
Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Εθνική Λυρική Σκηνή. Τελική πρόβα. Κυλάει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Σολίστ, τεχνικοί, χορωδία, ηθοποιοί - όλοι ένα σώμα, έτοιμο να αναχωρήσει. Τα τελευταία πηγαδάκια, τα μικρά και μεγάλα άγχη: «Πόσες ώρες το ταξίδι; Τι τρώμε εκεί; Τι να κουβαλήσουμε;». Ξαφνικά νιώθω ότι πρέπει να το πω. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και δηλώνω με στεντόρεια λυρική φωνή: «Έχω πάει ξανά». Σιωπή. Τριακόσια μάτια καρφώνονται πάνω μου. «Για πες…». Εξηγώ ότι είχα ξαναβρεθεί στο Πεκίνο το μακρινό 2008 με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη και το Θέατρο Τέχνης, ότι ήταν μια μοναδική εμπειρία και ότι πολλά θα έχουν αλλάξει. Κρατούν σημειώσεις σαν να τους δίνω οδηγίες επιβίωσης. Στο τέλος της πρόβας αγκαλιές, πειράγματα, το αίσθημα πως πάμε σε μια μεγάλη αποστολή. Όλοι μαζί, σαν να φεύγουμε για έναν άγνωστο «πόλεμο» - αλλά με χαμόγελο.
Το ταξίδι ξεκινά. Στο Ελευθέριος Βενιζέλος σφιχταγκαλιάζω το βυσσινί διαβατήριο που κατακτήθηκε απαντώντας σε εκατομμύρια ερωτήσεις (από «ποιο είναι το αγαπημένο σας χρώμα;» έως «ξέρετε να χειρίζεστε όπλο;»). Σμήνος από χειραποσκευές, backpack, βαλίτσες 40 κιλών, κασκόλ μπουφάν και σαγιονάρες. «Εδώ! Εδώ, Βασίλη!». Ναι, σας είδα!
Τεράστια ουρά στο τσεκιν. Ευτυχώς. Προλαβαίνουμε να κατεβάσουμε εφαρμογές για πληρωμές, VPN, GPN, EMF, KLF, REM, άγνωστα ακρωνύμια που μου φαίνονται όλα κινέζικα πριν καν φτάσω. Μούδιασμα συγκίνησης. Ο τεράστιος Κινέζικος Κόκκινος δράκος απογειώνεται! Φεύγουμε. Βλέπω από το παράθυρο Σπάτα, Κορωπί, Μαρκόπουλο να σβήνουν. Και σκέφτομαι τι εικόνες θα βλέπω σε λίγες ώρες από το ίδιο μικρό παραθυράκι. Άλλους ουρανούς. Μέσα στο αεροπλάνο, σαν τσουβάλια δεμένοι, αρχίζουμε να εξερευνούμε τις οθόνες μπροστά μας: ταινίες στα κινέζικα με τη Μέριλ Στριπ (!) - ούτε έτσι δεν χάνει την μαγεία της. Το γεύμα, κοτόπουλο με ρύζι, σε μορφή σιμιγδαλένιου χαλβά. Γλυκιά αμηχανία. Περνάμε Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν, Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν - μια παρέλαση από σταν. Διασχίζουμε και τη Μογγολία - τεράστια. Μια γεωγραφία που κυλά πολύχρωμη κάτω από τα φτερά μας. Τα περνάμε όλα με άριστα: δέκα -με τόνο- ώρες.


Πεκίνο. Το σοκ της άφιξης. Δάκρυ συγκίνησης. Αναμνήσεις. Κι ύστερα, πτήση για Shenzhen. Καθώς κατεβαίνουμε μέσα από πυκνά σύννεφα -είναι πια μεσημέρι- ξεπροβάλλουν ουρανοξύστες σαν δάση από γυαλί. Θες να κάνεις ένα τσακ με το χέρι σου και να τα χαϊδέψεις (Σπάτα, Κορωπί, Μαρκόπουλο… πουθενά). Το αεροδρόμιο, σαν σταθμός διαστημόπλοιου. Διαλέγω το Εντερπράιζ του Star Trek. Ο κόκκινος κινέζικος δράκος μεταμορφώνεται σε υδροπλάνο του Τζέικ Κάτερ. Ανοίγουν οι μπουκαπόρτες! Επειγόντως μπουκάλες οξυγόνου! Η υγρασία απερίγραπτη.
Η Λυρική είναι εδώ; Ναι, και όλα τα οκτώμισι εκατομμύρια που μοιάζουν μεταξύ τους.
Η ζακέτα φεύγει, το μπλουζάκι κολλάει. Η πόλη μάς τυλίγει με το μέγεθός της. Βλέπω ουρανοξύστες να υψώνονται σαν να φτιάχτηκαν μέσα σε μια νύχτα. Σκέφτομαι: «Από το ’80 αυτοί έχτισαν κόσμους· εμείς βάλαμε σίτες στα παράθυρα». Στο λεωφορείο μια παγωμένη τούνδρα. Ξαναβάζω ζακέτα, καλτσάκια, κουκούλα. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο. Λίγες σταγόνες ιδρώτα να κυλήσουν και ξανά η παγωμένη δροσιά. Σαγόνι στο πάτωμα! Πληροφορίες για το δωμάτιο. Χαμογελαστοί, ευγενικοί, πρόθυμοι να σε εξυπηρετήσουν όλοι, με μηδέν αγγλικά. Καλά θα πάει - υπάρχει πάντα και η νοηματική του τουρίστα. Το δωμάτιο στον 20ό όροφο αποζημιώνει. Ανοίγει θέα σε μια αχανή πόλη που δεν τελειώνει. Ντους, γρήγορη ανάσα, και τρέχουμε πριν μας προλάβει το jet lag. Κατεβαίνω στο λόμπι. Οι τρεις «άγγελοι του Τσάρλι» (Ήρα, Μαριλένα, Τζίνα) με περιμένουν με χάρτες ανοιχτούς σαν Ροβινσώνες Κρούσες. «Φύγαμε για κέντρο!» μου λένε. «Κέντρο;», απαντώ. «Αυτό εδώ τι είναι, περίχωρα;».


Ξεχνάω το πορτοφόλι μου. «Να το κάνεις τι;», με μια φωνή οι τρεις άγγελοι του Τσάρλι μου υπενθυμίζουν που βρίσκομαι. Η πρώτη βόλτα: φώτα, κυκλοφορία, άγνωστες μάρκες αυτοκινήτων, gadgets, malls που σε καταπίνουν, κτήρια τεράστια παντού - πιάστηκε ο αυχένας μου να χαζεύω τις κορυφές τους και τα σχεδόν κρυμμένα στα σύννεφα ρετιρέ. Ο ταξιτζής μπροστά μου - αμίλητος, αγέρωχος ακούνητος - σαν να οδηγεί το ίδιο το ταξί τον εαυτό του. Το πράσινο κυριαρχεί, ένα ιδιαίτερο πράσινο που θυμίζει το δικό μας του Μαγιού. Οι πλουμέριες, δέντρα ολόκληρα. Και εγώ με τη δική μου, να παλεύω χρόνια στο μπαλκόνι, με νύχια και με δόντια να την κρατήσω ζωντανή σε μια γλάστρα. Φτάνοντας στο κέντρο, ένα συγκρατημένο χαμόγελο χαράς βγαίνει από τα χείλη και των τεσσάρων. Ξεγελάσαμε τον ταξιτζή; Τόσο φθηνά; Ταξί για πάντα. Αισθάνομαι σαν τον Τσάρλι, την πρώτη του φορά στο εργοστάσιο με τις σοκολάτες.

Η κίνηση στους δρόμους απίστευτη. Μια πόλη που θέλει να σου πουλήσει τα πάντα - και το καταφέρνει Χρήσιμα γκάτζετ για όλες τις ηλικίες. Ρούχα για όλα τα γούστα - η βιομηχανία της ένδυσης εδώ χορεύει σε τρελούς ρυθμούς. Υπερσύγχρονα mall που μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του καθένα, και τιμές που μπορούν να σε ιντριγκάρουν να αφεθείς σε τρελό παραλήρημα - λες «τα θέλω όλα!». Κι οι άνθρωποι; Ευγενικοί, τόσο που μερικές φορές μπορεί και να σε εξυπηρετούν μέχρι… τελικής πτώσης. Εδώ τα ξεχνάς όλα και προσαρμόζεσαι αμέσως στο νέο ρυθμό.


Η ώρα έχει πάει 1:00 (δική τους). Τα ταπεράκια ανοίγουν, τα chopsticks παίρνουν φωτιά κάτω από το Golden Tower του Dongmen pedestrian street. Η αντίθεση με τρελαίνει, η εξυπηρέτηση εδώ είναι δευτερεύουσα, το φαγητό πρωτεύει. Ιερή στιγμή. Μαζευόμαστε κάτω από ένα Περίπτερο Δροσιάς – εγώ και οι ΜαΤζΗρ (Μαριλένα, Τζίνα, Ήρα). Ζητάω νερό· η γλυκύτατη κυριούλα πίσω από τον πάγκο μου δείχνει περήφανα το χαρτόνι με το QR. Πουθενά ρευστό. Ήθελα να 'ξερα, τα κάλαντα πώς τα διαχειρίζονται;
Ταξί-εφαρμογάτο και πίσω στο ξενοδοχείο. Νομίζω ότι γυρίσαμε από άλλη διαδρομή. Λάθος. Από την ίδια ήταν· απλώς τώρα κοιτούσα από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου. Η πείνα θεριεύει. Μπαίνουμε σε ένα μικρό μαγαζί. Ο φόβος μου: πουθενά αγγλικά. Το σχέδιο: εγώ θα τους μιλάω ελληνικά κι ό,τι καταλάβουν. Και ό,τι φάω.


Η «καλησπέρα» μου ακούγεται ως τα πέρατα του κόσμου. Οι δικοί μου ήδη έχουν βγάλει κινητά έτοιμα για να με βιντεοσκοπήσουν. Τα ελληνικά μου - φρέσκα, με μια εσάνς Επανομής - βοηθούν, μαζί με λίγη νοηματική. Το μενού μπροστά μου: μια ωραία σουπίτσα θα ήταν ό,τι καλύτερο. Μια κοπέλα μου λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Για 13¥, 0,75€ υπέροχη. Προσπαθεί να μου εξηγήσει τι περιέχει. Βάζω τη μετάφραση στο google: «σούπα με ρίζες λωτού και κόκαλα δράκου». Εντάξει τα κόκαλα του δράκου, αλλά ο λωτός; Τι σας έφταιξε; Σκέφτομαι πως με 0,75€ μέχρι 2€, παύλα 348¥ μπορείς να παραγγείλεις ολόκληρη Λερναία Ύδρα και να φάει όλο το τραπέζι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά καταλήξαμε στο ριζάκι με τηγανητό αυγό -basic- και μετά ξεκούραση στο ξενοδοχείο.


Απόγευμα στο Guangming Culture & Art Center Shenzhen - ένα ολόλευκο διαμάντι δεσπόζει μέσα σε μια πεντακάθαρη λίμνη. Εδώ χτυπά η καρδιά της Λυρικής. Η γενική μας πρόβα. Το σκηνικό, άρτια δομημένο μετά από ένα δίμηνο ταξίδι για να φτάσει στη χώρα αυτή. Όλα πηγαίνουν άψογα. Βγαίνοντας από το θέατρο, η πόλη μάς τυλίγει φωταγωγημένη - σου κόβει την ανάσα. Αθόρυβη, με ηλεκτρικά αυτοκίνητα να γλιστρούν σαν επικίνδυνα φαντάσματα.
1:00 το βράδυ στην Κίνα – 8:00 απογευματάκι στην Ελλαδίτσα. Το πρώτο διαδικτυακό τηλεφώνημα στους δικούς μου έγινε. Το μάτι-τάπερ κλείνει.

9:45 το πρωί. Ανεβαίνω στο παρά πέντε, σαν γνήσιος Ελληνάρας, να φάω πρωινό. Ομελέτες, αυγά, μπέικον, σούπες με κόκαλα δράκων, τυριά, χυμοί, καφέδες, βάφλες, τραγανή πέτσα πάπιας, κοτόπουλο με φιστίκια και chili, μαρμελάδες κάθε είδους. Τρως υπέρογκα.
Ημέρα οργανωμένη: επίσκεψη στο μικρό χωριό Gankeng Hakka Townlet. Παγόδες λουσμένες στο πράσινο, τεράστια φύλλα μονστέρας, ρυάκια και ξύλινα σπιτάκια. Οι κάτοικοι στους δικούς τους ρυθμούς, καθισμένοι στις αυλές, στα στενά σοκάκια, χαρίζουν χαμόγελα σε κάθε χαιρετισμό. Στη γωνία, κοριτσάκια με παραδοσιακές στολές προσκυνούν στον βωμό του TikTok.
Βράδυ Σαββάτου – Πρεμιέρα. Ένα κοινό διψασμένο για όπερα μας καταχειροκροτεί. Βγαίνουμε και μας περιμένουν για αυτόγραφα· το ζεις και νιώθεις σαν Lady Gaga.

Επίσκεψη στο Shenzhen Safari Park. Αν και δεν ταιριάζει στην δική μου φιλοσοφία -αδυνατώ να βλέπω φυλακισμένα ζώα-, εντυπωσιάστηκα από την άνεση με την οποία κινούνταν τα περισσότερα σε έναν τεράστιο ανοιχτό χώρο. Φλαμίνγκο, τίγρεις, γλυκά πάντα που κοιμούνται πάντα.
Κάθε μέρα μικρές συγκρίσεις: οι ρυθμοί, η αστική ενέργεια, η αβίαστη χρήση της τεχνολογίας. Σκέφτομαι την Αθήνα: πόσο διαφορετική, πόσο ίδια στις αντιφάσεις της. Αυτό που πάντα με συγκινεί σε ένα ταξίδι είναι η σύγκριση. Να βρίσκω ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στους λαούς. Η Κίνα σου δίνει αφθονία υλικού για τέτοιες συγκρίσεις.
Κι έπειτα έρχεται η νοσταλγία. Με βαριά καρδιά και βαλίτσες γεμάτες ψώνια, παραδίδουμε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν. Η επιστροφή μοιάζει λιγότερο επώδυνη, γεμάτη εικόνες, χαρά και προσμονή για το επόμενο ταξίδι. Η επιστροφή αφήνει πάντα μια γλύκα. Ιδίως σε ταξίδια που τα μοιράζεσαι με όμορφους, γενναιόδωρους ανθρώπους.
Ευχαριστούμε την Εθνική Λυρική Σκηνή. Είμαστε έτοιμοι για το επόμενο ταξίδι.