Όσες και όσοι ασχολούμαστε με την ψυχοθεραπεία - ως θεραπευτές ή/και ως θεραπευόμενοι - ξέρουμε καλά πως το μεγαλύτερο και δυσκολότερο βήμα σε αυτό το ταξίδι είναι η απόφαση να το ξεκινήσουμε. Και στη συνέχεια, το επόμενο βήμα είναι να βρούμε τον κατάλληλο για εμάς θεραπευτή. Το οποίο δεν είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση και δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε σχέση με τον πρώτο - ή και τον δεύτερο - ειδικό που θα γνωρίσουμε. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνες οι υπέροχες περιπτώσεις, όταν ο πρώτος ψυχοθεραπευτής στον οποίο απευθυνόμαστε καταφέρνει να γίνει ο συνοδοιπόρος μας για μήνες, ακόμη και χρόνια.
Ένας θεραπευτής που σέβεται τον άνθρωπο, τους κώδικες δεοντολογίας που διέπουν το επάγγελμα και φυσικά τον ίδιο τον εαυτό του, οφείλει να μην κατευθύνει τη σκέψη των θεραπευόμενών του, να μη γίνεται επικριτικός, να αντιμετωπίζει με ενσυναίσθηση και σεβασμό όσα βιώνει ο θεραπευόμενός του και να είναι ειλικρινής μαζί του, ώστε να μπορέσει ο θεραπευόμενος, με τη σειρά του, να νιώσει οικειότητα και εμπιστοσύνη - τα απαραίτητα δηλαδή στοιχεία για μία αρμονική θεραπευτική σύμπλευση.
Έχοντας ανοίξει αρκετές φορές τον διάλογο για τα οφέλη της ψυχοθεραπείας, αυτή τη φορά θελήσαμε να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους που διέκοψαν πρόωρα την ψυχοθεραπεία τους, επειδή δεν κατάφεραν να αναπτύξουν μια υγιή σχέση με τους θεραπευτές τους. Αν και βασική αιτία απόσυρσης από τη θεραπεία είναι η μη ετοιμότητα των θεραπευόμενων γι’ αυτό το θαρραλέο βήμα, φαίνεται πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι πραγματικοί λόγοι εντοπίζονται στην ακαταλληλότητα των ειδικών.
Θέλοντας να εντοπίσουμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πότε ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας καταπατά τη δεοντολογία και δεν τιμά τη σπουδαιότητα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, η Συνθετική ψυχοθεραπεύτρια, Ελίνα Μαυρογιάννη, μας εξηγεί ορισμένες από τις αστοχίες και τα σφάλματα των θεραπευτών, με αφορμή τις ιστορίες πέντε θεραπευόμενων που οι ίδιοι μοιράζονται στην Popaganda.
5 άνθρωποι μιλούν για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στην ψυχοθεραπεία
Η 25χρονη Γεωργία, ένιωθε για μεγάλο διάστημα έντονο άγχος και κόπωση, στοιχεία που την οδήγησαν στη θεραπεία. Στην πρώτη συνεδρία εξήγησε στη ψυχοθεραπεύτρια ότι πίστευε πως έχει PMDD (Προεμμηνορροϊκή Δυσφορική Διαταραχή). «Συνήθως μέχρι και μια εβδομάδα πριν από την περίοδό μου, θα ήμουν καλά ψυχολογικά, στη συνέχεια όμως το μυαλό μου θα άρχιζε να θολώνει, με έπιανε έντονη θλίψη, θυμός, μανία, άγχος κ.λπ. Εκείνη λοιπόν αποφάσισε να με διαγνώσει με διπολική διαταραχή από την πρώτη φορά που με είδε, μόνο και μόνο επειδή κάποια από αυτά τα συμπτώματα εκδηλώνονται και στη ΔΔ!».
Η Γεωργία ένιωσε πως η στάση της ψυχοθεραπεύτριας ήταν «οριακά εγκληματική». «Σκέψου να είχε μπροστά της όντως έναν άνθρωπο με διπολική διαταραχή ή ακόμη και με αυτοκτονικές τάσεις. Εντέλει αναζήτησα αλλού θεραπεία και έλαβα πράγματι διάγνωση για PMDD. Μέχρι σήμερα ακολουθώ την κατάλληλη αγωγή σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία και τα συμπτώματά μου έχουν υποχωρήσει σε πολύ σημαντικό βαθμό», μας λέει.
Όπως εξηγεί η κα. Μαυρογιάννη: «Καταρχάς, είναι πράγματι επικίνδυνο ένας ψυχοθεραπευτής να καταφεύγει βεβιασμένα σε μία διάγνωση, ενώ αρμόδιος για κάτι τέτοιο και συνήθως μετά από ορισμένες επισκέψεις και ποικίλα ψυχομετρικά τεστ, είναι ο/η Ψυχίατρος. Οι ψυχοθεραπευτές οφείλουν να παραπέμπουν σε ψυχιάτρους τους ασθενείς τους εάν εντοπίσουν ορισμένα συμπτώματα και όχι να εξάγουν οι ίδιοι συμπεράσματα. Η λανθασμένη ή μη επαρκής διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη σύγχυση τους θεραπευόμενους, ακόμα και στη λήψη μη κατάλληλης αγωγής που δύναται να προκαλέσει προβλήματα στον οργανισμό του ατόμου».
«Εκεί έξω υπάρχουν πολύ αξιόλογοι ψυχίατροι που μπορούν να διαγνώσουν με ακρίβεια την πιθανή ψυχική ασθένεια από την οποία πάσχει ένα άτομο και να του προτείνουν την κατάλληλη και αποτελεσματική θεραπεία. Ο ψυχοθεραπευτής οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψιν του αυτή τη διάγνωση και να καθοδηγήσει με φροντίδα το άτομο ώστε η ζωή του να μπορέσει να γίνει και πάλι πιο λειτουργική», εξηγεί.
Η 36χρονη Μαρία, αποφάσισε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία όταν εμφάνισε συμπτώματα επιλόχειας κατάθλιψης μετά τη γέννηση της κόρης της. Στη δεύτερη συνεδρία, η ψυχοθεραπεύτριά της κατέφυγε σε πολύ προσωπικές ερωτήσεις που αφορούσαν στον γάμο της, οι οποίες την έκαναν να αισθανθεί άβολα. «Με ρώτησε αν είχα δει κάποια “red flags” όταν γνωριστήκαμε κι αν παρ’ όλα αυτά επέλεξα να μείνω μαζί του. Της είπα πως υπήρχαν ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα του που δεν μου ταίριαζαν, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως έχουμε έναν “κακό” δεσμό».
Η Μαρία ένιωσε πως η θεραπεύτρια προσπάθησε να κρίνει την επιλογή της, αποδίδοντας ευθύνες στη σχέση της για την επιλόχειο που περνούσε. «Οι ερωτήσεις της ήταν αρκετά επίμονες και κατευθυντικές. Όπως καταλαβαίνεις δεν υπήρξε επόμενη επίσκεψη μετά από αυτή την εμπειρία».
Όπως επισημαίνει η κα. Μαυρογιάννη: «Στην περίπτωση της επιλόχειου κατάθλιψης είναι σημαντικό να γίνεται μία διερεύνηση των πιθανών αιτιών που συνέβαλαν στην ανάπτυξή της. Κομμάτι της διερεύνησης αυτής, αποτελούν και οι ερωτήσεις που σχετίζονται με τη σχέση της γυναίκας με τον σύντροφό της. Ωστόσο, οι κατευθυντικές ερωτήσεις είναι απαγορευτικές, ιδιαίτερα στις πρώτες συνεδρίες, καθώς μπορεί οι θεραπευόμενοι να νιώσουν πως κρίνονται για τις επιλογές τους, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ανθρώπων που εμφανίζουν συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης. Ως ψυχοθεραπευτές, οφείλουμε να θέτουμε ανοιχτές ερωτήσεις και να αφιερώνουμε τον χρόνο που απαιτείται ώστε ο/η θεραπευόμενος/η να φτάσει σταδιακά μόνος του στα πιο ευαίσθητα ζητήματα που μπορεί να τον έχουν επηρεάσει, αλλά για τα οποία δεν νιώθει ακόμη έτοιμος να μιλήσει».
Ο 32χρονος Δημήτρης, αποφάσισε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία με αφορμή την κακοποίηση που είχε υποστεί ως παιδί από τον πατέρα του. Όταν έφτασε στο σημείο να μοιραστεί με τον θεραπευτή του πως εκείνος τον χτυπούσε καθημερινά, εξηγώντας του πως δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του εξαιτίας του φόβου που ένιωθε, ο θεραπευτής του είπε: «Αφού δεν κλαις στο ραντεβού μας, δεν πρέπει να ήταν και τόσο άσχημα τα πράγματα. Αποκόμισες κάτι θετικό από εκείνη την εμπειρία;».
«Το σώμα μου κυριολεκτικά μούδιασε», αναφέρει η Δημήτρης. «Ρώτησε κάποιον που κακοποιήθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του αν "πήρε κάτι θετικό από αυτή την εμπειρία". Γενικότερα ο άνθρωπος εκείνος ένιωθα πως αμφισβητούσε όσα έλεγα και μου συμπεριφέρθηκε σαν να μου άξιζε η κακομεταχείριση που είχα δεχτεί. Και το κερασάκι στην τούρτα, μου είπε πως ο μπαμπάς μου "μοιάζει να είναι ένας ωραίος άνθρωπος"». Ο Δημήτρης πλέον κάνει συνεδρίες με έναν θεραπευτή που τον βοήθησε να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη του, να νιώσει ασφάλεια και ζεστασιά και να δουλέψει σημαντικά το ζήτημα της κακοποίησης.
Όπως διασαφηνίζει η κα. Μαυρογιάννη: «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο θεραπευτής λανθασμένα εξέφρασε μία προσωπική του άποψη και κατέφυγε σε σχολιασμό - κάτι το οποίο αποφεύγουμε, ιδιαίτερα όταν καλούμαστε να δουλέψουμε με το τραύμα ενός ανθρώπου. Η προτροπή στον εντοπισμό "θετικών" εμπειριών σε ένα τραυματικό συμβάν, είναι λανθασμένη και επικίνδυνη, ενώ πηγάζει συχνά από την ασυνείδητη ή στοχευμένη προσπάθεια μεταβίβασης προσωπικών πεποιθήσεων στους θεραπευόμενους, εξαιτίας ανεπίλυτων συγκρούσεων των ίδιων των θεραπευτών».
«Από όταν ήμουν περίπου 15 ετών, αυτοτραυματιζόμουν (αρχικά κρυφά) με αιχμηρά αντικείμενα ώστε να προκαλέσω ανακούφιση στον εαυτό μου - χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου [σ.σ. είναι σημαντικό να διαχωρίζουμε την αυτοχειρία από τον αυτοτραυματισμό]. Οι γονείς μου, όταν κατάλαβαν τι μου συνέβαινε, με ενθάρρυναν να ξεκινήσω θεραπεία με αφορμή τα έντονα συμπτώματα κατάθλιψης που εκδήλωνα», εμπιστεύεται στην Popaganda η 24χρονη Μελίνα.
«Έχοντας πρώτα διαγνωσθεί με Οριακή Διαταραχή από Ψυχίατρο και Κλινικό Ψυχολόγο, ξεκίνησα ψυχοθεραπεία. Εκείνος ο ψυχοθεραπευτής με έφτασε σε σημείο να νοσηλευτώ στο νοσοκομείο, κάνοντας απόπειρα με χάπια. Αφορμή στάθηκε η συνεδρία στην οποία του μίλησα για τον αυτοτραυματισμό μου και μου είπε πως προσπαθώ να του τραβήξω την προσοχή, κάνοντάς το. Ακόμη κι αν αυτό ίσχυε, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ένας θεραπευτής να προκαλέσει κατ' αυτόν τον τρόπο έναν άρρωστο άνθρωπο. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνω την απόπειρα αυτοκτονίας και εκείνος, ερχόμενος στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν, έπειτα από απαίτηση των γονιών μου, να αποποιηθεί κάθε ευθύνη».
Όπως εξηγεί η κα. Μαυρογιάννη: «Η περίπτωση αυτή μας μαθαίνει καλώς ή κακώς πολλά. Κάποιες φορές, οι θεραπευτές στην προσπάθειά τους να επιδείξουν τις γνώσεις τους γύρω από τις ψυχικές διαταραχές, αναστατώνουν τους θεραπευόμενους είτε αποδίδοντάς τους διάφορες "ταμπέλες", είτε παρουσιάζοντας τη διαταραχή ως επικίνδυνη. Συχνά, ορμώμενοι από όσα οι θεραπευόμενοι μοιράζονται μαζί τους, τούς αποδίδουν έμμεσα ή άμεσα ευθύνες γι' αυτό που βιώνουν και για τον τρόπο που συμπεριφέρονται. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να κλονίσει, ακόμη και να εξαγριώσει τον ασταθή ψυχισμό ενός θεραπευόμενου, ο οποίος συχνά νιώθωντας ενοχοποιημένος, θα ενεργήσει με τον τρόπο που του έχει αποδοθεί».
Τέλος, η 28χρονη Ηλιάνα, μιλώντας σε έναν θεραπευτή για τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί από πρώην σύντροφό της, έλαβε ως απάντηση πως το σώμα της ήταν «δώρο για το αγόρι της», όταν μοιράστηκε μαζί του ότι την ανάγκαζε να κάνουν σεξ. «Αυτή ήταν η συμβουλή που μου δόθηκε για να αντιμετωπίσω το έντονο άγχος, την κατάθλιψη και την αποσύνδεση που βίωνα από το σώμα μου, ύστερα από το μη συναινετικό σεξ», καταγγέλλει η ίδια.
«Εδώ δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να σχολιάσουμε», λέει η κα. Μαυρογιάννη, «Πρόκειται για μία κακοποιητική συμπεριφορά εκ μέρους του θεραπευτή, που σίγουρα ντροπιάζει τον κλάδο μας. Ο συγκεκριμένος φαίνεται πως καταπατούσε τους κώδικες δεοντολογίας και προέβαλε εσφαλμένες πεποιθήσεις, αγνοώντας την επίδραση που μπορεί να έχουν στους ασθενείς του. Είναι όμως σημαντικό να θυμόμαστε ύστερα από μία δυσάρεστη εμπειρία, πως εκεί έξω υπάρχουν αμέτρητοι εξαιρετικοί ειδικοί που θα μας βοηθήσουν να απαλύνουμε τον τραυματισμό και επανα-τραυματισμό μας».