Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

«Η Ελλάδα παραμένει μία από τις πιο προβληματικές χώρες στην Ευρώπη για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία» 

Η Διευθύντρια του Reuters Institute, Mitali Mukherjee, αποκαλύπτει στην Popaganda ότι η επικείμενη ετήσια έκθεση του Reuters Institute για τη δημοσιογραφία δεν διαπιστώνει βελτίωση για την κατάσταση στη χώρα μας.

Η Mitali Mukherjee, επικεφαλής του Reuters Institute στο TEDxPatras 2025 © TEDxPatras

Η Mitali Mukherjee, επικεφαλής του Reuters Institute στο TEDxPatras 2025 © TEDxPatras

Στους περσινούς δείκτες του για την εμπιστοσύνη των πολιτών στις ειδήσεις, η Ελλάδα φιγούραρε τελευταία μεταξύ 47 χωρών - στο ίδιο επίπεδο με την Ουγγαρία. Το φαινόμενο αποδιδόταν στην «πολιτική πόλωση και την ανησυχία για αθέμιτη επιρροή πολιτικών και ισχυρών επιχειρηματιών». Όλα αυτά, στην έκθεση του Reuters Institute για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, του ερευνητικού κέντρου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που ερευνά το μέλλον της δημοσιογραφίας παγκοσμίως μέσα από τον διάλογο, τη συμμετοχή και την έρευνα.  

Από τον περασμένο Απρίλιο, το Reuters Institute διευθύνει η διακεκριμένη δημοσιογράφος Mitali Mukherjee, διευθύντρια επίσης των Προγραμμάτων Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Νέα, γυναίκα, με καταγωγή από την Ινδία, η εκλογή της κ. Mukherjee ως επικεφαλής ενός εκ των κορυφαίων παγκοσμίως ερευνητικών ινστιτούτων για τη δημοσιογραφία φέρει καίριο συμβολισμό σε μια εποχή που η ανθρωπότητα βιώνει ήδη ραγδαίες αλλαγές -και η δημοσιογραφία τεκτονικούς κλυδωνισμούς- σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου η αλήθεια βρίσκεται υπό διωγμό εξαιτίας της εντεινόμενης ροπής προς τον αυταρχισμό αλλά και της εισβολής της τεχνητής νοημοσύνης

Δημοσιογράφος με ειδίκευση στην πολιτική οικονομία και με πάνω από δύο δεκαετίες εμπειρίας σε τηλεοπτικά, έντυπα και διαδικτυακά μέσα, η Mitali Mukherjee έχει διατελέσει μεταξύ άλλων σύμβουλος σύνταξης σε θέματα επιχειρηματικότητας και οικονομίας στο The Wire και το Mint, αρχισυντάκτρια χρηματοοικονομικού ρεπορτάζ  στο CNBC TV 18 και παρουσιάστρια στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων στο TV Today και την κρατική τηλεόραση της Ινδίας Doordarshan.

«Επιβεβαιώνεται ότι οι χαμηλοί δείκτες εμπιστοσύνης [στην Ελλάδα] αντικατοπτρίζουν μια δίκαιη αξιολόγηση του κοινού για ένα κυρίαρχο σύστημα μέσων που θεωρείται βαθιά διαβρωμένο από την επιρροή μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και με ξεκάθαρα “απαγορευμένες” περιοχές θεμάτων για την κριτική δημοσιογραφική κάλυψη», θα έγραφε στο LinkedIn μετά από συζητήσεις της με Έλληνες δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια του TEDxPatras 2025, στο οποίο μίλησε στις 17 Μαΐου, σε ένα δυναμικό Fireside Chat, προσκεκλημένη του iMEdD (incubator for Media Education and Development), το οποίο χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Δεν παρέλειψε δε να σχολιάσει πως από την εποχή του "μαύρου" στην ΕΡΤ επί κυβερνήσεως Σαμαρά, το 2013, «ο δεσμός κοινού και δημοσιογραφίας έχει μόνο αποδυναμωθεί». 

Η Mitali Mukherjee, επικεφαλής του Reuters Institute στο TEDxPatras 2025 © TEDxPatras

Η Mitali Mukherjee, προσκεκλημένη του iMEdD στο TEDxPatras 2025, σε ένα δυναμικό Fireside Chat © TEDxPatras

Καθώς η χώρα μας καταγράφει χρόνια τώρα χαμηλές επιδόσεις σε ζητήματα ελευθερίας του Τύπου, ρωτώ κατευθείαν τη Mitali Mukherjee αν μπορεί να μας αποκαλύψει κάποια συμπεράσματα από την επικείμενη ετήσια έκθεση του Reuters Institute.

«Πολλά από τα δεδομένα που παρατηρούμε στην Ελλάδα σχετικά με την εμπιστοσύνη [στις ειδήσεις] και την αποστασιοποίηση [από αυτές] δεν έχουν παρουσιάσει καμία βελτίωση και, όπως διαπιστώνεται και από τα ευρήματα του Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, η Ελλάδα παραμένει μία από τις πιο δύσκολες και προβληματικές χώρες στην Ευρώπη για την κριτική και ανεξάρτητη δημοσιογραφία», μου λέει χωρίς περιστροφές.

Πρόκειται για τη 14η έκδοση του Digital News Report, μιας έκθεσης που βασίζεται σε έρευνα της YouGov (σ.σ.: διεθνής εταιρεία έρευνας αγοράς και ανάλυσης δεδομένων με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο) με περισσότερους από 95.000 συμμετέχοντες σε σχεδόν 50 χώρες και εξετάζει την κατανάλωση διαδικτυακών ειδήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. «Με τα χρόνια, έχουμε παρατηρήσει ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις: αυξημένη χρήση των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης για πρόσβαση στις ειδήσεις, σημαντικές αλλαγές στις συνήθειες ενημέρωσης και, φέτος, την αυξανόμενη επίδραση της τεχνολογίας στον τρόπο με τον οποίο το κοινό καταναλώνει ειδήσεις, καθώς και μια ζοφερή και δύσκολη πολιτική συγκυρία για τα ανεξάρτητα μέσα».

«Εκρηκτική η ανάπτυξη που γνώρισε φέτος το οικοσύστημα των influencers στον χώρο των ειδήσεων»

Σχολιάζει τη ραγδαία αλλαγή στον τρόπο προσέγγισης των ειδήσεων. Αναφέρει ότι στη φετινή έκθεση του Reuters Institute συμπεραίνεται ότι «οι πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης και τα chatbots έχουν πλέον ενσωματωθεί ουσιαστικά στον τρόπο που τα newsroom προσεγγίζουν τόσο τις διαδικασίες παραγωγής ειδήσεων όσο και την παρουσίασή τους». Ταυτόχρονα, είναι εκρηκτική η ανάπτυξη που γνώρισε φέτος το οικοσύστημα των influencers στον χώρο των ειδήσεων, με την προσοχή στραμμένη στον ρόλο και την επιρροή προσωπικοτήτων όπως ο Τζο Ρόγκαν [σ.σ.: το podcast του "The Joe Rogan Experience" ήταν πρώτο στο Spotify το 2024) στις αμερικανικές εκλογές του περασμένου έτους».

Μέσα σε όλα αυτά, ωστόσο, «κοινός παρονομαστής παραμένει η εύθραυστη σχέση με το κοινό. Η ενασχόληση με τις ειδήσεις συνεχίζει να μειώνεται, η εμπιστοσύνη παραμένει σταθερά χαμηλή και λίγοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για ψηφιακές συνδρομές».

«Στην Ελλάδα, η κοινωνία δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους»

Η Ελλάδα (μαζί με την Ουγγαρία) κατέγραψε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στις ειδήσεις (23%) μεταξύ των 47 αγορών που μελετά το Reuters Institute, αλλά παράλληλα εμφανίζει και πολύ υψηλό ποσοστό αποφυγής ειδήσεων. Βλέπετε κάποια αιτιακή σχέση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα; Και αν ναι, τι μπορεί να ενισχύει αυτόν τον φαύλο κύκλο;, ρωτώ.

«Παρόλο που η εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός δείκτης για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, αποτελεί αναμφίβολα έναν σημαντικό παράγοντα τόσο για το κοινό όσο και για τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Όπως έχει τονίσει επανειλημμένα η έρευνα του Reuters Institute για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας σχετικά με την εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ, η δημόσια εμπιστοσύνη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αξιοπιστία. Οι άνθρωποι μπορούν να εμπιστεύονται πρόσωπα ή θεσμούς που στην πραγματικότητα είναι αναξιόπιστοι - η πολιτική σκηνή βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων.

Τα αποτελέσματα στην Ελλάδα αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία πολιτών που δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους, τους αρχισυντάκτες ή και τους ίδιους τους ενημερωτικούς οργανισμούς. Αυτό μπορεί να οφείλεται όχι μόνο στο ότι δεν συμφωνούν με τη γραμμή του ρεπορτάζ, αλλά και στο ότι αμφισβητούν τα κίνητρα πίσω από την κάλυψη των θεμάτων: ποιος ωφελείται, γιατί έγινε αυτή η επιλογή κ.λπ.».

Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ είναι σταθερά χαμηλή στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, το 2016, ήταν 20%, σύμφωνα με το Reuters Institute. Πώς συνδέεται το ζήτημα της εμπιστοσύνης με την αποφυγή των ειδήσεων;

«Δεν εμπιστεύεσαι κάτι όταν δεν πιστεύεις ότι εκπροσωπεί δίκαια ανθρώπους σαν κι εσένα», τονίζει η διευθύντρια του Reuters Institute. «Και τότε θεωρείς ότι δεν έχει αξία να εμπλακείς με τις ειδήσεις γιατί “μεροληπτούν” ή τελούν υπό τη βαριά επιρροή εμπορικών ή άλλων παραγόντων. Είναι σημαντική η αντίληψη του κοινού περί εμπιστοσύνης γιατί αντανακλά τις ρωγμές που υπάρχουν στη σχέση κοινού και ενημέρωσης σε μια χώρα».

Βελτίωση της δημοσιογραφίας ώστε να αγωνιστούν οι πολίτες για την ανεξαρτησία της

Αναφέρω στη Mitali Mukherjee ότι οι ρωγμές αυτές βάθυναν επικίνδυνα με την οικονομική κρίση, η οποία μεταμόρφωσε ριζικά την Ελλάδα - όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και ως προς την ελευθερία του Τύπου και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. Η εφαρμογή του δρακόντειου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που μείωσε κατά 25% το ΑΕΠ της χώρας δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί, τουλάχιστον όχι αναίμακτα, χωρίς να εξαπολυθεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου με σκοπό τη φίμωσή του. ΜΜΕ κατέρρευσαν οικονομικά, αυξήθηκε η εξάρτησή τους από κράτος και μεγάλους οικονομικούς παράγοντες, και τελικά συγκεντρώθηκαν σε λίγα χέρια. Πρόσφατη έρευνα του Solomon έδειξε πώς μια χούφτα επιχειρηματιών ελέγχουν έναν μεγάλο αριθμό ΜΜΕ μέσα από πολύπλοκα ιδιοκτησιακά σχήματα.

Έχοντας υπόψη όλ’ αυτά, μπορούμε να συζητάμε ουσιαστικά για την κατανάλωση ειδήσεων από τους πολίτες εάν δεν απαντήσουμε πρώτα σε αμείλικτα ερωτήματα περί εξουσίας και υπερσυγκέντρωσης ιδιοκτησίας ΜΜΕ; Με άλλα λόγια, μπορούμε να εξετάζουμε πώς θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία εάν πρώτα δεν εξετάσουμε την ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας;

«Όλα αυτά τα στοιχεία είναι αλληλένδετα», απαντά. «Η χαμηλή εμπιστοσύνη στις ειδήσεις δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς να αποκτήσουν πρόσβαση στις ειδήσεις. Συνήθως σημαίνει ότι δεν βλέπουν κάποια αξία στη ενασχόληση με τις ειδήσεις γιατί δεν τους παρέχουν αυτά που χρειάζονται».

Δηλαδή;

«Στις αγορές που ερευνούμε, το κοινό τονίζει ότι οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί πρέπει να επιδεικνύουν διαφάνεια - σε εμπορικό και δημοσιογραφικό επίπεδο, υψηλά δημοσιογραφικά στάνταρ, και όχι προκατάληψη. Τους ενδιαφέρει επίσης η έννοια της “δικαιοσύνης”, δηλαδή να διαπιστώνουν ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς εκπροσωπούνται με δίκαιο και ισότιμο τρόπο.

Η ιδιοκτησία των μέσων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στην ποιότητα της ανεξάρτητης ενημέρωσης όσο και στην επιρροή στο ευρύτερο μιντιακό οικοσύστημα. Κι ενώ όλες αυτές οι προκλήσεις που επισημάνατε είναι υπαρκτές και επίκαιρες, η λύση μπορεί να βρεθεί μόνο όταν το ευρύτερο κοινό δει αξία στον αγώνα για έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο Τύπο. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν μεγάλα τμήματα [του κοινού] νιώθουν πως δεν εκπροσωπούνται δίκαια, ή κάποιες φορές και καθόλου». 

Γιατί οι νέοι γυρνούν την πλάτη στις ειδήσεις

«Ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, η τάση αποφυγής ειδήσεων είναι ξεκάθαρη και σταθερή», επισημαίνει η Mitali Mukherjee. Τα δε στοιχεία δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης: «Το διάστημα 2015-2024, το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις μειώθηκε 22 μονάδες για την ηλικιακή κατηγορία 18-24 και 19 μονάδες για τους πτυχιούχους. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ υπάρχει πτώση ενδιαφέροντος σε όλες τις ομάδες, αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στη νεότερη ηλικιακή ομάδα».

Πώς εξηγείται το φαινόμενο; «Η έρευνα του Reuters Institute έχει αναδείξει τους λόγους που οι νέοι, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε πολλές αγορές, μπορεί να αποφεύγουν τις ειδήσεις», μου λέει: «Εξαιτίας της έλλειψης θετικής εκπροσώπησης».

Στο Fireside Chat του iMEdD στο TEDxPatras 2025, η διευθύντρια του Reuters Institute είχε την ευκαιρία να συζητήσει με ένα πολύμορφο νεανικό κοινό. Θεωρεί σημαντική τη δημιουργία αυτού του χώρου ώστε να μιλούν οι νέοι για τη σχέση τους με τις ειδήσεις: «Τους αρέσει να διαβάζουν ειδήσεις; Τι τους αποτρέπει ή δεν τους ενδιαφέρει στον κόσμο της δημοσιογραφίας; Πώς σκέφτονται για τις ευρέως συζητούμενες προκλήσεις όπως η παραπληροφόρηση;».

Επιβεβαιώθηκε ή άλλαξε λοιπόν η εικόνα που είχε από την έρευνα μετά τη συζήτησή της με νέους ανθρώπους από την Ελλάδα; Κατά το Fireside Chat, αυτά «που οι νέοι άνθρωποι εξέφρασαν αντανακλούν από πολλές απόψεις προκλήσεις που συναντάμε διεθνώς», επισημαίνει. «Στις 48 αγορές που ερευνούμε, οι ηλικιακές κατηγορίες 18-24 και 25-34 δείχνουν απροθυμία να επισκεφθούν ενημερωτικές ιστοσελίδες ή εφαρμογές, συγκριτικά με τους 35-54. Σε αυτές τις νεότερες γενιές, υπάρχει επίσης υψηλή εξάρτηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα δίκτυα βίντεο για ενημέρωση. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, τα νεανικά κοινά πειραματίζονται με νεότερες μορφές όπως τα podcast και τα chatbot της τεχνητής νοημοσύνης, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης».

«Ψάχνοντας τον Νέμο» για... συμβουλές   

Δεν έχει πολιτικό αντίκτυπο τέτοια αποχή από την ενημέρωση; «Είναι επιζήμιο για τις δημοκρατίες, γιατί η έρευνα καταδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ πολιτικού ενδιαφέροντος-γνώσης-πολιτικής συμμετοχής. Με άλλα λόγια, εκείνοι που έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστο περιεχόμενο νιώθουν καλύτερα ενημερωμένοι και περισσότερο ενεργοί στην πολιτική διαδικασία στη χώρα τους».

Αρκεί όμως να εντοπίζουμε το πρόβλημα; «Αυτό δεν είναι απλώς επισήμανση του προβλήματος. Εάν η εκπροσώπηση μπορεί να διασφαλίσει περισσότερη ενασχόληση και μια πιο ενημερωμένη νεολαία, θα πρέπει λογικά να αποτελέσει τον στόχο των δημοσιογραφικών οργανισμών».

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Η Mitali Mukherjee τόνιζε αργότερα σε ανάρτησή της στο LinkedIn ότι «το νεανικό κοινό αναζητά ειδήσεις που δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη του με απλουστευμένη ή επιφανειακή κάλυψη, αλλά που -ιδιαίτερα για μεγάλα κείμενα- παρουσιάζονται με καινοτόμο UI/UX σχεδιασμό και γίνεται ευκολότερο να αναδειχθούν τα καίρια σημεία».

Δεν είναι συλλήβδην αδιάφοροι λοιπόν οι νέοι άνθρωποι. Διατηρούν απλώς μια διαφορετική προσέγγιση για τα πράγματα. Και, κυρίως, νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται, όπως επισημαίνει η διευθύντρια του Reuters Institute. Γιατί, όχι μόνο οι νέοι, αλλά γενικά οι πολίτες ψάχνουν τελικά να βρουν την αλήθεια για τις ζωές τους μέσα από τις ειδήσεις. Κι όταν οι ειδήσεις δεν αντανακλούν αυτή την αλήθεια ή δεν την αναδεικνύουν με τον σωστό τρόπο, οι πολίτες αρχίζουν να αδιαφορούν γι’ αυτές, προκαλώντας τα τελευταία χρόνια αυτό που η διευθύντρια του Reuters Institute έχει ονομάσει «πανδημία μοναξιάς στη δημοσιογραφία». Η οποία έρχεται ως επέκταση μιας συστηματικής διάβρωσης της πίστης στους θεσμούς - πολιτικούς, οικονομικούς, νομικούς, όπως επίσης έχει επισημάνει. Το πρόβλημα όμως δεν το έχουν οι πολίτες, το έχει η δημοσιογραφία. Γιατί, κατά τη Mitali Mukherjee, «οι ειδήσεις, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, χάνουν το κοινό, αλλά το κοινό δεν χάνει τις ειδήσεις».

Η τελευταία διαπίστωση της διευθύντριας του Reuters Institute μού φέρνει στο νου μια φαινομενικά άσχετη είδηση: Θαλάσσιοι βιολόγοι ανακάλυψαν πρόσφατα ότι τα πορτοκαλί ψάρια κλόουν που έγιναν διάσημα από την ταινία της Ντίσνεϊ «Ψάχνοντας τον Νέμο» επιβιώνουν από το στρες των θαλάσσιων καυσώνων αναστρέφοντας την παραδοσιακή εξελικτική πορεία των ζώων (η οποία είναι να μεγαλώνουν προς μία κατεύθυνση). Αντί να μεγαλώνουν, λοιπόν, συρρικνώνονται! Στο σημερινό ασταθές διεθνές περιβάλλον που μοιάζει ολοένα και περισσότερο με κινούμενη άμμο για τη δημοσιογραφία, αυτή ίσως πρέπει να παραδειγματιστεί από τον Νέμο: όχι βέβαια να συρρικνωθεί, αλλά να αναθεωρήσει ριζικά την πορεία της, προκειμένου να επιβιώσει η ίδια - και μαζί της, η αλήθεια και η δημοκρατία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save