Ο βετεράνος συνθέτης τηλεοπτικών σειρών που μας έδωσε το σχεδόν «στοιχειωτικό» τηλεοπτικό θέμα του φαινομένου «The X-Files» υπήρξε πρωτοπόρος στην εισαγωγή της ηλεκτρονικής σύνθεσης και δημιούργησε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και επιδραστικά θέματα στην ιστορία της μικρής οθόνης.
Η ιδιότυπη ικανότητά του να συνδυάζει το ανατριχιαστικό με το μελωδικό, δίνοντας νέα διάσταση στην αφήγηση, τον ανέδειξε σε μια θρυλική μορφή στη βιομηχανία της μικρής οθόνης σχολίασε το Variety.
Ο Μαρκ Σνόου, ένας συνθέτης με 15 υποψηφιότητες για Έμμυ, δεν έγραψε απλώς τη μουσική για περισσότερα από 200 επεισόδια της εμβληματικής σειράς του Κρις Κάρτερ, «The X-Files», αλλά και για τις δύο κινηματογραφικές μεταφορές της, με πρωταγωνιστές τον Ντέιβιντ Ντουκόβνι και την Τζίλιαν Άντερσον.
Η επιρροή του όμως επεκτάθηκε και σε άλλες δημοφιλείς σειρές, όπως τα «Hart to Hart», «T.J. Hooker», «Smallville», «The Ghost Whisperer» και «Blue Bloods».
Έξι από τις 15 υποψηφιότητές του για Έμμυ ήταν για το «The X-Files», ενώ άλλες πέντε αφορούσαν τηλεοπτικές ταινίες και μίνι σειρές υψηλής τηλεθέασης, όπως τα «Something About Amelia», «An American Story», «Oldest Living Confederate Widow Tells All», «Children of the Dust» και «Helter Skelter».
Απόφοιτος της φημισμένης μουσικής σχολής Juilliard, ο Σνόου ξεκίνησε την καριέρα του στη δεκαετία του 1970 γράφοντας για πλήρη ορχήστρα, όπως οι περισσότεροι συνθέτες της εποχής. Ωστόσο, ήταν από τους πρώτους που μεταπήδησε στον αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δουλεύοντας αποκλειστικά από το στούντιο του σπιτιού του.
Όλη η μουσική των «X-Files», που έφτανε συχνά τα 40 λεπτά ανά εβδομαδιαίο επεισόδιο, δημιουργήθηκε με τη χρήση συνθεσάιζερ, σάμπλερ και άλλων ηλεκτρονικών οργάνων.
Γεννημένος ως Μάρτιν Φούλτερμαν στις 26 Αυγούστου 1946, στο Μπρούκλιν, ο Σνόου ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στα 10 του, προσθέτοντας αργότερα ντραμς και όμποε στο ρεπερτόριό του. Σπούδασε στο High School of Music and Art της Νέας Υόρκης και σύντομα έγινε φίλος με έναν άλλο μελλοντικό συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής, τον Μάικλ Κάμεν («Φονικό Όπλο», «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει»).
Οι δύο τους έγιναν συγκάτοικοι όταν πήγαν να σπουδάσουν στη Μουσική Σχολή Juilliard από το 1964 έως το 1968. Συνίδρυσαν το New York Rock & Roll Ensemble για να εκτελούν τόσο κλασική όσο και καινοτόμο ποπ μουσική και τότε συνεργάστηκαν και με τον δικό μας, τον σπουδαίο Μάνο Χατζιδάκι.
Αμέσως υπέγραψαν στην Atlantic Records, και συνέχισαν να ηχογραφούν και να εμφανίζονται για τα επόμενα πέντε χρόνια (συμπεριλαμβανομένης μιας εμφάνισης το 1969 στις τηλεοπτικές «Young People’s Concerts» του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν).
Η συνεργασία του με τον Χατζιδάκη
Το Kemal είναι ένα τραγούδι του αμερικανικού rock συγκροτήματος New York Rock & Roll Ensemble, το οποίο συμπεριλήφθηκε στον δίσκο τους Reflections, το 1970. Στον δίσκο αυτόν συμμετείχε και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος έγραψε και το εν λόγω τραγούδι, σε συνεργασία με τον Μαρκ Σνόου, ο οποίος έγραψε τους στίχους.
Ο Χατζιδάκις το είχε γράψει κατά την παραμονή του στις Η.Π.Α. Ο ίδιος ο συνθέτης είχε πει ότι η έμπνευση του για αυτό το τραγούδι ήταν ένας νεαρός που είχε γνωρίσει ονόματι Κεμάλ, όσο διέμενε στην Αμερική.
Το τραγούδι που γράφτηκε το 1968 ακούστηκε με ελληνικούς στίχους στην συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη και του Βασίλη Λέκκα το 1982 στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας και κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο την ίδια χρονιά από το Θέατρο Ηρώδου του Αττικού.
Το τραγούδι, ωστόσο, έλαβε μεγάλη δημοτικότητα στη χώρα μας τη δεκαετία του 1990, όταν ο Χατζιδάκις επανακυκλοφόρησε το Reflections, υπό τον τίτλο Αντικατοπτρισμοί, το 1993, μαζί με το κομμάτι, το οποίο τιτλοφορήθηκε ως Κεμάλ.
Στην ελληνική έκδοση του κομματιού, οι στίχοι γράφτηκαν από τον Νίκο Γκάτσο και διέφεραν ριζικά από τους πρωτότυπους με τη φωνή Αλίκης Καγιαλόγλους και τον Χατζιδάκι στην αφήγηση.
Η εν λόγω έκδοση θεωρείται ένα από τα καλύτερα κομμάτια του Έλληνα συνθέτη και ένα κομμάτι διαχρονικά αληθινό, συγκινησιακό και επώδυνο.