Το χαμόγελο. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, όσο βαθιά κι αν ψάξω στο διαθέσιμο λεκτικό οπλοστάσιο. Πηγαίο, σκανταλιάρικο, σχεδόν σατανικό. Ξεκινά με ένα ελαφρύ μειδίαμα, τα μάτια του μικραίνουν, γίνονται δυο μικρές παύλες που πάνε ασορτί με τα σχήματα της έτσι κι αλλιώς καρτουνίστικης φάτσας του. Το χαμόγελο το φοράει ξαφνικά ο Κώστας Σαμαράς, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τη συνωμοτικότητα-δεύτερη φύση του, λίγο πριν ή λίγο μετά αφού μου έχει ζητήσει να του βρω ένα τσιγάρο - ένδειξη ότι η κουβέντα μας μάλλον έχει αρχίσει να κυλά. Απόγευμα Παρασκευής, στο γραφείο της Popaganda, με την Αθήνα να έχει ξεχυθεί στα γύρω μπαρ για να ρουφήξει το περισσότερο φως που έφερε μαζί της η άνοιξη. Κι εμείς σιγά σιγά φτάνουμε σε αυτό που είναι μάλλον η ουσία, στη σημασία δηλαδή του να ζει κανείς επικίνδυνα (ή όσο επικίνδυνα έχει ζήσει για τουλάχιστον μισά από τα σχεδόν 60 του χρόνια ο πιο διάσημος παράνομος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας). Από συνειδητή επιλογή. Όχι επειδή η ζωή τα έφερε έτσι…
«Κάποιος που παίζει χαρτιά γνωρίζει ότι κάθε παρτίδα που χάνει έχει ένα κόστος. Στην παρανομία το κόστος έχει τρεις μορφές: στέρηση της ελευθερίας, χρηματική αποζημίωση του κράτους, κοινωφελής εργασία. Αν είσαι παίκτης, θα ξαναδοκιμάσεις ακόμα κι αν κάποια στιγμή πληρώσεις το τίμημα. Μέχρι κάποια στιγμή να πεις, καιρός είναι να σταματήσω, με έχουν πάρει τα χρόνια ξέρω γω…».
Ο Κώστας Σαμαράς αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Χαλκίδας στις 6 Μαρτίου. Πιστεύει ότι «σωφρονίστηκε», δηλαδή «έπαψε πια να είναι παίκτης δίνοντας προτεραιότητα σε άλλες αξίες» - αυτός είναι ο δικός του ορισμός. Δεν Καταζητείται πια θα έλεγε κανείς, παίζοντας με τον τίτλο του αυτοβιογραφικού βιβλίου που εξέδωσε το 1999. Ενα φρενήρες, συναρπαστικό pageturner που σου κόβει την ανάσα και μόλις επανακυκλοφόρησε (με καινούριο πρόλογο, επίλογο και μερικές διορθώσεις από τον συγγραφέα) από τις εκδόσεις Οξύ. Ένα βιβλίο που του έχουν ζητήσει ίσαμε δέκα φορές να μεταφερθεί στο σινεμά, σενάριο για το οποίο θα σκότωνε το Χόλιγουντ και ίσως θυμίσει σε κάποιους το Υπ’ Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος (το φιλμ που ο Βενσάν Κασέλ υποδύθηκε σε δύο μέρη τον θρυλικό γάλλο γκάνγκστερ Ζακ Μεσρίν πριν μια δεκαετία). Το «έργο ενός ιδιόρρυθμου ποιητή, με τον οποίο είμαι πλήρως αλληλέγγυος», όπως έγραψε τον καιρό της πρώτης έκδοσης στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Στο ραντεβού μας φτάνει με τη σύζυγό του Όλγα (παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού το 2015 παρουσία ελάχιστων συγγενών και φίλων). Έχουν προηγηθεί αρκετές τηλεφωνικές συνομιλίες. Όχι γιατί χρειάστηκε πολύ ψήσιμο για να μιλήσει, αλλά γιατί δυσκολευόμαστε να ορίσουμε τη συνάντηση. Ο Κώστας Σαμαράς ζει στα Τρίκαλα, στον τόπο καταγωγής του, αλλά κατεβαίνει διαρκώς στην Αθήνα. Έχει, όσο κι αν φαίνεται πεζό ή φάρσα, πολλές γραφειοκρατικές δουλειές. Να διευθετήσει στην εφορία τη δοσοποίηση με την οποία εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του. Να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες προκειμένου να πάρει ξανά στην κατοχή του τα πραγμάτά του («πολλά βιβλία») και να τα μεταφέρει σε αυτόν που θα είναι ο μόνιμος τόπος διαμονής του στο εξής.
Είναι και οι δυο τους μπαϊλντισμένοι. Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά ο Σαμαράς έχει ξεχάσει πώς είναι η μεγάλη πόλη. Πόση ώρα χρειάζεται να παρκάρεις, πόση κίνηση μπορεί να συναντήσεις, πόσο περιθώριο πρέπει να αφήνεις μεταξύ δύο ραντεβού για να τα προλάβεις. Παγώνω λίγο την στιγμή και συνειδητοποιώ ότι στέκομαι απέναντι στον άνθρωπο που στις σελίδες του Καταζητείται παίρνει το ένα μετά το άλλο υπολογισμένα ρίσκα, κάπου ανάμεσά τους κι ο θάνατος, μοιάζοντας με Μικρό Θεό που αψηφά νόμους κι ανθρώπους. Και τώρα τον ακούω (τη σύζυγό του για την ακρίβεια) να μου παραπονιέται γιατί «δε δέχονται κάρτες οι εφορίες». Να μου μιλάει γι’ αυτά τα μικρα που απασχολούν όλους εμάς που μερικές μόνο φέτες της ζωής του όταν βλέπουμε σε κάποια ταινία δράσης, δαγκώνουμε το μαξιλάρι ή μιλάμε στην οθόνη για να διαχειριστούμε τη νευρικότητα.
«Η αποφυλάκιση καθυστέρησε γιατί υπάρχει μια σύγκρουση αρμοδιοτήτων σχετικά με το ποιος θα πει την τελευταία λέξη για να ανοίξει η πόρτα της φυλακής σε μια σύνθετη περίπτωση σαν τη δική μου. Υποθέτω, χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω με στοιχεία, ότι με κράτησαν κι εκδικητικά. Δεν μπορώ να καταλάβω αν αισθάνονται ότι τους έχω νικήσει, δεν παίξαμε κανέναν αγώνα. Κατ' εμέ, έπρεπε να έχω βγει από τον Νοέμβριο του 2017. Κάποιοι ίσως με έβλεπαν με διαφορετικό μάτι, ανώτερος εισαγγελέας στον Πειραιά είπε σε δικηγόρο μου “να κάτσει να βγάλει ολόκληρη τη θητεία”, παρότι είχαν γίνει οι τροποποιήσεις». Αναρωτιέμαι δυνατά για ποιο λόγο να έδειχνε το σύστημα «καλή θέληση» στην περίπτωσή του κι αν αντιλαμβάνεται κι ο ίδιος ότι είναι κάπως οξύμωρο ένας τύπος που έχει ζήσει τόσο πολύ στα όρια, γοητευμένος από την ιδέα της παρανομίας, ξαφνικά να διεκδικεί με σχολαστικότητα όσα δικαιούται εντός του νομικού πλαισίου… «Τα νομικά θέματα δεν έχουν να κάνουν με καλή θέληση. Εγώ βασίστηκα στις διατάξεις των νόμων που σου δίνουν δικαίωμα μετατροπής της φυλάκισης, στην περίπτωση μου για ποινές σε απόπειρες απόδρασης. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολήθηκα σε βάθος με τα νομικά για να δω τι δικαιούμαι. Διάβασα πολύ γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είχα τη δυνατότητα να πληρώνω δικηγόρους. Κανείς δε μου εγγυόταν απίσης ότι ένας διάσημος δικηγόρος θα ήταν κι αποτελεσματικός.
Από την άλλη, μπορούσα είτε να εξακολουθήσω να πηγαίνω, ας πούμε, κόντρα στο νόμο ή να αλλάξω τρόπο. Το πρώτο είδα μέχρι που πήγε. Από κει και πέρα όφειλα και στα πρόσωπα που με αγαπούν και τα αγαπώ κι εγώ να κοιτάξω να βγω μια ώρα αρχύτερα και να λειτουργήσω κοινωνικά -εντός νομιμότητας- γιατί κανείς δεν ξέρει πόσο ακόμα μας μένει…».
Ο Κώστας Σαμαράς φυλακίστηκε για πρώτη φορά το 1985, μετά τη σύλληψή του ενώ προσπαθούσε να διαρρήξει ένα κατάστημα οπτικών. «Έφαγα ένα σοκ την πρώτη φορά στις φυλακές και δεν μπόρεσα να διανοηθώ ότι θα μείνω να εκτίσω την ποινή. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε από μένα αυτό το σύστημα. Γιατί εκεί δε μιλούσαμε για σωφρονισμό -να μάθεις απο τα λάθη σου, δηλαδή- μιλούσαμε για τιμωρία. Κι αυτό από το 1985 στο 2018 δεν έχει αλλάξει, και δύσκολα θα αλλάξει ποτέ. Μόνο κάποια στοιχεία διαβίωσης έχουν βελτιωθεί οπως π.χ. ότι έχουμε πια κινητά τηλέφωνα ή τηλεόραση. Η καταπίεση στις φυλακές βασίζεται στην άγνοια. Σωφρονισμός δε γίνεται, το ξαναλέω. Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι όσοι φυλακίζονται για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά, ξανακαταδικάζονται.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν είναι εύκολο να σου υποδείξει κάποιος ενώ είσαι στη φυλακή τα λάθη που διέπραξες ως κοινωνικός παραβάτης. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας κάνει επίσης παραβάσεις, ειδικά όσοι κινούνται στα ανώτερα στρώματα. Πώς θα έρθει να σε πείσει ο ψυχολόγος της φυλακής ότι πρέπει να σωφρονιστείς επειδή άνοιξες μια τράπεζα, ενώ γύρω σου σκάει π.χ. το σκάνδαλο Novartis;».
«Το καλύτερο είναι να μην ενοχλείς κανέναν, να πηγαίνεις με το ρεύμα, για να τη βγάλεις χωρίς προβλήματα. Όσο περνούσαν τα χρόνια, έριξα νερό στο κρασί μου, αλλά φίλος δεν έγινα ποτέ με τους δεσμοφύλακες. Δεν έπαψα ποτέ όμως να τους θεωρώ ανθρωποφύλακες»
Η πρώτη απόδραση ήταν θέμα χρόνου. Στο σύνολό τους ήταν πέντε. Του χάρισαν τα κοσμητικά «φαντομάς» και «πεταλούδας», θα τα κουβαλάει -θελει δε θέλει- μια ζωή. Όσο δεν ήταν στη φυλακή, ζούσε στην παρανομία, μόνιμα καταζητούμενος. Με τον δικό του κώδικα, φυσικά. Σταδιακά οι στόχοι των ληστειών έγιναν τράπεζες, σε σπίτι δεν έμπαινε ποτέ, βία επίσης δεν άσκησε ποτέ και σε κάνέναν, ακόμα και τα οχήματα που έκλεβε για διαφυγή όποτε ήταν δυνατόν τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες του. Πάντα με καθαρή ματιά, γιατί «αν κινείσαι σε τέτοιες διαδρομές χρησιμοποιώντας ουσίες, δεν έχεις τύχη».
«Φοβόμουν τον θάνατο, αλλά το ρισκάριζα. Ποτέ δεν μπορείς να έχεις τελείως τον έλεγχο. Δύο φορές με έχουν πυροβολήσει. Πάντα είχα την επίγνωση ότι κυνηγητό είναι, ανεβαίνει η αδρεναλίνη, αν είναι να συμβεί θα συμβεί. Κι επίσης, ναι, έχω αισθανθεί τον φόβο στους άλλους. Τον φόβο που εγώ προκαλούσα. Έχω μάθει, μεταγενέστερα, ότι αστυνομικοί ή σωφρονιστικοί υπάλληλοι προσπαθούσαν να κρατιούνται σε απόσταση. Μπορεί να έχει μια γοητεία όλο αυτό, αλλά δεν πρέπει να πέσεις στην παγίδα του. Ακόμα και είκοσι αστυνομικοί να σε φυλάνε, σκέφτεσαι πόσοι είναι διατεθειμένοι να φτάσουν στο τέρμα. Μερικούς τους διάβαζα ότι δε θα το κάνανε. Και πρόσφατα ακόμα, παρότι έχω 21 χρόνια να επιχειρήσω απόδραση, στις δικαστικές αίθουσες μου φόρεσαν χειροπέδες. Ή δεν επέτρεψαν στους οικείους μου να με πλησιάσουν. Ή παλιότερα είχαν διακόψει την κυκλοφορία σε μέρος που περνούσα με περιπολικό.
Ο κίνδυνος είναι τζόγος. Αλλά δεν είναι μόνο ο κίνδυνος, είναι και το αποτέλεσμα. Κίνδυνος είναι να κάνεις extreme sports, να πέφτεις με αλεξίπτωτο από τον ουρανό. Αν μπεις όμως σε μια τράπεζα, θα φύγεις και με γεμάτες τσάντες. Την ίδια ικανοποίηση έχουν και τα δύο, και η γεμάτη τσάντα και το ότι δε σε έπιασαν. Δε δίνω και το καλύτερο παράδειγμα τώρα… αλλά συζητάμε τα δεδομένα…», το σκανταλιάρικο χαμόγελο κάνει πάλι την εμφάνισή του.
Το προφίλ του Κώστα Σαμαρά έχει στοιχεία «Ρομπέν των Δασών». Η λογοτεχνική αφήγηση τον παρουσιάζει ως έναν αντικομφορμιστή ελευθεριακό, έναν «εντιμότατο κλέφτη» αν προτιμάτε. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Το πέρασμα στην παρανομία, δεν μπορεί να μην είναι έτσι, σε αναγκάζει να κάνεις πράγματα που δεν είναι στον κώδικά σου (αν υποτεθεί ότι έχεις τέτοιον όπως ο Σαμαράς). Να συγχρωτιστείς με ανθρώπους που δεν είναι της πάστας σου. Ακόμα χειρότερα να τους εμπιστευθείς τη ζωή σου ή τον δρόμο που οδηγεί στην ελευθερία. «Δεν μπορούν να γίνονται όλα από ένα άτομο. Πρέπει να συνεργαστείς και ποτέ δεν είναι σίγουρο ότι αυτό θα πετύχει. Συνήθως, γίνονται συμβιβασμοί. Προς τα κάτω. Αυτό μπορεί να φέρει και προβλήματα. Εκεί παίζει ρόλο και η τύχη». Στο βιβλίο υπάρχουν τέτοια περιστατικά. Λάθη που γίνονται στο σχέδιο μιας απόδρασης, κεντρικές πύλες «καταστημάτων κράτησης» («τι νεολογισμός κι αυτός», μου λέει) να κλείνουν κι εκείνος να μην έχει προλάβει να βγει. Μετά πάλι μέσα. Με όλα τα μπες-βγες, έχει κάνει 21 χρόνια στην στενή (29 μαζί με τα πρόστιμα). Αν κάποιος ξέρει πώς επιβιώνεις στις ελληνικές φυλακές, δεν είναι άλλος από τον Κώστα Σαμαρά…
«Δεν είναι εύκολο να κρατήσεις το μυαλό σου, ειδικά αν έχεις να κάνεις μεγάλη ποινή. Το καλύτερο είναι να μην ενοχλείς κανέναν, να παρακολουθείς πως κινούνται οι άλλοι γύρω σου, πώς λειτουργεί η κατάσταση. Και να πηγαίνεις με το ρεύμα, για να τη βγάλεις χωρίς προβλήματα. Πιο επικίνδυνοι (σ.σ. το σκέφτεται αρκετά) την παρούσα χρονική περίοδο είναι οι συγκρατούμενοι παρά οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Ειδικά τώρα πια που έχουν περισσότερους ξένους οι φυλακές.
Από ένα σημείο και μετά, ναι, με αναγνώριζαν στις φυλακές. Είχε γίνει γνωστό το όνομά μου. Ως κάποιος που κοντράρει με τον τρόπο του το σύστημα. Κατά κανόνα, δεν είχα πρόβλημα με το προσωπικό. Πάντα προσπαθούσα να καταλάβω τι έχω απέναντί μου και πώς λειτουργεί. Στα πρώτα χρόνια μου στη φυλακή είχα πέσει πάνω σε έναν συγγενή μου που ήταν υπάλληλος. Είχα συγκρουστεί άσχημα μαζί του. Όσο περνούσαν τα χρόνια, έριξα νερό στο κρασί μου, αλλά φίλος δεν έγινα ποτέ με τους δεσμοφύλακες. Για μερικούς κατάλαβα ότι μπορεί να ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό που φτιάχνονται και οι παράνομοι. Δεν έπαψα ποτέ όμως να τους θεωρώ ανθρωποφύλακες.
Κανέναν δεν δέρνουν, αν δε δώσει κάποιο δικαίωμα. Δυο φορές με χτύπησαν, η πρώτη μετά την απόπειρα απόδρασης στα Τρίκαλα. Και η άλλη στην Πάτρα όταν με συνέλαβαν μετά από απόδραση πάλι. Εκεί ήταν το χειρότερο. Με βάλανε σε μια διαδικασία να σκεφτώ να τους βάλω σε λίστα. Βρήκα ονόματα, στοιχεία. Το σκέφτηκα μετά πιο ψύχραιμα και το κράτησα στην άκρη. Βγαίνοντας κατόπιν κι αναπτύσοντας επαφή με την κοινωνία, είπα ότι δεν είχε καμία αξία να ασχοληθώ μαζί τους».
«Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας κάνει επίσης παραβάσεις, ειδικά όσοι κινούνται στα ανώτερα στρώματα. Πώς θα έρθει να σε πείσει ο ψυχολόγος της φυλακής ότι πρέπει να σωφρονιστείς επειδή άνοιξες μια τράπεζα, ενώ γύρω σου σκάει π.χ. το σκάνδαλο Novartis;».
Ο Σαμαράς είναι νάρκισσος, όπως κάθε άνθρωπος που οι άλλοι, για διάφορους λόγους, έχουν ασχοληθεί υπερβολικά μαζί του. Τον ενδιαφέρει η εικόνα του. Ως ερασιτέχνης φωτογράφος (έχει κάνει κι εκθέσεις, έχει φοιτήσει άλλωστε στο ΤΕΙ Γραφιστικής και Διακοσμητικής πριν και μετά τις φυλακές) έχει άποψη για τη φωτογράφιση. Θέλει με τον τρόπο του να έχει τον έλεγχο του αποτυπώματος της συνέντευξης. Ένα, μοιάζει να, είναι αυτό που θέλει να αποτινάξει από πάνω του: το γκανγκστεριλίκι. «Μου έχουν κάνει κακό όλα αυτά τα χρόνια και οι δημοσιογράφοι π.χ. με τις συνδέσεις με τους αδερφούς Παλαιοκώστα. Τον μεγάλο έχω να τον δω από το 1992, τον μικρό από τις αρχές των 00s -δε θυμάμαι καν από πότε-, τι σχέση μπορεί να έχω μαζί τους;».
Την απόφαση να αλλάξει ζωή την πήρε το 1997. Τότε αποφάσισε να γράψει και το βιβλίο για να απασχολεί δημιουργικά το μυαλό του στη φυλακή και να μην του γίνεται έμμονη ιδέα το πώς θα το σκάσει. Βγήκε με υφ’ όρο απόλυση τον Απρίλιο του 2004. Με την υποχρέωση να δίνει το παρών στο αστυνομικό τμήμα 3 φορές το μήνα για 12.5 χρόνια. Το έκανε μέχρι το 2011. Τότε η σύλληψη ενός γνωστού του με κλεμμένο αυτοκίνητο κι ένα κενό κουτάκι στην ένδειξη «παρών» στο Τμήμα Ασφαλείας τον έκαναν και πάλι καταζητούμενο. Ο Σαμαράς ισχυρίζεται ότι είχε δικαιολογητικό από γιατρό, τα χαρτιά όμως υπόπτως «δεν έφτασαν έγκαιρα» στο Συμβούλιο Πλημμελιοδικών Πειραιά και η αναστολή του ανακλήθηκε. Αιτήθηκε επενεξέταση, η οποία προγραμματίστηκε για τις 27 Μαρτίου του 2012. Τα όσα συνέβησαν την προηγούμενη, στις 26 (και δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο), κόβουν την ανάσα. Ειναι το περίφημο περιστατικό του Jumbo που τον έκανε ξανά είδηση…
«Ήμουν στην Αθήνα ένα δίμηνο και περίμενα να επανεξεταστεί η αναστολή, μάλιστα υπήρχε θετική εισαγγελική πρόταση, Έτυχε να δανειστώ ένα (νόμιμο) αυτοκίνητο από ένα φίλο και πήγα τη γυναίκα μου στη δουλειά της, Σταμάτησα σε ένα σουβλατζίδικο να πάρω κάτι να φάω. Δεν ξέρω σε ποιον φάνηκα ύποπτος, αργότερα έμαθα ότι κάποιος είχε πάρει τηλέφωνο για να επισημάνει την παρουσία μου. Είδα στα 150 μέτρα να έρχονται δύο μηχανές ΔΙΑΣ. Από ένστικτο μπήκα στο πορτ μπαγκάζ. Αυτοί στάθηκαν στο αμάξι, κάτι που σημαίνει ότι στο τηλέφωνο είχαν δώσει και το νούμερο του οχήματος. Είχα μια κατασκευή από πλαστικά εκρηκτικά (παιχνίδια) για παν ενδεχόμενο που μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση ελέγχου. Άνοιξαν το πορτ μπαγκάζ και με είδαν να κρατάω ένα κοντρόλ, σαν αυτά των συναγερμών. Το πατάω, αναβοσβήνουν τα φωτάκια στο παιχνιδι και τους λέω “κάντε πίσω”. Το κάνουν κι ανοίγονται στο χώρο. Εγώ πλησιάζω τον έναν για να μη δίνω στόχο και κινούμαστε προς το κατάστημα Jumbo του Μοσχάτου. Πέρασα από κάτι τζαμένιες πόρτες στα γραφεία του ισογείου, πήρα έναν υπάλληλο από το χέρι για να βγούμε μαζί έξω. Το μέρος γέμισε με αστυνομικούς, και σε κάποια στιγμή ο υπάλληλος μου ξέφυγε. Όπως με πλησίαζαν οι μπάτσοι, έρχεται ένας και πέφτει πάνω μου. Το ρισκάρισε. Αν ήταν αληθινά τα εκρηκτικά, μπουμ. Αλλά είτε ήταν πιο παλαβός από μένα, είτε κατάλαβε ότι ήταν πλαστικά».
Τον έπιασαν σε μια σκληρή εφαρμογή του «όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμη». Θα μπορούσε βέβαια να είναι και σκληρότερη. «Όση ώρα διήρκεσε το περιστατικό, φυσικά πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι τόσα έχουν γίνει και τελικά θα μου την ανάψει τώρα κάποιος που… είμαι ζωσμένος με πλαστικά παιχνίδια. Ναι, αν συνεχιζόταν το σκηνικό, μάλλον θα τους έλεγα ποιος είμαι. Αλλά, δεν ξέρω αν θα έκανε καλύτερη ή χειρότερη τη θέση μου».
Κάπως έτσι ο Κώστας Σαμαράς ξαναβρέθηκε στη φυλακή, περνώντας άλλα έξι χρόνια που «μου φάνηκαν ότι πέρασαν νεράκι». Η Όλγα, που σε αυτη τη θητεία έγινε συζυγός του, διαφωνεί. «Εξασκείται η υπομονή σου. Είναι τόσο η στέρηση της προσωπικότητας όσο και της επαφής. Δεν μπορείς να ζεις με αναμνήσεις. Κι ας μιλούσαμε 10 φορές την ημέρα στο τηλέφωνο που αμφιβάλλω αν το κάνουν τα κανονικά ζευγάρια. Στα επισκεπτήρια μόνο οι μαμάδες πάνε. Οι σύντροφοι αραιωνουν, δεν κρατιούνται αυτές οι σχέσεις», μου λέει μαζί με κάμποσα off the record για την σχέση τους που είναι από μόνη της ένα άλλο κινηματογραφικό σενάριο. Μια σχέση που το τίμημά της εκείνη το έχει πληρώσει βαρύ, διαπροσωπικά και οικογενειακά. Τα είχε περάσει και με τον πατέρα της, «φιλοξενούμενο» στα ξερονήσια επί δικτατορίας.
Την συζητάμε πολύ τη δικαιοσύνη. Όχι μόνο τελευταία. Αλλά σίγουρα υποθέσεις σαν την καφκική περιπέτεια της Ηριάννας και του Περικλή, σαν την άδικη φυλάκιση του Τάσου Θεοφίλου (για τον οποίο μόλις χθες κατατέθηκε αίτηση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης), σαν την πρόσφατη απεργία πείνας του Βασίλη Δημάκη λόγω διακρίσεων στις εκπαιδευτικές άδειες ή τον, επίσης πρόσφατο, επικοινωνιακό τζόγο γύρω από το αίτημα 22χρονου που είχε συλληφθεί για κατοχή χασίς και ζήτησε να διαγραφεί η ποινή προκειμένου να σπουδάσει στις ΗΠΑ, κλονίζουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Ο Κώστας Σαμαράς ζει στο πετσί του την ελληνική δικαιοσύνη εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, έχει αξία η γνώμη του… «Η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Και οι δικαστές άνθρωποι είναι. Μπορεί να κάνουν λάθη, μπορεί να είναι διεφθαρμένοι. Ίσως η καλύτερη λύση θα ήταν να βάζαμε τα νομικά δεδομένα των υποθέσεων σε ένα κομπιούτερ και να έβγαζε την απόφαση χωρίς κανένα συναίσθημα ή επίδραση ανθρώπινου παράγοντα. Σε κάποιες περιπτώσεις θα ήταν σωστότερη. Έχω κι εγώ βέβαια ερωτήματα: Είναι στημένο σκόπιμα έτσι το σωφρονιστικό σύστημα; Για να λειτουργεί όλος αυτός ο κύκλος των δικηγόρων, των δικαστών, των αστυνομικών και των υπαλλήλων ή συνιστά αδυναμία του κράτους να διορθώσει τα λάθη του; Δεν έχω καταλήξει ακόμα».
«Δεν μπορείς να ζεις με αναμνήσεις. Κι ας μιλούσαμε 10 φορές την ημέρα στο τηλέφωνο που αμφιβάλλω αν το κάνουν τα κανονικά ζευγάρια. Στα επισκεπτήρια μόνο οι μαμάδες πάνε. Οι σύντροφοι αραιωνουν, δεν κρατιούνται αυτές οι σχέσεις»
Μιλάμε για την πιθανή κινηματογραφική μεταφορά του Καταζητείται. Είναι γνωστό ότι έχει ενδιαφερθεί έντονα ο Παντελής Βούλγαρης, κάποια στιγμή πριν ξαναφυλακιστεί το 2012 ο Σαμαράς είχε μιλήσει με τον Αλέξανδρο Αβρανά, ενώ είχε υπογράψει και συμβόλαιο με εταιρεία παραγωγής μέσω του ηθοποιού Βασίλη Μπισμπίκη που ήθελε να τον υποδυθεί. «Πέσαμε όμως στην κρίση και δεν το προχωρήσαμε. Γιατί να μη θέλω να το κάνω; Αρκεί να έχω εξασφαλισμένο το δικαίωμα ελέγχου πάνω στην απόδοση του βιβλίου, για να μη βγει λάθος εικόνα». Κατά καιρούς έχουν ασχοληθεί μαζι του, εκτός από δημοσιογράφοι και σκηνοθέτες, κι άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων αλλά και πάσης φύσεως διανοούμενοι. Έχει καταλάβει γιατί κάποιοι τον θαύμασαν ή εκφράστηκαν κολακευτικά γι’ αυτόν; Αισθανθηκε ποτέ ότι αποτελούσε ένα φρούτο εξωτικό για εκείνους που ήταν έξω από τον χορό. «Μπορεί να εξελιχθεί τελείως λάθος όλη αυτή η ιδέα του “θαυμασμού”. Εγώ, από ένα σημείο και μετά, φιλοσοφικά, έψαχνα συνέχεια τα όρια του εαυτού μου. Κάθε φορά πήγαινα και μακρύτερα. Μέχρι που είδα ότι μπορεί και να μην υπήρχε επιστροφή. Κι εκεί πάτησα φρένο».
Από δω και πέρα; «Και μέσα δύσκολα είναι, κι έξω δύσκολα είναι». Η Όλγα τον διακόπτει γελώντας, «τουλάχιστον μέσα είχες όλα τα προβλήματά σου λυμένα». Ξαναπαίρνει τον λόγο. «Ούτε τώρα, ούτε στην προηγούμενη αποφυλάκιση δεν είχα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα στην επανένταξη. Αντίθετα, είχα δεχθεί μεγάλη βοήθεια». Η Όλγα υπερθεματίζει σχετικά με το πόσο αγαπητός είναι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, πόσο δεν τον παραμονεύουν στραβά βλέμματα ή ψιθυριστές κουβέντες πίσω από την πλάτη του. Του θυμίζω ότι κάπου γράφει στο βιβλίο ότι θα ζήσει «γκρίζος λύκος εν μέσω εριφίων». «Τουλάχιστον όχι μαύρος», πάλι τον προλαβαίνει η Όλγα.
Ο επίλογος δικός του. Με κάτι που είπε πει νωρίτερα. «Επί του συνόλου, και μέχρι ενός σημείου, έχω μετανιώσει». Με το ζόρι κρατάει εκείνο το χαμόγελο, έτοιμο είναι να ξανασκάσει…