Οι ουρανομήκεις κραυγές των φυλακισμένων έσχιζαν στα δύο την πυκνή λονδρέζικη ομίχλη. Πριν τον 19ο αιώνα, η πόλη φημιζόταν για τις απάνθρωπες φυλακές της. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν ιδιωτικές, οπότε οι κρατούμενοι εκλιπαρούσαν για ένα κομμάτι ψωμί αν δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν φαγητό. Ήταν και τα φοβερά βασανιστήρια όπως το μαστίγωμα με πυρωμένο ραβδί και οι τρόποι θανάτωσης όπως το παλούκωμα με κάψιμο στην πυρά, που απηχούνται στα μυθιστορήματα του Ντίκενς. Μια από αυτές τις φυλακές, η Coldbath Fields, έγινε τότε γνωστή για μια πολύ διαφορετική μέθοδο βασανισμού: την τιμωρία της σιωπής (silent treatment). Εφαρμοζόταν εκεί από το 1835 ως εναλλακτική της σωματικής τιμωρίας. Είχαν σκεφθεί ότι απαγορεύοντας στους κρατουμένους να μιλάνε, αποκαλώντας τους με αριθμό αντί με το όνομά τους και υποχρεώνοντάς τους να καλύπτουν τα πρόσωπά τους ώστε να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον, θα τους ωθούσε σε μεταμέλεια για τις εγκληματικές πράξεις τους.
Κάποιες από εκείνες τις φυλακές είναι πλέον μουσεία, τα βασανιστήρια ωστόσο δεν έχουν εκλείψει όπως φανερώνουν εκθέσεις διεθνών οργανισμών. Ένα από αυτά, μάλιστα, η «τιμωρία της σιωπής» βρίσκει σήμερα εφαρμογή στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι όταν απλώς σταματάμε να μιλάμε στον άλλον. Η φυλακή Coldbath Fields αποδεικνύεται "πολύ μπροστά", καθώς η μέθοδος θεωρείται ως ιδιαίτερα ύπουλη μορφή κακοποίησης αφού μπορεί να πιέσει το θύμα να συμφιλιωθεί με τον θύτη. Κι αυτό γιατί το θύμα νιώθει τύψεις, χωρίς καν να γνωρίζει γιατί. Πρόκειται «για έναν τρόπο να προκληθεί πόνος χωρίς εξωτερικά τραύματα – κυριολεκτικά», τονίζουν ιστοσελίδες ψυχολογίας. Έχει αποδειχθεί -συμπληρώνουν- πως το να αγνοείς ή να απομονώνεις κάποιον με αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί την ίδια περιοχή του εγκεφάλου με τον σωματικό πόνο. Μάλιστα, η αρχική ενόχληση είναι ίδια, ανεξάρτητα αν η «τιμωρία της σιωπής» έρχεται από ξένο, στενό φίλο ή εχθρό.
«Είναι ιδιαίτερα χειριστικό, γιατί αποστερεί και στις δύο πλευρές τη δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους. Το ένα άτομο την εφαρμόζει στο άλλο, και το άλλο δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό», θα πει στο Atlantic ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Purdue Κίπλινγκ Ουίλιαμς, που μελετά το φαινόμενο σχεδόν 40 χρόνια.
Ο καθηγητής συνάντησε πολλά θύματα και θύτες της «τιμωρίας της σιωπής». Ένας πατέρας δεν μιλούσε στην ενήλικη κόρη του για ένα ολόκληρο εξάμηνο κατά καιρούς. Ο πατέρας πέθανε κατά τη διάρκεια ενός από αυτά τα διαστήματα. «Όταν τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο λίγο πριν ξεψυχήσει, εκείνος απέστρεψε το βλέμμα του και δεν έσπασε τη σιωπή του ούτε για να της πει αντίο», λέει ο Ουίλιαμς. Ένας άλλος πατέρας σταμάτησε να μιλά στον έφηβο γιο του. «Η απομόνωση μετέτρεψε τον γιο μου από χαρούμενο ζωηρό παιδί σε ασπόνδυλη αμοιβάδα, και γνώριζα ότι εγώ είμαι η αιτία», είπε ο ίδιος στον Ουίλιαμς. Μια γυναίκα υπέστη την «τιμωρία της σιωπής» από τον σύζυγό της. Ξεκίνησε από μια ασήμαντη διαφωνία τα πρώτα χρόνια του γάμου και συνεχίστηκε μέχρι που εκείνος πέθανε.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάποιος μπορεί να καταφύγει στην «τιμωρία της σιωπής», σύμφωνα με το Psychology Today: Έλλειψη αυτογνωσίας (όταν δηλαδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και απλώς θέλουν να δείξουν την αναστάτωσή τους), προσπάθεια αποφυγή της σύγκρουσης, έλλειψη επικοινωνιακών δεξιοτήτων, επιθυμία να κάνεις τον άλλον να νιώσει άσχημα, να μη φανείς κακοποιητικός ή να μην αναλάβεις την ευθύνη. Ωστόσο, η τιμωρία της σιωπής γίνεται κακοποιητική όταν στοχεύει στην τιμωρία, τον έλεγχο ή την άσκηση εξουσίας. Στην τελευταία αυτή μορφή επιστρατεύεται κυρίως από ναρκισσιστικές προσωπικότητες προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο του ατόμου με το οποίο σχετίζονται.
Κοινωνική απομόνωση, ghosting (ξαφνική εξαφάνιση κάποιου με τον οποίο σχετιζόμασταν), stonewalling (άρνηση εμπλοκής σε συζήτηση), είναι κάποια από τα άλλα «ονόματα» της «τιμωρίας της σιωπής». Υπάρχει και η «μερική» εφαρμογή της, όπως όταν στρέφει κάποιος αλλού το κεφάλι του όταν σας συναντά στον δρόμο ή όταν απαντά σε όλους εκτός από εσάς σε μια ομαδική συνομιλία.
Στον επαγγελματικό τομέα, η «τιμωρία της σιωπής» μπορεί να έχει χειρότερες συνέπειες από τις τακτικές ανοιχτού εκφοβισμού (bullying), σύμφωνα με έρευνα του British Columbia. Είναι επίσης πιο πιθανό να οδηγήσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση ή να του δημιουργήσει προβλήματα υγείας. Κι ενώ το bullying μπορεί να αποδειχθεί, η «τιμωρία της σιωπής» δεν ανιχνεύεται τόσο εύκολα. Έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 66% των υπαλλήλων έχουν νιώσει να την υφίστανται στο εργασιακό τους περιβάλλον, νιώθοντας έτσι απομονωμένοι και αποκλεισμένοι. Μπορεί να εφαρμόζεται από τον ιεραρχικά ανώτερό τους, τον συνάδελφο ή και τον πελάτη.
Εξοστρακισμός και ηλιθιότητα
Ο όρος στην ψυχολογία είναι σχετικά καινούργιος, αλλά η ιδέα είναι κυριολεκτικά αρχαία. Πρόκειται για μια μορφή εξοστρακισμού, σαν κι αυτή που εφάρμοζαν στην Αρχαία Αθήνα εξορίζοντας για δέκα χρόνια πολίτες που θεωρούνταν απειλή για τη δημοκρατία. Στη δε θρησκεία, παρόμοια ιδέα εξυπηρετεί ο αφορισμός. Ο κοινωνικός εξοστρακισμός, δηλαδή ο αποκλεισμός από την επιθυμητή κοινωνική ομάδα «έχει οδυνηρές συνέπειες για το άτομο και την κοινωνία», όπως διαπίστωνε μελέτη, συνδεόντάς τον ακόμα και με τις ένοπλες επιθέσεις σε σχολεία στις ΗΠΑ. Τα 13 από τα 15 τέτοια περιστατικά συνδέθηκαν με τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Ωστόσο, ο πολιτικός, κοινωνικός ή θρησκευτικός αποκλεισμός έχει διαφορετικές αιτίες, προεκτάσεις και στόχους από την «τιμωρία της σιωπής», όπως εφαρμόζεται κυρίως στις διαπροσωπικές, αλλά και στις επαγγελματικές σχέσεις. Δεν έχει δηλαδή σχέση η στέρηση εκλογικού δικαιώματος για συλληφθέντα πραξικοπηματία, για παράδειγμα, με την χειριστική «τιμωρία της σιωπής» που επιφυλάσσουμε στον σύντροφο ή τον φίλο μας, αντί να προσπαθούμε να δουλέψουμε τη σχέση μας συζητώντας τα όποια προβλήματα προκύπτουν.
Είναι πάντοτε κακό να καταφεύγουμε στην τιμωρία της σιωπής; Μια μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως όχι, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ηλίθιο ή ενοχλητικό άνθρωπο. Πιο επιστημονικά, όταν θέλουμε να αποφύγουμε την κοινωνική επαφή με ανεπιθύμητα άτομα, άρα και την ανάλωση φαιάς ουσίας και ψυχικών δυνάμεων σε συζήτηση μαζί τους. Σε αυτή την περίπτωση, το κίνητρο δεν είναι να βλάψουμε ή να τιμωρήσουμε τον άλλον, αλλά να αποφύγουμε την ψυχική μας κόπωση. Οι εν λόγω ερευνητές έβαλαν 118 φοιτητές σε δύο διαφορετικά πειράματα να συζητήσουν με αυτόν που είχαν απέναντί τους ή να τον αγνοήσουν – στο ένα πείραμα, τον ευχάριστο κι ευγενικό, στο άλλο, τον αγενή και αλαζόνα. Όσοι είχαν μιλήσει στον ευχάριστο τύπο ή είχαν αγνοήσει τον αντιπαθή απέδωσαν πολύ καλά στις εργασίες που τους ανατέθηκαν μετά. Όσοι είχαν εμπλακεί σε συζήτηση με τον αντιπαθή, εμφανίζονταν δυσλειτουργικοί.
Είναι σαφές ωστόσο ότι η μελέτη εστιάζει σε μια περιστασιακή αντίδραση προς άτομα που δεν γνωρίζουμε καλά. Οι αρνητικές συνέπειες της «τιμωρίας της σιωπής» σε μια στενή σχέση είναι σαφείς και αποδεδειγμένες. Κι όπως προειδοποιεί ο Ουίλιαμς, οι περισσότεροι δεν την ξεκινούν με την προοπτική να τηρήσουν επί μακρόν αυτή τη στάση, ωστόσο σύντομα βρίσκονται αιχμάλωτοι της ίδιας τους της μεθόδου και δεν μπορούν να σταματήσουν.
Αιχμάλωτοι της ίδιας μας της παγίδας
Ειδικοί εκτιμούν ότι η εφαρμογή της «τιμωρίας της σιωπής» είναι αυξημένη στην εποχή μας. Οι νέες μορφές επικοινωνίας, όπως το email ή το γραπτό μήνυμα, έχουν διευκολύνει – πόσοι και πόσοι δεν απαντούν;
Η αύξηση αυτής της συμπεριφοράς στην εποχή μας μένει να επιβεβαιωθεί, ωστόσο για τους περισσότερους μάλλον αποτελεί ήδη βιωμένη εμπειρία. Συνήθεις σήμερα συμπεριφορές όπως το «αδελφάκι» της τιμωρίας της σιωπής, το ghosting, δεν υπήρχαν στην εποχή των γονιών ή των παππούδων μας. Τότε, οι άνθρωποι συνήθιζαν να ανακοινώνουν από κοντά ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση μιας ερωτικής ιστορίας. Σήμερα, απλώς εξαφανίζονται. Εύκολο αν διαθέτεις μια γερά δομημένη έλλειψη ενσυναίσθησης, χαρακτηριστικό των ναρκισσιστών. Οι άνθρωποι δεν φαίνονται πια διατεθειμένοι να δουλέψουν τις σχέσεις τους. Αυτό βέβαια είναι ουσιαστικά αυτοκαταστροφικό, όπως και η τιμωρία της σιωπής που όπως επισημαίνει ο Ουίλιαμ τελικά βλάπτει και εκείνον που την εφαρμόζει αφού οι άνθρωποι είμαστε εκ φύσεως προορισμένοι να ανταποκρινόμαστε στα κοινωνικά καλέσματα.
Τι συμβαίνει; Η ψυχολογία αναλύει το φαινόμενο, αλλά είναι η φιλοσοφία που το προσεγγίζει στη βαθύτερη αλήθεια του.
Στο βιβλίο «Η Κοινωνία της Κόπωσης», ο διάσημος Κορεάτης φιλόσοφος Χαν Μπιουνγκ Τσουλ εξηγεί πώς ο σημερινός «άνθρωπος της επιτυχίας» έχει μετατρέψει τον εαυτό του από υποκείμενο σε project του καπιταλισμού, επιδιδόμενος σε μια εξαντλητική αυτοεκμετάλλευση. Σε συνδυασμό με τη σημερινή κατάχρηση της έννοιας της «θετικότητας», βιώνει την έλλειψη ευχαρίστησης, την κατάθλιψη. Αυτή η κρίση συνδέεται με μια ναρκισσιστική διαταραχή και με την ανύπαρκτη σχέση με τον Άλλον.
«Ως διαταραχή χαρακτήρα, ο ναρκισσισμός είναι το ακριβώς αντίθετο από την ισχυρή αγάπη του εαυτού», εξηγεί ο Τσουλ. «Η απορρόφηση στον εαυτό δεν παράγει ευχαρίστηση, παρά τον πληγώνει. Η κατάργηση του ορίου μεταξύ του εαυτού και του άλλου σημαίνει ότι τίποτε νέο, τίποτε ‘άλλο’ δεν εισέρχεται ποτέ στον εαυτό. Καταβροχθίζεται και μετασχηματίζεται μέχρι που κανείς πια νομίζει ότι μπορεί να δει τον εαυτό του στον άλλον – και τότε χάνει τη σημασία του… Αποζητώντας διαρκώς μια έκφραση ή αντανάκλαση του εαυτού του… [ο ναρκισσιστής] πνίγεται στον εαυτό του».
Ο ναρκισσισμός συνδέεται με ψυχικές διαταραχές της εποχής μας, κατά τον συγγραφέα. Ο εικονικός κόσμος των νέων μέσων επικοινωνίας συντείνει σε αυτό, φτωχός σε διαφορετικότητα και αντιστάσεις. «Σε όλους τους φανταστικούς χώρους του εικονικού, το ναρκισσιστικό εγώ βρίσκεται πρώτα και κύρια αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Η εικονικότητα και η ψηφιοποίηση κάνουν το πραγματικό να εξαφανίζεται, κι εκείνο γίνεται γνωστό κυρίως αντιστεκόμενο». Για παράδειγμα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «η λειτουργία των ‘φίλων’ έγκειται κυρίως στο να μεγιστοποιήσει τον ναρκισσισμό προκαλώντας την προσοχή ‘καταναλωτών’ στο εγώ που εκτίθεται σαν εμπόρευμα».
Κάπως έτσι, το μοντέρνο εγώ αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της λίμπιντό του στον εαυτό του και το υπόλοιπο «μοιράζεται και σκορπίζεται μεταξύ διαρκώς πολλαπλασιαζόμενων επαφών και φευγαλέων σχέσεων… Δεν χρειάζεται η παρατεταμένη, επίπονη ‘δουλειά για το ιδανικό’».
Έτσι, ο σημερινός «άνθρωπος της επιτυχίας», έχοντας πλεόνασμα επιλογών, αποδεικνύεται ανίκανος να χτίσει στενούς συναισθηματικούς δεσμούς, κατά τον Τσουλ. «Η κατάθλιψη κόβει όλες τις συνδέσεις».