
Κάποτε ήταν η αγαπημένη μου εποχή. Κάποτε ήταν το όνειρο: βουτιές, σουβλάκι, φεγγάρια, αγκαλιές με αλάτι στο δέρμα. Τώρα είναι εφιάλτης με κουνούπια, ακραίες τιμές ακτοπλοϊκών και δωματίων, ντους με ιδρώτα και έξοδο κινδύνου κάθε φορά που ακούς φτερούγισμα από κατσαρίδα. Ναι, πλέον μισώ το ελληνικό καλοκαίρι και θα το φωνάξω όσο αντέχω να ιδρώνω.
Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα. Φόρεσα το λινό αέρινο φόρεμα, έβαλα το αντιηλιακό με SPF-μπουρλότο, έκλεισα ακτοπλοϊκά δύο μήνες πριν και ακόμα ψάχνω να καταλάβω γιατί πλήρωσα 90 ευρώ για να βράζω 7 ώρες πάνω από τον κινητήρα, αγκαλιά με τη βαλίτσα και τη μάνα ενός μωρού που κλαίει επειδή «κάηκε το WiFi» και δεν μπορεί να δει Lilo & Stitch.
Συγγνώμη, αλλά όχι. Εγώ δεν αντέχω άλλο. Δεν το θέλω. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι παραπλανητική διαφήμιση. Σαν τα διαμερίσματα στο Airbnb: ωραία στις φωτογραφίες, και από κοντά στάζει το ταβάνι.
Καλοκαιρινά εγκλήματα
Πού πήγαν τα ταξί, οέο;
Τα ταξί στην Αθήνα το καλοκαίρι είναι είδος προς εξαφάνιση, σαν σκιερό μέρος στη Μύκονο. Θες να πας κάπου μες στον καύσωνα, ιδρωμένος, με σακούλες από το σούπερ μάρκετ και την αξιοπρέπεια στο πάτωμα; Καλή τύχη. Όλα τα ταξί είναι στο Ελ. Βενιζέλος, κάνουν δώδεκα δρομολόγια τη μέρα για ξενοδοχεία στην Πλάκα ή έχουν γίνει ιδιωτικοί οδηγοί με FreeNow, Uber και transfer apps, όπου δεν σε παίρνουν αν δεν φοράς μπρασελέ από resort. Αν κάνεις το λάθος να απλώσεις χέρι, ο οδηγός σού ρίχνει βλέμμα τύπου «είμαι σε VIP, αγάπη μου, πάρε με Σεπτέμβρη».
Τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια είναι πια επένδυση ακινήτων
Παλιά έλεγες «πάμε νησάκι, δεν πειράζει, παίρνουμε και το αμάξι». Τώρα σκέφτεσαι: «αν πουλήσω το αμάξι, προλαβαίνω μια θέση στην οικονομική»; Ένα εισιτήριο με επιστροφή μπορεί να σου κοστίσει όσο 3 ημερομίσθια, χωρίς να περιλαμβάνει καν καμπίνα, νερό ή ψυχολογική υποστήριξη. Και για να μην παρεξηγηθούμε: καμπίνα δεν βρίσκεις ούτε για δείγμα, γιατί οι μισές πάνε σε γκρουπ, οι άλλες μισές σε VIP που δεν ταξιδεύουν ποτέ και οι τελευταίες κλείστηκαν από bots την ώρα που εσύ κοιμόσουν με το κλιματιστικό στους 32 γιατί φοβάσαι τη ΔΕΗ.
Ραντεβού στον φωταγωγό
Το καλοκαίρι δεν έχει μόνο ήχους και μυρωδιές, έχει και παθητική συμμετοχή σε ζωές άλλων που δεν ήθελες ποτέ να γνωρίσεις. Όταν ζεις σε μία από αυτές τις υπέροχες ελληνικές πολυκατοικίες, το καλοκαίρι τα παράθυρα είναι όλα ανοιχτά και η ησυχία της νύχτας κάνει echo στους τοίχους, εσύ μαθαίνεις όλο το timeline της απιστίας του Μπάμπη, ακούς τη Βάσω από τον πρώτο να κλαίει σαν σε επεισόδιο Λάμψης, την ξαδέρφη της να την πείθει να τον συγχωρέσει γιατί "ήταν μόνο μία φορά" και στο background να παίζει Τερλέγκας στο τέρμα, με εκείνο το ένα κομμάτι που τσιρίζει πιο πολύ κι από την ίδια. Το μωρό στον τρίτο κάνει night shifts με κλάμα, η τηλεόραση στον δεύτερο φωνάζει «ΜΠΑΛΟΤΙΝΑΑΑΑΑΑΑ!» από το MasterChef και οι μυρωδιές φαγητών μπλέκονται σε ένα μεθυστικό, βασανιστικό αεράκι γεμάτο κεφτεδάκι, γεμιστά και μπαχαρικά απ’ την Ανατολή. Ειδικά αν κάνεις διατροφή ή έχεις γυρίσει σπίτι μεθυσμένος στις 3 και το μόνο που υπάρχει στο ψυγείο είναι μουστάρδα και παγάκια, τότε δεν είναι φωταγωγός: είναι πύλη βασανιστηρίων και συναισθηματικής κατάρρευσης.
Θάλασσα για τους άλλους
Πέντε ευρώ η μία ξαπλώστρα μαζί με υποχρεωτική κατανάλωση σε μέτριο freddo και νερό του ενός ευρώ; Αυτό είναι καταναγκαστικό day pass. Αν ζεις στην Αθήνα, η βουτιά πλέον σε κάποια πιο ήρεμη παραλία υπάρχει μόνο σαν ιδέα σε ελληνική ταινία του ‘60. Και φυσικά το καλό μπάνιο, το δυνατό, το έξαλλο, θα το κάνεις μέσα στο αυτοκίνητο στο μποτιλιάρισμα. Και άντε πες φτάνεις… Μπες μετά στη θάλασσα με τον φόβο της μέδουσας, της θαλάσσιας ανεμώνης, του λαγοκέφαλου, του καρχαρία που γούσταρε να δει Αιγαίο και αυτός. Ε, φτάνει, σφηνώθηκα σε πέτρα, πού είναι η παντόφλα μου;
Ένα τραπεζάκι, κάτι;
Και βέβαια, επειδή ο μισός πληθυσμός κάνει καλοκαίρι στην Αθήνα με ανεμιστηράκι τσέπης, ο άλλος μισός έχει ξεχυθεί στις πλατείες, στα καφέ και στα παγκάκια, ψάχνοντας λίγη δροσιά λες και παίζουν σε επεισόδιο του Survivor: Heatwave Edition. Πας να κάτσεις έξω να πάρεις έναν καφέ, ένα νερό, μία ανάσα ρε παιδί μου και βλέπεις μόνο καρέκλες κατειλημμένες από ανθρώπους που έχουν παραγγείλει έναν freddo στις 9 το πρωί και ακόμα τον κοιτάνε στις 10 το βράδυ. Τα τραπέζια είναι καπαρωμένα με βεντάλιες, tote bags και παιδικά πατίνια κι εσύ καταλήγεις να κάθεσαι σε κράσπεδο με το πλαστικό ποτήρι στο χέρι, να βλέπεις τον ανεμιστήρα που ψεκάζει νερό να γυρνάει κάπου αλλού - όπως και η ζωή σου αυτή τη στιγμή - και να ακούς όλα τα παιδάκια να τσιρίζουν τρέχοντας γύρω σου λες και αυτά δεν έχουν θερμοστάτη. Λες και ζουν στη Σουηδία.

Κουνούπια με ραντάρ DNA
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι για τα κουνούπια. Κάποιοι απλά δεν τα ενοχλούν με την παρουσία τους. Εμένα προσωπικά με μισούν. Με εντοπίζουν στις 3.37 το πρωί, μου κάνουν hovering γύρω από το αυτί σαν να είναι ντρόουν σε live μετάδοση και φεύγουν μόνο όταν έχω ξυπνήσει, φωνάξει, ψεκάσει όλο το δωμάτιο με Fleriana και πλέον με έχει πάρει ο ύπνος στη λεκάνη της τουαλέτας.
Κατσαρίδες με φτερά και attitude
Και δεν εννοώ τα φτερά ως βιολογικό χαρακτηριστικό, εννοώ φτερά καριέρας. Έχουν αυτοπεποίθηση. Σε κοιτάνε από τον τοίχο της κουζίνας σου και λένε: «Εγώ μένω εδώ τώρα. Να φύγεις εσύ». Και πετάνε. Επάνω σου. Επειδή μπορούν. Το καλοκαίρι είναι η high season τους. Αντί να καλέσεις φίλους για άραγμα, τους φωνάζεις να πετάξουν το… πτηνό. Και καλά αν μένεις μόνο σου και απλώς την εξοντώσεις. Αν μένεις με γατί, όπως εγώ με τον μαύρο σατανά Μαρτί, το πιθανότερο είναι να την κάνει παιχνίδι, να φάει δύο πόδια της, να κάνει εμετό και μετά να προσπαθείς να την αποτελειώσεις όσο αυτή τρέχει κουτσαίνοντας, προσπαθώντας παράλληλα να διώξεις μακριά της το γατί πρέταντορ πριν φάει και την υπόλοιπη. Αυτό βέβαια είναι το καλό σενάριο. Το κακό είναι να στη φέρει στο κρεβάτι όταν κοιμάσαι για δώρο. Αντίο ζωή.
Η ζέστη δεν είναι καυτή. Είναι μνησίκακη
Δεν υπάρχει "δροσερή μέρα σήμερα". Υπάρχει «είμαι υγρός από το στήθος μέχρι τη μέση». Ξυπνάς, ιδρώνεις. Πίνεις καφέ, ιδρώνεις. Πίνεις νερό, ιδρώνεις. Περπατάς για 3 λεπτά, στάζεις. Δεν έχει σημασία αν έχεις βάλει αποσμητικό – το έχεις ήδη προδώσει, και αυτό σε εκδικείται. Η πόλη μυρίζει τηγανητή αποσύνθεση και τα νησιά μυρίζουν «βραδινό ιδρώτα από το διπλανό δωμάτιο». Τα πάντα κολλάνε. Το σώμα σου στην καρέκλα. Τα γυαλιά στη μύτη. Τα πόδια σου στο πάτωμα. Το βλέμμα σου στη βαρεμάρα.
Τα λεωφορεία αργούν όπως πάντα αλλά όταν μπαίνεις μέσα και είναι όλοι σαν πατημένες σαρδέλες, το πρόβλημα είναι ότι μυρίζουν και σαν πατημένες σαρδέλες. Πας στα φεστιβάλ να χορέψεις και είσαι σαν pug σε παραλία τον Αύγουστο. Ας το πάρουμε απόφαση ότι τα φεστιβάλ πλέον στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανοιξιάτικα και όχι καλοκαιρινά. Εν τω μεταξύ αν το βιώνεις το ελληνικό καλοκαίρι και με εμμηνόπαυση, όπως εγώ, καλή τύχη. Ούτε δέκα βεντάλιες δε σε σώζουν, ούτε μίνι ανεμιστηράκια κάτω από τη μασχάλη.
Οι παρέες λιώνουν σαν αντηλιακό στον ήλιο
Το καλοκαίρι δεν ενώνει πια, διαλύει. Ξαφνικά όλοι γίνονται planners. Οι μισοί θέλουν Εύβοια, οι άλλοι μισοί άγονη γραμμή, κάποιοι έχουν χρήματα για δωμάτιο, άλλοι θέλουν ελεύθερο. Κανείς δεν θέλει να συμβιβαστεί (γιατί έχουν γίνει και τα νεύρα του κρόσσια με όλα αυτά που συμβαίνουν γενικά και ειδικά) και στο τέλος όλοι μοιράζονται αφού κανείς δεν θέλει να κάνει group trip. Όσοι πάλι θέλουν να κάνουν group trip, θέλουν διαφορετικό νησί, άλλη ημερομηνία, και να μένουμε χώρια. Καταλήγεις μόνος σου με έναν μακρινό γνωστό και τσακώνεστε στο τρίτο mojito για το ποιος θα πάει να φέρει πάγο.
Ο πολιτισμός κάνει διακοπές
Πας σε νησί και τρως ντάκο με ξινομυζήθρα 17 ευρώ. Ζητάς απόδειξη και σε κοιτάνε σαν να είσαι υπάλληλος εφορίας με μαγιό. Δεν υπάρχει συγκοινωνία, δεν υπάρχουν φαρμακεία, δεν υπάρχει γιατρός, δεν υπάρχει ντροπή. Υπάρχουν μόνο βίλες τύπου «Ξεφτιλίστηκα αλλά είμαι στο Κουφονήσι».
Δεν θέλω λέμε καλοκαιρινό σώμα, ώχου!
Κουράστηκα με τη μανία του καλοκαιριού για "καλοκαιρινό κορμί". Εγώ μόνιμα έχω χειμωνιάτικο κορμί σε θερινή αγωνία. Δεν θέλω να τρέχω, να κάνω squat, να μετράω θερμίδες. Θέλω απλά να φάω την τηγανητή πατάτα μου με τη φέτα μου στη χωριάτικη και την παπάρα μου στο ντοματόλαδο, αραχτή, χωρίς να με σκανάρει η πλαστική κουλτούρα των stories με μαγιό.
Το aircondition θα χαλάσει μία μέρα πριν τον καύσωνα
Μιας και τίποτα άλλο δεν λειτουργεί, το κλιματιστικό γίνεται θρησκεία. Το αγαπάς. Το θες δίπλα σου, πάνω σου, μέσα σου. Κι όμως, ακριβώς πριν τον καύσωνα (ή κατά τη διάρκεια) θα κάνει το «τσακ». Ή θα στάζει. Ή θα μυρίσει κλεισούρα. Και τότε η μόνη λύση είναι: μείνε ακίνητος. Σκέψου χιόνια. Φαντάσου Ισλανδία.
The place is on fire
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το πρώτο καλοκαιρινό αεράκι –αυτό που παλιά το λέγαμε «δροσιά» και τώρα το λέμε σπινθήρας για την επόμενη φωτιά. Γιατί στην Ελλάδα, μόλις φυσήξει λίγο παραπάνω, ξεκινάει η κόλαση: καίγονται βουνά, χωριά, σπίτια, αναμνήσεις και ελπίδες. Τα κανάλια παίζουν πλάνα από φλόγες, τα social γεμίζουν με #Πυρκαγιά #ΠάλιΤαΊδια και #ΔενΜαςΜένειΤίποτα, κι εσύ μένεις με το στόμα ανοιχτό και το κινητό στο χέρι, να μετράς πόσο κοντά είναι η φωτιά και αν θα χρειαστεί να φύγεις με τη γάτα και ένα σακίδιο.
Δεν λέω, έχει και καλές στιγμές. Ένα ηλιοβασίλεμα. Ένα παγωτό. Ένα φιλί στο κύμα.
Αλλά, συγγνώμη, δεν φτάνουν. Όχι πια.