Αμετάβλητα διατήρησε τα επιτόκιά της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη σημερινή συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου η οποία πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία.
Όπως αναμενόταν η ΕΚΤ έπειτα από τέσσερις μειώσεις των επιτοκίων, κατά 1% συνολικά, από την αρχή του έτους, διατήρησε το βασικό επιτόκιό της στο 2% από 3% που ήταν στην αρχή του 2025.
Η απόφαση αυτή σύμφωνα με την ΕΚΤ ελήφθη καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι κοντά στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και η αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό παραμένει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη. Η οικονομία εξακολούθησε να αναπτύσσεται παρά το αντίξοο παγκόσμιο περιβάλλον. Η ισχυρή αγορά εργασίας, οι εύρωστοι ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα και οι προηγούμενες μειώσεις των επιτοκίων από το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές πηγές ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι προοπτικές εξακολουθούν να είναι αβέβαιες, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων παγκόσμιων εμπορικών διενέξεων και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Υπενθυμίζεται ότι στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνεδρίαση του ΔΣ το Σεπτέμβριο η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ είχε τονίσει ότι «η εγχώρια οικονομία δείχνει ανθεκτικότητα».
Σχολιάζοντας τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, η κ. Λαγκάρντ δήλωσε: «Η αποπληθωριστική διαδικασία έχει τελειώσει. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε καλή θέση και ο πληθωρισμός είναι στο επίπεδο που επιθυμούμε».
Τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομική δραστηριότητα επιβεβαίωσαν τα λόγια της, με τον βασικό εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (HICP) της ευρωζώνης να αυξάνεται σε ετήσιο ρυθμό 2,4% τον Σεπτέμβριο, σε σύγκριση με 2,3% προηγουμένως, αλλά να παραμένει κοντά στον στόχο πληθωρισμού 2% της κεντρικής τράπεζας.
Η προκαταρκτική μέτρηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της ευρωζώνης για το τρίτο τρίμηνο ξεπέρασε τις προσδοκίες σημειώνοντας άνοδο κατά 0,2% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, έναντι αυξήσεως 0,1% που ανέμενε η πλειονότητα των αναλυτών. Σε ετήσια βάση το ΑΕΠ σημείωσε επιβράδυνση στο 1,3% από 1,5%, υπερακοντίζοντας όμως και και πάλι τις προβλέψεις των αναλυτών (1,2%).
Το 2027 η πιλοτική έκδοση του ψηφιακού ευρώ
Στην επόμενη φάση του, η οποία θα εξασφαλίσει την τεχνική ετοιμότητα για την πρώτη έκδοσή του, περνάει το έργο του «ψηφιακού ευρώ» μετά από σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με την έκδοση ψηφιακού ευρώ και την ημερομηνία έκδοσης θα ληφθεί μόνο μετά την έκδοση της νομοθεσίας, επομένως -όπως εκτιμά η ΕΚΤ- στην περίπτωση που θεσπιστεί η σχετική νομοθεσία εντός του επομένου έτους, το πιλοτικό πρόγραμμα έκδοσης του ψηφιακού ευρώ θα μπορούσε να ξεκινήσει το 2027, ενώ το Ευρωσύστημα θα μπορούσε να είναι έτοιμο για μία ενδεχόμενη πρώτη έκδοση του ψηφιακού ευρώ εντός του 2029.
Το ψηφιακό ευρώ θα διαφυλάσσει την ελευθερία επιλογής και την ιδιωτική ζωή των Ευρωπαίων και θα προστατεύει τη νομισματική κυριαρχία και την οικονομική ασφάλεια της Ευρώπης. Θα προωθήσει την καινοτομία στις πληρωμές και θα συμβάλει στο να καταστούν οι ευρωπαϊκές πληρωμές ανταγωνιστικές, ανθεκτικές και συμπεριληπτικές. Το Ευρωσύστημα θα υλοποιήσει τις προπαρασκευαστικές εργασίες του με ευελιξία, συμβαδίζοντας με τις εκκλήσεις των ηγετών της ζώνης του ευρώ να είναι έτοιμο για ενδεχόμενη έκδοση ψηφιακού ευρώ το συντομότερο δυνατόν, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η νομοθετική διαδικασία ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.
Όπως δήλωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, «το ευρώ, το κοινό νόμισμά μας, αποτελεί αξιόπιστο σύμβολο της ευρωπαϊκής ενότητας». «Εργαζόμαστε για να καταστήσουμε την πιο χειροπιαστή μορφή του -τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ- κατάλληλη για το μέλλον, να επανασχεδιάσουμε και να εκσυγχρονίσουμε τα τραπεζογραμμάτιά μας και να προετοιμαστούμε για την έκδοση ψηφιακών μετρητών», πρόσθεσε η κ. Λαγκάρντ.
Το ψηφιακό ευρώ θα συμπληρώσει τα μετρητά και θα μεταφέρει τα οφέλη τους -απλότητα, προστασία της ιδιωτικής ζωής, αξιοπιστία, διαθεσιμότητα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ- στις ψηφιακές πληρωμές. Παράλληλα με τον κανονισμό σχετικά με τη θέσπιση του ψηφιακού ευρώ, η ΕΚΤ στηρίζει, επίσης, την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενίσχυση του δικαιώματος πληρωμής με μετρητά.
Το τελικό κόστος του ψηφιακού ευρώ -τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τη λειτουργία του- θα εξαρτηθεί από τον τελικό σχεδιασμό του, συμπεριλαμβανομένων των συνιστωσών και των συναφών υπηρεσιών που πρέπει να αναπτυχθούν. Ως αποτέλεσμα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά την προπαρασκευαστική φάση, το συνολικό κόστος ανάπτυξης, το οποίο περιλαμβάνει συνιστώσες που αναπτύχθηκαν τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, εκτιμάται ότι θα είναι γύρω στο 1,3 δισ. ευρώ μέχρι την πρώτη έκδοση, η οποία επί του παρόντος αναμένεται εντός του 2029. Στη συνέχεια, το ετήσιο λειτουργικό κόστος προβλέπεται να είναι περίπου 320 εκατ. ευρώ ετησίως από το 2029 και μετά. Το Ευρωσύστημα θα επωμιστεί αυτό το κόστος, όπως κάνει για την παραγωγή και την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, τα οποία, όπως και το ψηφιακό ευρώ, αποτελούν δημόσιο αγαθό. Όπως και στην περίπτωση των τραπεζογραμματίων, αυτό το κόστος αναμένεται να αντισταθμίζεται από το παραγόμενο νομισματικό εισόδημα, ακόμη και αν η διακράτηση ψηφιακού ευρώ θα ήταν μικρή σε σύγκριση με τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία.