Η Κορίνα Βαρβάτου, τελειόφοιτη του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ, σχεδίασε στο πλαίσιο της διπλωματικής της εργασίας, με επιβλέποντα τον επίκουρο καθηγητή Κωσταντίνο Σακαντάμη, ένα project εφαρμογής συλλογικής κατοίκησης, με αφετηρία το στενό της Ερνέστου Εμπράρ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μιλήσαμε μαζί της για την αρχική ιδέα και για το κατά πόσο μπορεί αυτό να εφαρμοστεί σε μια χώρα, όπου τα διαμερίσματα 30 τ.μ. αποτελούν γη της Επαγγελίας.
Μίλησε μας για την ιδέα σου και πως την εμπνεύστηκες. Η βασική ιδέα του project είναι η εφαρμογή ενός μοντέλου συλλογικής κατοίκησης σε παλιά ανενεργά βιοτεχνικά κτίρια στο κέντρο της πόλης. Οι δομές αυτές είναι γνωστές ως co (llaborative) - housing communities και συναντώνται ευρέως σε χώρες του εξωτερικού, αλλά δεν συνηθίζονται στην Ελλάδα. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι οι ιδιωτικές κατοικίες συνυπάρχουν με εκτενείς κοινόχρηστους χώρους διαμορφωμένους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινότητας.
Ποια ήταν ή αφορμή; Αφορμή για την πρόταση μιας τέτοια δομής κατοίκησης στάθηκε η μετάβαση μου στο εξωτερικό για σπουδές Erasmus στο Μιλάνο. Εκεί διαπίστωσα τη διαφορετική νοοτροπία στο τρόπο με τον οποίο κατοικούν και διαθέτουν προς ενοικίαση τα σπίτια. Καθώς η ενοικίαση ολόκληρου του σπιτιού είναι οικονομικά αποτρεπτική, οι περισσότεροι -είτε είναι φοιτητές, είτε νέοι επαγγελματίες, είτε μεγαλύτεροι- καταφεύγουν στην ενοικίαση ενός μέρους του, συνήθως του υπνοδωματίου. Οι υπόλοιποι χώροι είναι κοινοί για όλους τους ενοίκους. Έτσι κι εγώ «αναγκάστηκα» να συγκατοικήσω με μία άλλη κοπέλα, σε ένα σπίτι όπου κάθε μία είχε το προσωπικό της δωμάτιο αλλά κουζίνα, μπάνιο, σαλόνι ήταν κοινά. Στην αρχή η ιδέα της συγκατοίκησης με ένα άτομο τελείως άγνωστο φαινόταν κάτι πολύ μακρινό για τα δικά μου δεδομένα, καθώς δεν το είχα ξανακάνει. Με τον καιρό όμως (έμεινα και 10 μήνες στην Ιταλία) η συμβίωση μου άρεσε.
Οπότε; Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έπρεπε να αναζητήσω θέμα ερευνητικής και διπλωματικής εργασίας. Έχοντας ζήσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον κατοίκησης ήθελα να μελετήσω τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε εδώ στην Ελλάδα, κατά πόσο αυτός ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα και αν μπορούμε να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα που έχουν παγιωθεί με τα χρόνια, όπως για παράδειγμα το ότι οι κοινόχρηστοι χώροι στην πολυκατοικία είναι «ό,τι απέμεινε» από τα διαμερίσματα και δεν προσφέρονται για κοινωνική συναναστροφή, εξυπηρετούν μόνο στο να σε οδηγούν στο διαμέρισμά σου. Στη συνέχεια, αυτή τη θεωρητική διερεύνηση ήθελα να την προχωρήσω και σε σχεδιαστικό επίπεδο.
Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη οδό; Η συγκεκριμένη οδός έχει ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Παρόλο που τόσα χρόνια πέρασε στη συνείδηση του κόσμου ως ένας δημόσιος δρόμος σαν όλους τους άλλους, πρόκειται για ένα κομμάτι ιδιωτικού οικοπέδου που ενώ σχεδιάστηκε να γίνει στοά, δεν έγινε ποτέ. Στο συγκεκριμένο δρόμο, λοιπόν, συνυπάρχει το δημόσιο και το ιδιωτικό, με έναν τρόπο «αρμονικό», καθώς φαίνεται να μην ενοχλεί τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε αυτόν. Η συνύπαρξη του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου είναι και η βασική αρχή στις κοινότητες co-housing. Οπότε ο συγκεκριμένος δρόμος, με την ιδιαίτερη ιστορία του, αποτέλεσε ιδανικό τόπο για την εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου κατοίκησης.
Πόσο εύκολα υλοποιήσιμη είναι η ιδέα σου και τι χρειάζεται; Ο επανασχεδιασμός μιας παλιάς βιοτεχνίας και η φιλοξενία νέων χρήσεων δεν είναι κάτι καινούριο. Συνήθως οι νέες χρήσεις που επιλέγονται είναι πολιτιστικές και αναψυχής, όπως στη Θεσσαλονίκη ο Μύλος, τα Σφαγεία, οι αποθήκες στο Λιμάνι. Σε ορισμένες περιπτώσεις στο εξωτερικό οι ομάδες που οργανώνονται για να ξεκινήσουν ένα co-housing στρέφονται προς παλιούς βιοτεχνικούς χώρους, αντί να χτίσουν μία νέα δομή. Όποτε, τα υλοποιημένα παραδείγματα μας δείχνουν ότι είναι κάτι εφικτό. Ακόμη, η αρχιτεκτονική και κατασκευαστική δομή των βιοτεχνικών κτιρίων (παράθυρα σε σειρά, μεγάλοι εσωτερικοί χώροι, αντοχή σε μεγάλο φορτίο) μπορούν να στηρίξουν τη νέα χρήση που προτείνω. Το να μετατραπεί μια παλιά βιοτεχνία σε έναν χώρο κατοίκησης σίγουρα χρειάζεται έναν προσεγμένο σχεδιασμό -και άρα απαιτεί χρόνο. Ενδεχομένως να προκύψουν περισσότερες δυσκολίες και προβληματισμοί από το να σχεδιαστεί κάτι εκ νέου. Από την άλλη όμως, η κατάλληλη αρχική δομή υπάρχει και μάλιστα στο κέντρο της πόλης.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν χώροι μέσα στην πόλη, που μένουν ανεκμετάλλευτοι και ευνοούν παραβατικές συμπεριφορές. Προσωπικά πιστεύω, ότι οφείλουμε να στραφούμε προς την αξιοποίηση τέτοιων δομών, είτε πρόκειται για παλιές βιοτεχνίες είτε για παλιά στρατόπεδα, είτε για παλιούς σταθμούς, προκειμένου να αναβαθμίσουμε τον ζωή μέσα στην πόλη. Παράλληλα, είναι σημαντικό να τονίζω ότι πέρα από τη νέα χρήση, προτείνω και έναν τρόπο σχεδιασμού, το συμμετοχικό σχεδιασμό.
Δηλαδή; Ο συμμετοχικός σχεδιασμός εμπλέκει τους χρήστες, υπάρχοντες και μελλοντικούς, στο σχεδιασμό από τα πρώτα στάδια και καθ’όλη τη διάρκεια του έργου. Έτσι, αυτό που θα προκύψει θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των ανθρώπων για τους οποίους δημιουργήθηκε. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή απαιτεί περισσότερο χρόνο, οργάνωση, προσωπική πρωτοβουλία και διάθεση για συνεργασία, τα οποία όταν μεταφράζονται σε χρήμα, καθιστούν μία τέτοια διαδικασία δύσκολο να εφαρμοστεί.
Μπορούν να γίνουν όλα αυτά; Η ιδέα του project είναι υλοποιήσιμη και αυτό που χρειάζεται είναι όραμα, διάθεση για συνεργασία και προγραμματισμό. Αυτά, βλέποντας τη μέχρι τώρα ανταπόκριση του κόσμου, υπάρχουν. Φυσικά όπως κάθε κατασκευαστικό έργο, χρειάζεται και ένα κεφάλαιο, το οποίο δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να υπολογίσω. Δεν θα σταθώ όμως σε αυτό, γιατί πιστεύω ότι λύνεται. Θα σταθώ στο ότι, στο πλαίσιο των περιορισμένων πόρων που διαθέτουμε, είναι σημαντικό να αξιοποιούμε δομές που ήδη υπάρχουν, να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνατότητες και κυρίως να συνεργαζόμαστε
Πιστεύεις ότι το co-housing που προτείνεις είναι εφικτό να εφαρμοστεί στην Ελλάδα; Πρόθεση μου μέσα από την εργασία αυτή είναι να δω πόσο διαφορετικά μπορούμε να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε. Έχοντας ζήσει στο εξωτερικό σε ένα περιβάλλον co-housing ήθελα να δω αν κάτι τέτοιο μπορεί να εφαρμοστεί, και αν ναι, με ποιο τρόπο. Έτσι, αρχικά διανεμήθηκε ηλεκτρονικά ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό να σκιαγραφήσει αφενός τη σχέση μας με την κατοικία μας και αφετέρου τη σχέση μας με την κοινότητα στην οποία ανήκουμε. Από τις απαντήσεις φάνηκε ότι υπάρχει η διάθεση να επαναδιαπραγματευτούμε τα όρια του ιδιωτικού μας χώρου και να ενισχύσουμε τους κοινόχρηστους χώρους και τις κοινές δράσεις στις δομές που ήδη κατοικούμε. Αυτό είναι μια πρώτη ένδειξη ότι ένα μοντέλο συλλογικής κατοίκησης μπορεί να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα, προσαρμοσμένο φυσικά στα δεδομένα της. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι κάποια νέα ανακάλυψη.
Πως το εννοείς το τελευταίο; Ο τρόπος ζωής σε μία συλλογική δομή δεν απέχει πολύ από τον τρόπο με τον οποίο κάτοικο σε κάποιο χωριό της επαρχίας. Οι εκτενείς δημόσιοι (κοινόχρηστοι) χώροι και ο τρόπος με τον οποίο τους αντιμετωπίζουμε (στα χωριά συνήθως σκουπίζεις και το δρόμο/πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι σου γιατί το θεωρείς δικό σου), η κοινωνική συναναστροφή με τους γείτονες, η ασφάλεια είναι κάποια χαρακτηριστικά που φαίνεται να έχουν χαθεί στο σύγχρονο τρόπο ζωής στις μεγαλουπόλεις. Ωστόσο, αρχίζουμε πάλι να τα αναζητούμε. Γι’ αυτό και πολλοί προτιμούν να εγκατασταθούν στα περίχωρα της πόλης, όπου υπάρχει περισσότερο πράσινο, πιο οργανωμένοι δημόσιοι χώροι, γείτονες που μπορείς πιο εύκολα να προσεγγίσεις.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι ένα μοντέλο co-housing, όταν επανασχεδιαστεί λαμβάνοντας υπόψιν τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των ανθρώπων που θα ζήσουν σε αυτό, μπορεί να πετύχει και να προσφέρει ένα καλύτερο περιβάλλον διαβίωσης.
Ποια ήταν η ανταπόκριση που είχες από την υπόλοιπη πανεπιστημιακή κοινότητα; Όταν το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο ανέβηκε στην ομάδα του τμήματος αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και του ΕΜΠ στο Facebook η ανταπόκριση ήταν πολύ θερμή. Πιστεύω ότι -τουλάχιστον σε εμάς του φοιτητές αρχιτεκτονικής- η ιδέα του συλλογικού μας είναι οικεία. Κι αυτό γιατί στα πλαίσια της σχολή έχουμε μάθει τόσο να συνεργαζόμαστε – τα περισσότερα εργαστήρια είναι ομαδικά- όσο και να συμβιώνουμε- οι ώρες που αφιερώνουμε στα εργαστήρια είναι πολλές και ειδικά σε περιόδους εξεταστικής η ομάδα συμβιώνει είτε σε χώρους της σχολής είτε στο σπίτι κάποιου μέλους. Μια τέτοια δομή κατοίκησης είναι περισσότερο γνώριμη σε νεότερες ηλικίες καθώς πολλοί την έχουν ήδη δοκιμάσει -ζώντας σε φοιτητικές εστίες, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και χρησιμοποιώντας hostel ή Airbnb, σπουδάζοντας στο εξωτερικό και συγκατοικώντας με άτομο απ΄όλο τον κόσμο. Έτσι, μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τι σημαίνει συλλογική κατοίκηση και τι μπορεί να προσφέρει.
Οι καθηγητές; Όσον αφορά τους καθηγητές, επειδή τη διπλωματική τη δουλεύω με τον επιβλέποντα καθηγητή μου, Κωσταντίνο Σακαντάμη, δεν έχω έρθει σε επαφή με άλλους καθηγητές -ακόμη τουλάχιστον- όποτε δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω την ανταπόκρισή τους στο project. Μιλώντας μόνο για τον επιβλέποντα καθηγητή μου, μπορώ να πω ότι είναι πολύ θετικός τόσο απέναντι στη χρήση όσο και στον τρόπο σχεδιασμού και φυσικά η καθοδήγησή του είναι πολύ σημαντική.
Τι ακριβώς θα γίνει στις 31/5 στη Θεσσαλονίκη; Αφού ολοκληρώθηκε πρώτα η καταγραφή των απόψεων του γενικού συνόλου (μέσα από τη ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο) αλλά και του ειδικού (των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στην Ερνέστ Εμπράρ), το επόμενο βήμα είναι όλα αυτά να αποδοθούν σχεδιαστικά ώστε να υπάρξει μία εκ νέου συζήτηση. Έτσι, στις 31/5 θα προσπαθήσω να απεικονίσω όλη την πληροφορία που έχω συλλέξει μέχρι τώρα και να παρουσιάσω κάποιες αρχικές ιδέες για τον επανασχεδιασμό των κτιρίων και του δρόμου. Όλο αυτό θα δημιουργήσει μία εκ νέου κουβέντα, που θα με βοηθήσει να καταλάβω ακόμη καλύτερα το δικό τους όραμα για το χώρο που ζουν και εργάζονται.
Ποια τα σχέδια για το μέλλον; Πρόθεσή μου είναι στην πορεία να δημιουργηθούν κι άλλες δράσεις ώστε να διατηρηθεί η επικοινωνία και αλληλεπίδραση του σχεδιαστή και του χρήστη. Άλλωστε η διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού μένει ανοιχτή και επιδέχεται συνεχώς αλλαγές και προσαρμογές. Στην πορεία, με την ολοκλήρωση της διπλωματικής και αν συνεχιστεί το ενδιαφέρον για το project θα ήθελα να προχωρήσω στην υλοποίηση του, αν όχι σε όλη του την έκταση, τουλάχιστον στο κομμάτι εκείνο που θα βελτιώσει την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται εκεί.