«Κι ο βίος ο πολυλογάς / σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται / εντέλει, μνήμη και λήθη»: με αυτούς τους στίχους της Κικής Δημουλά μου απάντησε ο Δημήτρης Ινδαρές όταν του είπα ότι η μνήμη και η λήθη “πρωταγωνιστούν” τα τελευταία χρόνια στο έργο του. «Έρωτας, θάνατος, μνήμη, λήθη… Αυτά δεν είναι που μας απασχολούν τελικά όλους; Ιδίως στη φάση της ωριμότητάς μας, καθώς μεγαλώνουμε…», πρόσθεσε. Στο ντοκιμαντέρ «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες», που παίζεται αυτό το Σαββατοκύριακο στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, αλλά και στο ομώνυμο βιβλίο-δοκίμιο που κυκλοφόρησε το 2021 (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ), όπως και στο μεσαίου μήκους «Μνήμη με Ουρά» (2021), ο δημιουργός εμπνέεται από ιστορίες που βρέθηκαν -όχι τυχαία- στον δρόμο του και βυθίζεται στις έννοιες αυτές και την καθοριστική σημασία τους στην πορεία της ζωής μας.
Αφορμή για το «Λενάκι» του στάθηκαν κάποια χειρόγραφα του προ-προπάππου του που βρήκε μια μέρα στη σοφίτα του πατρικού του στην Πάτρα, τα οποία κατέγραφαν την ιστορία του εμπρησμού του οικογενειακού πύργου των προγόνων του, στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων, το 1895. Μέσα από την έρευνά του πάνω σε αυτά, έφθασε στην ιστορία της χριστιανής Ελένης, κόρης του άρχοντα του χωριού, που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Οθωμανό Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας, αψηφώντας την οργή των δικών της, κοντά στα χρόνια της Επανάστασης του '21. Η γενναιότητά της απέναντι στους δικαστές που την έσυραν οι γονείς της για να διαλύσουν τον γάμο και η αδιανόητη φράση της «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα», σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν πρωτόγνωρο, ώθησαν τον Δημήτρη Ινδαρέ να ψάξει το ειδύλλιο που είχε αποτυπωθεί, σε διάφορες εκδοχές, σε δημοτικό τραγούδι.
Μέσα από την Ιστορία που δεν γράφεται ποτέ στα βιβλία αλλά λέει μυστικά και αλήθειες που πονάνε περνώντας από γενιά σε γενιά, εδώ και μέσα από το δημοτικό τραγούδι, πολλά αποκαλύφθηκαν. Από τη μια η τρομερή κατάρα της μάνας πάνω στην κόρη. Από την άλλη ο αφορισμός της Εκκλησίας -το λεγόμενο επιτίμιο-, δεκαετίες μετά, πάνω στους άγνωστους δράστες του εμπρησμού του πύργου των προγόνων του σκηνοθέτη. Αλλά και η καταστροφή του πύργου του Ελμάζ Αγά από τον ξάδερφο της αρχοντοπούλας Ελένης, οπλαρχηγό Δημητράκη Ινταρέ, στις 16 Μαρτίου του 1821, που τον έκαψε, τον λαφυραγώγησε κι έστειλε από εκεί πολεμοφόδια στην πολιορκία των Καλαβρύτων. Οι δύο πνευματικές “καταδίκες” δεν σβήστηκαν στους αιώνες που πέρασαν, ως σιωπηλοί μάρτυρες της ιστορίας. Και είναι αυτό το ντοκιμαντέρ που έρχεται τώρα, δένοντας τις δύο ιστορίες με ένα νήμα και βάζοντας ίσως τα πράγματα στη θέση τους. Ή έτσι νιώθεις, βλέποντάς το.
Πέρα από την πανέμορφη φύση του τόπου, την εξονυχιστική έρευνα, την ωραία φωτογραφία του Δημήτρη Κατσαΐτη, την εξαίσια μουσική της Νεφέλης Μπερή, τα σχέδια της Λυδίας Βενιέρη που χαρίζουν ένα άλλο στίγμα στο πνεύμα της ιστορίας, τη σκιά της κόρης που στοιχειώνει το δάσος (Κιμώνα Βενιέρη-Βασιλάκη), τον λόγο που ρέει όπως το ποτάμι ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα, τις εξομολογήσεις των ντόπιων αλλά και το φως των επιστημόνων, αυτό που μένει στο τέλος είναι μια κάθαρση λυτρωτική για όλους. Γιατί τα “μάγια”, οι κατάρες, οι αφορισμοί και οι “καταδίκες” διαλύονται και μένει μόνο η ιστορία που έγραψε η αγάπη.
Ο Δημήτρης Ινδαρές, αφηγητής ο ίδιος του δράματος που λεπτό λεπτό ξετυλίγεται, έχει κάνει ένα ντοκιμαντέρ που περνάει μέσα σου έτσι όπως τα νερά που τρέχουν δροσίζοντας το δάσος. Ο ίδιος, έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όχι μόνο ένιωσε την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία των προγόνων του και του καταδιωκόμενου ειδυλλίου αλλά θέλησε ή θεώρησε χρέος του, εφόσον την ανακάλυψε, να σηκώσει από πάνω της τα σκοτεινά της πέπλα. Να αφήσει την αγάπη να πετάξει ελεύθερη, να διώξει την κατάρα, να άρει το επιτίμιο ακολουθώντας τα έθιμα και έχοντας συμμάχους του τους ντόπιους. Και να πάρει τον θεατή σε όλο αυτό το συγκινητικό ταξίδι του νου και της ψυχής, ταξίδι στις ρίζες και στη μνήμη, μαζί του…

Ο Δημήτρης Ινδαρές στο σαλόνι του σπιτιού του το 2022 © Νατάσα Πανταζοπούλου / FOSPHOTOS
Όταν ανακάλυψες τα χειρόγραφα στην Πάτρα, τι ήταν εκείνο που σε συγκλόνισε και αποφάσισες να ψάξεις πιο πολύ την ιστορία των προγόνων σου, να φθάσεις από τον εμπρησμό ενός πύργου του προ-προπάππου στην Ελένη και τελικά όλο αυτό να το κάνεις βιβλίο και ταινία;
Νομίζω πως όλοι μας ψάχνουμε μια ευκαιρία να συνομιλήσουμε κάπως με το παρελθόν μας. Αυτό άλλωστε δεν κάνουμε με την ψυχανάλυση; Εδώ η πρόκληση ήταν το πώς θα μπορούσε ν’ ανοιχτεί ένα μονοπάτι που θα ένωνε μια σειρά από γνωστά και άγνωστα αποσπασματικά στοιχεία, παλιά χαρτιά, κάποιες σκόρπιες αναφορές σε πηγές και αρχεία, και θα οδηγούσε ενδεχομένως στην επανασύνδεση με έναν τόπο καταγωγής μυστηριωδώς απωθημένο… Κάτι που βαθμιαία μεταλλάχθηκε σε μια βαθιά και ορμητική ανάγκη.
Σκέψου, λοιπόν, πώς νιώθουμε όταν βλέπουμε κάποιον από τους δικούς μας, που έχουν φύγει, στον ύπνο μας. Την αγαλλίαση που μας συνοδεύει για ώρες ή και μέρες, και κάποιες φορές και τον καημό που δε μπορέσαμε ή που δεν σκεφτήκαμε να τους ρωτήσουμε για τα βάσανά μας. Και πώς μετά ακολουθεί, για όποιον κάνει ψυχανάλυση, μια πιο ζουμερή συνεδρία... Από την πρώτη στιγμή, όλο αυτό το υλικό των χειρογράφων ήταν μια χρυσή ευκαιρία. Μια πόρτα να μπω εντός μου, πηγαίνοντας προς τα πίσω.
Πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα; Οι κάτοικοι των χωριών εκεί στην περιοχή, ήταν ανοιχτοί να σε εμπιστευτούν και να αρχίσουν να μιλάνε, καθώς δεν σε ήξεραν; Κι όταν σε έμαθαν, αφέθηκαν ελεύθερα να σου πουν την ιστορία ή καταλάβαινες ότι μπορεί να ήταν και ένα ανομολόγητο μυστικό που ήθελαν να ξεχάσουν -αλλά τελικά ίσως να είχαν κι αυτοί ανάγκη να το πουν και να λυτρωθούν από αυτό;
Ομολογώ πως όσο κι αν είχα τρακ στην αρχή, καθώς δεν το είχα ξανακάνει, τα πράγματα κύλισαν μάλλον εύκολα και ομαλά. Όλοι στάθηκαν απολύτως ειλικρινείς κι εξομολογητικοί. Έδειχναν να το απολαμβάνουν, και μάλιστα κάποιοι ανακουφιστικά, λες και πολλά από αυτά που έλεγαν ήταν ένα φορτίο μνήμης που τους βάραινε. Σαν να περίμεναν από καιρό να μιλήσουν για τις παλιές ιστορίες, να επανασυνδεθούν και οι ίδιοι με την απωθημένη ή ξεχασμένη μυθολογία της δικής τους παράδοσης. Κάποιοι απόγονοί τους μάλιστα, αφού είδαν την ταινία, μου είπαν πως δεν είχαν ακούσει τους δικούς τους ποτέ ν’ αφηγούνται έτσι γλαφυρά τις τοπικές παραδόσεις. Κάπου εδώ νομίζω πως τουλάχιστον η δική μου γενιά αντιλαμβάνεται το μεγάλο κακό της εισβολής της τηλεόρασης στη συνέχεια της παιδικής μας ηλικίας, που έπληξε τόσο δραστικά τη διαχείριση του χρόνου, της γλώσσας και της συνολικής νοοτροπίας. Ομολογώ πως δεν φανταζόμουν το μέγεθος της συγκίνησης που προκαλούν οι αφηγήσεις των παππούδων. Ως παιδιά εμείς κάτι προλάβαμε. Όμως οι νεώτεροι… Είναι κάτι που χάθηκε. Το αφήσαμε όλοι, κι εκείνοι κι εμείς, να χαθεί. Μαζί με τους τελευταίους ανθρώπους του μόχθου…

Η φύση γύρω από το Λειβάρτζι
Πώς ήταν η δική σου πρώτη επαφή με το Λειβάρτζι; Τι συναισθήματα σου προκάλεσε αυτός ο “κρυμμένος” στα όρη τόπος, με αυτή την παραδεισένια φύση όπου κάποτε έτρεχε το αίμα της οικογένειάς σου;
Η πρώτη επίσκεψη στο χωριό έμοιαζε πολύ με την αρχή του «Πύργου» του Κάφκα. Με το χιόνι να πέφτει πυκνό σ’ ένα ήδη χιονισμένο χωριό που δεν κυκλοφορούσε ψυχή, έψαχνα κι εγώ έναν πύργο, έστω τα ίχνη του. Όπως εγώ δεν είχα μνήμες, καθώς τα χρόνια της αποκοπής μας από το χωριό ήταν τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω, το πιο πιθανό ήταν πως δε θα υπήρχαν μνήμες ούτε στους ντόπιους. Ακόμη και για την Ελένη, οι πρώτες κουβέντες ήταν συγκεχυμένες. Ενώ το Λειβάρτζι ευτύχησε να έχει δυο λόγιους-ιστορικούς, τον Λέλο και τον Δουδούμη, που δημοσίευσαν κοντά στην κατοχή τις ιστορίες τους με σημαντικές αναφορές στον Ελμάζ και την Ελένη, πολλά από όσα γράφουν μπερδεύονται με τις μνήμες που διασώζουν οι παραλλαγές του σχετικού δημοτικού τραγουδιού. Τα γράφουν δηλαδή μ’ έναν τρόπο που μοιάζει να ερμηνεύει το τραγούδι. Έτσι κατάλαβα πως είχα πολύ δρόμο μπροστά μου, να επιμείνω και σε άλλες πηγές και αρχεία, να μιλήσω με ειδικούς και μετά να επιστρέψω στο χωριό. Από την πρώτη στιγμή πάντως τα δέντρα, το νερό και τα γεφύρια ήταν φανερό πως θ’ αποτελούσαν τα βασικά συμβολικά στοιχεία της αφήγησης. Και το δάσος, το υποβλητικό σκηνικό της.
Γιατί νομίζεις ότι το τραγούδι (ή τα τραγούδια) με την ιστορία της Ελένης τραγουδιέται τόσο πολύ και σε παραλλαγές σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι στο Λειβάρτζι; Και τελικά τι απέγιναν οι απόγονοι της Ελένης;
Στην επικράτεια του δημοτικού τραγουδιού, κάθε τόπος συναντιέται συνήθως με προϋπάρχοντα συμβολικά μοτίβα και τα συνδιάζει με τις δικές του αναφορές και εμπειρίες. Μέσα από τα τραγούδια, η κάθε κοινότητα προσπαθεί να μεταβολίσει τα θέματα που την απασχολούν, αλλά και τα τραύματα, με τρόπο θετικό, να μην παγιδευτεί σε πολώσεις, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα η ζωή προς τα μπροστά. Να μην καθηλωθεί στα συμβάντα. Είναι πολύ πιθανό το τραγούδι να γράφτηκε αλλού και κάποια στιγμή να επέστρεψε στο Λειβάρτζι, με το ουσιαστικό απόσταγμα της όλης περιπέτειας. Αυτό το καθιέρωσε ως ένα χαρακτηριστικό και αγαπημένο τραγούδι γάμου. Το χωριό πάντως δεν φαίνεται να το αγκάλιασε ιδιαίτερα. Πολλοί στις αφηγήσεις τους διόρθωσαν την ιστορία της Ελένης κατά τρόπο μάλλον αυθαίρετο, λέγοντας πως μετά την Επανάσταση κατέληξε σε μοναστήρι ή ακόμη ότι έπεισε τον Ελμάζ να βαπτιστεί χριστιανός και να στρατευτεί με τους Έλληνες.

Η Κιμώνα Βενιέρη-Βασιλάκη δίνει πνοή στη σκιά της Ελένης
Στην ιστορία της Ελένης, τι ήταν εκείνο που σε συγκλόνισε περισσότερο; Ο έρωτας των δύο αλλόθρησκων, το θάρρος και η ανδρεία της Ελένης που τόλμησε να ξεστομίσει «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα» ή η κατάρα της μάνας;
Ο έρωτας είναι δύναμη ανυπέρβλητη, αυτό αποτελεί κοινό τόπο. Νομίζω όμως πως το θάρρος της Ελένης να υπερασπιστεί τα αισθήματά της ενώπιον του Οθωμανού δικαστή, η ρήξη της με τη γονεϊκή εξουσία, είναι το πιο εντυπωσιακό σημείο. Η ρητή υποστήριξη του δικαιώματός της για αυτοδιάθεση. Και είναι αυτό που διασώθηκε, επίσης ρητά, από την τοπική παράδοση. Από τότε, κάθε γυναίκα που ακολουθεί την καρδιά της, σε πείσμα των γονέων της, επαναλαμβάνει το «άνδρα χρώσταγα, άντρα πήρα» με καμάρι. Η κατάρα της μάνας, που ήρθε στη συνέχεια ως συνέπεια, την κάνει ακόμα πιο δραματική. Και η άγνοια για την τύχη της, μετά την επανάσταση, την καθιστά ενδεχομένως και τραγική ηρωίδα. Επίσης, είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που στο ίδιο το τραγούδι παρουσιάζεται η συνάντηση των δύο ξένων μ’ έναν τρόπο που καθαγιάζεται μέσω μιας σειράς συμβολισμών της φυσικής ανακύκλωσης της ζωής - στίχοι που ακόμη και σήμερα προκαλούν εντός μας πολύ ενδιαφέρουσες συνηχήσεις.
Ήταν και για σένα λύτρωση το ότι έκανες αυτή τη λειτουργία στο Λειβάρτζι για να λυθεί ο αφορισμός (το επιτίμιο); Αισθάνθηκες ίσως ότι κατά κάποιο τρόπο δόθηκε έτσι ένα “τέλος” σε αυτήν την ιστορία της οικογένειάς σου;
Το κομμάτι που αφορά το επιτίμιο για τους δράστες του εμπρησμού του προγονικού πύργου συνδέθηκε στο δικό μου μυαλό με την κατάρα της μάνας, καθώς και τα δύο συνιστούν ένα είδος ομηρίας σε τραύματα του παρελθόντος. Παράλληλα, το μεγάλο πανηγύρι του χωριού, το τριήμερο της Πεντηκοστής, που σύμφωνα με την παράδοση γνωρίστηκαν ο Ελμάζ και η Ελένη, περιλαμβάνει και το Μεγάλο Ψυχοσάββατο, που είναι και η μέρα της πλησιέστερης εγγύτητας των ζωντανών με τους πεθαμένους, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση. Όλο αυτό έδωσε τη δυνατότητα να συναντηθούμε από πολλές πλευρές στο πλαίσιο της κοινότητας και να μοιραστούμε μια αίσθηση λύτρωσης, κοιτώντας όχι μόνο προς τα πίσω αλλά κυρίως προς τα μπροστά, στο όνομα της ομόνοιας, της συμφιλίωσης, της συγχώρεσης και της αγάπης.

Στο ντοκιμαντέρ κι ενώ τρέχουν οι πανέμορφες εικόνες της φύσης, σε ακούμε να βάζεις ο ίδιος ερωτήματα σημαντικά για σένα, μέσα από ένα υπέροχο κείμενο: «Σκαλίζοντας το παρελθόν σαν να ξυπνήσαν οι ψυχές. Ένας ξεχασμένος κόσμος προβάλλει ξανά, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Τι κάνει κανείς όταν βρεθεί και κοιταχτεί με αυτόν τον παλιό και παράξενο κόσμο; Όταν βρεθεί μπροστά σε ανενεργούς λογαριασμούς του παρελθόντος; Μπορεί η λήθη να ακυρώσει το κακό ή αντίθετα το σπρώχνει κάπου να λουφάξει; Πώς κλείνουν οι παλιοί λογαριασμοί; Πώς λύνονται οι κατάρες; Κι εγώ που βρήκα αυτό το χαρτί, υπάρχει κάτι που οφείλω να κάνω;». Τι απαντάς λοιπόν στα ερωτήματά σου;
Δε νομίζω πως η λήθη ακυρώνει το κακό. Μόνον η δικαιοσύνη, η θεσμική δικαιοσύνη, ανοίγει τον δρόμο για τη θεραπεία του. Κι από κει και πέρα, η συγνώμη και η συγχώρεση προσφέρουν έδαφος στη λήθη, για να το χωνέψει. Αν δεν υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις, η λήθη γίνεται, ανάλογα, ηφαίστειο που κοιμάται ως την επόμενη έκρηξη ή καημός. Σαράκι. Ένας ύπουλος καρκίνος.
Μέσα από όλη αυτή την έρευνα, (ξανα)ανακάλυψες ίσως: τον πλούτο της γλώσσας μας που κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε (κάτι που φαίνεται ειδικά στο βιβλίο), την τρομερή σημασία της προφορικής παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού αλλά και την πολυπλοκότητα της Ιστορίας μας που δεν θα μάθουμε ποτέ από τα επίσημα βιβλία;
Οι απαντήσεις δίνονται από τα ίδια τα έργα και απευθείας σ’ εκείνους που καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μαζί τους. Ότι και να πω τώρα εγώ, δεν ξέρω τι σημασία μπορεί να έχει. Το μόνο που ίσως έχει νόημα να σου πω, είναι πως συνειδητοποίησα ως «κερματισμένος του άστεως», που λέει και ο Παντελής Μπουκάλας, τον χαμένο παράδεισο της λαϊκής παράδοσης. Και τη μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους αγωνίζονται να μας φανερώσουν τη σημασία της και να διαιωνίσουν ό,τι μπορεί να διαιωνιστεί.

Το ερωτευμένο ζευγάρι σε σχέδιο της Λυδίας Βενιέρη (για το βιβλίο)
Τα σχέδια στο βιβλίο και το ντοκιμαντέρ, τα έχει κάνει η Λυδία Βενιέρη. Μια καταπληκτική δουλειά που δεν χώρεσε να μπει ολόκληρη στα δύο έργα. Υπάρχει περίπτωση να αναδειχθούν κάπως αλλιώς στο μέλλον;
Υπάρχει ένα ογκώδες υλικό της Λυδίας Βενιέρη που δεν αξιοποιήθηκε στο μοντάζ. Υπάρχουν επίσης μια σειρά υπέροχα πλάνα του κόσμου του δάσους και του νερού του ποταμιού, που συνδυάζονται με την Κιμώνα Βενιέρη, που εμφανίζεται ως ψυχή του δάσους, στην ταινία. Ο ιδιαίτερος παλμός των γραμμών και των χρωμάτων, των μορφών και των φόντων των εικόνων της Λυδίας και της φύσης, μαζί και με τις μουσικές της Νεφέλης Μπερή στην πλήρη ανάπτυξη και τις εναλλαγές των θεμάτων, θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν το υλικό μιας πειραματικής προσέγγισης της ιστορίας των δύο αλλοθρήσκων εραστών, ως παραμύθι πια. Μια ταινία μικρή για παιδιά και μεγάλους.
Η μουσική της Νεφέλης Μπερή εξαίσια όντως. Δεν είναι βαθιά ανακουφιστικό να έχεις συνεργάτες που μπαίνουν τελείως μέσα στο πνεύμα σου και εκτοξεύουν κι άλλο τη δημιουργία σου; Η μουσική της πόσο ρόλο έπαιξε στην ονειρική ατμόσφαιρά σου;
Με τη Νεφέλη συνεργαστήκαμε πρώτη φορά στη «Μνήμη με ουρά». Εκεί θαύμασα την ευαισθησία, τις μουσικές της γνώσεις και την κινηματογραφική της αντίληψη. Δεν γράφει μόνο μουσική, είναι εξαιρετική παραγωγός, παίζει πολλά όργανα, τραγουδάει απίθανα κι έχει μεγάλη εμπειρία πάνω και πίσω από τη σκηνή. Είμαι βέβαιος πως θ’ ακολουθήσουν πολλά μουσικά θαύματα από εκείνη.
Από την ανυπομονησία της, ξεκίνησε να γράφει πριν δει υλικό από τα γυρίσματα, με αφορμή το βιβλίο ή κάποιες συζητήσεις μας. Έτσι κάποιες πρώτες μουσικές της μας συνόδευαν ήδη σε κάποια από τα γυρίσματά μας στον Ερύμανθο. Αργότερα, σε κάποιες μονταρισμένες σεκάνς της ταινίας, δοκίμασε κι άλλα, καινούργια θέματα. Είναι νομίζω χαρακτηριστικό πως η μουσική της δεν συνομιλεί μόνο με τα πλάνα και τους ήχους αλλά και με τους παραδοσιακούς μουσικούς, που παίζουν ζωντανά τις παραλλαγές του τραγουδιού της Ελένης. Κι έτσι η μουσική της γίνεται κάτι σαν την ανάσα της ταινίας.
Το μεταφυσικό, τα αερικά, τα ξωτικά, οι νεράιδες… χορεύουν τη σκιά τους στην ταινία. Γυναίκες που «δεν ήταν μαντρωμένες στις οικογένειες και τα παιδιά, η άλλη όψη της γυναικείας υπόστασης», όπως λέει στην ταινία η λαογράφος Ελένη Ψυχογιού. Οι ελεύθερες, οι μόνες γυναίκες, που δεν κατανοούσε τότε και απομόνωνε η κοινωνία, κι έβγαζε “ιστορίες φαντασμάτων” συχνά για αυτές. Ανάμεσά τους όμως και μια παντρεμένη, η Ελένη, που ανέτρεψε με τον δικό της τρόπο τους κανόνες της Εκκλησίας και της Εξουσίας, και πλήρωσε το τίμημα όπως και οι άλλες, οι μόνες, τελικά. Δηλαδή όποιος σηκώνει το κεφάλι απέναντι στα δεδομένα που ορίζουν άλλοι για αυτόν, στερώντας του δικαιώματα και ελευθερίες, πολεμιέται… Ακόμη το ίδιο δεν συμβαίνει σήμερα; Δεν είναι ανατριχιαστικό που η ιστορία κύκλους κάνει;
Δεν πρόκειται για τους κύκλους της Ιστορίας, αλλά για την ίδια τη ζωή. Τον αγώνα του κάθε ανθρώπου να υπάρξει, ανάμεσα όχι μόνο στις συμβάσεις αλλά και στις αντιφάσεις της πραγματικότητας. Κάποιες φορές και του ίδιου του εαυτού του. Η αέναη μάχη με τα όρια τα δικά μας και της όποιας κοινότητας. Το πράγμα κλιμακώνεται στη συνάντησή μας με το κράτος. Όπως και με το παράλογο, το κακό και τις απρόβλεπτες μεταμορφώσεις του. Στη σύγκρουση με την εξουσία, η γυναίκα κάνει την αναμέτρηση αποκαλυπτική. Το ζούμε και στις μέρες μας. Πέρα από τα όποια έμφυλα στερεότυπα, η γυναίκα είναι η μήτρα της ζωής. Όταν σταθεί απέναντι σ΄ ένα καθεστώς, αποκαλύπτει την απανθρωπιά του.
Προβολές στην Ταινιοθήκη: τι αποκόμισες από τις συναντήσεις και τις συζητήσεις με το κοινό, όπου έλαβαν μέρος και σημαντικοί καλεσμένοι ομιλητές; Ποια ήταν η πιο συγκινητική ή σημαντική στιγμή για σένα;
Έτσι που έχει αλλάξει ο τρόπος και βλέπουμε τις ταινίες κατά μόνας, έτσι που γρήγορα νέες εντυπώσεις έρχονται και σπρώχνουν πίσω τις προηγούμενες, οι συζητήσεις που συνοδεύουν τις προβολές είναι μια ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε την εγγύτητά μας. Και να παραμείνουμε επίσης λίγο παραπάνω χρόνο στην αγκαλιά της αίθουσας. Είναι κάτι που μας λείπει. Δίνεται επίσης ευκαιρία να ψηλαφήσουμε από κοινού τον απόηχο της ταινίας. Ειδικά στη μικρή αίθουσα της φιλόξενης Ταινιοθήκης, είναι πολύ πιο εύκολο ν’ ανοιχτεί κανείς και να μιλήσει. Δεν χρειάζεται καν μικρόφωνο. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για την ανταπόκριση των φιλοξενούμενων και των θεατών στην ιδέα αυτών των συζητήσεων, αυτού του πρώτου κύκλου των προβολών. Κάθε προβολή και συζήτηση ήταν συγκινητική. Πάντα είναι, καθώς μπερδεύονται αναπόφευκτα οι εμπειρίες της έρευνας και των γυρισμάτων με τις εντυπώσεις της προβολής, αναπτύσσοντας μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση και μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δυναμική.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο - Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ινδαρές | Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης | Μοντάζ: Δημήτρης Ινδαρές -με τις πολύτιμες συμβουλές της Δέσποινας Κονταργύρη | Πρωτότυπη Μουσική: Νεφέλη Μπερή | Καλλιτεχνική επιμέλεια, animation: Λυδία Βενιέρη | Λενάκι, ψυχή του δάσους: Κιμώνα Βενιέρη-Βασιλάκη | χορογράφος Τατιάνα Λοβέρδου | Σχεδιασμός Ήχου & Μίξη: Κώστας Φυλακτίδης | Colorist: Μαρία Τζωρτζάτου | VFX Artist: Κώστας Δημητρόπουλος | Συμμετέχουν: Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, Στέλιος Μουζάκης, ερευνητής πολιτισμών, Πέτρος Πιζάνιας, ιστορικός, ομ. καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ηλίας Τουτούνης, συγγραφέας-ερευνητής, Παναγιώτης Φράγκος, συγγραφέας, πρόεδρος Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας και Ελένη Ψυχογιού, λαογράφος, ερευνήτρια του ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών. Συμμετέχουν επίσης κάτοικοι των κοινοτήτων Λειβαρτζίου (Αχαΐας), Μοστενίτσας (Ορεινής Ηλείας) και Τριποτάμων (Αχαΐας) | Εμφανίζονται οι μουσικοί: Γιάννης Παναγιωτόπουλος, Γωγώ Χρυσανθοπούλου, Πολύβιος Γκολφίνος με τη ζυγιά του, Γιώργος και Σταυρούλα Δαλιάνη με το συγκρότημά τους, Αννέτα Γεωργουλοπούλου, Βασίλης Ραβαζούλας, Νίκος Σοφός και Ζωγράφος Μπεθάνης | Παραγωγοί: Δημήτρης Ινδαρές, Φωτεινή Οικονομοπουλου, Βασιλική Πατρούμπα | Παραγωγή: Δημήτρης Ινδαρές | Συμπαραγωγή: ΕΡΤ, ΟhMyDog Productions | Με την υποστήριξη: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου | Με την ευγενική υποστήριξη: Ίδρυμα Ι.Φ.Κωστόπουλος | 2024, 72’
«Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες» (Με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά)
Δοκίμιο του Δημήτρη Ινδαρέ
Πρόλογος: Παντελής Μπουκάλας | Εικονογράφηση: Λυδία Βενιέρη
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας | 2021
Προβολές 22 & 23/2 |ώρα 18:00 | Ταινιοθήκη της Ελλάδος