Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 – Φράιμπουργκ, 26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος, λογοτέχνης, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό και από τους πλέον αναγνωρισμένους στο εξωτερικό συγγραφείς. Από το 1945 ως το 1948 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά, όπου βρίσκεται και το Μουσείο Καζαντζάκη) εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856–1932) και της Μαρίας Χριστοδουλάκη (1862–1932) με καταγωγή από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα στο νομό Ρεθύμνου. Είχε δύο αδελφές, την Αναστασία (1884) και την Ελένη (1887), και έναν αδελφό, τον Γιώργο (1890), που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Στο Ηράκλειο έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα το 1897 γράφτηκε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου διδάχθηκε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και ήρθε σε μία πρώτη επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Το 1899 επέστρεψε στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του.
Σε μία σχολική παράσταση έπαιξε τον ρόλο του Κρέοντα στην τραγωδία του Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος.
Πρώτη εμφάνιση στα γράμματα
Το 1902 μετακόμισε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1906 πήρε το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής με άριστα. Στο πτυχίο του Νίκου Καζαντζάκη φαίνεται και η υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο, θέση μία και μοναδική τότε.
Το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα Όφις και Κρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και έπειτα το θεατρικό έργο Ξημερώνει. Το τελευταίο το υπέβαλε στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και επαινέθηκε, δίχως όμως ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο εκείνη τη χρονιά να βραβευθεί. Την επόμενη χρονιά ο Καζαντζάκης υπέβαλε ανεπιτυχώς και αυτή τη φορά δύο ακόμη θεατρικά του έργα στον ίδιο διαγωνισμό, το Έως πότε;, το οποίο επαινέθηκε, και το Φασγά, ενώ έγραψε και ένα δεύτερο μυθιστόρημα, τις Σπασμένες Ψυχές. Ακολούθησαν δύο ακόμη θεατρικά έργα, Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη και Η Θυσία, το οποίο δημοσιεύθηκε αργότερα με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας. Το τελευταίο υποβλήθηκε το 1910 στον Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα και κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ διασκευάστηκε και σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη ο οποίος το μελοποίησε σε όπερα.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά υπό τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης, ενώ το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε και τον οποίο παρουσίασε στην Αθήνα με ένα δοκίμιό του το 1912, H. Bergson. Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Σικελιανός και Νίκος Καζαντζάκης
Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους», όπως Αθήνα, Ελευσίνα, Δελφοί, Κόρινθος, Μυκήνες, Άργος, Τεγέα, Σπάρτη, Μυστράς κ.α. Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν, ενώ ο Παντελής Πρεβελάκης, φίλος και βιογράφος του, θεωρεί πως τότε άναψε και η πρώτη σπίθα που θα έδινε έπειτα από 24 χρόνια την Οδύσσεια.
Το 1915 σχεδίασαν με τον Ι. Σκορδίλη να κατεβάσουν ξυλεία από το Άγιον Όρος. Η αποτυχημένη αυτή εμπειρία, μαζί με μία άλλη παρόμοια, το 1917, όπου με έναν εργάτη, τον Γιώργη Ζορμπά, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο. Στην Πραστοβά της Μάνης, μεταμορφώθηκαν πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
Το 1923 χώρισαν οι δρόμοι του Καζαντζάκη και του Σικελιανού. Ξανάσμιξαν έπειτα από 19 χρόνια, το 1942.
Ακρίτας (1945–1957)
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου 1946. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις:
- Το 1947, από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Βέη (ο οποίος είχε προτείνει, την ίδια χρονιά, για βράβευση και τον Άγγελο Σικελιανό, με διαφορετική πρόταση).
- Το 1950, από τον Γιάλμαρ Γκούλμπεργκ (Hjalmar Gullberg) της Σουηδικής Ακαδημίας, σε μια κοινή πρόταση με τον Άγγελο Σικελιανό.
- Το 1951, με 2 διαφορετικές προτάσεις από τον Σουηδό συγγραφέα Σίγκφριντ Σίβερτζ (Sigfrid Siwertz) (μια από κοινού με τον Σικελιανό και μια μόνο του).
- Το 1952, από την Ένωση Νορβηγών Συγγραφέων.
- Το 1953, από τον Χανς Χάιμπεργκ (Hans Heiberg), πρόεδρο της Ένωσης Νορβηγών Συγγραφέων.
- Το 1954, από τον Χένρυ Όλσον (Henry Olsson), της Σουηδικής Ακαδημίας.
- Το 1955, με 2 προτάσεις, μια από τον καθηγητή Λόρεντζ Έκχοφ (Lorentz Eckhoff) του πανεπιστημίου του Όσλο και μια από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
- Το 1956, με 3 προτάσεις, μια την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών μια από τον καθηγητή Γιοχάννες Αντρέασον Ντάλε (Johannes Andreasson Dale) του Πανεπιστημίου του Όσλο (προτείνοντας στην ίδια πρόταση και τον Ρώσο συγγραφέα Μιχαήλ Σόλοχοφ) και μια από τον καθηγητή Ελληνικών του Πανεπιστημίου της Γενεύης Σαμουέλ Μπο-Μποβύ (Samuel Baud-Bovy).
- Το 1957, με 2 προτάσεις, μια από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και μια από τον Samuel Baud-Bovy.
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά, έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»
— Νίκος Καζαντζάκης
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Η Εκκλησία της Ελλάδας όντας αυτοκέφαλη, υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε ποινές που τυχόν επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου. Βέβαια, τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον κατέκρινε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό στους κόλπους της της εκκλησίας. Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς, μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος Β΄ απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Έργο
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε σχεδόν με κάθε είδος λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμιο, μυθιστόρημα (στα Ελληνικά και στα Γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλληλογραφία, παιδικό μυθιστόρημα, μετάφραση (από τα Αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία.
Το κύριο σώμα του έργου του αποτελείται από την Ασκητική, η οποία είναι ο σπόρος απ' όπου βλάστησε όλο του το έργο, την Οδύσσεια, δίπλα στην οποία όλα τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται ως «πάρεργα», τους «21 σωματοφύλακες της Οδύσειας», τις Τερτσίνες, τις 14 τραγωδίες που περιέχονται στους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄, τα δύο μυθιστορήματα που έγραψε στα Γαλλικά και τα 7 μυθιστορήματα της όψιμης ηλικίας του, τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του σε Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ρωσία, Ισπανία, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ιερουσαλήμ, Κύπρο και Πελοπόννησο, τις μεταφράσεις του Δάντη και του Ομήρου και τέλος τις επιστολές του προς τη Γαλάτεια Αλεξίου και τον Παντελή Πρεβελάκη.