Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απένειμε τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά στον αγαπημένο δημιουργό Γιώργο Τσεμπερόπουλο, σε μια συγκινητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στο Ολύμπιον, πριν από την προβολή της ταινίας Ο Εχθρός Μου. Τον Χρυσό Αλέξανδρο απένειμαν ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντένης Ηλιάδης, η σεναριογράφος και αντιπρόεδρος του ΔΣ του Φεστιβάλ Κατερίνα Μπέη και ο σεναριογράφος Γιάννης Τσίρος.
Η 66η διοργάνωση πραγματοποίησε μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, στο πλαίσιο του οποίου προβλήθηκαν όλες οι μεγάλου μήκους ταινίες του. Επιπλέον, το κοινό είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει για πρώτη φορά τέσσερις σπάνιες και άγνωστες στο ευρύ κοινό μικρού μήκους ταινίες του σπουδαίου σκηνοθέτη, γυρισμένες στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, από τα φοιτητικά του χρόνια στο American Film Institute στο Λος Άντζελες. Παράλληλα, προβλήθηκε και η ταινία Μαύρο + Άσπρο των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού, με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τον λόγο πήρε αρχικά ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Σήμερα τιμούμε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Παρουσιάζουμε και τις έξι μεγάλου μήκους ταινίες του, αλλά για πρώτη φορά και τις τέσσερις μικρού μήκους που δημιούργησε όταν σπούδαζε στην Αμερική. Επιπλέον, προβάλαμε και τη μόνη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ως ηθοποιός, το Μαύρο + Άσπρο των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού». Στη συνέχεια, απευθυνόμενος στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, είπε: «Αγαπητέ Γιώργο, το σινεμά που υπηρετείς εδώ και πενήντα χρόνια, είναι ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό. Σε κάθε ταινία σου βλέπουμε ένα μωσαϊκό από χαρακτήρες, αλλά ταυτόχρονα παρακολουθούμε την ιστορία της Ελλάδας που αλλάζει. Όπως έγραψε και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, “οι ιστορίες του γράφουν τη δική τους μικρή ιστορία, ενώ η μεγάλη ιστορία τούς κλείνει ειρωνικά το μάτι”» ανέφερε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.
Αμέσως μετά προσέθεσε: «Οι ιστορίες σου δεν είναι απλώς ταινίες, αλλά βαθιές και καθαρές τομές, με χιούμορ, θυμό και ευαισθησία. Κάθε πλάνο σου κουβαλάει μια αλήθεια, μια μνήμη και μια ευθύνη. Εκεί βρίσκει κανείς τον σφυγμό της εποχής μας. Αλλά ανακαλύπτει και κάτι πιο διαχρονικό: τη διαρκή μάχη που δίνουμε για να παραμείνουμε άνθρωποι μέσα στον θόρυβο, ο οποίος, όπως μου είπες, δεν σου αρέσει καθόλου. Φέτος στο Φεστιβάλ προβάλλουμε όλες τις ταινίες σου. Ξαναβλέπουμε όχι μόνο τη διαδρομή ενός δημιουργού, αλλά την πορεία ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε να κοιτάξει την κοινωνία κατάματα. Σε ευχαριστούμε Γιώργο για τις εικόνες σου, τους ήρωες σου, αλλά και για τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις και τα πλάνα: εκεί που κατοικεί η ψυχή του σινεμά».
Στη συνέχεια ανέβηκαν στη σκηνή τρεις συνεργάτες του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντένης Ηλιάδης και οι συγγραφείς και σεναριογράφοι Κατερίνα Μπέη και Γιάννης Τσίρος. Πρώτος πήρε τον λόγο ο Ντένης Ηλιάδης: «Με τον Γιώργο γράψαμε μαζί πριν 25 χρόνια την Πίσω Πόρτα. Ήταν μια υπέροχη συνεργασία. Κάθε φορά που βλέπω μια ταινία του, του λέω ελαφρά αστειευόμενος πως είναι ο τελευταίος ουμανιστής Έλληνας σκηνοθέτης. Και θέλω να τονίσω πόσο σημαντικός και απαραίτητος είναι για το ελληνικό σινεμά. Τον Γιώργο δεν τον ενδιαφέρουν τα υπερβολικά σκηνοθετικά κόλπα, και δεν θέλησε ποτέ να φανεί πιο έξυπνος από τους ήρωές του. Τους αγαπάει πραγματικά, στέκεται δίπλα τους και κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια τους. Γι’ αυτό και οι ταινίες του όχι μόνο καταγράφουν, αλλά και εκπέμπουν ένα πολύ αυθεντικό ανθρώπινο συναίσθημα. Έτσι, κι εμείς οι νεότεροι σκηνοθέτες, υποχρεωτικά δύο φορές τον χρόνο, πρέπει να βλέπουμε μια ταινία του Γιώργου για να βρίσκουμε ξανά το κέντρο μας. Καλά τα εξεζητημένα κόλπα και τα στυλιζαρισμένα πλάνα, αλλά αν μια ταινία δεν έχει καρδιά, τότε σπανίως είναι μια καλή ταινία. Γιώργο, σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα» δήλωσε ο Ντένης Ηλιάδης.
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια ο Γιάννης Τσίρος: «Θα εξομολογηθώ το εξής: κατά κάποιο τρόπο νιώθω ένοχος, έχοντας γράψει το σενάριο της ταινίας Ο Εχθρός Μου, διότι ουσιαστικά παρέσυρα τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο να διαπράξει τον πρώτο του κινηματογραφικό φόνο. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο Γιώργος για κάποιο διάστημα προσπαθούσε να εκλογικεύσει τον φόνο, μέχρι που έφτασε στο συμπέρασμα πως ο φόνος ως πράξη, όποια κι αν είναι τα κίνητρά της, στην ουσία παραμένει ειδεχθής και παράλογη. Δεν μείναμε όμως μόνο σε αυτό το στάδιο ενοχής. Παραβιάσαμε και μια ηθική αρχή, η οποία μας προστάζει πως δεν πρέπει να επωφελούμαστε από αυτά που χάνει κάποιος άλλος. Στην ουσία όμως εμείς βγήκαμε κερδισμένοι, γιατί με αυτή την ταινία κερδίσαμε πολλά διεθνή βραβεία».
Αμέσως μετά, τον λόγο πήρε η Κατερίνα Μπέη: «Με τον Γιώργο γνωριζόμασταν πάρα πολλά χρόνια, κάναμε παρέα αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ. Το προξενιό μάς το έκανε ο Διονύσης Σαμιώτης όταν αποφάσισε να κάνει το Υπάρχω. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ένιωσα τρεις μεγάλες χαρές. Η πρώτη ήρθε όταν άκουσα ότι θα συνεργαστώ με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Η συγγραφή αυτού του σεναρίου ήταν μια διαδικασία που είχε πολλή κουβέντα και πολλές ανατροπές, μια διαδικασία που παρατάθηκε λόγω της πολυλογίας και των δυο μας. Η δεύτερη χαρά ήταν η μετεωρική επιτυχία της ταινίας μας, την οποία είδαν σχεδόν ένα εκατομμύριο θεατές στην Ελλάδα και πολλοί Έλληνες στο εξωτερικό. Είμαστε ευγνώμονες για την πορεία της, η οποία φυσικά δεν ήταν και καθόλου αυτονόητη. Η παρουσίαση μιας προσωπικότητας όπως εκείνης του Στέλιου Καζαντζίδη έκρυβε μεγάλες δυσκολίες, αλλά τελικά θεωρώ ότι τα καταφέραμε. Η τρίτη και τελευταία χαρά κρύβεται στο αφηγηματικό παρόν και στη βράβευση του Γιώργου Τσεμπερόπουλου», ολοκλήρωσε η Κατερίνα Μπέη.

Ακολούθησε ένα σύντομο βίντεο με σκηνές από ταινίες του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, σε εικαστική επιμέλεια του Νίκου Πάστρα.
Στο σημείο αυτό, ο Ντένης Ηλιάδης απένειμε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, αναφέροντας: «Σου δίνω αυτό που πραγματικά σου αξίζει», ενώ αμέσως μετά έδωσε τον λόγο στο τιμώμενο πρόσωπο. «Δεν ήξερα πως θα μιλούσαν οι συνεργάτες μου πριν από εμένα», δήλωσε αρχικά ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. «Ό,τι είχα ετοιμάσει να πω, έχει ήδη ειπωθεί. Σε αυτήν εδώ την αίθουσα του Ολύμπιον, αλλά και στην παλιά αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με τα μεγάλα θεωρεία, πενήντα χρόνια τώρα ταξιδεύω σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από τη μαγεία του κινηματογράφου. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης έχω περάσει ορισμένες από τις πιο σημαντικές και όμορφες στιγμές της ζωής μου και την ευχαριστώ πραγματικά. Χαίρομαι πολύ που την υπηρέτησα, όπως και το ίδιο το Φεστιβάλ μέσα από τον ρόλο μου στο Διοικητικό Συμβούλιο για κάποια χρόνια. Θα ήταν λάθος να μη μοιραστώ αυτό που κουβαλάω πάντα μέσα μου, ότι δηλαδή οι πρώτοι μου κινηματογραφικοί εραστές ήταν ο Σάκης Μανιάτης και ο Γιώργος Πανουσόπουλος. Δεν είχαν ανάγκη από πολλά: κρατώντας την κάμερα πάντα στο χέρι, και χρησιμοποιώντας έναν μικρό ζουμ φακό, μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Δεν θα ήμουν εδώ αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που έγραψαν για μένα, οι σεναριογράφοι των ταινιών μου: ο Ντένης Ηλιάδης, η Κατερίνα Μπέη, ο Γιάννης Τσίρος και ο Βασίλης Αλεξάκης» τόνισε.
Μιλώντας για το σινεμά του, ανέφερε: «Είναι ένα σινεμά που επιδιώκει πάντα να αντλεί από την κοινωνία, επιδιώκει να ζει μέσα στην κοινωνία, επομένως χρειάζεται την αίθουσα και την επικοινωνία. Για αυτόν τον λόγο, μπορώ να θεωρήσω τον Χρυσό Αλέξανδρο ως ένα ολόχρυσο lifetime achievement βραβείο κοινού. Σας ευχαριστώ πολύ!» επισήμανε ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος.
Μετά την προβολή της ταινίας Ο Εχθρός Μου ακολούθησε Q&A. Σε ερώτηση του κοινού για το πόσους βοηθητικούς ηθοποιούς χρειάστηκε η ταινία, η παραγωγός Ελένη Κοσσυφίδου είπε: «Δεν θυμάμαι ακριβώς τα νούμερα, χωρίς να έχω ξεχάσει βέβαια τους ανθρώπους που δούλεψαν. Υπήρχαν πολλοί βοηθητικοί ηθοποιοί που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας του Γιώργου».
Σε ερώτηση για το ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος μοιράστηκε: «Όπως είπε ο Γιάννης Τσίρος δυσκολεύτηκα με το γεγονός ότι θα έκανα μια ταινία με φόνο. Είχα μεγάλη ανησυχία. Το αποδέχτηκα σεναριακά και κατάλαβα τι ταινία θα έκανα. Στα πρακτικά ζητήματα, μου ήταν δύσκολες οι σκηνές πάλης. Δεν το είχα κάνει ποτέ ξανά. Ζητούσα ρεαλισμό, αλλά φοβόμουν μην τραυματιστεί ο Μανώλης Μαυροματάκης. Αυτό με άγχωσε πιο πολύ από όλα».
Παίρνοντας τον λόγο, ο ηθοποιός Μανώλης Μαυροματάκης, πρωταγωνιστής της ταινίας Ο Εχθρός Μου, σημείωσε: «Αγχωνόμουν πολύ μήπως τραυματιστώ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να καθυστερήσει και το γύρισμα. Επίσης, τόσο μεγάλο ρόλο δεν είχα παίξει ποτέ και με άγχωνε που έπρεπε να κάνω γυρίσματα επί δύο μήνες. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο βοηθός σκηνοθέτη, ο Δημήτρης Παντελιάς, με είχε προτείνει στον Γιώργο. Τους ευχαριστώ και τους δύο, όπως και το Φεστιβάλ που βράβευσε τον Γιώργο γιατί μαζί του μεγαλώνουμε και εμείς».
Στη συνέχεια, ο ηθοποιός Γιώργος Γάλλος ανέφερε: «Η μεγάλη δυσκολία ήταν για μένα πως δεν έχω καμία σχέση ιδεολογικά και ιδεοσυγκρασιακά με τον χαρακτήρα που υποδύομαι. Η δουλειά μου δεν είναι να υπονομεύω τους ρόλους, αλλά να βρω τα αναγκαία στοιχεία για να τους στηρίξω. Ευτυχώς τα καταφέραμε, μέσα από πολλές πρόβες».
Σε ερώτηση για το αν δικαιολογεί τις πράξεις των ηρώων του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος απάντησε: «Το θέμα είναι να τους δικαιολογήσεις μέσα σου. Αυτή την ταινία την έκανα ως πατέρας. Θα ήταν εντελώς άλλη ταινία αν δεν είχα γίνει πατέρας. Η αγαπημένη μου σκηνή είναι όταν ο ήρωας, κολλημένος με την πλάτη στον τοίχο, βλέπει τους δικούς του που κοιμούνται. Ο καθένας το βλέπει με τη δική του οπτική. Στα υπαρξιακά θέματα δεν υπάρχει απάντηση. Όποτε βλέπω την ταινία συγκλονίζομαι με τη μουσική. Ο συνθέτης μας, ο Άκης Δαούτης, δυστυχώς έφυγε από τη ζωή εντελώς ξαφνικά. Είναι μια μεγάλη απώλεια για τον ελληνικό κινηματογράφο. Είχε μάλιστα γράψει και ένα τραγούδι για τους τίτλους τέλους, το οποίο τραγούδησε ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τελικά δεν μπήκε στην ταινία γιατί οι στίχοι εξηγούσαν το φινάλε και δεν ήθελα να υπάρχει κάτι τόσο συγκεκριμένο».
Αναφερόμενος στη διαδικασία του casting στις ταινίες του, ο σκηνοθέτης εξήγησε ότι «με τη δουλειά και την τριβή βρίσκεις και βγάζεις πράγματα από τον ηθοποιό. Οι περισσότεροι προέρχονται από το θέατρο και κάνουν την προεργασία τους. Ο Λόρενς Ολίβιε είχε πει ότι ένας μονόλογος του Σαίξπηρ δεν είναι τίποτα μπροστά στη δυσκολία που έχει να πας σε ένα περίπτερο, να πάρεις μια εφημερίδα και, χωρίς να πεις κουβέντα, να καταλάβει ο θεατής ότι με τον εφημεριδοπώλη είσαι φίλος. Πρόκειται για μικρά πράγματα δηλαδή, τα οποία πρέπει να λυθούν πριν αρχίσουν τα γυρίσματα». Ο Γιώργος Γάλλος συμπλήρωσε: «Συζητούσαμε πολύ στα γυρίσματα και κυρίως για τα όσα δεν ειπώνονται. Για το τι συμβαίνει μέσα στις σιωπές και τις παύσεις».
Ερωτηθείς γιατί Ο Εχθρός Μου είναι η αγαπημένη του ταινία, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Θεωρώ ότι είναι η πιο αδικημένη στο box office, καθώς παίχτηκε μέσα στην πιο βαθιά κρίση. Θα ήθελα το κοινό να τη δει. Ωστόσο, τις αγαπάω όλες τις ταινίες μου. Ειδικά μετά από αυτό το αφιέρωμα, τις αγαπάω λίγο περισσότερο».

«Ηλέκτρα7»: Μια σύμπραξη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
Την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη η ειδική προβολή της ταινίας Ηλέκτρα7, μια σύμπραξη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία υλοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία της ΔΕΗ. Η ταινία αποτελεί μια πρωτότυπη κινηματογραφική σκυταλοδρομία, η οποία αντλεί την έμπνευσή της από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Το κοινό και τους συντελεστές της παραγωγής, υποδέχτηκε και καλωσόρισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο και ευφάνταστο πρότζεκτ, και η επιλογή της σημερινής ημέρας για την προβολή του είναι κάθε άλλο παρά τυχαία, καθώς σήμερα εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, με την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας».
Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Ιωάννης Καπλάνης, ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την προβολή της ταινίας, ενώ υπογράμμισε πως ευελπιστεί η συνεργασία μεταξύ των δύο θεσμών, μετά και την υπογραφή του Συμφώνου Συνεργασίας το πρωί της ίδιας ημέρας, να εξελιχθεί δημιουργικά. Όσον αφορά την Ηλέκτρα7, σημείωσε πως «πρόκειται για ένα φιλόδοξο πρότζεκτ που ξεκίνησε από μια κοινή πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, την προηγούμενη Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, και όλοι μας το αγκαλιάσαμε. Παρότι δύσκολο εγχείρημα, το αποτέλεσμα, νομίζω, ήταν πολύ θετικό». Ο κ. Καπλάνης ευχαρίστησε την ΕΑΚ για την εξαίρετη συνεργασία, τη ΔΕΗ για την πολύτιμη χορηγία, καθώς και την εταιρεία παραγωγής Marni Films, τους 7 σκηνοθέτες και όλους τους συντελεστές για τη συνεργασία στην παραγωγή της ταινίας. Στην προβολή παρευρέθηκε και ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Η σκυτάλη πέρασε στη Σοφία Δήμτσα, Γενική Διευθύντρια Εταιρικών Σχέσεων και Επικοινωνίας Ομίλου ΔΕΗ, η οποία σημείωσε: «Πρόκειται για μια σύμπραξη του κλασικού και του νέου. Για εμάς, δεν είναι μια απλή χορηγία, αλλά μία ακόμα απόδειξη ότι η ΔΕΗ στηρίζει την τέχνη με έναν τρόπο ουσιαστικό, παρέχοντας τα απαραίτητα εφόδια στους καλλιτέχνες ώστε να πουν αυτά που θέλουν. Στεκόμαστε δίπλα στους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες, θεσμοθετώντας το βραβείο ΦΩΣ για τη στήριξη των πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών. Για εμάς στη ΔΕΗ, η ενίσχυση τέτοιων πρωτοβουλιών είναι βαθιά συνδεδεμένη με την αποστολή μας. Να δίνουμε ενέργεια σε ό,τι εμπνέει την κοινωνία. Να στηρίζουμε νέες φωνές. Να ανοίγουμε δρόμους πρόσβασης στη δημιουργία, αξιοποιώντας την τεχνολογία ως εργαλείο και όχι ως εμπόδιο».

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Λευτέρης Χαρίτος, είπε: «Είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή γιατί είμαστε ένα απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο, και η ιδέα μάς είχε έρθει σχεδόν από την πρώτη φορά που μαζευτήκαμε. Μια ταινία μικρού μήκους, 45 λεπτών, που πήρε περίπου τρία χρόνια από τη πρώτη σύλληψη μέχρι τη μεταφορά της στην οθόνη. Στην αρχή, δεν πιστέψαμε ότι θα μπορούσε να συμβεί, όμως οι άνθρωποι του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της ΔΕΗ το πίστεψαν. Επτά σκηνοθέτες, μία ιδέα, ένα σενάριο, μία ταινία: και να που έγινε πραγματικότητα! Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω και την Ελένη Κοσσυφίδου που, μαζί με τη Μίνα Ντρέκη, σήκωσαν όλο το βάρος της παραγωγής».
Μετά την παρουσίαση της ταινίας ακολούθησε Q&A, με μεγάλη συμμετοχή του κοινού. Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς κύλησε η συνεργασία ανάμεσα στους συντελεστές του πρότζεκτ, η παραγωγός Ελένη Κοσσυφίδου εξήγησε πως «ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΑΚ, τα μέλη του οποίου συμφώνησαν να πάρουν αυτό το γενναίο ρίσκο. Η επιλογή επτά σκηνοθετών ήταν συμβολική, καθώς το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου γιορτάζει τα 70 του χρόνια. Το σενάριο είχε στηθεί σε ισάριθμες ενότητες βάσει μιας διαφορετικής –κάθε φορά– οπτικής γωνίας: των MME, του Δικαστικού Σώματος, της Αστυνομίας, του Ανακριτικού, κτλ., οπότε κάθε σκηνοθέτης, μαζί με τον μοντέρ με τον οποίο συνεργαζόταν, είχε αναλάβει να υλοποιήσει και μία από αυτές. Και οι επτά εκδοχές παραδόθηκαν στον Γιώργο Μαυροψαρίδη, εκκινώντας έναν δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στους επτά σκηνοθέτες και τον σπουδαίο μοντέρ, με απώτερο στόχο την από κοινού συνδιαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος».
Σε εκείνο το σημείο, η παραγωγός Μίνα Ντρέκη συμπλήρωσε: «Όσον αφορά το κομμάτι της εκτέλεσης της παραγωγής, μπορώ να πω ότι υπήρξε μια πολύ δημιουργική διαδικασία, καθώς οι σκηνοθέτες/τριες λειτουργούσαν συμπληρωματικά μεταξύ τους». Στο ίδιο μήκος κύματος, η σκηνοθέτρια Σοφία Εξάρχου προσέθεσε: «Ήταν μια ομαδική άσκηση ψυχής, κάτι που δεν είχαμε ξαναβιώσει. Κάναμε το casting των ρόλων παρέα, συμφωνούσαμε για τα κοινά locations, μοντάραμε μαζί. Ήταν και για εμάς μια ενδιαφέρουσα και πρωτόγνωρη διαδικασία, καθώς περνάμε κατά κανόνα αυτά τα στάδια τελείως μόνοι μας. Είναι τόσο δύσκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, που έχεις μεγάλη ανάγκη να επικοινωνείς με τους συναδέλφους σου, να μοιράζεσαι την κούραση και τη δυσκολία».
«Αυτό που έμεινε ως τελική γεύση είναι ότι επτά σκηνοθέτες, με τα “εγώ” που κουβαλάει ο καθένας και η καθεμία, κατάφεραν και συνεργάστηκαν αρμονικά. Μας έχει αφήσει μια γλυκιά ανάμνηση η εμπειρία, μιας και δεν υπήρξαν εντάσεις μεταξύ μας. Μοιραζόμασταν ιδέες και πιστεύω ειλικρινά πως το πείραμα πέτυχε. Επικράτησε η σύμπνοια και όχι ο εγωισμός» ανέφερε ο Μπάμπης Μακρίδης, με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο να συνηγορεί: «Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι από την αρχή συμφωνήσαμε πως δεν μας ενδιαφέρει να μοιάζει με ταινία. Καταλήξαμε στο ότι ο καθένας θα κρατήσει τη δική του γραμμή, με την ελπίδα ότι σε κάποιο σημείο οι γραμμές αυτές θα ενωθούν». Από την πλευρά του, ο Νεριτάν Ζιντζιρία σχολίασε χιουμοριστικά: «Το καλύτερο είναι ότι επειδή δεν γνωρίζετε ποιος έχει γυρίσει τι, ό,τι είναι ωραίο μπορούμε να το καρπωθούμε όλοι, ενώ για ό,τι δεν λειτουργεί, κανείς δεν θα ξέρει ποιος ευθύνεται».
Αναφορικά με το σενάριο, και πιο συγκεκριμένα σε ερώτηση του κοινού για τον χορό της τραγωδίας, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος απάντησε: «Ο χορός είναι πράγματι τα παιδιά, και στη συγκεκριμένη τραγωδία ο χορός φάσκει και αντιφάσκει, είναι δηλαδή ένας χορός δίχως συνοχή. Μάλιστα, στη διάρκεια του γραψίματος εισήχθησαν διαφορετικές εκδοχές του. Για παράδειγμα, τα ΜΜΕ είναι κι αυτά ένας χορός, ενώ τα σκυλιά είναι η τελική εκδοχή του, οδηγώντας την ταινία σε μια σιωπή». Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης έσπευσε να προσθέσει ότι «αυτό που με ενδιαφέρει στις σπονδυλωτές ταινίες, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν πετυχαίνουν αλλά πάντα είναι γοητευτικές, είναι ότι δουλέψαμε πάνω σε ένα κείμενο κλασικό, αλλά σε μια νέα εκδοχή του, έχοντας ο καθένας μας μια εντελώς διαφορετική σχέση με αυτή την ιστορία. Επομένως, υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση από την καθεμία και τον καθένα όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και σε επίπεδο ανάγνωσης του έργου».
Από την πλευρά της, η Ελίνα Ψύκου τοποθετήθηκε ως προς τη σύνδεση των επτά σκηνοθετών που, όπως επισημάνθηκε και σε ερώτηση του κοινού, απορρέει από μια βαθύτερη φιλοσοφία ανάδειξης του «εμείς», που υπερβαίνει τον μοντερνισμό στο σινεμά, απέναντι στο στενό «εγώ», όπου ο σκηνοθέτης αποκτά τρόπο τινά ρόλο θεού. «Προσωπικά μιλώντας, αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο ως τελικό επιμύθιο. Δεν γνωρίζω αν ήταν κάτι που είχαμε συνειδητά στο μυαλό μας εξαρχής, αλλά σίγουρα αυτό το “μαζί” ήταν που έμεινε στο τέλος, ως κάτι που ξεπερνάει την εποχή μας, αλλά και την κάθε εποχή. Επομένως, αυτό ήταν το κερδισμένο στοίχημα, καθώς με κάποιον τρόπο καταφέραμε να αφήσουμε πίσω τον ατομισμό της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας, τον ναρκισσισμό μας, τις αυστηρά δικές μας ανάγκες». Με την παραπάνω τοποθέτηση συμφώνησε και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο οποίος επισήμανε: «Όταν κάνεις κάτι αποκλειστικά δικό σου, δεν είναι σίγουρο ότι είσαι απόλυτα ο εαυτός σου, γιατί τείνει να σε απασχολεί πολύ πώς θα φανείς, κι ίσως το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει να μην είναι εντελώς ειλικρινές. Σε τέτοια πρότζεκτ, όπου απολαμβάνεις μια τέτοια ελευθερία, δοκιμάζεις πράγματα που δεν θα τα δοκίμαζες εύκολα σε κάτι τελείως δικό σου».
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του Q&A, οι συντελεστές αναφέρθηκαν στα όσα ελπίζουν μελλοντικά να προκύψουν από αυτή τη σύμπραξη. «Το σινεμά είναι πολύ σύνθετο. Και η συγκεκριμένη εμπειρία μάς έδωσε εφόδια που κανείς και καμία από εμάς δεν διέθετε προηγουμένως. Γίναμε πιο έμπειροι μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που μοιραστήκαμε. Η ευθύνη του σκηνοθέτη μερικές φορές είναι βαριά, και όταν σου δίνεται η ευκαιρία να συνομιλήσεις και να μοιραστείς όλον αυτό τον όγκο, κάπως ανακουφίζεσαι» ανέφερε η Σοφία Εξάρχου, με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη να προσθέτει: «Ένα επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η συνδημιουργία ενός σεναρίου από επτά σκηνοθέτες, διότι στην προκειμένη περίπτωση επιβιβαστήκαμε σε ένα πρότζεκτ που ήδη προϋπήρχε. Αναρωτιέμαι σε τι θα επικεντρωνόμασταν και ποιο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν το πρότζεκτ εκκινούσε από εμάς τους ίδιους». Αντίστοιχα, ο Μπάμπης Μακρίδης ανέφερε πως «κάθε ταινία είναι ένα βήμα για την επόμενη, είτε ατομική είτε συνεργατική», ενώ ο Νεριτάν Ζιντζιρία συμπλήρωσε: «Έχει επίσης ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεσαι με ένα κείμενο σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, θα είχαμε μια πιο σοφή προσέγγιση απέναντι στην Ηλέκτρα σε 10-15 χρόνια από σήμερα;»

Masterclass με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο: «Παρά την δόξαν»
Την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, το κοινό του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το συναρπαστικό masterclass με τίτλο «Παρά την Δόξαν», το οποίο έδωσε ο σπουδαίος συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος. Συνομιλώντας με το μεγάλο αφιέρωμα του φετινού Φεστιβάλ «Plot Twist, Beyond the Sixth Sense», ο καταξιωμένος Έλληνας δημιουργός ανέλυσε τη διαχρονική και ακαταμάχητη δύναμη της ανατροπής των προσδοκιών στη δραματική –και όχι μόνο– αφήγηση. Αντλώντας παραδείγματα από μια εντυπωσιακή πληθώρα από αναφορές, από τη βιβλική παραβολή του Γολιάθ μέχρι τα αριστοτελικά κείμενα, και από τον Κριστόφ Κισλόφσκι μέχρι τον Φατίχ Ακίν, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ξεχώρισε και παρουσίασε ορισμένα από τα πιο αξιομνημόνευτα παραδείγματα της χρήσης του plot twist στην ιστορία του κινηματογράφου αλλά και της τέχνης γενικότερα.
Τον Νίκο Παναγιωτόπουλο υποδέχτηκε και καλωσόρισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Κεντρικό θέμα της φετινής διοργάνωσης είναι η ανατροπή της προσδοκίας. Πέρα από την ταινία Η έκτη αίσθηση (1999), που ίσως αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός plot twist στην αφήγηση, η επιθυμία μας ήταν να διερευνήσουμε την καταγωγή και τις ρίζες αυτού του αφηγηματικού εργαλείου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο καλέσαμε έναν άνθρωπο που γνωρίζει και κατανοεί άψογα την έννοια της αφήγησης τόσο στον κινηματογράφο όσο και στη λογοτεχνία. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι ο σεναριογράφος σε ορισμένες από τις πιο διάσημες ταινίες του ελληνικού σινεμά, αλλά και ο συγγραφέας πολυβραβευμένων βιβλίων. Στη φετινή φεστιβαλική έκδοση για το αφιέρωμα στο Plot Twist, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συμμετέχει με ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, με τίτλο Με τις ευλογίες του Αριστοτέλη. O ίδιος θα σας εξηγήσει τώρα γιατί και πώς τα πάντα ξεκίνησαν από τον μεγάλο αυτό διανοητή και φιλόσοφο της αρχαίας Ελλάδας».
Αμέσως μετά, τη σκυτάλη πήρε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος προειδοποίησε αρχικά αστειευόμενος το κοινό του masterclass πως «η επόμενη ώρα θα είναι γεμάτη σπόιλερ!» Στη συνέχεια, ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους, δηλώνοντας: «Είναι πραγματικά αδιανόητo, αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο πλανήτης μας βιώνει μεγάλες τραγωδίες, ανθρώπινες ζωές χάνονται στη Γάζα, στην Ουκρανία και σε άλλα μέρη του κόσμου, και εμείς έχουμε μαζευτεί σε ένα σινεμά για να μιλήσουμε για την ανατροπή της προσδοκίας στην αφήγηση». Στη συνέχεια, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος επέλεξε έναν πρωτότυπο τρόπο για να εισάγει το κοινό στην έννοια του plot twist, προβάλλοντας τα στιγμιότυπα από τον νικηφόρο ημιτελικό της εθνικής ομάδας μπάσκετ απέναντι στις ΗΠΑ, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπάσκετ που διεξήχθη στην Ιαπωνία το 2006. «Είκοσι χρόνια μετά, αυτό που μόλις παρακολουθήσαμε είναι η ανατροπή της προσδοκίας. Είδαμε τον Δαυίδ να νικάει τον Γολιάθ. Αυτή η αρχαία έκφραση που έχει διασωθεί ως έκφραση στην καθομιλουμένη αποδεικνύει τη δύναμη που ενέχει η ανατροπή της προσδοκίας. Αυτή η ιστορία μάς διδάσκει και μια ακόμη σπουδαία αφηγηματική αρχή: μας υπενθυμίζει ότι όσο πιο δυνατός είναι ο αντίπαλος τόσο πιο ισχυρή είναι και η δραματουργική αφήγηση. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Seven (1995) του Ντέιβιντ Φίντσερ, όπου ο Κέβιν Σπέισι είναι ένας ανυπέρβλητος αντίπαλος για τον Μπραντ Πιτ, καθότι έχει σχεδιάσει τα πάντα, μέχρι και το δικό του τέλος. Μάλιστα, αρκετά νωρίς στην ταινία βλέπουμε και εκείνη την καταπληκτική σκηνή όπου ο Μπραντ Πιτ και η Γκουίνεθ Πάλτροου κάνουν το τραπέζι στον Μόργκαν Φρίμαν. Ξαφνικά, το σπίτι αρχίζει να τρέμει γιατί ακριβώς απ’ έξω περνάει ένα τρένο. Στη δραματική αφήγηση, αυτό το ονομάζουμε προοικονομία. Το σπίτι στο τέλος θα καταρρεύσει και ο σεναριογράφος της ταινίας, ο Άντριου Κέβιν Γουόκερ, μας το έχει ήδη δείξει από εκείνο κιόλας το σημείο. Η ταινία έχει ως δομικό συστατικό 90 λεπτά ανατροπών».

Έπειτα, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε σε μια ακόμα γοητευτική περίπτωση δραματικής ανατροπής στον κινηματογράφο, και πιο συγκεκριμένα στο φιλμ νουάρ Η Λέσχη της Απάτης (1987) του Ντέιβιντ Μάμετ. Στην πλοκή της ταινίας, μια ψυχίατρος γοητεύεται από έναν απατεώνα και του ζητά να της μάθει πώς στήνει τις κομπίνες του. Στο φινάλε όμως, το θύμα της κομπίνας είναι η ίδια. «Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι κατά πόσο η γυναίκα αυτή στο τέλος της ταινίας λυπάται ή χαίρεται. Η ψυχολογία της αντανακλά πλήρως την ψυχολογία του θεατή. Η ηρωίδα χαίρεται, ακριβώς όπως κι ο θεατής, που νιώθει πως έχει ανατραπεί η προσδοκία του. Το παιχνίδι αυτό υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων» εξήγησε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. «Ο Αριστοτέλης μάς έμαθε ότι σε κάθε μύθο όσα συμβαίνουν πρέπει να ακολουθούν το ένα το άλλο, είτε επειδή αυτή είναι η φυσική διαδοχή των πραγμάτων είτε επειδή απλώς δεν γίνεται διαφορετικά. Όσα συμβαίνουν στον μύθο πρέπει να συνδέονται με σχέση αιτίου-αιτιατού». Όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία του μύθου, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός διευκρίνισε πως πρόκειται για τις περιπέτειες, τις αναγνωρίσεις και τα πάθη. «Ο Αριστοτέλης μάς μίλησε για την περιπέτεια 2.500 χρόνια πριν, ορίζοντας τη μεταβολή ως το ταξίδι από την ευτυχία στη δυστυχία ή αντίστροφα. Αντίστοιχα, η αναγνώριση είναι το ταξίδι από την άγνοια στη γνώση, ενώ τα πάθη είναι οι σοβαροί τραυματισμοί, ο θάνατος κ.ά. Ωστόσο, επεσήμανε με έμφαση ότι τα παραπάνω παρότι πρέπει να διαδέχονται το ένα το άλλο με σχέση αιτίου-αιτιατού είτε επειδή πρόκειται για τη φυσική ροή των πραγμάτων είτε επειδή δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά, πρέπει συγχρόνως να συμβαίνουν με τρόπο παράδοξο, δηλαδή αντίθετα από την προσδοκία μας. Ο θεατής πρέπει να ξαφνιάζεται γιατί τότε μόνο θα είναι σε θέση να θαυμάζει» τόνισε σχετικά.
Ακολούθως, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε σε διάφορα ακόμα χαρακτηριστικά παραδείγματα αφηγηματικής ανατροπής, όπως στην τραγωδία του Οιδίποδα, στη σειρά ταινιών Ο Εξολοθρευτής, στο μυθιστόρημα Κώδικας Ντα Βίντσι του Νταν Μπράουν, αλλά και στις ταινίες των αδερφών Νταρντέν, Ο γιος (2002) και Το παιδί (2005). Ως προς την τελευταία, μάλιστα, σημείωσε πως η ανατροπή της προσδοκίας ενεργοποιείται ήδη από την αρχή για την εισαγωγή ενός κύριου χαρακτήρα». Αντίστοιχη περίπτωση είναι και η πρώτη γνωριμία με τον πρωταγωνιστή Τζακ Νίκολσον στην ταινία Πέντε εύκολα κομμάτια (1970) του Μπομπ Ράφελσον. «Βλέπουμε μια καταπληκτική σκηνή εισαγωγής του κύριου χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν εργάτη σε πετρελαιοπηγές. Πίνει μπίρες με τον φίλο του, συζητά για γυναίκες και βρίζει στον αυτοκινητόδρομο. Δεν περιμένεις ότι μόλις καθίσει στο πιάνο θα παίζει Ραχμάνινοφ σαν αληθινός βιρτουόζος». Σε εκείνο το σημείο, προβλήθηκε ένα ακόμη απόσπασμα από την ταινία Μαζί ποτέ (2004) του Φατίχ Ακίν: «Όσοι έχουμε δει την ταινία ξέρουμε πως διαθέτει την πιο εντυπωσιακή πρώτη ώρα που έχουμε δει στο σινεμά για πολλά χρόνια. Κι αυτό συμβαίνει διότι ο αφηγητής τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια μας».
Επιπλέον, έκανε μνεία στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας Η συνομιλία (1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα. «Ξεκινάει η ταινία και ένα αόρατο χέρι κουρδίζει την προσδοκία μας. Ο σκηνοθέτης έχει πλήρη συνείδηση του πόσο κρίσιμη είναι η λειτουργία αυτής της ανατροπής, ώστε να το επισημαίνει και σκηνοθετικά», ανέλυσε σχετικά, ενώ αμέσως μετά προβλήθηκε ένα απόσπασμα από την ταινία Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία (1994) του Κριστόφ Κισλόφσκι. «Έχουμε μια ανατροπή που επισημαίνεται και σκηνοθετικά με το πέρασμα από μια σκοτεινή σκηνή που διαδραματίζεται στη σήραγγα του μετρό σε μια φωτεινή που εκτυλίσσεται με φόντο το λευκό χιόνι», ενώ στη συνέχεια έσπευσε να συμπλήρωσει: «Όταν ακούει κανείς για plot twist, και έχοντας στο μυαλό του ταινίες όπως Η έκτη αίσθηση ή το Seven, θα πιστεύει ότι πρόκειται για ένα φτηνό τρικ που έχει ως μόνο στόχο την εισπρακτική επιτυχία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πανίσχυρο αφηγηματικό εργαλείο που χρησιμοποιούν ακόμη και οι σπουδαιότεροι αφηγητές του σινεμά. Ο Κισλόφσκι καταφεύγει συχνά σε αυτό το τέχνασμα. Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι και δεύτερη ταινία από τον Δεκάλογο (1989), κατά τη γνώμη μου η ωραιότερη από όλη τη δεκάδα. Στη σκηνή του φινάλε, βλέπουμε το πρόσωπο του αρρώστου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε αν θα καταφέρει να επιβιώσει ή θα πεθάνει. Ο σκηνοθέτης, χωρίς κανέναν διάλογο, με πανοραμικό πλάνο από το πρόσωπο του ασθενούς στο βάζο με το γλυκό και τη μέλισσα να ξεφεύγει, τα λέει όλα. Ο αληθινός στόχος είναι να διηγηθεί την ιστορία με τον πιο θεαματικό τρόπο, με τα λιγότερα δυνατά λόγια, παίζοντας με την προσδοκία του θεατή. Ο Κισλόφσκι με τον σεναριογράφο του επιβεβαιώνουν αυτά που έλεγε ο Αριστοτέλης. Να προτιμάτε εκείνα που είναι αδύνατα αλλά πιστευτά, παρά αυτά που είναι δυνατά αλλά απίθανα. Είναι καλύτερα να ζωγραφίσεις κέρατα στο θηλυκό ελάφι παρά να ζωγραφίσεις άσχημα τα κέρατα του αρσενικού».
Το masterclass ολοκληρώθηκε με Q&A, στη διάρκεια του οποίου ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα plot twist, αυτή τη φορά από τον ελληνικό κινηματογράφο και πιο συγκεκριμένα από τη Στρέλλα (2009) του Πάνου Χ. Κούτρα. «Πρόκειται για ωραιότερη ανατροπή που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό σινεμά, μια ανατροπή του Οιδίποδα», σχολίασε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Μιλώντας για τα κλισέ, εξέφρασε την άποψη πως όσοι κάνουν σινεμά ή λογοτεχνία θα πρέπει να φροντίσουν να μην υποκύπτουν στη δύναμή τους». Ακόμα, σε ερώτηση του κοινού για το εάν οι αφηγηματικές τεχνικές διδάσκονται, ο σεναριογράφος τόνισε πως δεν πιστεύει ότι η δημιουργική γραφή διδάσκεται, προσθέτοντας πως «η μανιέρα είναι αρνητικό στοιχείο. Ωστόσο, όταν είδα το Breaking Bad δεν χόρταινα τις ανατροπές της προσδοκίας. Θέλετε να το πείτε κλίσε; Ίσως. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι και η σειρά Succession. Ο θεατής δεν χορταίνει τις ανατροπές». Τέλος, όσον αφορά το εάν στην Ελλάδα υπάρχει έλλειψη πρωτότυπων σεναρίων, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος απάντησε πως αυτή «είναι μια συζήτηση που βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και πολλά χρόνια. Έχουμε πρωτότυπα σενάρια, έχουμε και ιστορίες να αφηγηθούμε, έχουμε και καλούς σεναριογράφους. Μόλις αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τον κινηματογράφο όπως οφείλουμε, τότε θα δούμε και αυτά τα σενάρια να ανθίζουν».

Προβολή της ταινίας Τίγρης και Δράκος παρουσία του βραβευμένου με Όσκαρ συνθέτη Ταν Ντουν
Η αγαπημένη ενότητα προβολών Fundamentals of Cinema, η οποία επικεντρώνεται φέτος στα πιο σύγχρονα αριστουργήματα που θα γίνουν κλασικά στο πέρασμα του χρόνου, πραγματοποίησε την έναρξή της την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την αριστουργηματική ταινία Τίγρης και Δράκος (2000) του Ανγκ Λι. Την προβολή προλόγισε ο Κινεζο-Αμερικανός συνθέτης και μαέστρος Ταν Ντουν, ένα από τα σπουδαιότερα και πιο λαμπερά ονόματα της σύγχρονης κλασικής μουσικής, ο οποίος απέσπασε βραβεία Όσκαρ και Γκράμι για τη μουσική της ταινίας. Η φετινή εκδοχή των Fundamentals of Cinema φέρνει στο προσκήνιο σύγχρονες ταινίες που γυρίστηκαν στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του τωρινού, οι οποίες αναμένεται να αποκτήσουν το γαλόνι του «κλασικού» και να γίνουν σημεία αναφοράς για σινεφίλ και θεωρητικούς-μελετητές του σινεμά.
Την προβολή προλόγισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος καλωσόρισε το κοινό και εξέφρασε τη χαρά του για την παρουσία του σπουδαίου συνθέτη στο 66ο ΦΚΘ. Παράλληλα, ανακοίνωσε πως η προβολή της ταινίας Τίγρης και Δράκος σηματοδοτεί την έναρξη μιας αγαπημένης ενότητας προβολών της ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ: «Αυτή η προβολή είναι πολύ σημαντική για εμάς για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί φιλοξενούμε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής, ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με σπουδαίες ταινίες όπως το Τίγρης και Δράκος που θα δείτε σε λίγο. Δεύτερον, διότι με αυτή την προβολή εγκαινιάζουμε τη φετινή αγαπημένη ενότητα της ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ, Fundamentals of Cinema, η οποία φέτος φέρει τον υπότιτλο New Classics. Πρόκειται για εννέα ταινίες οι οποίες γυρίστηκαν περίπου πριν από 25 χρόνια, την εποχή δηλαδή που γεννήθηκαν οι σημερινοί φοιτητές οι οποίοι είναι και οι βασικοί θεατές αυτής της ενότητας. Θέλαμε να ξαναδούμε και να επιτρέψουμε σε πολλούς να ανακαλύψουν για πρώτη φορά μερικά νέα κλασικά αριστουργήματα που γυρίστηκαν πριν περίπου μια 25ετία. Συγκεκριμένα, θα προβληθούν οι ταινίες: Μανόλια (1999), The Blair Witch Project (1999), Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη (2001), American Psycho (2000), Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς (1999), Oldboy (2003), Fight Club (1999), και Μίλα της (2002). Απόψε, εγκαινιάζουμε την ενότητα αυτή με το Τίγρης και Δράκος (2000) του Ανγκ Λι, και είναι μεγάλη μας τιμή που τα εγκαίνια θα πραγματοποιήσει ένας σπουδαίος μουσικός καλλιτέχνης» ανέφερε ο Ορέστη Ανδρεαδάκης, προτού δώσει τον λόγο στον Ταν Ντουν.

«Αγαπώ την Ελλάδα και το σινεμά!» δήλωσε με ενθουσιασμό ο συνθέτης Ταν Ντουν. «Το πιο σημαντικό στον κινηματογράφο είναι η ιστορία της ταινίας, αλλά και η μουσική. Η ιστορία καθορίζει το παρόν, είναι ο λόγος που έρχεσαι να δεις μια ταινία. Σίγουρα νιώθεις πως πρόκειται για κάτι σημαντικό γιατί έχεις ξοδέψει χρήματα και χρόνο, και ο χρόνος είναι πιο σημαντικός από οποιοδήποτε ποσό. Όμως, μετά την προβολή, τι είναι αυτό που απομένει; Πώς μπορούμε να διατηρήσουμε για πάντα κάτι που μας άγγιξε, μια εμπειρία με καλλιτεχνικό και πνευματικό βάθος για να θυμόμαστε την ταινία; Νομίζω τον ρόλο αυτό έρχεται να τον διαδραματίσει η μουσική και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική» ανέφερε αρχικά.
«Το πρόβλημα είναι πως στα τελευταία στάδια παραγωγής μιας ταινίας, ο παραγωγός και ο σκηνοθέτης πάντα διατείνονται πως η μουσική είναι πολύ σημαντική γι’ αυτούς, αλλά ποτέ δεν έχουν χρήματα να διαθέσουν γι’ αυτόν τον σκοπό. Επομένως, το σημαντικό που έμαθα από όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες, από τον Έννιο Μορικόνε μέχρι τον Τζον Γουίλιαμς και τον Χανς Ζίμερ, είναι πως αν μια ταινία σου δώσει μια ευκαιρία πρέπει να της το ανταποδώσεις κάνοντας το καλύτερο που μπορείς, ακόμη κι αν οι συνθήκες δεν είναι τόσο ευνοϊκές. Γι’ αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον σκηνοθέτη Ανγκ Λι. Την εποχή εκείνη που γυρίστηκε η ταινία, ήμασταν όλοι μας φτωχοί καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη. Μου μιλούσε διαρκώς για τα όμορφα τοπία, τις χορογραφίες και το πνεύμα των πολεμικών τεχνών της ταινίας. Στο τέλος των διηγήσεών του, προσέθετε: “η μουσική όμως θα είναι η ψυχή της ταινίας”. Εγώ τον ρωτούσα αστειευόμενος “ποιο θα είναι το μπάτζετ της μουσικής;” κι αυτός απαντούσε πως, δυστυχώς, θα είναι μηδενικό. Αποφάσισα να βάλω την ψυχή μου σε αυτή την προσπάθεια. Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη μουσική μου καριέρα, αλλά ήμουν αποφασισμένος να τα καταφέρω. Στις ατελείωτες ώρες δουλειάς που ακολούθησαν, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι 25 χρόνια αργότερα θα συναντούσαμε ακόμα ανθρώπους που θυμούνται με αγάπη αυτή την ταινία. Για τον λόγο αυτό, θέλω να ευχαριστήσω το Φεστιβάλ, τον καλλιτεχνικό διευθυντή Ορέστη Ανδρεαδάκη και όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ για να μοιραστούμε την εμπειρία θέασης αυτής της ταινίας. Και νομίζω πως, όπως προανέφερα, η μουσική είναι αυτή που θα διατηρήσει τη μνήμη της ταινίας ζωντανή στο μέλλον», δήλωσε ο συνθέτης.
Στο σημείο αυτό, ο διάσημος μαέστρος αναφέρθηκε στη συναυλία που θα δώσει την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, με την οποία το Φεστιβάλ επεκτείνει την ήδη επιτυχημένη συνεργασία του με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης: «Όταν συνάντησα χθες τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, του εξέφρασα το ενδιαφέρον μου να ξεκινήσουμε μια συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Κίνας, έναν διάλογο που θα λειτουργήσει κατοπτρικά και θα συνθέσει μια αντανάκλαση του πνεύματος και του πολιτισμού αυτών των δύο χωρών. Στην καριέρα μου, έχω συνθέσει μουσική για πάνω από 25 κινεζικές ταινίες. Αύριο θα έχω τη χαρά να παρουσιάσω τη μουσική τριών από αυτές, μία εκ των οποίων είναι η ταινία Τίγρης και Δράκος (2000) που θα παρακολουθήσουμε σε λίγο, μαζί με το Ήρωας (2002) και το Δείπνο Δολοφόνων (2006). Με εργαλείο τη μουσική, προσπάθησα να συνθέσω μια ιστορία, χρησιμοποιώντας στοιχεία και από τις τρεις αυτές ταινίες. Αν έχετε τον χρόνο, θα χαρώ πολύ να σας δω εκεί», σημείωσε ο Ταν Ντουν.
«Όταν ακούμε όλα όσα λες, νομίζω κατανοούμε πλήρως τη ρήση του Νίτσε: “η ζωή χωρίς μουσική θα ήταν ένα λάθος”», κατέληξε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.