Βράδυ Πέμπτης. Η ώρα είναι μόλις 9 και μισή και στο Lola’s Bar, ένα από τα νέα μπαρ της Τρούμπας που προσπαθεί να γίνει μια ελκυστική πιάτσα για locals και τουρίστες που ξεχύνονται στης 2ας Μεραρχίας όταν ανοίγουν οι μπουκαπόρτες, γίνεται το αδιαχώρητο. Κουστουμάτοι άντρες και γυναίκες στολισμένες, με ψηλά τακούνια και αψεγάδιαστα μαλλιά, τρώνε και πίνουν κοκτέιλ. Είναι φανερό ότι πρόκειται για τους εργαζόμενους των ναυτιλιακών εταιριών που έχουν σχολάσει και θέλουν πια να διασκεδάσουν.
Η Τρούμπα, η πάλαι ποτέ «αμαρτωλή» γειτονιά του Πειραιά, το σκηνικό ταινιών όπως η «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Τα Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης. Τέσσερα νέα μπαρ έχουν ανοίξει στην περιοχή και οι άνθρωποι της διατείνονται πως οι εργαζόμενοι των ναυτιλιακών είχαν εκφράσει στο Δήμο Πειραιά την ανάγκη τους να πηγαίνουν κάπου για ποτό, όταν κλείσουν πίσω τους την πόρτα του γραφείου. Έτσι, πριν τρία περίπου χρόνια είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστό στους Πειραιώτες ότι η Τρούμπα θα γίνει «η αντίστοιχη Αγίας Ειρήνης» - όπως μας είπαν πολλοί – και οι πιο δραστήριοι από αυτούς κινήθηκαν γρήγορα και άνοιξαν τα πρώτα ποτάδικα. Τώρα λοιπόν, οι εργαζόμενοι μπορούν να απολαύσουν το ποτό τους στα Troubar, Lola’s Bar, Madama και Beluga. Πόσο εύκολο όμως είναι να φέρεις σε διάλογο τη σύγχρονη πιάτσα με την βαριά ιστορία της περιοχής; Νοσταλγεί κανείς εποχές που δεν έζησε, της εξωραΐζει και δημιουργεί προσδοκίες. Η Τρούμπα του 2016, ανταποκρίνεται σε αυτές;
Η ονομασία της γειτονιάς προέκυψε είτε από παραλλαγή της τρόμπας των πηγαδιών, είτε επειδή έτσι αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες τα καράβια που τους προμήθευαν με νερό ή επειδή απλώς σε εκείνο το σημείο του λιμανιού άραζαν τα πλοία που ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό των νησιών με νερό. Τα καμπαρέ βρίσκονταν στη Φίλωνος και τα σπίτια στη Νοταρά και στις Σκουζέ και Δευτέρας Μεραρχίας, συναντούσε κανείς κέντρα και ξενοδοχεία. Τα κουφάρια τους στέκουν «στολισμένα» με σκαλωσιές και πράσινα δίχτυα μέχρι σήμερα, αλλά αποκαλύπτονται στο φως της μέρας. Το βράδυ σπάνια τα προσέχει κανείς, ειδικά στις οδούς Νοταρά και Σκουζέ που αναπνέει μια άτυπη έθνικ γειτονιά με ινδικά και ταϊλανδέζικα εστιατόρια.
Ο συγγραφέας Βασίλης Πισιμήσης, περιγράφει στο βιβλίο του «Βουρλά – Τρούμπα: Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840 - 1968)»(2010, Εκδ. Τσαμαντάκη) τη ζωή στην περιοχή τη δεκαετία του ’60. Οι οίκοι ανοχής δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ. Μετά από εκείνη την ώρα όποιος επιθυμούσε να βρει αγοραίο έρωτα θα πήγαινε στα ξενοδοχεία που τα λειτουργούσαν κοπέλες ή με αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο, τις γνωστές και ως «καλντεριμιτζούδες». Τα μπαρ άνοιγαν περίπου στις επτά, τα καμπαρέ ξεκίναγαν το πρόγραμμά τους στις έντεκα τη νύχτα και έμεναν ανοιχτά μέχρι τις 4-5 το πρωί. Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, οι κοπέλες υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι. Έτσι, οι 550 δηλωμένες περίπου κοπέλες μοιράστηκαν σε 270 σπίτια. Το ενοίκιο ήταν 150 δραχμές την ημέρα και η μέση ταρίφα έφτανε τις 27 δραχμές. Δύο δραχμές έπαιρνε η υπηρεσία (αγαπητικοί, γριές ιερόδουλες ή ομοφυλόφιλοι) και τα υπόλοιπα τα μοιραζόταν με την πατρόνα. Τα κορίτσια κατέληγαν εκεί αφού συνήθως δεν έβρισκαν άλλη δουλειά ή τις έσπρωχνε ο αγαπητικός ή κάποιος μακρινός συγγενής τους. Δύο φορές την εβδομάδα πέρναγαν από ιατρικές εξετάσεις και αυτό εξασφάλιζε υψηλή ποιότητα όσον αφορά την υγεία. Τότε δεν υπήρχε AIDS, αλλά βλεννόρροια και σύφιλη.
Μεγάλη σημασία για την περιοχή είχε φυσικά ο 6ος Αμερικάνικος Στόλος που άφηνε το στίγμα και τα δολάριά του απ’ όπου και αν περνούσε. Όταν έφτανε στον Πειραιά, σύμφωνα με το βιβλίο του Πισιμήση, τα κορίτσια πολλαπλασιαζόντουσαν από 500 σε 3.000, αφού έφταναν στην Τρούμπα καμαριέρες, υπηρέτριες και νεαρές από την επαρχία που ήξεραν πως σε δύο ημέρες θα βγάλουν όσα θα έβγαζαν δουλεύοντας δύο μήνες.
Τα «σπίτια» έκλεισαν οριστικά το 1968 από τον χουντικό δήμαρχο του Πειραιά Σκυλίτση. Οι περισσότερες κοπέλες τότε έφυγαν για την Αθήνα ή το εξωτερικό. Μετά το κλείσιμο των σπιτιών έμειναν μόνο τα καμπαρέ, τα ξενοδοχεία και τα πορνοσινεμά. Τα περισσότερα έμειναν ανοιχτά μέχρι και τη χαραυγή της νέας χιλιετίας.
Σήμερα, την παλιά Τρούμπα θυμίζουν δυο-τρία μπαρ κονσομασιόν και το Σινεμά Ολύμπικ, που λειτουργεί πλέον θα έλεγε κανείς και σαν «μουσείο». «Οι περαστικοί στέκονται απ’ έξω και χαζεύουν τις αφίσες, μερικοί μπαίνουν και μέσα και βγάζουν φωτογραφίες», λένε οι γείτονες - ιδιοκτήτες του Troubar που αποτελεί την εναλλακτική επιλογή διασκέδασης στην Τρούμπα σήμερα, με jazz και rock live Παρασκευή και Κυριακή και indie μουσικές επιλογές από dj τις υπόλοιπες μέρες. Οι ιδιοκτήτες των μπαρ μιλούν συνεχώς για το πόσο ιδιαίτερο είναι το κοινό του Πειραιά. Αν δεν ακούσει «ελληνικά» από μια ώρα κι ύστερα, δε μπορεί. Αυτός είναι ο τρόπος που έχει μάθει να διασκεδάζει και τον «επιβάλλουν» στη νεότευκτη πιάτσα. Έτσι, Lola’s, Madama και Beluga, μετά τις 2 – 3 το ξημέρωμα υποτάσσονται σε τέτοιες μουσικές επιλογές, ενώ νωρίτερα πορεύονται με “mainstream”, όπως λένε ρεπερτόριο.
Η Τρούμπα έχει δύο πρόσωπα. Τη νύχτα μάχεται να αποδείξει ότι ζει μια νέα ζωή, σαν πατρόνα που έκλεισε το σπίτι της και πάει να χαράξει άλλη πορεία και τη μέρα μετατρέπεται στη Μέκκα της έθνικ κουζίνας με δύο ινδικά και ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο να δικαιολογούν την ύπαρξη τους με τους τουρίστες που - ειδικά το καλοκαίρι - βγαίνουν από τα κρουαζιερόπλοια αναζητώντας κάτι να φάνε, αλλά και τα τωρινά γαστριμαργικά trend, που προάγουν την έθνικ κουζίνα.
Ο Ταχίρ, από την Panipat της Ινδίας διατηρεί το εστιατόριο Kebab & Curry εδώ και δέκα χρόνια, Σκουζέ και Νοταρά γωνία. Μας κερνάει Seekh Kebab (6 ευρώ), που αχνίζει όσο το τρως χάρη στο ειδικό σκεύος και εξηγεί ότι επέλεξε την Τρούμπα γιατί είναι ήσυχη σε σχέση με το κέντρο, «εδικά από όταν έφυγε ο ΟΚΑΝΑ από εδώ, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα ούτε τότε. Πάντα η Τρούμπα ήταν ήσυχη και τα βράδια».
Λίγο πιο πάνω, στο 122 της Νοταρά, βρίσκεται το Maharaja Kitchen, που για να το ανακαλύψεις πρέπει να ανέβεις μια σκάλα ντυμένη με κόκκινη μοκέτα, για να βρεθείς σε ένα στενάχωρο παταράκι. Εκεί βέβαια, θα απολαύσεις murgh korma, δηλαδή κοτόπουλο μαγειρεμένο με κάσιους, καρύδια, μπαχαρικά σε γιαουρτένια σάλτσα (6 ευρώ). Κι αν η όρεξη σου τραβάει ταϊλανδέζικο, που όπως λέει και ο ιδιοκτήτης του κύριος Παύλος Ευστρατίου είναι πια τάση, τότε πρέπει οπωσδήποτε να πας στο Rouan Thai, δηλαδή το σπίτι της Ταϊλάνδης. Ο κύριος Παύλος ήταν στα καράβια 25. Βρέθηκε στην Ταϊλάνδη και εκεί εκτός από την τοπική κουζίνα, ερωτεύτηκε και μια κοπέλα, η οποία σήμερα είναι η γυναίκα του και μαζί με την κόρη τους, οι μαγείρισσες του εστιατορίου. Σήμα κατατεθέν της κουζίνας, το Phad – Thai, τηγανιτά ρυζομακαρόνια με φρέσκα φασολάκια και αυγό (7,60 ευρώ).
Η ασιατική πλευρά της Τρούμπας πέρα από εστιατόρια διαθέτει και ένα πακιστανικό κουρείο, το Dream Haircut που ο Ραχμάν από το Πακιστάν τρέχει ολομόναχος εδώ και τρία χρόνια. Με 5 ευρώ προσφέρει ανδρικό και γυναικείο κούρεμα, ενώ περηφανεύεται ότι κάνει και φρύδια με κλωστή.
Στη Φίλωνος, στο καφέ Όαση, έχουν ανάψει κάρβουνα και ψήνουν μικρές πίτες και καλαμάκια χοιρινό. Ο ιδιοκτήτης του καφέ κύριος Νίκος, που βρίσκεται στο ίδιο σημείο από το ’79 και έχει δει τη Τρούμπα να ξεφτίζει, να ερημώνει και τώρα να προσπαθεί να αναστηθεί, μας πληροφορεί ότι ψήνει κάθε φορά που παίζει ο Ολυμπιακός ή έχει ένα μεγάλο ντέρμπι. Όσο για το αν του αρέσει η νέα εικόνα της γειτονιάς απαντά λακωνικά με ένα μορφασμό και την φράση «Ο άνθρωπος είναι όπως έχει συνηθίσει...».
Παραδίπλα σε ένα μπαρ – όπου ο ιδιοκτήτης δε δέχτηκε να μας μιλήσει - , η κοπέλα στο μπαρ μας πλησίασε θελκτικά. Ακούμπησε τους αγκώνες της πάνω στη μπάρα, προτάσσοντας το πλούσιο μπούστο της μπροστά στα πρόσωπά μας και το «Καλησπέρα» της, έμοιαζε με κάλεσμα. Στη Σκουζέ μια μπυραρία, η Flying Pig, παίζει ελληνικά από τη μία το μεσημέρι. Η μπαργούμαν φορά ένα λεοπάρ κολλητό μπλουζάκι, έχει βγει έξω από τη μπάρα, κάθεται σε ένα σκαμπό και ξεκουράζει τις γροθιές της στα μάγουλά της, περιμένοντας. Η Τρούμπα έχει αλλάξει, μερικές ξεθωριασμένες πινακίδες και κτίρια ερείπια διηγούνται στους περαστικούς το παρελθόν της, όμως τα κορίτσια, ακόμα περιμένουν.