέβησαν στο υποτιμημένο μα κάποτε ακριβοθώρητο Play στην Αγία Παρασκευή, στο Νηπιαγωγείο στο Γκάζι πολύ πριν η περιοχή μετατραπεί σε απέραντο παιδότοπο νυχτερινής διασκέδασης, στον Ιπποπόταμο στα σύνορα Εξαρχείων και Κολωνακίου, στα μαγαζιά στα πέριξ και στην καρδιά των Εξαρχείων, πλησιάζοντας λοιπόν τα τριάντα έφτιαξα στο μυαλό μου έναν δικό μου ορισμό για το ιδανικό μπαρ: είναι αυτό στο οποίο δεν θα είχες πρόβλημα να καθίσεις ένα βράδυ στην μπάρα και να πιεις μόνος σου χωρίς συντροφιά. Σε μια μπάρα που να θυμίζει πίνακα του Hopper, σε ένα μπαρ βγαλμένο από ταινία, σε ένα μπαρ όπως το Low Profile. Δεν το επιχείρησα ποτέ πάντως, δεν έχω πιεί ποτέ μόνος μου σε μπαρ. Ίσως επειδή παρότι είμαι πρόθυμος να υπερασπιστώ σθεναρά τη φαεινή ιδέα μου, έχω επίγνωση πως μια τέτοια πράξη θα ήταν ψεύτικη, προϊόν ατέρμονης φαντασιοκοπίας· θα το έκανα διότι θα με έσπρωχναν τα βιβλία και οι ταινίες να το κάνω. Δεν θα ήμουν εγώ. Η γενιά μου δεν μεγάλωσε για να πίνει μόνη της σε ένα μπαρ, δεν είχαμε λόγους να κάνουμε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι μέχρι το 2010. Ίσως πάλι να φοβάμαι ότι θα γίνω σαν τον θαμώνα που περιγράφει ο Μπένγιαμιν στον Μονόδρομo, εκείνον που τρώει μόνος, και άρα είναι και σαν να πίνει μόνος. «Τρώγοντας μόνος εύκολα γίνεσαι σκληρός και ωμός». Πίνοντας μόνος εύκολα γίνεσαι κυνικός και ωμός.
Εν πάση περιπτώσει, έγινα θαμώνας στο Low Profile όχι μόνο επειδή η μπάρα του παρέπεμπε σε πίνακες σκοτεινών καλλιτεχνών ή επειδή έμοιαζε με σκηνικό αποσπασμένο από τις ταινίες που με καθόρισαν, αλλά κυρίως επειδή ντι-τζέι τα Σαββατόβραδα ήταν, κι ευτυχώς παραμένει, ο Θανάσης Μήνας. Ήταν τα δημοσιεύματα και το word of mouth που με τράβηξαν στο μπαρ, ήταν οι μουσικές του Θανάση και φυσικά τα καθαρά ποτά και η ατμόσφαιρα του χώρου που με κράτησαν, αρχικά στο Low Profile της Λυκαβηττού και πλέον στο νέο μαγαζί στη στοά Μπολάνη. Όταν μπαίνεις σ’ ένα μπαρ που λογίζεις ως στέκι σου, φαντασιακή προέκταση του σπιτιού σου, σαν οτιδήποτε πολύτιμο δικό σου τέλος πάντων, γνωρίζεις ότι στο τέλος της βραδιάς δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που δρασκέλισε το κατώφλι. Δεν ευθύνεται γι’ αυτό μόνο η επίδραση του ποτού, ο ιδιαίτερος φωτισμός του χώρου, οι απρόσμενες κινήσεις των θαμώνων, τα πλατιά χαμόγελα, τα ακυρωμένα βλέμματα και η ζεστασιά ή η παγωμένη αμηχανία που αναδίδει η μικρή ή μεγάλη παρέα σου, όλα εκείνα που μπορούν από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξουν τη διάθεσή σου και να χαράξουν νέες ρωγμές στο υποσυνείδητό σου. Όσον αφορά ειδικά το Low Profile είναι και αυτή η δυσεύρετη αίσθηση που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει απλόχερα, ακόμα και τώρα που έχω πατήσει τα 35, να αισθάνομαι δηλαδή, όσο παραμένω εκεί, ότι ζω τις στιγμές όπως θα τις ζούσα εάν συμμετείχα σ’ ένα φιλμ, παρότι έχει παρέλθει εδώ και μια δεκαετία η εποχή που μπορούσα ακόμα να βγαίνω έξω από το σώμα μου και να παρακολουθώ τον εαυτό μου σαν ήρωα σε μια ταινία χωρίς αρχή και τέλος. Και είναι και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό, η αίσθηση της κοινότητας που αναπτύσσεται σε ένα τέτοιο μέρος, με τους γνωστούς και τους άγνωστους θαμώνες, μιας εν δυνάμει αυξανόμενης συντροφιάς που, στην περίπτωσή μου, ευτυχώς, περιλαμβάνει και ορισμένα από τα πιο κοντινά μου πρόσωπα. Δεν είναι προφανώς σοβαρό κριτήριο, αλλά είναι πάντως μια ένδειξη: σχεδόν όλοι οι δικοί μου άνθρωποι αγάπησαν και αγαπούν το Low Profile όσο και εγώ.