Οι αφελείς Αθηναίοι τη φαντασιώνονται ως «ερωτική πόλη», «συμπρωτεύουσα», «πρωτεύουσα των Βαλκανίων», «ενεργειακό κόμβο» της νότιας Ευρώπης. Οι κάτοικοι της πάλι τη βλέπουν ως «μικρή Βαρκελώνη», «μεσογειακό Σιάτλ», ή απλά ως «δεύτερη Κωνσταντινούπολη».
Στην πραγματικότητα η πόλη δεν είναι τίποτα απ όλα αυτά. Όποιος έχει ταξιδέψει έξω γελάει με τις εν λόγω συγκρίσεις. Για παράδειγμα, η λύση της επέκτασης που έδωσαν στο λιμάνι της Βαρκελώνης οι Καταλανοί, αν εφαρμοζόταν στη Θεσσαλονίκη θα ξεσήκωνε κύμα διαμαρτυριών. Όλοι θυμόμαστε το βροντερό «όχι» των οργανωμένων περιοίκων στην επέκταση της παλιάς παραλίας. Δεν ήταν το μόνο. Η «συμπρωτεύουσα», χρόνια τώρα αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε σχέδιο για το παρόν και το μέλλον της.
Το Κάιρο απέκτησε μετρό σε τέσσερα χρόνια, η «συμπρωτεύουσα» ακόμη. Φταίει μόνο η «κακή» εταιρεία ή μήπως κάποιοι δεν το θέλουν αλλά δεν τολμούν και να το πουν ανοιχτά ; Αν θέλεις μετρό, το μετρό θα περάσει μέσα από την πόλη, με ότι αυτό συνεπάγεται. Δεν γίνεται μετρό στον αέρα! Αν θέλεις μουσείο σύγχρονης τέχνης όπως αυτό στο Μπιλμπάο ή το Όσλο, πρέπει να γκρεμίσεις, να σκάψεις, να μπαζώσεις. Το μουσείο της Ακρόπολης θα ήταν ακόμη μακέτα αν δεν γκρεμίζανε μερικές πολυκατοικίες στο Κουκάκι.
Δυστυχώς τα σενάρια «ασύμμετρων απειλών» τέλος δεν έχουν και για έναν Αθηναίο είναι ακατανόητα ως σουρεαλιστικά. Διαπλεκόμενες συντεχνίες, πνευματικά σωματεία, πανεπιστημιακά ιδρύματα, εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι, έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο ακινησίας, που επιβραβεύεται από τους ντόπιους μαγαζάτορες καθώς βλέπουν την πελατεία τους να αυξάνει καθημερινά. «Που να τρέχεις τώρα, κάτσε να πιούμε ένα καφέ καρντάση!»
Ωστόσο καθένας χαράζει στο σώμα της Θεσσαλονίκης τις δικές του διαδρομές. Δημιουργεί μέσα του τη δικιά του Θεσσαλονίκη που δεν μοιάζει με κανενός άλλου γιατί αφορά τον ίδιο, τους φίλους του και κάποιες γλυκές αναφορές που τον βοηθάνε να αντέχει τη ροή του χρόνου, το πέρασμα από την ωριμότητα στις ηλικίες της φθοράς και της απώλειας. Έτσι θα μπορούσα εν τάχει να απαριθμήσω τα δικά μου οδόσημα και προπάντων τα πρόσωπα πίσω από αυτά, αφού τελικά η Θεσσαλονίκη είναι προπάντων οι άνθρωποι της, όχι όλοι, αλλά αυτοί που αγαπάμε και μας αγαπούν με τον τρόπο τους.
Εν αρχή ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, τον γνώρισα από κοντά το 1980 στο μικρό γραφείο της Μητροπόλεως, όπου και στεγαζόταν η «Διαγώνιος» μέχρι το 1989 και τον συναντώ ξανά στην οδό Σκεπαστού. Συνεχίζοντας δυτικά, η Ροτόντα, όπου πρώτη φορά με ξενάγησε ο αλησμόνητος Γιώργος Ιωάννου και το Αλατζά Ιμαρέτ που φιλοξένησε μια από τις ωραιότερες εκδηλώσεις της Β Μπιενάλε Νέων Δημιουργών της Ευρώπης, με οικοδεσπότη τον γλυκύτατο Κωστή Μοσκώφ.
Κατεβαίνοντας την Πατριάρχου Ιωακείμ προς την Αγία Σοφία, το βιβλιοπωλείο «Σαιξπηρικόν», του Γιώργου Αλισάνογλου. Δυο δρόμους πιο κάτω η «Γιάφκα», πάντα ενημερωμένη με τις τελευταίες εκδόσεις και φυσικά στον πεζόδρομο της Γούναρη το μικροσκοπικό «Κεντρί» με την βιβλιοφιλική βιτρίνα του, στέκι ενός άλλου αγαπημένου ποιητή, του εδεσσαίου Μάρκου Μέσκου. (Αν δεν τον συναντήσετε εκεί, κοιτάξτε απέναντι, στο καφέ «Μπαράκα»).
Στην Βασιλίσσης Όλγας, ένας κυριακάτικος περίπατος με τον άρχοντα Ν. Γ. Πεντζίκη, -Φλεβάρης του 1984- έχω ακόμη σε μια κασέτα αιχμάλωτη τη φωνή του. Στο διάβα του κόσμος τον χαιρετούσε. Σήμερα δεν συναντώ κανένα μέχρι να φτάσω στο πολύπαθο κέντρο και πιο στοχευμένα στη «Γαζία», στέκι τα πρωινά του χαλκέντερου πεζογράφου Θωμά Κοροβίνη και του στιχοπλόκου Σταύρου Ζαφειρίου. Στην ίδια γειτονιά, τα βιβλιοπωλεία «Βιβλιορυθμός» και «Ιανός», όπου θυμάμαι πλήθος παρουσιάσεων, κάποιες από αυτές δικές μου, με συνομιλητή τον αγαπητό διηγηματογράφο Περικλή Σφυρίδη.
Να μην ξεχάσω επίσης: Το ατμοσφαιρικό «Ντε Φάκτο», όπου συναντώ για πολιτική κουβέντα τον φίλο καθηγητή Νίκο Μαρατζίδη ή για συναδελφική ενημέρωση τους δημοσιογράφους Αντώνη Ρεπανά, Δάνο Δανιηλίδη και Στέφανο Τσιτσόπουλο, (πανταχού παρών στο κέντρο). Ενίοτε και τον αιώνιο έφηβο των γραμμάτων Ηλία Κουτσούκο.
Το Εβραϊκό Μουσείο, όπου είχα πρώτο-συναντήσει κάποτε τον αείμνηστο πεζογράφο και μελετητή της σεφαραδίτικης κληρονομιάς Αλμπέρτο Ναρ και τώρα συνεχίζω την παράδοση της φιλίας με τον γιό του, τον φιλόλογο και συγγραφέα Λέων Ναρ. Το βιβλιοπωλείο του μορφωτικού ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας με την αεικίνητη Χρύσα. Κι απέναντι ο ιστορικός «Μόλχο», που δεν μπόρεσε κανείς αρμόδιος να τον κρατήσει ζωντανό, ένα μνημείο της νεότερης ιστορίας μας που χάθηκε άδοξα. Ελπίζω να μην έχει την ίδια τύχη και ο γείτονάς του, το κλασσικό εστιατόριο «Ερμής».
Τέλος στα ανατολικά, όπου φτάνει κανείς και με τα πόδια απολαμβάνοντας την ανάπλαση της νέας παραλίας, αληθινή όαση η καταπράσινη γειτονιά του Βαφοπούλειου ιδρύματος, (που τώρα ρημάζει), το καλαίσθητο βιβλιοπωλείο «Μυθιστορία» και εκατό μέτρα πιο πάνω ο αειθαλής «Κρόνος», (τα καλύτερα σουτζουκάκια στην περιοχή). Συνήθως κλείνω την ημέρα μου με μια βόλτα στον ευρωπαικότερο δρόμο της πόλης, την Σοφούλη, μεταξύ θάλασσας και αιωνιότητας.