Ο Μοχάμετ Αμπντού γεννήθηκε στη χώρα μας, 20 χρόνια πριν, από πατέρα Αιγύπτιο και μητέρα Μαροκινή. O Μοχάμετ είναι ένας νέος που δεν έχει γνωρίσει άλλη πραγματικότητα πέρα από την ελληνική, δεν έχει μάθει άλλη γλώσσα, πέρα από την ελληνική και δεν έχει γνωρίσει άλλη πατρίδα, πέρα από την Ελλάδα. «Ακόμα και χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίζουμε», μου λέει γελώντας κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, ενώ μου ζητά ευγενικά να μην του κάνω ερωτήσεις γύρω από τη θρησκεία και τις παραδόσεις του γιατί δε γνωρίζει παρά μόνο ελάχιστα. Ο Μοχάμετ, όμως, ανήκει όμως σε μία κατηγορία παιδιών που εδώ και χρόνια βρίσκονται σε αναμονή για να λάβουν την ελληνική υπηκοότητα. Θύμα της απαράδεκτης πολιτικής που εφάρμοζαν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις, αντιμετωπίζεται ως υποδεέστερος ακόμα και στη μεγάλη του αγάπη, τον αθλητισμό. Αθλητής των 100 και 200 μέτρων στον Πανιώνιο, μου εξηγεί ότι ο μόνος τρόπος να συμμετάσχει στα πανελλήνια πρωταθλήματα είναι εκτός συναγωνισμού, όπως έγινε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου.
«Οι γονείς μου έχουν έρθει στην Ελλάδα από το 1990», λέει. Ο πατέρας μου είχε στείλει βιογραφικό, από την Αίγυπτο όπου ζούσε, σε μία εταιρεία στην Εύβοια και λίγο καιρό μετά τον ενημέρωσαν ότι προσλαμβάνεται. Ήθελε να εργαστεί στην Ελλάδα επειδή σαν χώρα τότε φαινόταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και ήθελε να πετύχει κάτι καλύτερο. Η μητέρα μου είχε κάνει σπουδές νοσηλευτικής στο Μαρόκο και ερχόμενη στην Ελλάδα, θέλησε να τις συνεχίσει, αλλά επειδή έκανε οικογένεια δεν τα κατάφερε. Παρόλα αυτά άρχισε να εργάζεται ως νοσηλεύτρια. Εγώ γεννήθηκα το 1994 και έχω άλλα δύο αδέρφια. Εξ' αρχής λοιπόν, η οικογένειά μου ήταν νόμιμη στην Ελλάδα. Είχαν καταθέσει και τα χαρτιά τους το 2004 για να λάβουν την ελληνική υπηκοότητα και μόλις πέρυσι μας ειδοποίησαν ότι τα χαρτιά μας είναι εντάξει. Από τότε περιμένουμε να ξεκινήσει η διαδικασία, αλλά ακόμα είμαστε σε αναμονή».
Μία αναμονή που του έχει στοιχίσει όνειρα. «Θα ήθελα να μπορώ να αγωνιστώ όπως πρέπει», μου λέει και συνεχίζει εξηγώντας μου πως το γεγονός ότι δεν έχει λάβει ακόμα την ελληνική υπηκοότητα τον εμποδίζει να συμμετέχει στα πανελλήνια πρωταθλήματα επί ίσοις όροις. «Ξεκίνησα να παίζω μπάλα μικρός, ερασιτεχνικά πάντα. Μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία να προχωρήσω σε ένα μεγαλύτερο επίπεδο, δεν τα κατάφερα επειδή δεν είχα την υπηκοότητα και είχα κολλήσει στις προπονήσεις για δυο ολόκληρα χρόνια. Με τον στίβο ξεκίνησα λίγο μετά την τρίτη λυκείου, αλλά μπορώ να συμμετέχω σε ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα μόνο εκτός συναγωνισμού. Η μόνη μου ευκαιρία για να τρέξω επί ίσοις όροις είναι η ελληνική ταυτότητα. Όλη αυτή η κατάσταση, σου στερεί κάτι από τη χαρά, από την αγωνία που έχεις τόσο καιρό και σε κάνει να νιώθεις αδικημένος. Τρέχεις χωρίς να έχεις κάποιον στόχο. Φυσικά, μπορεί να μην καταφέρω κάτι σπουδαίο, αλλά κάνω την προσπάθεια μου που δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντική από άλλες, και θα ήθελα να έχω ισότιμη αντιμετώπιση. Νιώθω ότι δε μου δίνονται οι ίδιες ευκαιρίες με όλους. Υπάρχουν αθλητές που βλέπουν τον αθλητισμό σαν χόμπι και έχουν τις ευκαιρίες τους. Από την άλλη, υπάρχουν αθλητές που το βλέπουν πιο σοβαρά και δεν τους δίνεται η ευκαιρία να αποδείξουν την αξία τους. Απλώς σκέφτομαι ότι δεν είναι ισότιμοι όλοι και δεν έχουν δικαίωμα στην επιτυχία».
«Παρ' όλες τις διακρίσεις εις βάρος σου νιώθεις Έλληνας;», τον ρωτάω. «Δε μπορώ να πω ότι νιώθω ξένος στην Ελλάδα, αλλά μερικές φορές δε μπορώ να πάρω την πρωτοβουλία και να πω τη γνώμη μου γιατί δε ξέρω πως μπορεί να την εκλάβει κάποιος. Στα πολιτικά θέματα για παράδειγμα, δεν παίρνω θέση γιατί φοβάμαι ότι θα λάβω μία άσχημη αντίδραση. Δεν ξέρω πώς θα το πάρουν οι άλλοι. Για να καταλάβεις, σκέφτομαι ότι αν πω τη γνώμη μου για ζητήματα υπηκοότητας και ιθαγένειας, θα γυρίσει κάποιος και θα μου πει ότι πιστεύω ό,τι πιστεύω γιατί οι γονείς μου είναι μετανάστες κι έτσι αποφεύγω πάντα αυτές τις συζητήσεις».
Τη σημασία του εν λόγω ζητήματος αντιλαμβάνεται και η ηγεσία του ΣΕΓΑΣ. «Είναι μεγάλο θέμα για τον ελληνικό αθλητισμό γιατί στερείται της δυνατότητας να έχει στις εθνικές ομάδες αρκετούς - γιατί περί αρκετών πρόκειται - πολύ αξιόλογους αθλητές και αθλήτριες, και είναι ακόμα μεγαλύτερο θέμα για τα ίδια τα παιδιά, τα οποία προσπαθούν στους στίβους των σταδίων, και όλων των υπολοίπων αθλημάτων, βλέπουν τις προσπάθειές τους να αποδίδουν, αλλά δε μπορούν να καρπωθούν όχι την επιτυχία, αλλά ούτε τη χαρά της συμμετοχής σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις. Ειδικώς στον στίβο, έξι με επτά περιπτώσεις αθλητριών και αθλητών θα στελέχωναν τις εθνικές ομάδες των μικρότερων κατηγοριών, εάν υπήρχε αυτή η δυνατότητα», δήλωσε στην Popaganda o Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Κώστας Παναγόπουλος. «Δεν είναι μόνο ζήτημα αθλητικό, είναι και ζήτημα κοινωνικό και ανθρωπιστικό. Αυτή η ιστορία πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Το ταχύτερο, το καλύτερο. Δεν είναι λογικό, παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ ή παιδιά που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο της βασικής τους εκπαίδευσης στην Ελλάδα, να μην μπορούν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι σε αθλητικό επίπεδο έχουν ένα προβάδισμα, έχει να κάνει με το ότι κοινωνικά είναι πιο μπροστά, ενώ εμείς, δυστυχώς έχουμε καθυστερήσει πάρα πολύ να προχωρήσουμε στη σχετική νομοθεσία», συνέχισε ο κ. Παναγόπουλος.
Θα μπορούσαν όμως αθλητικοί παράγοντες να βοηθήσουν ξεχωριστές περιπτώσεις αθλητών να λάβουν την ελληνική υπηκοότητα; Σύμφωνα με τα όσα δηλώνει ο Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ η απάντηση είναι αρνητική. «Με την ισχύουσα νομοθεσία δε μπορούμε να παρέμβουμε ώστε να βοηθήσουμε έναν αθλητή να λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Παλαιότερα, υπήρχαν ρυθμίσεις που το επέτρεπαν, για παράδειγμα, εάν υπήρχε μία ξεχωριστή επίδοση η οποία θεωρείτο ότι μπορούσε να οδηγήσει σε μια διάκριση στο μέλλον. Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Τώρα δεν ισχύει αυτό άρα, λοιπόν, απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, η οποία ελπίζω να μην αργήσει».