Αν η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ είναι ο πρώτος ξεκάθαρος θρίαμβος για τη νέα εποχή της Λυρικής σκηνής, σίγουρα μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει η εκθαμβωτική, καθηλωτική ερμηνεία της Χριστίνας Πουλίτση. Με φωνητικές και υποκριτικές ικανότητες που προδιαθέτουν για λαμπρή καριέρα, η Ελληνίδα σοπράνο ακολουθεί το δρόμο τον οποίο πολλοί σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες ακολούθησαν στο παρελθόν: πρώτα γνωρίζουν την καταξίωση στο εξωτερικό, και κατόπιν αναγνωρίζονται στη γενέθλια γη. Οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούν τη βάση της καριέρας τους εκτός Ελλάδος, γνωρίζοντας πως όταν ο αείμνηστος πλέον Στήβεν Χόκινγκ θεωρούσε πως ίσως να μπορεί και κάτι να διαφύγει από μια Μαύρη Τρύπα, μάλλον δεν είχε υπόψιν του την πατρίδα μας...
Ακόμα μαγεμένοι από την πρεμιέρα της Λουτσία στην απόλυτα εύστοχη σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ, συναντήσαμε τη Χριστίνα Πουλίτση, που μίλησε στην Popaganda για την παράσταση που θαυμάσαμε, για το τι θα πει να είσαι σοπράνο κολορατούρα, αλλά και για το μυθικό ρόλο που την καθιέρωσε στον κόσμο της Όπερας. Συγκρατήστε το όνομά της: θα το ακούτε πολύ συχνά στο μέλλον.
Η όπερα έχει, ως γνωστόν, δύο πλευρές: το φωνητικό κομμάτι και το καθαρά υποκριτικό. Ο συνδυασμός σε εσάς είναι εντυπωσιακός. Έχετε διδαχθεί ποτέ υποκριτική; Μόνο στα μαθήματα που πλαισιώνουν τιε φωνητικές σπουδές έχω κάνει υποκριτική, θέατρο καθαρά δεν έχω σπουδάσει. Απλά θεωρώ ότι ο τρόπος που η Katie Mitchell ανέβασε αυτή την παραγωγή, εμένα με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε τόσα πολλά εργαλεία με τα οποία μπόρεσα να δουλέψω, και μου ταίριαξε αυτό το ύφος τόσο πολύ, που ξέχασα το τραγούδι, μπήκα μέσα στο ρόλο, και μου βγήκε όλο εντελώς φυσικά. Πολλές φορές, όπως συμβαίνει σε όλους μας και στην καθημερινή μας ζωή, παίζει μια ταινία στο μυαλό μας. Ακόμα κι όταν δεν μιλάμε, το μυαλό δεν σταματάει ποτέ να σκέφτεται. Αυτό που προσπαθώ να κάνω στους ρόλους που καλούμαι να ενσαρκώσω, είναι να φτιάξω την ταινία στο μυαλό του ρόλου. Η σκηνοθεσία αυτή σου δίνει τη δυνατότητα να περάσεις σταδιακά από όλες τις φάσεις για να καταλήξεις στο βασικό σημείο του έργου, που είναι η σκηνή της τρέλας. Με βοήθησε πάρα πολύ. Είχα την ευκαιρία πάνω στη σκηνή και να διαπράξω το φόνο, και να ζήσω την αποβολή, όχι να περιμένω στο καμαρίνι και ξαφνικά να βγω έχοντας στο μυαλό μου ότι κάτι έχει συμβεί.
Δούλεψε μαζί σας και καθαρά υποκριτικά δηλαδή; Δουλέψαμε, αλλά μη φανταστείτε… Επειδή δεν είναι καινούρια παραγωγή αλλά αναβίωση, δεν στήσαμε από την αρχή πράγματα. Στην αρχή αναλωθήκαμε στο να μάθουμε τη σκηνοθεσία, πράγμα που δεν είναι υπερβολικά δημιουργικό. Μετά μπήκαμε στο να προσεγγίσουμε το ρόλο, να ερμηνεύσουμε. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο έχει δουλέψει η Mitchell εμένα μου ταίριαξε γάντι και μπόρεσα να μπω πολύ μέσα σε αυτό που κάνω. τουλάχιστον εγώ έτσι νιώθω, ελπίζω να νιώθει και το κοινό το ίδιο!
Γνώριζα τη δουλειά της στο θέατρο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση εδώ, είναι πως ενώ σκηνογραφικά και οπτικά έχει πολλά ρεαλιστικά στοιχεία, όπως την αποβολή, ερμηνευτικά δεν σας καθοδήγησε καθόλου προς το ρεαλισμό: μάλλον εξπρεσιονιστική μου φάνηκε η ερμηνεία σας. Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Η σκηνοθεσία είναι νατουραλιστική, αλλά τα στοιχεία της ερμηνείας του έργου περνάνε σε ένα άλλο επίπεδο. Είναι μια σκηνοθέτις πάρα πολύ ακριβής σε αυτό που θέλει, και μπορεί κάποιος να αισθανθεί περιορισμένος από αυτό. Εμένα πάλι η ακρίβεια μού δίνει ελευθερία. Όταν ξέρω ακριβώς τι θέλω και τι πρέπει να κάνω, νιώθω πλέον ελεύθερη να μπορέσω να το ερμηνεύσω πιο βαθιά.
Αυτό πράγματι ακούγεται σαν κουβέντα μουσικού με κλασικές σπουδές. Προφανώς ένας αυτοσχεδιαστής θα το έβλεπε διαφορετικά. Αλλά μάλλον στην κλασική μουσική και την όπερα έχει κανείς δεδομένη την παρτιτούρα, στην οποία είναι πολύ ακριβής, κι από κει και πέρα έχει το περιθώριο να βάλει και τον εαυτό του. Σωστά; Έχει πάρα πολλά περιθώρια. Το ότι υπάρχουν κάποια εργαλεία που είναι στάνταρ και πρέπει να τα μάθεις, θεωρώ ότι σου δίνει ένα δίχτυ ασφαλείας έτσι ώστε πάνω από αυτό να μπορέσεις να δώσεις τα δικά σου στοιχεία, να εξελίξεις αυτό που σου έχει δοθεί. Εμένα με βοήθησε αυτό. Χωρίς να σημαίνει αυτό πως αύριο αν σε μια άλλη σκηνοθεσία, άλλου είδους, μού δοθεί περισσότερη ελευθερία δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω. Απλά στο συγκεκριμένο έργο έτσι όπως έχει στηθεί, ένιωσα πολύ ελεύθερη να αποδώσω εκ των έσω τον ρόλο, όχι να τον προσεγγίσω επιφανειακά.
Πέρα από τα ρεαλιστικά στοιχεία που είναι πολλά, από την πρώτη-πρώτη στιγμή έχουμε τα φαντάσματα επί σκηνής. Τα βλέπουμε, κυκλοφορούν κανονικά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, ήταν μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική επιλογή. Στη συγκεκριμένη παραγωγή, επειδή είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την Katie στο Λονδίνο, όταν είχα πάει να παίξω στο Μαγικό Αυλό κι εκείνη έκανε πρόβες για την αναβίωση της Λουτσία, μιλήσαμε, κι ένα πράγμα που μου ξεκαθάρισε από την αρχή είναι ότι η Λουτσία δεν είναι «τρελή», αλλά μια απόλυτα φυσιολογική γυναίκα η οποία ερωτεύεται για πρώτη φορά, και μέσα από πολύ μεγάλες εξωτερικές ψυχολογικές πιέσεις οδηγείται σε παραλήρημα, σε νευρικό κλονισμό. Σε αντίθεση με άλλες σκηνοθεσίες, που θέλουν να δώσουν δείγματα της τρέλας από την πρώτη άρια, εδώ στην πρώτη άρια η Λουτσία απλά συνομιλεί με την Αλίσα, κι αυτό που της συνέβη, το να δει το φάντασμα, ήταν κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε άνθρωπο είναι λίγο πιο ευαίσθητος ενεργειακά. Προσπαθεί λοιπόν να εξηγήσει αυτό που ένιωσε, που στα μάτια της ήταν πάρα πολύ αληθινό – κάτι το οποίο βέβαια κανείς άλλος δεν μπορεί να το καταλάβει, γιατί κανείς δεν το έχει βιώσει. Όσον αφορά το φάντασμα της μητέρας της, είναι κάτι που μπορεί να έχει συμβεί σε όλους μας: όταν χάνουμε κάποιον πολύ αγαπημένο μας, πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι βρίσκεται κοντά μας, τον νιώθουμε. Όταν είμαστε απελπισμένοι και ψάχνουμε παρηγοριά ή μια απάντηση, μπορεί όντως να φέρουμε κάποιον μπροστά μας. Βέβαια το να πάθεις μια αποβολή, και το να φτάσεις στο σημείο να σκοτώσεις κάποιον, κάτι που δεν θα έκανες ποτέ κανονικά στη ζωή σου, σε φτάνει στα άκρα ψυχολογικά. Από κει κι έπειτα τα φαντάσματα κάνουν πολύ πιο έντονη την παρουσία τους, αντικατοπτρίζουν και την νευρική ένταση της Λουτσία, το πόσο στα άκρα έχει φτάσει.
«Παρομοιάζω τη Βασίλισσα της Νύχτας με Ολυμπιακούς Αγώνες. Είναι σαν extreme άθλημα, σε φέρνει στα άκρα της φωνής σου, έχει πολύ ψηλές και πολύ δύσκολες νότες, ταυτόχρονα έχει και αρκετές χαμηλές. Έχει δραματικές ατάκες, έχει λυρικό μέρος και αμέσως κολορατούρες που σου κόβουν την ανάσα…»
Εσείς τα δικά σας τα φαντάσματα τα βλέπετε ή τα διαισθάνεστε; Δεν έχω δει φαντάσματα. Αλλά γενικά κι εγώ ως καλλιτέχνης έχω βιώσει κι έχω ζήσει την ενέργεια πάνω στη σκηνή. Οφείλω την ενέργειά μου ως άνθρωπος να την ξεμπλοκάρω, να δουλεύω μαζί της, οπότε είμαι πολύ ανοιχτή και ευαίσθητη ως προς την ενέργεια που φέρει ο καθένας.
Ο ρόλος από τον οποίο οι περισσότεροι είχαμε την τύχη να σας ανακαλύψουμε, είναι η Βασίλισσα της Νύχτας στο Μαγικό Αυλό. Είναι ένας μυθικός ρόλος, ενδεχομένως κι ένα καλό παράδειγμα αν προσπαθήσει να εξηγήσει κανείς τι εστί σοπράνο κολορατούρα. Ακριβώς! Έτσι είναι!
Πείτε μου πώς έγινε, και τι κάνει αυτό το ρόλο αυτό που είναι. Όταν ξεκίνησα τραγούδι, επειδή από τη φύση μου δεν είχα ούτε πολύ ψηλές νότες, ούτε κολορατούρες, δεν ήξερα ότι είμαι σοπράνο κολορατούρα! Όταν κέρδισα την υποτροφία Μαρία Κάλλας και πήγα στο Βερολίνο να σπουδάσω, η δασκάλα μου το είδε, και μου είπε: εσύ πρέπει να πας σε αυτή την κατεύθυνση. Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά για κάποιους μήνες, και κατάφερα να φτιάξω μια καλή τεχνική, η οποία ξαφνικά μου άνοιξε την πόρτα σε όλες τις ψηλές νότες, ξαφνικά μπορούσα να πω κολορατούρες… Τελικά ήθελα απλά κάποιον να μου δείξει ένα τρόπο, κι ήλθαν όλα. Ξεκίνησα λοιπόν να τραγουδάω ρεπερτόριο κολορατούρας, και μαζί με αυτό ήρθε η Βασίλισσα της Νύχτας. Το ρόλο τον δούλεψα αρκετά μέχρι να φτάσει στο σημείο που ακούτε. Λίγοι στον κόσμο κάνουνε καριέρα με αυτό τον ρόλο. Άπαξ και τον κάνεις καλά, σου ανοίγει πολλές πόρτες: είναι ρόλος – διαβατήριο και μπορείς να συστηθείς στο κοινό με μεγαλύτερη ευκολία από ότι μια λυρική σοπράνο, που υπάρχουν πάρα πολλές. Η μια πρόταση φέρνει την άλλη, το όνομά σου γίνεται γνωστό. Έχω και την τύχη να συνεργάζομαι πολλές φορές στη σκηνοθεσία του Μπάρρυ Κόσκυ, και να γυρίζω σχεδόν όλο τον κόσμο μαζί της.
Και ως ρόλος, τι χαρακτηριστικά έχει; Τεχνικά είναι πάρα πολύ δύσκολος ρόλος. Και στη Λουτσία υπάρχουν κολορατούρες, απλά ο Μότσαρτ σε εκθέτει πολύ περισσότερο. Θέλεις πολύ καλύτερη τεχνική για να μπορέσεις να τραγουδήσεις τις κολορατούρες στη Βασίλισσα. Από κει κι έπειτα, υποκριτικά είναι κι αυτός ένας πολύ απαιτητικός ρόλος. Είναι πάρα πολύ δυναμικός. Το δύσκολο είναι πως βρίσκεσαι στη σκηνή μόνο περίπου οκτώ λεπτά! Κάνεις τρεις εμφανίσεις, κι ανάμεσα στις δύο πιο σημαντικές μεσολαβεί μία ώρα, και το δύσκολο είναι αυτή τη μία ώρα που κάθεσαι στο καμαρίνι σου και περιμένεις να μπορέσεις να διατηρήσεις την ενέργειά σου, ώστε στη δεύτερη άρια να βγεις δυναμική για όλα τα λεπτά στα οποία βρίσκεσαι επί σκηνής. Και να την εξελίξεις κιόλας, γιατί σαν ρόλος δεν εξελίσσεται ιδιαίτερα πάνω στη σκηνή. Η Λουτσία σε βοηθάει αφάνταστα: ξεκινάς από ένα σημείο κι έχεις φτάσει σε ένα άλλο. Η Βασίλισσα, επειδή τα λεπτά είναι πολύ λίγα, δεν εξελίσσεται, οπότε πρέπει να είσαι πολύ επαγγελματίας για να μπεις κατευθείαν στην ουσία. δεν υπάρχει χώρος και χρόνος ούτε να συνηθίσεις τη σκηνή, ούτε τίποτα. Πρέπει να είσαι πολύ ακριβής σε ότι κάνεις, γιατί κάθε λάθος σε εκθέτει αφάνταστα και δεν έχεις ευκαιρία να το επανορθώσεις. Αυτό ψυχολογικά σε επιβαρύνει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ρόλο. Εγώ παρομοιάζω τη Βασίλισσα της Νύχτας με Ολυμπιακούς Αγώνες! Είναι σαν extreme άθλημα, σε φέρνει στα άκρα της φωνής σου, έχει πολύ ψηλές και πολύ δύσκολες νότες, ταυτόχρονα έχει και αρκετές χαμηλές. Έχει δραματικές ατάκες, έχει λυρικό μέρος και αμέσως κολορατούρες που σου κόβουν την ανάσα… Είναι ρόλος πολύ έντονος.
Πότε τον ερμηνεύσατε πρώτη φορά; Το 2010. Ήμουν ακόμα φοιτήτρια. Παράλληλα είχα βρει δουλειά, είχα ένα συμβόλαιο με ένα μικρό θέατρο στη Δρέσδη. Ήταν η πρώτη μου παραγωγή. Έκτοτε έχω κάνει γύρω στις 13 με 14 παραγωγές, και πάνω από 200 παραστάσεις.
Υπάρχουν κάποιες που θυμάστε πιο έντονα; Η πιο συγκινητική για μένα παράσταση ήταν στο Κόβεν Γκάρντεν τον Οκτώβριο. Πρώτον, γιατί ήταν όνειρο ζωής για μένα: έχω στήσει τη Βασίλισσα της Νύχτας μου πάνω στην ερμηνεία της Diana Damrau, ήταν μεγάλη έμπνευση για μένα. Όταν λοιπόν έρχεται η στιγμή να κάνεις κάτι που το έχεις ονειρευτεί πολλά χρόνια, αυτό είναι σημείο-σταθμός στην καριέρα σου. Η παραγωγή ήταν πολύ ωραία, και το κοινό με συγκίνησε τόσο πολύ με το χειροκρότημά του που κάθε φορά έβαζα τα κλάματα. Επίσης θυμάμαι πολύ έντονα μια παράσταση στην Deutsche Oper στο Βερολίνο. Ξέρετε, είναι κάποιες στιγμές στο θέατρο που δεν γίνονται καθημερινά, όπου όλα δένουν μεταξύ τους: η απόδοσή σου, το κοινό, η ενέργεια, οι συνάδελφοί σου, οι μουσικοί, η φωνή σου είναι μια χαρά, το σώμα σου το ίδιο… Όταν λοιπόν συμβαίνει αυτό, ο ρόλος μπορεί να σε απογειώσει ως άνθρωπο. Όταν νιώθεις κάτω από το δέρμα σου τη δυναμικότητα αυτού του ρόλου, είναι κάτι που σε συνεπαίρνει. Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια.
Γνωρίζετε πως υπάρχει ένα θεατρικό έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, Ο Αδαής και ο Παράφρων, που μιλάει ακριβώς για μια σοπράνο κολορατούρα που έχει παίξει εκατοντάδες φορές τη Βασίλισσα της Νύχτας; Το έμαθα πρόσφατα! Και μάλιστα ότι παίζεται στην Αθήνα! Θέλω να πάω να το δω οπωσδήποτε!
Ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική πολύ νωρίς. Υπήρχε κάτι σε σας που οδήγησε τους γονείς σας να σας πάνε σε μουσικό σχολείο, ή πηγαίνοντας εκεί μπήκατε σε μια διαδικασία; Στη δική μου περίπτωση, υπάρχουν δύο παράμετροι: από τη φύση μου είχα καλή φωνή και μου άρεσε να τραγουδάω. Η δεύτερη είναι η οικογένειά μου, που αγαπάει πάρα πολύ τη μουσική. Δεν έχει σχέση με την κλασική, αλλά υπήρχε πάντα μουσική στο σπίτι μου. Οι γονείς μου είδαν από όταν ήμουν πολύ μικρή την έφεσή μου στη μουσική, και με έγραψαν από πέντε χρονών σε ένα μουσικό νηπιαγωγείο που έκανε σύστημα Ορφ. Είχα μια πολύ καλή δασκάλα, θυμάμαι με πολλή αγάπη αυτά τα χρόνια. Το γεγονός ότι καλλιεργήθηκε αυτή η αγάπη για τη μουσική από την οικογένειά μου, με κάνει να αισθάνομαι μέχρι σήμερα όχι ως κάποια με την ταμπέλα του τραγουδιστή της όπερας, της σοπράνο, αλλά ως ένας άνθρωπος που μέχρι και σήμερα του αρέσει να τραγουδάει. Ακόμα κι όταν είμαι πάνω στη σκηνή, ο λόγος που κάνω αυτό που κάνω είναι καθαρά η έκφραση συναισθημάτων μέσω της μουσικής. Ούτε η δόξα, ούτε η επιτυχία δεν με έχουν τραβήξει σε αυτό το επάγγελμα. Πάντα αυτό που με συνέπαιρνε ήταν η έκφραση μέσω της μουσικής. Έχω ξεκινήσει από κλασική κιθάρα, έχω κάνει τζαζ κιθάρα, πιάνο, σύνθεση, μέχρι να βρω και να καταλήξω ότι το τραγούδι είναι αυτό το οποίο με εκφράζει περισσότερο. Γι' αυτό και ποτέ δεν μου άρεσε πολύ ο αυτοσχεδιασμός!
Μετά τη Λουτσία, τι ακολουθεί; Έρχεται πάλι Μαγικός Αυλός. Η παραγωγή του Μπάρρυ Κόσκυ θα γίνει και στην Αθήνα. Είμαι πολύ χαρούμενη που θα έχει την ευκαιρία να την απολαύσει και το ελληνικό κοινό. Αμέσως μετά θα πάμε να παίξουμε στο Τόκιο. Μετά στη Δρέσδη, που είναι το θέατρο από όπου ξεκίνησα κι όπου τραγουδάω τα τελευταία έξι χρόνια, κι ένα ρεσιτάλ στη Ρωσία τον Ιούνιο. Μετά διακοπές. Την 1η Σεπτεμβρίου θα γίνει ένα αφιέρωμα στη Μαρία Κάλλας του οποίου η παραγωγή θα διοργανωθεί από γαλλικό οργανισμό και θα μεταδοθεί στη Γαλλία, και θα συμμετάσχουν διεθνή ονόματα. Και μετά θα πάω στη Ρώμη για να τραγουδήσω πάλι Βασίλισσα της Νύχτας…
Ρόλους-όνειρα έχετε; Ένα όνειρο που μόλις πραγματοποιήθηκε ήταν η Λουτσία. Φυσικά υπάρχουν πολλοί ρόλοι που θέλω να κάνω, όπως η Κονστάντσε, η Βιολέττα, η Ελβίρα, η Αμίνα… Έχω μια πολύ μεγάλη αγάπη στο μπελκάντο και στη γερμανική μουσική. Στράους, Μότσαρτ, Αυστρία… Αλλά κάθε φορά ερωτεύομαι αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή. Έτσι λειτουργούσα πάντα. Κι αυτή τη στιγμή είμαι ερωτευμένη με τη Λουτσία!
Συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House)
Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου (14, 16, 18, 21, 23, 28/3) - Ζωή Τσόκανου (17, 24/3)
Σκηνοθεσία: Κέιτι Μίτσελ
Περισσότερες πληροφορίες: nationalopera.gr