Τη Δώρα τη γνώρισα στο παγερό προαύλιο του Εφετείου, όπου συγχωνεύονταν οι ταχυκαρδίες, η νευρικότητα, τα τσιγάρα, τα κουλούρια και τα εμψυχωτικά αγκαλιάσματα των ανθρώπων που με μια τακτικότητα παρακολουθούσαν τη δίκη για τη ναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Έπειτα συνδεθήκαμε μέσα από διάφορα συνεργατικά και φιλικά κανάλια. Οπότε αυτή είναι μια συνέντευξη με μια φίλη, κυρίως όμως είναι μια συνέντευξη με μια υπέροχη γυναίκα, ηθοποιό, με αξιόλογη πορεία στη δραματική τέχνη, μ’ ένα αδιάσπαστα ευαίσθητο και αγωνιστικό βλέμμα πάνω στην τέχνη μα και πάνω στη ζωή.
Η Δώρα δεν δίστασε να σπάσει την κομφορμιστική αυταπάτη της κοινωνικά στεγανοποιημένης σφαίρας των καλλιτεχνών, να μην αποκόψει τη δική της διαδρομή από τις συλλογικές αγωνίες, να συμμετάσχει από την καλή πλευρά σε κρίσιμα γεγονότα, να σταθεί ολόψυχα κοντά στα θύματα στην υπόθεση του metoo. Ένα ακόμα πράγμα που έκανε και προσωπικά το βρήκα λυτρωτικό, ήταν να μιλήσει ανοιχτά και δημόσια για τον καρκίνο που αντιμετώπισε. Στο τόσο στρεβλό και καταπιεστικό φαντασιακό των νέων, υγιών και αρτιμελών ατόμων, το να φωτίζεις την ασθένεια έχει κοινωνική σημασία γιατί την αποστιγματίζεις αλλά και οντολογική. Μας βοηθάει να έρθουμε σε επαφή με τις διαστάσεις της φθαρτότητας, της τρωτότητας και της ευθραυστότητα μας που με περίσσεια βδελυγμία αποκήρυξε η μετανεωτερικότητα, παράγοντας γενιές ανθρώπων που υπέφεραν μοναχικά επειδή νόσησαν και ντρέπονταν γι’ αυτό.
Από το ξεκίνημα της με σκηνοθέτη τον αξεπέραστο Θόδωρο Αγγελόπουλο μέχρι την Αρετή που υποδύεται φέτος στη «Γη της Ελιάς», κι από το Support art workers μέχρι τη γυναικεία αλληλεγγύη, η Δώρα Χρυσικού είναι ένα γενναίο κορίτσι, όχι κόντρα στην ευαλωτότητα άλλα μέσα από την ευαλωτότητα.
Δώρα έκανες ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα στο χώρο της υποκριτικής συμμετέχοντας σε ηλικία 14 ετών στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Πόσο σημαντικό ήταν για την πορεία σου εκείνο το πρώτο λάκτισμα; Η αλήθεια είναι πως τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Όταν με βρήκε ο Αγγελόπουλος ήμουν με υποτροφία στην Όπερα της Στουτγάρδης. Έκανα μπαλέτο και ήμουν απόλυτα στοχοπροσηλωμένη στον χορό. Σκέψου, με είχαν ειδοποιήσει πως τα γυρίσματα θα γίνουν στη Φλώρινα και εγώ έλεγα στις συμμαθήτριες μου ότι θα πάω στη Φλόριντα για γυρίσματα. Βρισκόμουν εσώκλειστη στη Στουτγάρδη, το πρωί φοιτούσα στο γερμανικό σχολείο και μετά έκανα μπαλέτο. Κοιμόμουν εκεί, έτρωγα εκεί. Τη δεύτερη χρονιά, όμως, αρρώστησα. Έπαθα νεύρωση και κινδύνευα με διάτρηση στομάχου. Έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Η ταινία, λοιπόν, για μένα έγινε κάτω από το βάρος της επιστροφής μου και του τέλους του ονείρου μου να γίνω χορεύτρια. Το πόσο σημαντικό πράγμα ήταν η ταινία το κατάλαβα πολύ αργότερα. Απλώς εξαιτίας της ταινίας μου μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής. Αποφάσισα από τη στιγμή που δε θα γινόμουν χορεύτρια, να δώσω στη δραματική σχολή.
Άρα, δε μπορούσες να συλλάβεις και την ένταση που εκτυλίχθηκε από θρησκόληπτους κύκλους γύρω από την ταινία στην περιοχή; Την ένταση την ένιωσα στο πετσί μου. Ήταν ένα αδιανόητο παιχνίδι εξουσίας, όπου ο Καντιώτης φερόταν σαν να του άνηκε η πόλη. Ξεκίνησε μια κόντρα με πρόσχημα πως η ταινία ήταν ανθελληνική, αντιχριστιανική και πορνογραφική. Το υποτιθέμενο πορνογραφικό στοιχείο βασίστηκε σε μένα. Υπάρχουν ακόμα πλακάτ που με απεικονίζουν σαν τη μικρή ιερόδουλη που παίρνει τα 30 αργύρια. Έζησα φοβερά σκηνικά να με τραβάνε από τα μαλλιά στο χιόνι, να μπαίνουν δημοσιογράφοι στο δωμάτιο μου και να με ρωτάνε «τι έχω να δηλώσω ως πέτρα του σκανδάλου». Ο αφορισμός ακούγονταν από τα μεγάφωνα της Μητρόπολης, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, κατέστρεφαν τα σκηνικά της ταινίας, μας είχαν ανατρέψει πλήρως τον προγραμματισμό, ο Μαστρογιάνι είχε πάθει σοκ. Η πόλη και τότε ήταν μοιρασμένη. Υπήρχαν άνθρωποι που μας πετροβολούσαν και άλλοι που άνοιγαν τα σπίτια τους να μας κάνουν το τραπέζι. Δεν κλονίστηκα γιατί είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τον ίδιο τον Αγγελόπουλο, είχα επακριβώς καταλάβει τι επρόκειτο να κάνω στην ταινία κι ενώ ήμουν μικρή για να καταλάβω τι πρέσβευε ο Αγγελόπουλος, του είχα μεγάλη εμπιστοσύνη, όπως είχα εμπιστοσύνη και στους γονείς μου που ήταν μαζί μου.
Δώρα, αναφέρθηκες νωρίτερα στην περίοδο που ως παιδί ακόμα σπούδαζες χορό. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί στη δημόσια συζήτηση οι όψεις πειθάρχησης, εντατικοποίησης και άγχους που έχουν οι μέθοδοι εκμάθησης χορού ή ενόργανης γυμναστικής σε υψηλό επίπεδο, ειδικά όταν ασκούνται σε παιδιά. Γυρνώντας πίσω, βρίσκεις τέτοια στοιχεία στη δική σου εμπειρία; Βασικά αν γυρνούσα πίσω, δεν ξέρω αν θα έκανα τις ίδιες επιλογές. Μεγαλώνοντας μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος που δεν ακολούθησα την επαγγελματική προοπτική του χορού, γιατί ο κλασικός χορός σήμαινε μεγάλη υπέρβαση σωματικών και ψυχικών αντοχών. Χάνεις πολλά πράγματα. Εγώ έχασα την παιδική μου ηλικία εξαιτίας του χορού. Ξεκίνησα όταν ήμουν 4 ετών. Αντί να παίζω, περνούσα τον χρόνο μου σε μια αίθουσα μπαλέτου. Από τα 8 και μετά μετακινούμουν σε διάφορες χώρες χωρίς τους γονείς μου. Δε θέλω να σκεφτώ το δίλλημα που αντιμετωπίζει ένας γονιός όταν του λένε πως το παιδί του έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο σε μια τέχνη. Ο Ντανιέλ Λομμέλ όταν με είδε, είπε στον πατέρα μου: «Αν αφήσετε το παιδί στην Ελλάδα, θα εγκληματήσετε». Δε μπορούσε να μου κόψει τα φτερά γιατί το ήθελα πολύ. Όταν αρρώστησα, ο πατέρας μου ήρθε και με σήκωνε από τα πεζοδρόμια που πάθαινα σπασμούς, έκλαιγε και φώναζε «τι έκανα». Ήταν πληγή για την οικογένεια μου η Γερμανία. Την ενοχή δεν ξέρω αν την ξεπέρασαν ποτέ οι γονείς μου. Αν δεν το είχα προσπαθήσει, όμως, θα τους το χρέωνα.
Χαίρεσαι που ξαναβλέπεις ανοιχτά θέατρα και σινεμά μετά από τα παρατεταμένα lockdown και το πλήγμα που δέχτηκε η καλλιτεχνική παραγωγή; Σίγουρα χαίρομαι. Θα σου πω κάτι όμως, η περίοδος του lockdown παρότι εργασιακά για τον κλάδο μας ήταν καταστροφική, έβγαλε δύο ευεργετικά πράγματα. Το ένα είναι ότι ξεπήδησε το κίνημα support art workers. Υπήρχε ένας ελιτισμός για χρόνια, ενόσω καταλύονταν εργασιακά δικαιώματα και με βεβαιότητα θα χτυπούσε και τη δική μας πόρτα. Είχαμε υποστεί πλήγμα ήδη από την κρίση με ελαστικές σχέσεις εργασίας, απλήρωτες πρόβες, ανασφάλιστες δουλειές κλπ. Τα ανεχόμασταν σιωπηρά χωρίς να υπάρχει ισχυρή αντίδραση. Το ότι βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα εργασιακό πάγωμα μας έκανε πιο ενεργούς, αποκτήσαμε ταξική συνείδηση, ήρθαμε πιο κοντά με άλλα κομμάτια της κοινωνίας, επικοινωνήσαμε τους όρους εργασίας του κλάδου μας και αποκτήσαμε ένα δυνατό σωματείο, γιατί μέχρι πρότινος ήταν διακοσμητικό. Ήταν πολύ θετικό όλο αυτό.
Και το δεύτερο σημαντικό πράγμα ήταν το metoo; Ακριβώς. Το γεγονός ότι λόγω κλειστών θεάτρων, μείναμε μακριά από τους κακοποιητές, έδωσε ώθηση σε κάποιες φωνές να αρθρωθούν και να ακουστούν. Έτσι ξεκίνησε το τσουνάμι. Είναι ανακουφιστικό, λοιπόν, που ανοίγουν ξανά τα θέατρα γιατί επιστρέφουμε σε αυτό που αγαπάμε και επιστρέφουμε με άλλους όρους, τόσο σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων, όσο και σε αυτό των κακοποιητικών συμπεριφορών. Και ξέρουμε πως υπάρχει ένα σωματείο, το οποίο χειρίστηκε με ζέση τις καταγγελίες, και όποτε χρειαστεί μπορούμε να απευθυνθούμε εκεί και να βρούμε ανταπόκριση.
Πήρες από την πρώτη στιγμή μια ξεκάθαρη θέση δίπλα στα θύματα. Ήταν αυτονόητο για σένα; Ταλαντεύτηκες καθόλου; Ούτε για μια στιγμή. Με σοκάρουν τα άτομα που στρογγυλεύουν, που προσπαθούν να εξωραΐσουν ή να βρουν άλλοθι στους θύτες. Λένε, για παράδειγμα, για κάποιους από τους θύτες ότι ήταν ταλαντούχοι. Ποιον αφορά και τι σημασία έχει σε μια κοινωνία που μετρά δολοφονημένες γυναίκες και κακοποιημένα σώματα; Στο όνομα κανενός πράγματος δεν δικαιολογείται η κακοποίηση. Ανήκω σε μια γενιά που την κακοποίηση από τους σκηνοθέτες την αποδεχτήκαμε ως υψηλή τέχνη. Ήταν καιρός να τα ξεκαθαρίσουμε και να μάθουμε νέους κώδικες που θα βασίζονται στον σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου/ της άλλης. Μας πλάσαραν την απαξίωση της προσωπικότητας ως μεθοδολογία «αποδόμησης του εγώ». Φτάνει, ας ξανασυστηθούμε. Είναι διακριτή η γραμμή ανάμεσα στη δυσκολία της πρόβας και στο να με προσβάλλεις επειδή είμαι γυναίκα και να ασκείς την εξουσία σου πάνω μου. Επίσης, η γενιά μου πρέπει να μάθει ότι η πρόβα μπορεί να είναι και χαρά, μπορεί να είναι και απόλαυση, δεν είναι αναγκαίο να ψυχορραγούμε για να λέμε ότι παράγουμε τέχνη.
Χάθηκαν άνθρωποι στο σπιράλ της κακοποίησης και της παραβιαστικότητας; Εννοώ νέοι και νέες ηθοποιοί ή και σπουδαστές που τραυματίστηκαν, ματαιώθηκαν, δεν βρήκαν στήριξη και τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν; Πολλοί άνθρωποι δεν το άντεξαν. Το θέατρο, όπως και οποιαδήποτε δουλειά δεν έχει να κάνει μόνο με το ταλέντο και την αγάπη. Προφανώς πολλοί άνθρωποι δεν άντεξαν την κακοποίηση και τις κλίκες. Όπως, επίσης, άνθρωποι στους οποίους συγκαταλέγομαι κι εγώ που οριακά αντέξαμε και σταθήκαμε ορισμένες φορές στις παρυφές. Από ένα σημείο και μετά εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω τους όρους της δουλειάς, να κάνω πρόβα, μετά παράσταση και μετά να πηγαίνω στο τάδε μπαρ. Ήθελα να διαφυλάξω την προσωπική μου ζωή και να ξοδεύω το χρόνο μου για τους φίλους μου. Δεν είναι πάντα εύκολο, όμως, να βρίσκεις δουλειά χωρίς να εντάσσεσαι στο ευρύτερο πλέγμα των δημοσίων σχέσεων. Η περίπτωση Λιγνάδη είναι πολύ χαρακτηριστική, το διαπλεκόμενο νήμα μιας παρέας που ηγούνταν της κατάστασης και πίσω από την κουρτίνα συνέβαιναν φριχτά πράγματα.
Η περίπτωση του Δημήτρη Λιγνάδη κρατάει χρόνια, σέρνοντας πίσω της ένα πηχτό μουρμουρητό. Είναι δυνατόν να μην το είχαν υπόψη τους αυτοί που τον επέλεξαν και τον τοποθέτησαν σε θέσεις ευθύνης; Η περίπτωση Λιγνάδη βαραίνει ξεκάθαρα την Υπουργό Πολιτισμού και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου, οι δραστηριότητες του οποίου χρηματοδοτούνται από τα λεφτά των φορολογουμένων, είναι μια θέση πολιτική και όχι αμιγώς καλλιτεχνική, γιατί σαν το Λιγνάδη υπήρχαν πάρα πολλοί με ίση και μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία. Η Μενδώνη για να τον τοποθετήσει εκεί, χάλασε τη διαδικασία επιλογής και εξαναγκάστηκε να τον διώξει μόνο όταν είχε βουίξει ο τόπος. Μέχρι και την τελευταία στιγμή προσπαθούσαν να τον διασώσουν. Αν δεν ήταν τότε τα ανεξάρτητα έντυπα, τα social media και η κατακραυγή του κόσμου, ο Λιγνάδης ακόμα στη θέση του θα καθόταν.
Μιλώντας για σεξουαλική κακοποίηση και έμφυλη βία στο θέατρο, εκτιμάς πως τα έχουμε μάθει όλα; Νομίζω ότι δεν έχουμε δει ούτε την κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχουν κακοποιητικές συμπεριφορές ανθρώπων τόσο σοκαριστικές που δεν έχουν βγει και δεν είμαι σίγουρη αν θα βγουν. Θεωρώ, όμως, πως οποιοσδήποτε θελήσει να κακοποιήσει, θα το σκεφτεί 2-3 φορές πλέον. Το κέρδος θα είναι από δω και πέρα. Εμείς έχουμε φάει πολλή κακοποίηση και συχνά δεν το καταλαβαίναμε. Συζητούσα με μια συνάδελφο και μου είπε πως τώρα συνειδητοποιεί τι πρέπει να δέχεται σε μια πρόβα και τι όχι, ένα σεξιστικό χιούμορ, ή ότι σε μια συνέντευξη δεν σου επιτρέπεται να με ρωτήσεις αν έχω κάνει πλαστική ή ότι ο σκηνοθέτης δεν έχει δικαίωμα δείχνοντας μου τη σκηνή να με πιάσει σε σημεία που δεν θέλω. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουμε και νομίζω με τη ζύμωση θα διαμορφώσουμε νέους τρόπους, ώστε οτιδήποτε κάνει ένα άτομο να νιώσει άβολα να μην γίνεται αποδεκτό.
Πέρα από την ορατότητα, έχουμε αυξητικές τάσεις στην έμφυλη βία. Αυτό αποτυπώνεται και στις γυναικοκτονίες και σε μια σειρά άγριων έμφυλων εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί φέτος. Πως το βιώνεις; Με θυμό, με φόβο; Νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή που κατανοούμε βαθιά τι σημαίνει το φύλο μας και συνειδητοποιήσαμε το συλλογικό μας τραύμα. Υπάρχει ζήτημα σε όλον τον πλανήτη και ειδικά στις πιο παραδοσιακές κοινωνίες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, όπου βασιλεύουν η κτητικότητα και η ματσίλα. Μας είχαν γαλουχήσει στην ιδέα ότι η ανδρική λεβεντιά είναι αρετή, εκπέμποντας εντελώς εσφαλμένα μηνύματα. Νομίζω πλέον μπορούμε να πούμε όσο πιο καθαρά γίνεται πως δε σκοτώνει η αγάπη, ούτε ο έρωτας. Σκοτώνει η αντίληψη ιδιοκτησίας πάνω στα σώματα των γυναικών. Όλο αυτό που συμβαίνει με τον φεμινισμό, παρότι χλευάζεται από ορισμένους, είναι αντίβαρο στην τοξικότητα, είναι σπουδαίο και αναγκαίο. Έχω επίγνωση του φύλου μου άλλα δε θέλω να ζω τη ζωή μου με φόβο. Όταν αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε περιβάλλον που μου προκαλεί φόβο, αποχωρώ και σκοπεύω να το κάνω και στη δουλειά μου, γιατί έχω υποστεί στο παρελθόν bullying και δεν έχω φύγει.
Στη Γη της Ελιάς υποδύεσαι την Αρετή Καπερνάρου, μια δεσποτική γυναίκα και στον αντίποδα των δικών σου προτύπων. Πως την αντιμετωπίζεις; Προσπαθείς να την περιβάλεις με αγάπη; Είναι δύσκολο να ερμηνεύεις τοξικούς και αντιπαθείς χαρακτήρες. Έρχονται σε σύγκρουση με το προσωπικό σου ένστικτο. Το είναι μου ως γυναίκα κλωτσάει πολύ σε σχέση με την Αρετή γιατί είναι όλα αυτά που σιχαίνομαι, που παλεύω να μην είμαι. Τώρα έχω βρει μια ισορροπία και προσπαθώ να την δικαιολογήσω για να έχει ανθρώπινη μυρωδιά, αλλιώς γίνεται ένα πράγμα γροτέσκο, ψεύτικο. Πρώτα την περιέβαλα με κατανόηση και μετά με αγάπη.
Πιστεύεις πως γυναίκες σαν την Αρετή που ενδέχεται να συναντήσουμε ειδικά σε ανδροκρατούμενα και συντηρητικά περιβάλλοντα, γίνονται τόσο σκληρές για να μπορέσουν να επιβιώσουν; Ναι, δεν είναι τυχαίο πως και στη Γη της Ελιάς που διαδραματίζεται στη Μάνη και στο Σασμό που είναι στην Κρήτη, κάποιοι από τους γυναικείους ρόλους εδράζονται στην αναπαράσταση της γυναίκας που αντέχει στις κοινότητες του άνδρα – αρχηγού και σατράπη. Η Αρετή για να μπορέσει να επιβιώσει γίνεται ένα με το σκληρό και άνυδρο τοπίο της Μάνης. Αυτό προσπαθεί να μεταβιβάσει και στην κόρη της, να γίνει σκληρή γιατί αλλιώς δεν θα τη βγάλε καθαρή σε μια κοινωνία αγέλης. Η Αρετή δεν καταλαβαίνει πως δύναμη δεν είναι μόνο η φωνή. Δύναμη άλλης ποιότητας είναι και η αποδοχή της ευαλωτότητας. Δεν το καταλαβαίνει γιατί μάλλον δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να το μάθει. Είμαστε πλάσμα που αντέχουμε, είμαστε πιο ανθεκτικές στον πόνο, γεννάμε, άλλα δεν είναι αυτός ο προορισμός μας. Ο προορισμός μας είναι να ζούμε και να ζούμε καλά, χωρίς φόβο.
Λίγο μετά την έναρξη των γυρισμάτων για τη σειρά διαγνώστηκες με καρκίνο. Το γεγονός ότι έπρεπε εν μέσω χειρουργείων και στη συνέχεια χημειοθεραπειών να συμμετάσχεις σε γυρίσματα, εν τέλει λειτούργησε βοηθητικά για σένα; Λειτούργησε πολύ υποστηρικτικά. Εγώ είχα αποφασίσει πως θα το διαχειριστώ. Η ίδια η νόσος εξάλλου δε σου δίνει και πολλές επιλογές. Δεν έχεις περιθώριο να αφεθείς. Σ’ αυτό το πλαίσιο το να έχεις μια επαγγελματική ενασχόληση που δε σου επιτρέπει να μένεις σπίτι, να κοιτάς το ταβάνι και να σκέφτεσαι αν θα το ξεπεράσεις, μπορεί σωματικά να είναι κουραστικό, ψυχολογικά όμως βοηθάει. Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι πως έχεις να διαχειριστείς μια απώλεια, ένα πένθος, πενθείς την εικόνα σου, το σώμα σου, αποχωρίζεσαι πτυχές του εαυτού σου, ξέροντας πως μπορεί να μην αποκατασταθούν εντελώς ποτέ. Όταν η καθημερινότητα είναι καταιγιστική, οι διεργασίες της συνειδητοποίησης, της επεξεργασίας, της αποδοχής, παραγκωνίζονται. Δύο φορές χρειάστηκε να πενθήσω και δε μπόρεσα να το κάνω εκείνη την ώρα. Όταν έχασα τον πάτερα μου ήμουν επιφορτισμένη με πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις και όλα τα πρακτικά ζητήματα, με αποτέλεσμα το βίωμα του πένθους να εκδηλωθεί μέσα μου αργότερα. Το ίδιο περίπου συνέβη και τώρα. Ήμουν πιεσμένη να επιστρέφω και να ανταπεξέρχομαι. Ερχόμουν, έκανα τη χημειοθεραπεία, γυρνούσα στο πλατό. Το καλοκαίρι που διακόψαμε για ένα διάστημα, μου βγήκαν ο θυμός και η στεναχώρια που ήταν αναμενόμενο πως θα βγουν. Η μεγάλη εικόνα είναι, όμως, πως με κράτησε η δουλειά, με πείσμωσε παραπάνω.
Επέλεξες να μιλήσεις ανοιχτά και δημόσια για αυτό που πέρασες. Το να μιλάμε, πέραν των άλλων, συμβάλλει και στον αποστιγματισμό των ασθενειών και ειδικά του καρκίνου που είναι φορτωμένος με πολλά ταμπού ακόμα και στο πεδίο του λόγου; Το να μιλήσω ήταν πρώτα απ’ όλα μια δοκιμασία για μένα. Κάνω μια δουλειά που σχετίζεται με την εικόνα. Ήθελα αυτή η τσαλακωμένη εικόνα του ασθενούς να φανεί προς τα έξω. Ήταν ένα στοίχημα στο να αποδεχτώ κι εγώ αυτό που μου συμβαίνει άλλα και την εικόνα μου, την εικόνα ενός ανθρώπους που έχει χάσει τα μαλλιά του και τα φρύδια του και μάλιστα σε μια φάση της ζωής μου που εξαρτώμαι από την εικόνα μου. Μπαίνω στα σπίτια του κόσμου με μια περούκα και ψεύτικες βλεφαρίδες. Ο δεύτερος λόγος ήταν γιατί πιστεύω στην ορατότητα. Αυτή η μάχη που παλιά αφορούσε την ορατότητα των άλλων, τώρα αφορούσε εμένα. Θα το βίωνα ως προσωπική ήττα να το κρύψω. Ο τρίτος λόγος ήταν γιατί θεωρούσα πως θα μπορούσε να είναι εμψυχωτικό για άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν την ίδια νόσο. Ήθελα να δείξω πως νοσώ άλλα δεν έχω μπει στον πάγο, δεν έχω εντάξει τη ζωή μου στον καρκίνο. Ήξερα πως από τις τρεις εβδομάδες η μία θα είναι δύσκολη εξαιτίας της χημειοθεραπείας, τις άλλες δύο όμως προσπαθούσε να τις ζήσω φυσιολογικά. Η απενεχοποίηση δεν έγινε ούτε αμέσως για μένα, ούτε σε μια μόνο στιγμή. Στην αρχή δεν ήθελα να δω την εικόνα μου, έβαλα την περούκα και ήταν κολλητή, μετά μια μέρα έβγαλα την περούκα σε ιδιωτικό χώρο μόνο με το σύντροφο μου τον Νίκο και κοίταξα τον εαυτό μου χωρίς μαλλιά, το επόμενο βήμα ήταν να βάλω το μαντήλι, το τρίτο βήμα ήταν να κάνω μπάνιο χωρίς σκουφάκι μπροστά σε κόσμο. Πλέον δείχνω την τομή μου, στην αρχή γδυνόμουν και γυρνούσα πλάτη. Ήταν μια συνεχής και αδιάκοπη προσπάθεια με μικρά βήματα για να φτάσω στην αποδοχή. Χαίρομαι που το έκανα. Νιώθω μια ελευθερία έκφρασης σε σχέση με αυτό που μου συμβαίνει και μια ισχυρή σύνδεση με τις αδερφές μου, άλλες γυναίκες που νοσούν ή νόσησαν και με τις οποίες είμαστε σε μια τρυφερή επικοινωνία. Ξέρεις ο καρκίνος επιφέρει ένα πιο ισχυρό ψυχοκοινωνικό πλήγμα στις γυναίκες, καθώς συνυφαίνεται με τα στερεότυπα της γυναικείας ομορφιάς και της θηλυκότητας. Το στήθος, οι ωοθήκες, η μήτρα σε πολλές από εμάς έχουν αφαιρεθεί και χρειάζεται να δώσουμε μεγάλο αγώνα για να μην αντιμετωπιζόμαστε ως λιγότερο γυναίκες. Έχω μιλήσει με πολλές γυναίκες, έχω πάρει και δώσει κουράγιο, έχω ακούσει ιστορίες για άνδρες που τις παράτησαν όταν νόσησαν. Μπορεί να είναι πικραμένες ή απογοητευμένες. Καμία, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Γι’ αυτό όταν μου λένε πως είμαι δυνατή, απαντάω πως δεν είναι θέμα δικής μου γενναιότητας. Σε βάζει η ίδια η νόσος σε αυτόν τον δρόμο. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό σε ποιο στάδιο το βρίσκεις. Εγώ π.χ. ήμουν τυχερή, γιατί ενώ είχα κάτι πολύ σοβαρό, το εντόπισα σε αρχικό στάδιο. Δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια αισιοδοξία να το έβρισκα σε δύο χρόνια. Η επιστήμη είναι το πιο πολύτιμο επίτευγμα της ανθρώπινης νόησης. Έχουμε πολλά εργαλεία σε σχέση με την πρόληψη. Δεν έχει το ίδιο πρόσημο η λέξη καρκίνος όπως είχε κάποτε.
Δώρα εμείς γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε κατά τη διάρκεια της δίκης για την εγκληματική ναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Τι ήταν αυτό που σε παρακίνησε για να πηγαίνεις και να παρακολουθείς συστηματικά τη δίκη; Αναντίρρητα ήταν η σημαντικότερη δίκη της μεταπολίτευσης. Το ακροδεξιό συνονθύλευμα μετά από τόση βία και ασυδοσία με την ανοχή της κρατικής μηχανής, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, οδηγήθηκε επιτέλους στη δικαιοσύνη. Ήταν μια πικρή και λαμπρή συνάμα κινηματική νίκη που υποχρέωσε το υπάρχον πολιτικό σύστημα να αποβάλλει τη Χρυσή Αυγή. Μέσα από τη δίκη και γενικότερα από τα κινήματα και την αλληλεγγύη γνώρισα τους σημαντικότερους και τους πιο αξιόλογους ανθρώπους στη ζωή μου. Όλα στο δρόμο παλεύονται, η καταστολή, η βία, η ανισότητα. Ζούμε άγριες μέρες που ο καπιταλισμός πορεύεται με την ακροδεξιά, βγάζοντας τα πιο ποταπά ένστικτα των ανθρώπων στην επιφάνεια. Μια μερίδα κόσμου δίνει γενναίο αγώνα. Το «ούτε σπιθαμή στις γειτονιές μας» σημαίνει ακριβώς αυτό, ότι δεν θα αφήσουμε να δολοφονούνται τα παιδιά μας, οι αδερφές μας, οι φίλες μας, οι Ρομά, οι ομοφυλόφιλοι, οι τρανς, οι πρόσφυγες. Δεν θα γίνει η σφαγή μια κανονικότητα που θα την παρακολουθούμε από τον καναπέ μας και αυτό σχετίζεται με την ουσία της ζωής. Εμείς βλέπουμε τη ζωή σαν έναν κύκλο που μας χωράει. Οι φασίστες βλέπουν τη ζωή σαν μια σκοτεινή κουκίδα που χωράει μόνο αυτούς.
Είχαμε συνηθίσει παλιότερα τους/τις ηθοποιούς να εκφέρουν λόγο κυρίως για ζητήματα life style και επαγγελματικών σχεδίων. Αυτό έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Θεωρείς πως είναι η εποχή τόσο αμείλικτη που δεν επιτρέπει σε κανέναν και καμία να μην παίρνει θέση; Κοίτα, πρώτα είμαστε πολιτικά όντα και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο καθένας και η καθεμία έχει μια ταυτότητα ύπαρξης, στην οποία ενέχεται θέση. Για μένα το θέατρο οφείλει να είναι πολιτικό, να αντανακλά την κοινωνία. Η αλήθεια είναι πως οι καλλιτέχνες σιώπησαν για πολύ καιρό. Το απολιτικ ήταν εισιτήριο για να κάνεις ήσυχος τη δουλειά σου. Αυτό - και καλώς κατά τη γνώμη μου - έχει ανατραπεί. Δεν μπορείς να μένεις ουδέτερος. Άσε που δεν υπάρχει ουδετερότητα, υπάρχει σιωπηλή ανοχή. Μόνο τα μαρούλια είναι ουδέτερα. Δεν ξέρω πόσο σε κάνει καλύτερο στη δουλειά σου η σιωπή. Η σιωπή δεν είναι χρυσός. Οφείλεις να υπερασπιστείς τους ανθρώπους και να βγάλεις εαυτόν εκτός του κτήνους, να είσαι με το δίκαιο και όχι με την πλευρά του αρπακτικού.
Φέτος, λοιπόν, έχουμε τη Γη της Ελιάς στο Mega. Να αποκαλύψουμε άλλα επαγγελματικά σχέδια; Ναι, να πούμε για το θεατρικό. Υπάρχει ένα θεατρικό έργο, βασισμένο στη δίκη για την Χρυσή Αυγή που λέγαμε και νωρίτερα. Είναι μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί. Φέτος, ενώ μου λείπει πολύ το θέατρο, λόγω της υγείας μου, επειδή ήταν περιορισμένες οι σωματικές μου αντοχές δεν μπόρεσα να κάνω θέατρο. Ευελπιστώ του χρόνου να μπορέσουμε να το ανεβάσουμε.
Να κλείσουμε με μια δική σου στιγμή ανοιχτού ορίζοντα. Ήταν η τελευταία χημειοθεραπεία μια τέτοια στιγμή; Ήταν σα να μου δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Νιώθω αισιόδοξη, απολαμβάνω την κάθε μέρα, αγαπώ με το ίδιο πάθος τους ανθρώπους - ίσως το δείχνω πιο πολύ, δε θεωρώ τίποτα δεδομένο πλέον. Μετά από ένα τέτοιο κατακλυσμιαίο συμβάν αποτιμάς αλλιώς τη ζωή σου. Κρατάς αυτό που αξίζει. Το ξέρω ότι ακούγεται κλισέ, σα να μιλάω σε σεμινάριο ενδυνάμωσης άλλα έτσι είναι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να σκοτίζεσαι για τα επουσιώδη γιατί ο χρόνος ρευστοποιείται, αλλάζει διάσταση. Όσο είμαστε νέοι, αισθανόμαστε ότι έχουμε άφθονο χρόνο. Αυτή η βεβαιότητα κλονίζεται από μια διάγνωση καρκίνου ή άλλης σοβαρής νόσου. Μετά σκέφτεσαι ότι πρέπει να συμπυκνώσεις πολλή ζωή και να επικεντρωθείς σε αυτά που αξίζουν. Πήρα πολλή αγάπη, πολλή φροντίδα, κατάλαβα ότι για κάποιους ανθρώπους είμαι πολύτιμη, ότι νοιάζονται για μένα και ότι οι ζωές τους δε θα ήταν ίδιες αν δεν ήμουν εδώ και θέλω να μείνω εδώ.