Τη Μαίρη Συνατσάκη, τη «συνάντησα» κάπου τον χειμώνα του 2017, όταν εμφανίστηκε μπροστά μου ένα βίντεο που είχε δημιουργήσει τότε για το κανάλι της, με τίτλο: «Είμαι Gay. Είμαι Αλβανίδα. Είμαι Πρόσφυγας». Η πρώτη μου σκέψη τότε, είχε κάτι από εκνευρισμό και μια δυσφορία για το ποιες ή ποιοι τελικά δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη για τέτοια ζητήματα πέραν των «σοφών» αυτής της χώρας -που διαχρονικά σωπαίνουν-, ποιες και ποιοι μπορούν να συναισθανθούν τις όποιες ευάλωτες ομάδες αυτού του κόσμου, πέρα από τους ανθρώπους των παραδοσιακών ακτιβιστικών κινημάτων.
Είδα το βίντεο δύο φορές, σε μια προσπάθεια να μην αποχωριστώ το στενό μου στερεότυπο, ενώ παράλληλα διέκρινα μια γυναίκα που με πολύ θάρρος και απλές λέξεις απευθύνθηκε σε μια συντηρητική και ομοφοβική κοινωνία για να πει ότι «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι χρειάζεται να εξηγήσω σε κάποιον άνθρωπο ότι το να είσαι ομοφυλόφιλος δεν έχει καμία διαφορά από το να είσαι ετεροφυλόφιλος. Είσαι άνθρωπος. [..] Το μίσος είναι το πιο εύκολο πράγμα να κάνεις και να αισθανθείς» και που μέχρι σήμερα παραμένει συνεπής στο ότι υπάρχει χώρος για όλα μας ανεξάρτητα από γεωγραφικά, θρησκευτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, σ’ ένα γραφείο στο κέντρο της Αθήνας κάτσαμε αντικριστά με τη Μαίρη Συνατσάκη, έχοντας την αίσθηση μιας λυτρωτικής ανακούφισης για το ότι τελικά οι άνθρωποι όντως μπορούμε να μετακινηθούμε μέσα μας, αναγνωρίζοντας ότι κάποτε υπήρξαμε ενοχλητικά στενόμυαλοι και πως τελικά αν κάποια ή κάποιος αξίζει να μιλά είναι ο άνθρωπος που το κάνει με αγάπη, αξιοπρέπεια και σεβασμό προς τους άλλους.
«Δεν ήταν συνειδητό το να ξεκινήσω να τοποθετούμαι για ζητήματα που με προβλημάτιζαν και με στεναχωρούσαν. Ξεκίνησε αυθόρμητα το 2012, όταν στο MissBloom, το εβδομαδιαίο blog που έγραφα τότε και που είχε πιο χαλαρή θεματολογία, απευθύνθηκα στους αναγνώστες ζητώντας συγγνώμη για το γεγονός ότι θέλω να μοιραστώ μαζί τους κάτι διαφορετικό, την αυτοκτονία δηλαδή μιας 17χρονης κοπέλας στον Καναδά, η οποία μετά από cyberbullying για μια γυμνή της φωτογραφία -την οποία εξέθεσε ένας άνθρωπος που της την είχε ζητήσει- αυτοκτόνησε, μην αντέχοντας την πίεση. Τότε ήταν που έψαξα τι ακριβώς σημαίνει ο όρος αυτός και θέλησα να τοποθετηθώ μιας και βρισκόμαστε στο internet και ήταν κάτι που μου δημιούργησε άγχος. Ενώ είχα την αίσθηση ότι ο περισσότερος κόσμος που θα διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο θα βαρεθεί, αιφνιδιάστηκα με τη ζεστή αποδοχή που έλαβε, ανοίγοντας για εμένα μια καινούργια πόρτα, αυτήν που τελικά μας επιτρέπεται να λέμε και πιο σοβαρά πράγματα. Ήταν όντως αποκαλυπτική εκείνη η στιγμή για μένα, αν σκεφτείς ότι ήμουν 28 χρονών τότε κι εργαζόμουν στο MAD, είχα δηλαδή πολύ έντονη την πεποίθηση ότι το περιεχόμενο που παράγω πρέπει να είναι αποκλειστικά χαρούμενο κι ευχάριστο. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι αυτό που λέω είναι το σωστό ή η απόλυτη αλήθεια, όμως λέγοντας αυτά που νιώθεις και σε προβληματίζουν ανοίγει μια κουβέντα, κι αυτό είναι πάντα κέρδος».
Μένουμε στα social media και στη συζήτηση που έχει ανοίξει έντονα το τελευταίο διάστημα για το πόσο αποτελεσματική εκτιμάται η παρέμβαση του κόσμου μέσα απ’ τις πλατφόρμες επικοινωνίας, και τι αποτελέσματα μπορεί να φέρει. «Εκτιμώ όλη αυτή την κινητικότητα που υπάρχει στα social media, προσωπικά δεν μου δημιουργεί καμία διάθεση στο να την κρίνω. Μιλάμε για μια γενιά που έχει μεγαλώσει με τα κινητά και μπορεί από τον χώρο που βρίσκεται κάθε φορά να παράξει απίθανο content. Θα ήταν βοηθητικό να κατανοήσουμε ότι οι τρόποι και τα μέσα παρέμβασης αλλάζουν και πως όντως ο σάλος στα social media μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Πάρε για παράδειγμα το Συνέδριο Γονιμότητας που προετοίμαζαν και πώς μέσα σε δύο 24ωρα το πράγμα αυτό άλλαξε, παίρνοντας μια άλλη τροπή και μορφή.
Προσωπικά, προσπαθώ μέσα από τις πλατφόρμες να βρίσκω ισορροπία ανάμεσα σε κάποιον άνθρωπο που μπορεί να με ακολουθεί απλά γιατί βρίσκει ευχάριστο αυτό που κάνω και σε εκείνον που θέλει να ακούσει αυτό που λέω σε θέματα που κι εμένα την ίδια προβληματίζουν. Όταν λοιπόν τοποθετούμαι για κάτι πιο σοβαρό, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να μιλάω με όσο πιο πολλά επιχειρήματα μπορώ και με όσο πιο σωστό τόνο γίνεται. Παλιότερα αρνιόμουν έντονα το κομμάτι της ευθύνης που φέρει ο δημόσιος λόγος, τώρα όμως το ενστερνίζομαι και το αναγνωρίζω, νιώθοντας ότι αυτό που χρειάζεται τελικά είναι να κάνω το καλύτερο που μπορώ».
Από την πρώτη στιγμή που η Μαίρη θέλησε να κάνουμε αυτήν τη συνέντευξη, σκεφτόμουν ότι αν μπορούσα να της κάνω μια μόνο ερώτηση, θα ήταν για το πώς μια γυναίκα διατηρεί την ψυχραιμία της όταν ο μεγαλοπαρουσιαστής μιας εκπομπής, στην περίπτωση αυτή ο Θέμος Αναστιασιάδης, της απευθύνθηκε κάποια χρόνια πριν με αφορμή τη στήριξη της στους πρόσφυγες, λέγοντας στον τηλεοπτικό αέρα: «κι επειδή μου κάνεις την πολύ έξυπνη στην πλατεία Συντάγματος μαζεύοντας γάλατα και υπογραφές, έστω ότι είσαι στον δρόμο και σου την πέφτουν τέσσερις πεινασμένοι βάζοντας σου χέρι, έτσι όπως πάνε να κάνουν την Ελλάδα ένα απέραντο hotspot. Μήπως θα αλλάξει η γνώμη σου τότε;», συνεχίζοντας με αδιανόητες τοποθετήσεις περί DNA βιασμού κάποιον λαών. «Η αλήθεια είναι ότι θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη την ημέρα. Πήγαινα τρομαγμένη στη συγκεκριμένη εκπομπή, μιας και μόλις είχε κοπεί η δικιά μας απ’ το ίδιο το κανάλι, οπότε κι ένιωθα κάπως εκτεθειμένη. Η κουβέντα αυτή προέκυψε εντελώς απροετοίμαστα, μιας και το θέμα συζήτησης ήταν τα αρνητικά μηνύματα που μπορεί να λάβει κανείς στα social media τη στιγμή μάλιστα που όντως την προηγούμενη ημέρα είχα κατέβει στο Σύνταγμα την πρώτη φορά που συγκέντρωναν αγαθά για το τεράστιο προσφυγικό κύμα που είχε έρθει τότε.
Το θέμα είναι ότι εγώ μεγάλωσα σε μια οικογένεια που οι γονείς μου είχαν πάντα το αίσθημα της όποιας προσφοράς μπορεί να δώσει ο καθένας. Μεγαλωμένη λοιπόν σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν διανοούμαι να απαντήσω με ερώτηση σε τέτοια ζητήματα. Δεν πήγα σε εκείνη την εκπομπή για να κάνω ακτιβισμό, ούτε για να συζητήσω αυτό το θέμα. Προέκυψε μια ερώτηση κι απάντησα όπως μου έχει μάθει η οικογένεια μου. Κάποια πράγματα μεγαλώνεις βλέποντας τα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν τώρα δεν έχεις μεγαλώσει έτσι, καλό είναι να βρεις ανθρώπους στη διαδρομή της ζωής σου και να αναπτύξεις ένα περιβάλλον που θα μπορεί να σου επισημάνει κάποια πράγματα που ίσως δεν έχεις κατανοήσει, δείχνοντας σου κι έναν άλλον δρόμο. Πιστεύω αλήθεια ότι όλοι χωράμε και σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι κάποιος θα μου πάρει το φαγητό, ούτε εγώ θέλω να πάρω το φαγητό κάποιου άλλου. Αυτή είναι η θέση μου για όλα τα πράγματα στη ζωή και είμαι πολύ χαρούμενη που μεγάλωσα μ’ έναν τρόπο που δεν διακρίνει ταμπέλες».
Η Μαίρη δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, έχοντας βρει μια ροή στην επικοινωνία της με τον κόσμο μέσω των προσωπικών της λογαριασμών στα social. «Με παίρνουν πολύ συχνά τηλέφωνο από εκπομπές. Αν ας πούμε ανεβάσω ένα βίντεο ή ένα στόρι, μου ζητάνε να βγω στον αέρα και να τοποθετηθώ πάνω σε αυτό που ήδη έχω πει, οπότε δεν νιώθω ότι έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο. Πραγματικά πιστεύω ότι αν πιάσουμε κάτι που είπα και το τραβήξουμε απ’ τα μαλλιά, γίνεται κάτι άλλο, παίρνει μια τροπή που δεν θα ήθελα. Γι’ αυτό τον λόγο αποφεύγω να εμφανιστώ στην τηλεόραση ή να τοποθετηθώ περισσότερο για κάποια πράγματα, μιας και πιστεύω ότι όσο πιο καθαρό και συγκεκριμένο μείνει το μήνυμα, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να φτάσει αναλλοίωτο εκεί που πρέπει. Με ενδιαφέρει να εκφράσω την άποψη μου, όμως δεν με ενδιαφέρει το σούσουρο μετά. Έχω απόλυτα την επίγνωση ότι πρόκειται απλά για τη δική μου άποψη. Μικρότερη, ίσως να είχα την ψευδαίσθηση ότι είναι πιο σημαντική απ’ αυτό που πραγματικά είναι, όμως πλέον μου είναι καθαρή η πραγματική της διάσταση. Επίσης, νιώθω ψυχικά τραυματισμένη από το πόσο μαϊντανό με έχουν χαρακτηρίσει λόγω των social media και μιας και η τηλεόραση είναι το πιο μπαμ μέσο, προσπαθώ να την αποφύγω».
Μιλάμε για το cancel culture, αν είναι κάτι που την αγχώνει. «Γενικά δεν νιώθω καλά με τις ακυρωτικές συμπεριφορές. Προσπαθώ διαρκώς μέσα απ’ τη δική μου ψυχοθεραπεία να γίνομαι καλύτερη, μιας και το να μπορώ να αποδεχτώ ότι κάνω λάθη όπως όλοι οι άνθρωποι, είναι κάτι που με έχει παιδέψει πάρα πολύ στη ζωή μου. Βλέπεις, ο τρόπος που μεγάλωσα είχε μια αυστηρότητα πάνω στο ζήτημα αυτό, οπότε πέρασα πολλά χρόνια προσπαθώντας να είμαι τέλεια. Το internet, με εκπαίδευσε πολύ στο ότι θα κάνω λάθη κι όχι μόνο θα κάνω, αλλά θα το δούνε και θα σου το πουν κιόλας, όχι σαν τη θεία σου που σε λατρεύει, αλλά καταπρόσωπο κάτι που φέρει μια σκληρότητα.
Αν το σχόλιο δεν είναι απολύτως ακυρωτικό μπορεί να είναι βελτιωτικό και να σε πάει παραπέρα, να σου αποκαλύψει κάτι που δεν είχες δει μέχρι εκείνην τη στιγμή. Δεν μπορώ και δεν θέλω να είμαι ακυρωτική με τον τρόπο που το cancel culture θα ήθελε να είμαστε με τους ανθρώπους. Όχι σε όλες τις συνθήκες προφανώς, οι άνθρωποι που κατηγορούνται για εγκληματικές πράξεις είναι άλλο πράγμα. Να κρίνουμε αλλά να δίνουμε και την ευκαιρία της συγγνώμης στον άλλον. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί σαν κοινωνία στο να είναι εντάξει να κάνουμε λάθος, κι ένα κομμάτι της οργής μας ξεκινάει από το ότι μας απαγορεύεται κάτι τέτοιο. Τα πράγματα πρέπει να γίνονται πιο μαλακά για να μπορούμε και να τα αντέχουμε, και να προκύψει ένα χρήσιμο προχώρημα».
Η Μαίρη, βρίσκεται στον χώρο των media 18 χρόνια. Αναρωτιέμαι ποιες είναι εκείνες οι εσωτερικές διεργασίες που την έχουν ενδυναμώσει όλα αυτά τα χρόνια. «Θεωρώ ότι δεν δίνουμε πραγματική βάση στο πόση δουλειά μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σ’ ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, κι επιμένω σε αυτό γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να έρθει η διαδικασία της ενδυνάμωσης. Γυρνώντας πίσω τον χρόνο, μπορώ να διακρίνω ότι αρχικά τη στήριζα στα νεύρα, ένα πολύ ασταθές πλαίσιο στην πραγματικότητα. Πόσα να στηρίξεις πάνω σ’ ένα θυμικό; Άμα ξεκινήσεις όμως μια διαδικασία που θα σου δημιουργήσει εσωτερική ασφάλεια, θα βρεις ένα κέντρο από το οποίο θα ξεκινάς πάντα. Εγώ στην αρχή δεν είχα ένα κέντρο, οπότε έπρεπε να ξεκινάω πάντα από ένα μηδέν, αν κάτι δεν πήγαινε σωστά και κάποιος με ακύρωνε. Εννοείται πως έκανα αυτό που πολλές και πολλοί κάνουμε, να μην υπολογίζω δηλαδή τα πολλά θετικά που μπορεί να άκουγα και να έδινα βάση μόνο στο ένα αρνητικό. Όλο αυτό, κατάφερα να το μειώσω με το να μη δίνω τελικά τόση αξία στο καλό, μειώνοντας έτσι και την αξία που δίνω στο κακό. Επίσης, διαπίστωσα πως αν κάποιος μπορεί να γίνει φοβερά υβριστικός και κακός απέναντι σου, μάλλον είναι σ’ ένα πολύ κακό ψυχικό μέρος ο ίδιος, αλλιώς δεν πάει το χέρι να σου γράψει "ψόφα" και "με ποιο δικαίωμα μιλάς;". Παλιότερα ίσως με διέλυε κάτι τέτοιο, τώρα, αυτό που σκέφτομαι είναι πως πρόκειται για έναν άνθρωπο πληγωμένο σε σχέση με τη δική του αυτοαποδοχή, που δεν έχει κάνει καμία εσωτερική δουλειά. Πως να στεναχωρηθώ μ’ αυτό;
Έχω καταφέρει να μετακινηθώ σε πολλά πράγματα. Η βασική μου αλλαγή τόσα χρόνια μετά είναι ότι είμαι λιγότερο παρορμητική, χωρίς να μου έχει κοστίσει όμως τον αυθορμητισμό μου. Μελετάω περισσότερο και δίνω μεγαλύτερη βάση στο να σχεδιάζω το πώς θα επιχειρηματολογήσω πάνω σε κάτι. Επίσης, μπορώ να θέσω ευδιάκριτα τα όρια μου, μιας και δεν με νοιάζει πλέον να είμαι απολύτως αποδεκτή από όλους. Μπορεί να άργησα να το καταφέρω, όμως στην τηλεόραση μπήκα στα 19, σε μια φάση δηλαδή που δύσκολα κάποιος έχει καταφέρει να σταθεροποιηθεί μέσα του, αποδεχόμενος πρωτίστως τον εαυτό του».
Η χρονιά που φεύγει, άφησε το στίγμα του έμφυλου πόνου και την απώλεια γυναικών απ’ το χέρι των συντρόφων τους. «Όταν μίλησε η Σοφία η Μπεκατώρου ακούστηκε πολύ το "γιατί τώρα", μια αντίδραση που με έκανε να κάνω ένα βίντεο διαβάζοντας το γιατί ένα θύμα επιλέγει να μιλήσει τη στιγμή που το κάνει. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής μου ήρθαν δύο αναμνήσεις οι οποίες ήταν καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητο κι αφορούσαν δύο σεξουαλικές παρενοχλήσεις που δέχτηκα, η μία σε πολύ μικρή ηλικία στη θάλασσα κι η άλλη από έναν συνεργάτη σ’ ένα θεατρικό πλαίσιο, τις οποίες όχι απλά είχα ξεχάσει, αλλά ήταν σαν να μη συνέβησαν ποτέ. Μάλιστα, όταν ήρθαν ξανά στο μυαλό μου, η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν αν όλα αυτά τα είχα φανταστεί, αν ήταν κάποιο όνειρο. Με κλόνισε το πώς τελικά μας προστατεύει ο εαυτό μας, αφαιρώντας πλήρως απ’ το μυαλό μας εικόνες και περιστατικά, γιατί ακριβώς δεν ξέρεις τι να τα κάνει εκείνη τη στιγμή.
Τώρα, κάθε φορά που εμφανίζεται μπροστά μου η είδηση μιας ακόμη γυναικοκτονίας, νιώθω ένα βούλιαγμα που συντελείται μέσα σε όλη μου την ύπαρξη. Θυμάμαι πότε ξεκινήσαμε να μετράμε τα εγκλήματα αυτά, φέτος. Ήταν η πρώτη γυναικοκτονία, η δεύτερη κι έχουμε φτάσει στη δέκατη έκτη. Είναι πολύτιμο το να συζητάμε για την έμφυλη βία και την τραγική εξέλιξη που επιφέρει, όμως πλέον πρέπει να γίνουν πρακτικά πράγματα ώστε να προστατευτούν οι θηλυκότητες που βάλλονται και είναι εντελώς αβοήθητες». Δεν αντέχω να εξηγήσουμε πάλι γιατί υπάρχει ο όρος γυναικοκτονία. Έχει πάψει το σημείο στο οποίο πρέπει να είμαστε ευγενικές με αυτό, μη και προσβληθεί κάποιος με αυτόν τον όρο.
Τον τελευταίο αρκετό καιρό η Μαίρη συνεργάζεται καθημερινά με γυναίκες, οπότε μιλάμε για την καραμέλα που πιπιλάμε αιώνες τώρα, για όλες εμάς που μας θέλουν να μην αντέχουμε η μια την άλλη και να τρωγόμαστε διαρκώς μεταξύ μας. «Δεν ξέρω αν το πιστεύεις αλλά δεν έχω κανένα τσακωμό να θυμηθώ στην επιχειρηματική μου δράση με τις γυναίκες που συνεργάζομαι. Είναι στ' αλήθεια σαν κάποιος να μας έχει πει ψέματα για το τι συμβαίνει μεταξύ των γυναικών, ένα ψέμα που πάντα στο κάδρο περιλαμβάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κι έναν άντρα. Πρόκειται για ένα ακόμη πατριαρχικό κατάλοιπο, που θέλει να μας βάλει στην κούρσα του να βρούμε τον καλύτερο, να τον κάνουμε δικό μας, αλλιώς τι άλλο να ζηλέψεις; Ένα φουστάνι; Έχω πραγματικά την αίσθηση ότι ό,τι αρνητικό σχόλιο μπορεί να ειπωθεί από μια γυναίκα για μια άλλη, έχει στην ιστορία έναν άντρα, που πάντα τυχαίνει να είναι και «κελεπούρι». Σιγά πια!
Από την άλλη, βλέπω και προγράμματα στην τηλεόραση που μιλάνε για την Ιωάννα, μια γυναίκα θύμα ακραίου εσωτερικευμένου μισογυνισμού, εκθειάζοντας το θάρρος και την αυταπόδεικτη δύναμη της ψυχής της και μετά τις διαφημίσεις παρουσιάζουν εκπομπές τύπου Bachelor. Είμαι έξαλλη με το Bachelor, αλήθεια στο λέω. Υπάρχει πλάνο που μια γυναίκα ρίχνει μια τούρτα στο πρόσωπο μιας άλλης, με όλο το μίσος του κόσμου. Μιλάμε για απίστευτη υποκρισία, πρέπει επιτέλους να έχουμε επίγνωση του συνόλου που παρουσιάζουμε, και να καταλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Προγράμματα σαν αυτό θρέφουν μόνο σεξιστικά πρότυπα, εσωτερικευμένο μισογυνισμό και πατριαρχικά πλαίσια του τύπου "δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε σ’ αυτήν τη ζωή, απ’ το να διεκδικήσουμε τον απόλυτο άντρα, κι είμαστε εδώ χωρίς κανένα προσωπικό όριο κι αξιοπρέπεια".
Σε προσωπικό επίπεδο και για πολλά χρόνια, είχα καταπιεί όλη αυτήν την αδιακρισία που συντελείται στην προσωπική ζωή των ανθρώπων που έχουν κάποια αναγνωρισιμότητα. Χαίρομαι που όσο πάει σπάει η πεποίθηση ότι ένα δημόσιο πρόσωπο θα πρέπει αναγκαστικά να δέχεται αδιάκριτες συμπεριφορές. Είναι σαν το "φοράω κοντή φούστα, οπότε θα με χουφτώσουν αφού τη φόρεσα". Είναι ακριβώς το ίδιο, δεν υπάρχει η έννοια της συναίνεσης».
Η Μαίρη, όπως μου λέει, αναγνωρίζει το προνόμιο που έχει και που δούλεψε για να αποκτήσει, ένα προνόμιο του να εκφράζεται ελεύθερα. «Στα 28 μου αναρωτήθηκα τι ακριβώς σημαίνει δουλεύω στα media και για το αν τελικά θα ορίζομαι διαρκώς από τα νούμερα και τον κάθε καναλάρχη που με συμπαθεί ή όχι, για να μου δώσει μια εκπομπή. Με τη σκέψη αυτή και τη δυσφορία που μου δημιούργησε, ξεκίνησα ένα επιχειρηματικό κομμάτι το οποίο είναι η δουλειά απ’ την οποία βιοπορίζομαι, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του να μπορώ να πω ελεύθερα κάποια πράγματα και προφανώς χαίρομαι γι’ αυτό. Εξαιτίας των media έγινα γνωστή και συνέχισα μέσα από τον δρόμο του internet. Αφού λοιπόν έχω αυτό το προνόμιο, γιατί να μην το εκμεταλλευτώ; Γιατί να μην ειπωθούν και δύο πράγματα τα οποία αν έλεγα σε κάποια άλλη συνθήκη, θα μου έκλειναν πόρτες; Μπορώ να καταλάβω ότι κάποιους μπορεί να τους σπάει τα νεύρα αυτό, νομίζω όμως πως δεν κατανοούν ότι από το σημείο αυτό μπορώ να ανοίξω την πόρτα και για εκείνους και ίσως τελικά ανοίξει μια κουβέντα, που όσο περισσότεροι είμαστε τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες υπάρχουν στο να αλλάξει κάτι. Δεν έχει έπαρση αυτό που λέω, απλά με ηρεμεί η ιδέα ότι όλες κι όλοι μπορούμε, κι όλες κι όλοι χωράμε».
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση μας, μιλάμε για το θέατρο και το πόσο απελευθερωτικά λειτούργησε στη ζωή και την καθημερινότητα της. «Το θέατρο, ήταν μια αφορμή για να μιλήσω στην ψυχοθεραπεία μου για κάποια πράγματα που μέχρι τότε δεν το είχα κάνει. Μέσω του θεάτρου διαπίστωσα πράγματα που ήθελαν και θέλουν δουλειά σ’ εμένα, όπως για παράδειγμα η τεράστια ανάγκη για αποδοχή από τους άλλους. Πάνω στη σκηνή ένιωσα εκτεθειμένη, ότι αν δεν με αποδεχτεί αυτός που κάθεται από κάτω, χάθηκα. Υπήρξε φυσικά και η ενοχή του τι δουλειά έχω εγώ σ’ αυτόν τον χώρο, ένα ακόμη σύμπλεγμα της κοινωνίας μας το να ανήκουμε μόνο σ’ ένα συγκεκριμένο ταμπελάκι.
Το θέατρο με βοήθησε να είμαι πιο χαλαρή, να εκφράζω καλύτερα το συναίσθημα μου. Στα πρώτα μαθήματα υποκριτικής που έκανα, όταν ήμουν στα 24, έβγαλα μια φωνή που δεν είχα βγάλει ποτέ μέχρι τότε, έβγαλα έναν θυμό τον οποίο έπρεπε να τον κάνω στα ψέματα, όμως αν δεν έχεις υψώσει ποτέ τον τόνο σου σε κάποιον άλλον στην κανονική ζωή, πώς θα το κάνεις στα ψέματα; Ήρθα λοιπόν σε επαφή με συναισθήματα που απέφευγα πάρα πολύ, κι αυτό ήταν λυτρωτικό».
Θέατρο ΡΙΑΛΤΟ - ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ
Κυψέλης 54, Κυψέλη / Τηλ.: 2114107764
Εισιτήρια εδώ