Αν ανήκετε στους λάτρεις των υποδημάτων, έχετε σίγουρα παρατηρήσει τα ιδιαίτερα, χειροποίητα παπούτσια, τα οποία φέρουν την ονομασία The Workshop και γεμίζουν τον τελευταίο καιρό τις βιτρίνες όλο και περισσότερων καταστημάτων. Το The Workshop έκανε την εμφάνισή του τον περασμένο Ιούλιο. Πρόκειται για το brand χειροποίητων υποδημάτων που δημιούργησαν η Kim, o Alex και ο Jason Χατζηαναστασίου, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας την οικογενειακή επιχείρηση. Η βιοτεχνία υπάρχει από το 1938, από την εποχή που ανήκε στον παππού τους, η οποία στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του πατέρα τους.
Ο Jason τονίζει ότι χωρίς την τεχνογνωσία του πατέρα τους, τα σχέδια που είχαν, δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Η αρχή γι’ αυτό έγινε χωρίς να έχουν θέσει ως στόχο κάτι συγκεκριμένο ή μεγαλεπήβολο. «Ξεκινήσαμε πολύ χαλαρά, χωρίς να στοχεύουμε να δημιουργήσουμε ένα brand ή μία σειρά για να εξελιχθεί σε κάτι. Γνωρίζουμε όλοι πώς είναι η γενικότερη κατάσταση, οπότε ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε παπούτσια για το καλοκαίρι, για εμάς τους ίδιους. Η Kim είχε κουραστεί να φοράει παπούτσια τα οποία δεν ήταν άνετα. Έτσι, φτιάξαμε τις εσπαντρίγιες. Τεχνογνωσία υπήρχε, επομένως αποφασίσαμε να φτιάξουμε δέκα παπούτσια και να τα δείξουμε στους φίλους μας, με το σκεπτικό να τα αγοράσει όποιος θέλει και μπορεί. Θα παίρναμε και εμείς τέσσερα-πέντε ζευγάρια και ως εκεί».
Τα πράγματα, ωστόσο, πήραν γρήγορα άλλη τροπή. «Θυμάμαι ότι είπαμε να τις ανεβάσουμε σε μία σελίδα στο facebook και να καλέσουμε τους φίλους μας για να τις δουν. Κάναμε μία φωτογράφηση, άρχισε τελικά να μαζεύεται πολύς κόσμος στη σελίδα και τους άρεσαν. Μετά, άρχισαν να εμφανίζονται και μαγαζιά που ενδιαφέρονταν για συνεργασία. Τώρα, έχουν αυξηθεί κι άλλο».
Κανείς από τους τρεις δεν είχε ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση νωρίτερα. Το αντικείμενο σπουδών και ενασχόλησής τους μέχρι τότε ήταν πολύ διαφορετικό, αλλά ίσως αυτό ήταν που τους έκανε εξ’ αρχής να δώσουν σημασία στη λεπτομέρεια. Ήθελαν να δημιουργήσουν αυτό που τους έλειπε. «Η λεπτομέρεια παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί αν είμαστε πρόχειροι στη δουλειά μας, το αντιλαμβάνεται και ο άλλος. Το ίδιο ισχύει και με την ποιότητα. Η αδερφή μου πιέζει πολύ σ’ αυτό, καθώς εκείνη τα δοκιμάζει όλα. Είναι σχολαστική, θέλει να μην την ενοχλεί το υπόδημα πουθενά και έχει δίκιο. Έτσι ξεκίνησε άλλωστε όλο αυτό, επειδή δεν κυκλοφορούσαν πολλά, καλά παπούτσια».
Ασχολούνται ενεργά όλοι με το κομμάτι της παραγωγής των υποδημάτων, ουσιαστικά ακόμα μαθαίνουν, αλλά... «Χρειάζεται, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είναι μία περίοδος που δεν μπορούμε να καθόμαστε και να περιμένουμε από τους άλλους. Τα κάνουμε όλα, ο καθένας έχει αναλάβει κάτι, αλλά όλοι βοηθάμε. Εγώ έχω το επικοινωνιακό κομμάτι και μόλις τελειώσω, θα πάω να βοηθήσω και αλλού. Η αδερφή μου, που έχει το σχεδιαστικό, θα βοηθήσει και στην παραγωγή. Είναι χειροποίητο, δεν έχουμε την πολυτέλεια να πούμε ότι δεν εμπλεκόμαστε. Προσπαθούμε να είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, ανταγωνιστικοί στην αγορά. Παίρνοντας περισσότερο προσωπικό, αντικειμενικά, ανεβαίνει και η τιμή του».
Οι τιμές των χειροποίητων υποδημάτων είναι σχετικά υψηλές, ειδικά σε μία περίοδο γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας. Από όσα έχουν δει, μέχρι στιγμής, τίποτα δεν αποτελεί σημαντικό σκόπελο, καθώς θεωρούν καταλυτικό παράγοντα την ποιότητα. «Ο κόσμος έχει συνηθίσει σε προϊόντα εισαγωγής από Κίνα ή άλλες χώρες που είναι φθηνά και πολλοί πιστεύουν ότι το δικό μας προϊόν είναι πανάκριβο. Βασικά, οι απόψεις διίστανται. Άλλοι το βρίσκουν πολύ ακριβό και άλλοι απορούν πώς, αν και χειροποίητο, είναι τόσο φθηνό. Τα δύο άκρα. Στην πραγματικότητα όμως, είμαστε κάπου στη μέση. Ξεκινώντας, είπαμε ότι αν βγει στην αγορά, δεν θα είναι κάτι άπιαστο, αλλά ότι σαφώς δεν μπορούμε να χτυπήσουμε το φθηνό, γιατί εκ των πραγμάτων ο Έλληνας δεν πληρώνεται όπως ο υπάλληλος στην Κίνα. Ο στόχος μας ήταν να επιτύχουμε την ποιότητα, γιατί το φθηνό μπορεί να κατεβαίνει συνέχεια. Σκεφτήκαμε ότι από τη στιγμή που ξεκινήσαμε, θα κάναμε κάτι άνετο και ωραίο για εμάς και αυτή θα είναι η τιμή. Θα ανταποκρίνεται, όμως, σ’ αυτό που πληρώνει ο καθένας. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να προσφέρουμε ένα οικονομικό και παράλληλα ποιοτικό υπόδημα».
Κατ’ ουσίαν, τα συγκεκριμένα υποδήματα είναι μοναδικά, καθώς κανένα ζευγάρι δεν είναι ίδιο με κάποιο άλλο από τη στιγμή που όλα γίνονται χειροποίητα. Άρα τα σχέδια, όπως ένα λουλούδι στο ύφασμα, σπάνια θα τύχει να είναι στο ίδιο σημείο σε δύο παπούτσια, πόσο μάλλον σε δύο ζευγάρια. «Το χαρακτηριστικό μας είναι ο συνδυασμός υφάσματος-δέρματος. Είναι όλα ελληνικά προϊόντα. Οι προμηθευτές μας είναι Έλληνες, για να στηρίξουμε την ελληνική αγορά, η οποία μπορεί πλέον να προσφέρει. Δεν είναι όπως κάποτε που λέγαμε ότι είναι ελληνικό προϊόν, άρα θα είναι ή παλιομοδίτικο ή ελαττωματικό. Υπάρχει υλικό για να δουλέψουμε και πολλά ελληνικά brands. Έχουμε μεν designers, αλλά όλα σχετίζονται και με τους προμηθευτές, πρέπει η πρώτη ύλη να είναι καλή. Οπότε, όταν έχουν μπει νέοι άνθρωποι, νέες ιδέες, υπάρχουν ωραία πράγματα που μπορούμε να δημιουργήσουμε και θα αρέσουν στο κοινό. Παλιότερα, δυστυχώς, δεν βλέπαμε στο ελληνικό προϊόν κάτι ιδιαίτερο».
Η μαζική παραγωγή, όμως, δεν είναι εύκολη στο χειροποίητο υπόδημα. «Επειδή είναι χειροποίητο θέλει μεγαλύτερη προσοχή και περισσότερο χρόνο, άρα τα νούμερα που θα δείτε στο τέλος της ημέρας, δεν είναι αντίστοιχα ενός εργοστασίου. Ευτυχώς, είναι κάτι που γνωρίζουν και τα καταστήματα με τα οποία συνεργαζόμαστε. Όλοι ξέρουν ότι δεν θα κάνουν μία παραγγελία στην αρχή της σεζόν και θα έρθουν κούτες. Ξέρουν ότι περιμένουν μόνο μία και μετά θα περιμένουν αρκετά για να πάρουν ξανά τις επόμενες, γιατί είναι όλα είναι χειροποίητα. Αυτό, όμως, αρέσει και στον κόσμο. Είναι αλλιώς να γνωρίζει κάποιος ότι θα πάρει κάτι το οποίο έχει δημιουργηθεί το καθένα ξεχωριστά για να βγει ωραίο. Η διαδικασία είναι λίγο πιο ρομαντική, όπως και τα παπούτσια μας, επομένως απευθύνονται σε ρομαντικούς ανθρώπους. Δεν θα ήθελα να αλλάξει. Αυτή είναι η δυναμική μας, τόσα μπορούμε να παράγουμε, αυτά είναι τα μαγαζιά με τα οποία συνεργαζόμαστε. Αν αυτό μπορούσε να επεκταθεί και να μεγαλώσει, αλλά να μείνει στα πλαίσια του χειροποίητου, θα το ήθελα πολύ».
Μία από τις δυσκολίες, όπως λέει ο Jason, είναι ότι κάθε εξάμηνο είναι σαν να δίνουν εξετάσεις. «Βγάζουμε ένα δειγματολόγιο, μία συλλογή και ευχόμαστε να μην αρέσει μόνο σ’ εμάς. Νομίζω πως τελικά το πετυχαίνουμε, επειδή δεν προσπαθούμε να κάνουμε κάτι που θα αρέσει σε όλους. Κάνουμε αυτό που αρέσει σ’ εμάς. Απλώς, τυχαίνει να υπάρχει κόσμος που έχει την ίδια αισθητική και αυτό είναι πολύ ευχάριστο για εμάς».
Στα επόμενα σχέδιά τους είναι η καλοκαιρινή σειρά. Κάποια περσινά σχέδια που είχαν ζήτηση έχουν παραμείνει αλλά προστέθηκαν και νέα. Ετοιμάζεται επίσης η ανδρική σειρά, με περισσότερες επιλογές και έχει προγραμματιστεί η αντίστοιχη χειμερινή, την οποία φέτος δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν στην ώρα της. Τέλος, νέα προσθήκη θα είναι οι τσάντες, με τον ίδιο συνδυασμό δέρματος-υφάσματος, αλλά το αποτέλεσμα το κρατούν για έκπληξη. Η εσπαντρίγια, πάντως, παραμένει το σήμα κατατεθέν τους. «Όταν ένα παπούτσι είναι άνετο, οι πιθανότητες να ξαναγυρίσει στη μόδα είναι πολλές. Παρθενογένεση δεν υπάρχει. Εσπαντρίγιες έφτιαχνε και ο παππούς μου, η τεχνική είναι ίδια. Παίρνουμε κάτι παλιό και το προσαρμόζουμε στο σήμερα. Απλώς πρέπει να βρίσκουμε πάντα κοινό με αντίστοιχη αισθητική».
Δεν λείπουν και οι ευχάριστες εκπλήξεις πάντως. «Χαιρόμαστε ιδιαίτερα όταν λαμβάνουμε μηνύματα από κάποιον στην Αυστραλία που θέλει να πάρει δώρο ένα ζευγάρι στη γυναίκα του. Τι ωραίο που ένας άνθρωπος από την Αυστραλία θέλει να πάρει χειροποίητο παπούτσι απ’ την Ελλάδα»!
The Workshop, www.theworkshopshoes.com