Η Ευδοκία
Από τον τρόπο που μιλάει γι’ αυτόν, καταλαβαίνει κανείς ότι ο Αλέξης Δαμιανός και η εμπειρία της «Ευδοκίας», στην οποία συμμετείχε ως βοηθός σκηνοθέτη, τον έχει σημαδέψει. Σ’ αυτήν έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο, αλλά ποτέ δεν στερεύει από ιστορίες. «Πέρασα τρία χρόνια από την ζωή μου στην «Ευδοκία», δουλεύοντας με τον Αλέξη, γιατί αυτή η ταινία ήταν άναρχη όχι μόνο στον τρόπο γραφής της, αλλά και στον τρόπο παραγωγής της», θυμάται. «Την πρώτη μέρα του γυρίσματος είχαμε την περίφημη σκηνή της κούνιας, στην Πάρνηθα. Ξεκινήσαμε ένα κομβόι αυτοκινήτων από το ελληνικό Χόλλυγουντ στην πλατεία Κάνιγγος, με γεννήτριες, ηλεκτρολόγους, γερανούς, χαμός! Ανεβήκαμε πάνω, έγινε το γύρισμα σε δύο μέρες. Ήταν συγκλονιστικό, ένιωθες ότι κάτι καλό τρέχει με αυτή τη ταινία, δεν μπορεί να μην βγει! Σε βοηθούσε μέχρι και ο ήλιος που χτυπούσε στο πεύκο. Ήταν ένας καλός οιωνός». Τα πράγματα όμως αργότερα έγιναν πιο δύσκολα. «Μετά από τρεις βδομάδες τελείωσαν τα λεφτά για τόσο σοβαρό γύρισμα και όλο το υπόλοιπο έγινε άναρχα, με τρεις ανθρώπους, τον Αλέξη να κουβαλάει τα μηχανήματα στον ώμο».
(Όταν είχε πρωτοβγεί η «Ευδοκία» κάποιοι ήθελαν να κατεβάσουν το πανί. Δεν βραβεύτηκε ως η καλύτερη ταινία, δεν πήρε καν για την μουσική ο Λοΐζος. Τώρα την βλέπουν και την αποθεώνουν.)
Τι ήταν αυτό που του έκανε εντύπωση στον τρόπο του Δαμιανού; «Ο τρόπος με τον οποίο διάλεγε τους χώρους του. Το σπίτι της Ευδοκίας, ας πούμε, δεν ήταν ένα γραφικό σπίτι, αλλά ένα φρεσκοφτιαγμένο στα παράνομα οικόπεδα στα Άνω Λιόσια. Πρόβαλε όλη τη μπαναλιτέ μιας σύγχρονης μικροαστής, μια ομορφιά με το γούστο το δικό της. Αν της είχε βάλει ένα ερείπιο θα ήταν πολύ παλιά άποψη. Επίσης, ο τρόπος που βρήκε τους ηθοποιούς του. Η Μαρία [Βασιλείου] ήταν ένα κορίτσι που έκανε γυμνές φωτογραφήσεις έξω, την ανακάλυψε η Άρτεμις Δαμιανού και την έφερε 16 χρονών. Τον λοχία τον συνάντησε ο Δαμιανός στο δρόμο, να παλεύει με δεκαπέντε ανθρώπους, μόνος του. Όταν τον πλησίασε, ο λοχίας τον πέρασε για ομοφυλόφιλο και του λέει «ρε συ, πούστης είσαι;». Ο Δαμιανός, που δεν καταλάβαινε από αυτά, του όρμησε!», περιγράφει γελώντας. «Πέρασαν τρομερές πρόβες. Στο μόνο που δεν συμφωνούσα με τον Δαμιανό ήταν η υπερβολική τρομοκρατία στους ηθοποιούς. Επειδή ήταν ερασιτέχνες, ήθελε να τους βγάλει κάτι, να το αρπάξει βίαια από μέσα τους και αν δεν έβγαινε τους έβαζε σε δοκιμασίες. Δεν έβγαιναν καθόλου έξω, δεν πήγαιναν σπίτι τους το βράδυ. Μέχρι που να παίξουν τον ρόλο, η μόνη τους απασχόληση ήταν ο ρόλος. Μέσα σ’ όλα αυτά τα βίαια, υπήρχε μια θρησκευτική προσήλωση, μία αίσθηση καθήκοντος και πίστη στον τόπο- όχι μελό και φιλολό, πίστη στον τόπο από τα κάτω προς τα πάνω». Όμως το βασικό συστατικό της επιτυχία δεν ήταν αυτό. «Ο Δαμιανός πίστευε στον έρωτα. Τι σωματικότητα έχει αυτή η ταινία! Το σώμα πάλλεται. Άμα δεις πώς παλεύουν, πώς πηδιούνται, πώς χαίρονται την φύση… Κανένας μας δεν κατάφερε να έχει τέτοια σωματικότητα στις ταινίες του, κανένας».
(Κάποια στιγμή ο λοχίας, όταν τον πλακώνουν οι άλλοι στο ξύλο, στο χωράφι, και τον πατάει η μοτοσικλέτα (αναφορά στην δολοφονία του Λαμπράκη), πιάνεται από έναν φράχτη. Πάνω του υπάρχει ένα αγριάγκαθο. Έγιναν συζητήσεις μήνες γι’ αυτό το αγριάγκαθο! Ζει χωρίς τίποτα, πάνω στην πέτρα, χωρίς καν χώμα. Κάπως έτσι ήταν αυτοί οι δυο ήρωες. Ερωτεύτηκαν, έκαναν την υπέρβαση και στο τέλος συντρίβονται. Το αγριάγκαθο είναι η ελπίδα ότι αυτοί οι δυο κάποια στιγμή θα υπάρξουν και όταν εκείνη γυρίζει και γελάει, σημαίνει πως θα το ξανακάνει.)
[embed]
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Παπαστάθης κατάφερε να συμβάλει κι αυτός στην ταινία. «Ήμουν πιστός βοηθός σκηνοθέτη στην Ευδοκία. Υπάρχουν όμως μερικές σκηνές που μορφικά υπάρχει μια αποδεκτή από τον ίδιο τον Δαμιανό επέμβαση δική μου. Όπως στον γάμο που δεν έγινε: Αν δει κανείς προσεκτικά τη σκηνή, βλέπει μια άλλη γραφή. Κανονικά ήταν εγκληματική ενέργεια δικιά μου απέναντί του», εξηγεί πολύ σοβαρά. «Ωστόσο νομίζω ότι είχε ουσία αυτό το πράγμα, τις αποδέχτηκε ο ίδιος γιατί δεν ήταν ένα κομπλεξικό άτομο. Ό, τι του ‘λεγες, τα ‘βαζε μέσα στην ταινία αν πίστευε ότι μπορούσαν να αποδώσουν. Αυτό είναι μεγάλο δίδαγμα για το πώς είναι ο σωστός δάσκαλος, ο σωστός συνεργάτης, πώς είναι η σωστή συμπεριφορά ενός μεγάλου ανθρώπου σε ένα νέο παιδί που ξεκινάει».
Το 1972, βγαίνοντας φρέσκος από την «Ευδοκία», έκανε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, τα «Γράμματα από την Αμερική». «Είχα πάει μια μέρα στο Μοναστηράκι και βρήκα δεμένες καρτ ποστάλ με ένα σπάγκο, όλες όσες είχε στείλει κάποιος που είχε πάει μετανάστης στην Αμερική στο χωριό του. Αυτό ήταν η αφορμή να γίνει η ταινία, χρησιμοποίησα το υλικό που ήταν πίσω από τις κάρτες, αλλά το μετέπλασα κιόλας, για να μπορέσει να γίνει η σύνθεση. Βρήκα την ιδανική φωνή, σε αυτό με βοήθησε ο Θόδωρος, ο οποίος στην Εκπομπή είχε χρησιμοποιήσει τον Θόδωρο Κατσαδράμη. Του είχα πει ότι δεν θα του ‘δινα το κείμενο, θα το διάβαζε πρίμα βίστα. Το έκανε συγκλονιστικά. Έτσι έγινε η ταινία και αυτή ήταν η αφορμή να γνωρίσω τον Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μαγεύτηκε». Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας μικρού μήκους.
(Αυτό δεν είναι το αίτημα της εποχής μας; Έτσι δεν πάει μπροστά ο κόσμος; Οι μεγάλοι να δίνουν χώρο και να ενδιαφέρονται για τους μικρούς, να μην τους καπελώνουν.)
[embed]http://www.dailymotion.com/video/xyd1rq_γράμματα-από-την-αμερική-1972_shortfilms[/embed]
Το «Παρασκήνιο»
Για να γίνουν όμως ταινίες, έπρεπε να υπάρχει μια στοιχειώδης παραγωγή. Το σχέδιο απλό: Μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο δημιουργούν την εταιρεία Cinetic, η οποία φτιάχνει διαφημιστικά. Σκοπός «να μαζέψουμε μηχανήματα και να κάνουμε ταινίες. Αυτός ήταν ο καημός μας. Λίγα χρόνια μετά, ήρθε η παραγγελία από την ΕΡΤ να κάνουμε το Παρασκήνιο, την σειρά με ντοκιμαντέρ που «έτρεχε» στην κρατική τηλεόραση από το 1976 μέχρι το «μαύρο» της ΕΡΤ . «Ο Ροβήρος Μανθούλης μας έδειξε κάποιες εκπομπές γαλλικές, όπου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν φαινόταν ο δημοσιογράφος που έκανε τις ερωτήσεις, η δουλειά που έκανε ήταν υπόγεια. Έτσι ξεκινήσαμε. Έγινε σάλος στον Τύπο». Η αρχή δεν ήταν πολύ εύκολη. «Είχαμε κρούσματα λογοκρισίας, από την πρώτη στιγμή. Ήμασταν τόσο φανατικά παιδιά τότε. Κάναμε ένα Παρασκήνιο για την Μάνα του Μπρεχτ που σκηνοθέτησε ο Λεωνίδας Τριβιζάς και το ‘παιξε σε ένα εργοστάσιο, ένα χρόνο μετά την Μεταπολίτευση! Αυτό κόπηκε. Στην ίδια εκπομπή, το δεύτερο κομμάτι ήταν ο Καλδάρας, το οποίο παρασύρθηκε και κόπηκε κι αυτό. Το τρίτο ήταν η Βουγιουκλάκη, η οποία παίχτηκε, αλλά ήταν κι αυτή πετσοκομμένη. Τότε ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο οποίος σ’ αυτήν την εκπομπή έλεγε πως η Βουγιουκλάκη για το θέατρο ήταν ό,τι ο Καραμανλής για την πολιτική. Η Βουγιουκλάκη, δηλαδή, ανανέωσε το παραδοσιακό θέατρο με φρέσκο αίμα, διότι δεν είχε παράδοση η ίδια θεατρικής οικογένειας πίσω. Προφανώς έπεσε χατζάρα. Αλλά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα», εξηγεί κουνώντας ενθουσιασμένα τα χέρια του. «Πιστεύαμε πως η τηλεόραση πρέπει να λέει την αλήθεια, να βρει μια καινούρια γλώσσα –και την γλώσσα αυτή θα την έβρισκαν οι κινηματογραφιστές. Ξέραμε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την καθημερινή τριβή, αλλιώς ήμασταν χαμένοι. Ουσιαστικά το Παρασκήνιο είναι μια σύνθεση της εμπειρίας του ντοκιμαντέρ του κινηματογράφου με το μέσο που λέγεται τηλεόραση. Αυτό που έλεγε ο Μακ Λούεν, το «μέσο είναι το μήνυμα», το θεωρούσαμε μεγάλη μπαρούφα. Πιστεύαμε ότι εμείς μπορούμε να φτιάξουμε το νόημα. Έτσι ξεκίνησε και άρχισαν να έρχονται κι άλλοι άνθρωποι. Υπήρχε άποψη γι’ αυτό που κινηματογραφούσαμε –πάντα. Δεν ήταν, ας πούμε, ένα υμνολόγιο για την Βουγιουκλάκη, αλλά η αναίρεσή της».
Από την εκπομπή αυτή πέρασαν πολλοί και σημαντικοί νέοι σκηνοθέτες, που τροφοδότησαν το Παρασκήνιο και τροφοδοτήθηκαν από την γνώση και την εμπειρία των δύο δημιουργών. Η εκπομπή έκανε εκτενή αφιερώματα σε ιστορικές προσωπικότητες, καλλιτεχνικές και μη, προβάλλοντας σπάνιο υλικό. Πλέον, ένα ελάχιστο κομμάτι του είναι προσβάσιμο στο ευρύ κοινό. «Έχω πραγματική αγωνία για την ψηφιοποίηση του «Παρασκηνίου». Το «Παρασκήνιο» χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους. Η πρώτη είναι από τις 16 Φεβρουαρίου του ‘76, που ξεκινάμε, μέχρι τον Ιούνιο του ‘93. Όλο αυτό το διάστημα γυρίζουμε φιλμ. Αυτό είναι δύσκολο να ψηφιοποιηθεί, θέλει αποφασισμένους ανθρώπους. Έχει πάρει η ΕΡΤ κάποια κονδύλια από το ΕΣΠΑ για να το κάνει, αλλά έκανε μόνο την δεύτερη, που τραβούσαμε σε κασέτες beta. Το φιλέτο όμως δεν το ‘χουνε κάνει. Αυτό πρέπει να προβληθεί, να το επιμεληθούνε, να κοιτάξουν τις κολλήσεις, να ξαναπέσουν οι τίτλοι, να προσεχθεί ο ήχος, να καταγραφεί δηλαδή σωστά. Αυτό δεν έχει γίνει και ελπίζω όσο ζούμε να το κάνουν. Τους είμαστε χρήσιμοι, γι’ αυτό το λέω».
Μα μπορεί να εμπιστεύεται την ΕΡΤ; «Όχι βέβαια, αυτό είναι ανέκδοτο, αν εμπιστεύομαι την ΕΡΤ λέει! Και να ήθελαν, δεν μπορούν να το κάνουν, δεν έχουν χρήματα. Εδώ το Μουσείο Μπενάκη προσπαθεί να πάρει το «Παρασκήνιο», να το προβάλλει για σχολεία και ακόμα δεν το ‘χουν καταφέρει! Προσπαθούν 10 χρόνια. Στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, που προβλήθηκε το «Παρασκήνιο», δημιούργησαν πρόβλημα, δεν ξέρω ποιοι, ότι τάχα το Παρασκήνιο είναι δικό μας. Τι να λέμε! Όμως το Παρασκήνιο πρέπει να παίζεται ελεύθερα παντού. Ειδικά στα πανεπιστήμια και να είναι προσβάσιμο εύκολα, ιδίως για ιδρύματα όπως το Μουσείο Μπενάκη».
(Εμείς ήμασταν μια μειοψηφία, μια μικρή βιοτεχνία που κάναμε αυτήν την εκπομπούλα, που μας συντήρησε σε στοιχειώδη βάση όσους το κάναμε και είχαμε 1% θεαματικότητα, μόνο. Κι αυτά που έφτασαν το 25 και το 80% είναι για τα σκουπίδια. Λοιπόν, περιθώριο, ξε-περιθώριο, σίγουρα είναι τα ιερά και τα όσια εκεί μέσα και πρέπει να διασωθούν και έχουμε και εμείς υποχρέωση να τα διασώσουμε.)
Ο Σαββόπουλος, το Ελεύθερο Θέατρο και η Αριστερά
Τον ρωτάω για το Ελεύθερο Θέατρο και ξαφνιάζεται. «Ώστε ξέρεις για το Ελεύθερο, ε;», ρωτάει ευχαριστημένος. Κι αυτό όχι μόνο γιατί σε λίγο θα μιλήσει για τον θίασο που ξεσήκωσε το Άλσος Παγκρατίου την δεκαετία του ’70, αλλά γιατί η σχέση του ίδιου μαζί του είναι αρκετά προσωπική. «Τι ερωτική που ήταν η περίοδος του Ελεύθερου Θεάτρου! Και όχι επειδή σχετίστηκα με την γυναίκα μου, την Υβόννη Μαλτέζου, και κάναμε και ένα παιδί, τον Αργύρη. Τι ερωτικό κλίμα που υπήρχε γενικώς, τι συλλογική δημιουργικότητα! Αυτό το φωτισμένο, περιφερειακό θεατράκι του Άλσους Παγκρατίου που μαζευόμασταν, με κέφι και έκπληξη, έγινε το κέντρο της θεατρικής πραγματικότητας στην Ελλάδα. Ήταν όλοι πολύ καλοί ηθοποιοί –και υπήρχε και μια μεγαλοφυΐα, ο Νίκος Σκυλοδήμος, που έφυγε στο Τραμ το τελευταίο».
Πώς κατέληξε όμως ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης να φτιάξει ταινίες για να παιχτούν στο σανίδι, επηρεάζοντας την δράση των ηθοποιών, όπως συνέβαινε στη σκηνή από το ιστορικό «Μια ζωή Γκόλφω»; Όλα ξεκίνησαν το 1973, όταν χτύπησε η πόρτα της Cinetic και ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Μας λέει: «Μου είπαν ότι κάποιος εδώ, Παπαστάθης λέγεται, έχει κάνει μια πολύ καλή ταινία», τα «Γράμματα από την Αμερική». Ήθελε να κάνει «κάτι» στο Κύτταρο. Γνωριστήκαμε και έγινε η περίφημη παράσταση «Θίασος Σκιών». Εκεί έκανα δέκα ταινίες μικρού μήκους για την παράσταση του Διονύση, η οποία αποτελείτο από το συγκρότημά του, έναν μπερντέ του Καραγκιόζη που έπαιζε ο Σπαθάρης και μια οθόνη που έπαιζε το σινεμά το δικό μου. Υπήρχε μια αντενέργεια του ενός με το άλλο. Παραδείγματος χάρη, στο Μ’ αεροπλάνα και Βαπόρια -δεν το λέω Ζεϊμπέκικο, γιατί δεν αρέσει στον Διονύση- έκανε την μία φωνή φιλμ και την άλλη ζωντανά από κάτω. Συναρπαστικό, μέσα σε ένα κοινό φανατικό για τον Διονύση. Ερχόταν κόσμος τότε να τον ακούσει σαν μια μετάληψη, ένα παιδάκι 20πόσο χρονών, που έπαιζε με ένα τρομερό λύσιμο. Δεν έχω δει καλύτερο ηθοποιό πίστας από τον Διονύση». Το θέαμα αυτό, δυστυχώς, δεν υπάρχει καταγεγραμμένο. «Δεν είχαμε τη δυνατότητα να καλέσουμε να το φιλμάρουν, δεν υπάρχει γραμμένη αυτή η παράσταση. Κρίμα. Και ήταν σε μια εποχή που κάναμε τις διαδηλώσεις στα Πολυτεχνεία και μετά πηγαίναμε στο «Κύτταρο». Και μέσα εκεί, πολλοί μυστικοί αστυνομικοί, βέβαια. Αλλά είχε περάσει όλη η πνευματική Αθήνα».
(Έκανα και το «Είδα την Άννα κάποτε», ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια. Τότε με την Υβόννη ήμασταν και φρέσκοι, οπότε παίζει εκείνη και η ιδέα είναι πάνω σε πίνακες του Πεντζίκη, μια ασπρόμαυρη φιγούρα που περιδιαβαίνει την Θεσσαλονίκη. Ακουγόταν το τραγούδι ζωντανά από τον Διονύση. Ήταν τρομερά συγκινητικό.)
Η εποχή, κατά μια έννοια, επέβαλε πολιτικοποίηση. «Ο μπαμπάς μου ήταν δεξιός. Δεν λέω τι ήταν η μαμά μου, ήταν αυτό που καθόριζε την ισορροπία της οικογένειας. Είχε μια τέτοια σοφία η μάνα μου. Ο πατέρας μου είχε φιλοδοξία να με κάνει το παιδί του ασανσέρ στο τότε υπουργείο Προεδρίας, επειδή ήξερε τότε κάποιον βουλευτή, νόμιζε ότι θα ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία για την ζωή μου. Η μαμά μου δεν μιλούσε καθόλου και βέβαια είχε άλλες απόψεις από τον πατέρα μου πάνω στο πώς θα μορφωθούν τα παιδιά της». Ο ίδιος ήταν, προφανώς, αριστερός. «Υπήρξα Λαμπράκης. Μετά ήμουν στο ΚΚΕ εσωτερικού και μετά υπήρξε κάποια απόσυρση. Ψήφιζα βέβαια Αριστερά, Συνασπισμό, μια φορά ψήφισα ΠΑΣΟΚ. Τώρα δεν ανήκω στην Αριστερά, δεν μου αρέσει ο Σύριζα όπως είναι». Σταματά για λίγο να μιλάει.
Εκεί ανάμεσα στην Χούντα και την Μεταπολίτευση, τι πήγε στραβά; «Οι πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης ήταν ένα μεγάλο μεθύσι. Νομίζαμε ότι όλα ήταν εύκολα. Πόσο λάθος είχαμε, τι διάψευση ήταν αυτή! Πιστεύαμε ότι το κράτος ήταν εχθρός, επειδή το είχε η Δεξιά. Αυτό ήταν το λάθος μας. Ό,τι κάναμε ήταν εναντίον του κράτους. Είχαμε μια αντιπαράθεση, το μισούσαμε. Κανείς δεν φρόντισε το κράτος να είναι ισχυρό, να έχει δύναμη, θεσμούς. Κι όταν ήρθε ο Αντρέας άρχισε να μοιράζει και να μοιράζει, λες και μπορούσαμε να αντέξουμε την διάθεση ενός πολιτικού να ξαναβγεί… Δικά του ήταν;», αναρωτιέται και είναι πραγματικά θυμωμένος. «Γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή πρέπει να ξαναγίνει η Ελλάδα, με θεσμούς, με κανόνες, να το κάνουν άνθρωποι που αξίζουν και καταλαβαίνουν. Στον δικό μας τομέα, δεν μπορούν να μιλούν για την Τέχνη άνθρωποι που είναι άσχετοι, να είναι στο υπουργείο Πολιτισμού άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν!».
(Πιστεύω στην Αριστερά του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ποιά Αριστερά δηλαδή; Εκείνη που δέχεται ότι υπάρχει και ο άλλος, που πιστεύει κάτι και το έχει πληρώσει. Ο Μανόλης ήταν δικασμένος σε θάνατο και διαγραμμένος από το κόμμα. Πιστεύω στην Αριστερά που έχει αξία –πήγε και σπούδασε γιατρός ο Μανόλης. Δεν είναι η μόρφωση ενός συνδικαλιστή που γίνεται υπουργός. Πιστεύω στην Αριστερά που αγαπάει τον τόπο της, που αγαπά την ιστορία, που αγαπά την τέχνη, που αγαπά τον κόσμο και πασχίζει για μια δικαιοσύνη-αυτά πιστεύω. Αλλά φοβάμαι πως αυτή η Αριστερά υπάρχει μόνο στο μυαλό μας.)
Είχε βραδιάσει, η ώρα είχε περάσει. Το κασετόφωνο έκλεισε, ο καφές τελείωσε και η πόρτα του σπιτιού με τους πίνακες θα έκλεινε σύντομα. «Βλέπω και κάνω σινεμά, διαβάζω και γράφω λογοτεχνία και θαυμάζω την ζωγραφική», ήταν τα τελευταία λόγια που καταγράφηκαν –και ήταν σχεδόν απολογητικά. «Για να μην με κατηγορήσεις αδίκως, έχει βγει και η διακειμενική άποψη των τεχνών, όπου όλες οι τέχνες κάπου μπλέκονται και επικοινωνούν». Ξέρει άραγε ο Λάκης Παπαστάθης ότι, σαν αληθινός καλλιτέχνης του ντοκιμαντέρ, μέσα σε 180 λεπτά περιέγραψε δύο διαφορετικές εποχές και μαζί τους ανθρώπους που τις διαμόρφωσαν; Αν όχι, ελπίζω να το μάθει σήμερα.