«Μπορεί μια παράσταση που έχει ως αφετηρία τον θάνατο δυο πολύ αγαπημένων ανθρώπων να φτάσει στην ανάταση, στην αναγέννηση μέσα και πέρα από το σκοτάδι του αποχαιρετισμού; Αυτό προσπάθησα. Ίσως επειδή δεν θέλω να σταματήσω να είμαι ρομαντικός», γράφει στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Μάριο Μπανούσι σχετικά με την περφόρμανς Goodbye, Lindita που την περασμένη άνοιξη συγκίνησε κοινό και κριτικούς, παίρνοντας, μεταξύ άλλων, μια διθυραμβική κριτική στον Guardian από τον Michael Billington, από τους πιο σημαντικούς κριτικούς θεάτρου της Βρετανίας, ο οποίος ήταν επικεφαλής κριτικός θεατρικών παραστάσεων της εφημερίδας για 48 χρόνια.
Όταν 1η Ιουνίου είδα την παράσταση σκεφτόμουν: Υπάρχει γαλήνη μέσα στο απόλυτο τίποτα; Ναι, απαντά ο Μάριο Μπανούσι. Γιατί θέλει να παραμείνει ρομαντικός και ίσως γιατί δεν υπάρχει, για όλους μας, άλλη ανακούφιση πέρα απ’ αυτή την απάντηση. Ναι, υπάρχει γαλήνη και αναγέννηση στο επέκεινα.
Τη φετινή σεζόν, το Goodbye, Lindita αποτελεί ξανά μέρος του ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου - αυτή τη φορά παρουσιάζεται στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του κτηρίου Τσίλλερ, ενώ μετά την ολοκλήρωση των εγχώριων παραστάσεων θα περιοδεύσει εκτός συνόρων στο Βελιγράδι, στη Δρέσδη, στο Άμστερνταμ και στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας.
Ο ίδιος ο Μάριο θα βρίσκεται το χειμώνα στο Παρίσι ως υπότροφος του Ελληνικού πολιτιστικού κέντρου του Παρισιού, ενώ παράλληλα είναι υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση. Όλο το μέλλον είναι μπροστά του. Καθώς απομαγνητοφωνώ τη συζήτησή μας -βρεθήκαμε στο Παγκράτι μόλις δύο ημέρες αφότου έκλεισε τα 25- συγκινούμαι. Είναι πάντα αφοπλιστική η συνύπαρξη της σοφίας με την αθωότητα. Το βλέμμα του Μάριο είναι καθαρό και θαρραλέο, γι’ αυτό και αληθινό. Σαν το έργο του.
Έχω μεγαλώσει στην Αθήνα, στην Ηλιούπολη. Ωραία γειτονιά με πολλά πάρκα και άνετους δρόμους, χωρίς έντονη κίνηση δηλαδή. Την αντιλαμβανόμουν ως έναν μεγάλο παιδότοπο.
Από παιδί μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά, η ζωγραφική περισσότερο. Δεν με ενδιέφερε να ενταχθώ σε αθλητικές ομάδες, ήθελα να κάνω πράγματα γύρω από την Τέχνη. Οι πρώτες μου κινήσεις γύρω από το θέατρο ήταν όταν παίζαμε κουκλοθέατρο στην Αλβανία, στους συγγενείς μου. Στήναμε με τις ξαδέρφες μου ένα σεντόνι, παίρναμε τις κούκλες που είχαμε στο σπίτι και παίζαμε κουκλοθέατρο. Οι χαρακτήρες του έργου ήταν εμπνευσμένοι από τους συγγενείς μας. Από τότε έχω αναφορές στην οικογένεια (γέλια). Με το κουκλοθέατρο σκεφτόμουν ότι μπορείς να πεις πράγματα μέσω του παιχνιδιού χωρίς να χρειάζεται να τα πεις εσύ ο ίδιος, ως δικά σου λόγια. Σε όλα μου τα μαθητικά χρόνια ασχολούμουν με τις σχολικές θεατρικές ομάδες, στο λύκειο μάλιστα σκηνοθετούσα. Μετά μπήκα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Ποτέ δεν υπήρξε από την οικογένεια μου η συμβουλή «κάνε αυτό ή εκείνο για να είσαι ασφαλής». Είναι άνθρωποι που έχουν πάρει ρίσκα στη ζωή τους. Αν έχεις πάρει το ρίσκο να περάσεις από μια χώρα σε μια άλλη περπατώντας, το να σου λέει το παιδί σου ότι θέλει να μπει σε μια δραματική σχολή αντί να γίνει λογιστής δεν σου φαίνεται ακραίο. Ήταν πολύ μαζί μου, σε ό,τι αποφάσισα.
Πριν καν ξεκινήσουμε τις πρόβες για το Goodbye, Lindita, ήξερα ότι θα αγγίξει πολύ κόσμο γιατί ήταν κάτι που έκανα με ειλικρίνεια. Από τη στιγμή που αυτό που φτιάχνω με αφορά πραγματικά και μιλάω για την αλήθεια, θα βρει ανταπόκριση. Πιστεύω ότι όταν κάποιον τον καίει κάτι και αυτό θέλει να το επικοινωνήσει τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθούν άνθρωποι να τον ακούσουν. Πάντα υπάρχει μια ανοιχτή πόρτα στην αλήθεια.
Επειδή δεν μπορείς να διαχειριστείς το πένθος, το κάνεις Τέχνη. Είμαι της άποψης πως όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς κάτι βρίσκεις τρόπους να το επικοινωνήσεις και να το βάλεις απέναντί σου για να το κοιτάξεις. Είμαι σε ένα συνεχή διάλογο με αυτό που έχει συμβεί και ακόμη συμβαίνει. Δεν έχει τελειώσει, είναι ακόμη κάτι που τρέχει, άλλωστε το πένθος τρέχει πάντα. Γι’ αυτό έκανα το πένθος έργο, γιατί ήθελα να έρθω αντιμέτωπος με αυτό, να το παρατηρήσω. Δεν μ’ αρέσει να βάζω πράγματα κάτω απ’ το χαλάκι.
Προς το τέλος της παράστασης, οι χαρακτήρες του έργου στρέφουν το βλέμμα τους από τη Lindita προς τα μέσα τους. Από εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν το ηφαίστειο που βρίσκεται μέσα τους, δεν μπορούν καν να μπουν στη διαδικασία να το διαχειριστούν, κοιτούν αυτό που τους συμβαίνει και μοιάζει το σώμα τους να κινείται μόνο του.
Όταν κοιτάμε μέσα μας, αυτό που βλέπουμε μας ξεπερνά. Είναι δύσκολο να κοιτάμε έτσι, να φτάνουμε στο μεδούλι του εαυτού μας, να βλέπουμε τι κάναμε σε αυτή τη ζωή ή τι θέλουμε να κάνουμε. Πιστεύω ότι όταν γυρνάς το βλέμμα προς τα μέσα μπορείς να δεις τα πάντα, την κόλαση και τον παράδεισο μαζί. Τότε τα μάτια πονούν πολύ, δεν είναι απλή διαδικασία.
Υπήρχαν άνθρωποι που είδαν την παράσταση ενώ λίγες ημέρες πριν είχαν χάσει κάποιον δικό τους άνθρωπο και ήρθαν να μου πουν «Σ’ ευχαριστώ, μου έδωσες κουράγιο και δύναμη».
Μεγάλωσα με γυναίκες, έζησα με γυναίκες παντού γύρω μου. Σύμφωνα με τα δικά μου βιώματα, οι γυναίκες πάντα εκφράζονταν παραπάνω, και εκείνες με βοηθούσαν να εκφράσω κι εγώ τον πόνο μου. Απ’ αυτές νιώθω περισσότερο μια μεγάλη, ανοιχτή αγκαλιά.
Aν σε κάτι είμαι καλός είναι στην παρατήρηση. Τραβάω πολλές φωτογραφίες, οι αναφορές μου είναι από τη ζωή. Μ’ αρέσει να περπατάω και να παρατηρώ τους ανθρώπους, τα βλέμματά τους, τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους, τον τρόπο που στέκονται, πώς μιλάνε στους άλλους, πώς μιλάνε στο τηλέφωνο. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να παρατηρώ τις λεπτομέρειες. Η ζωή έχει τόσο ενδιαφέρον.
Κάτι που με απασχολεί τελευταία επειδή το βιώνω, είναι ότι στον χώρο της Τέχνης όταν είσαι νέος σε ηλικία και ευγενικός, πολύ εύκολα μπορεί να θελήσει κάποιος άλλος να σε εξαπατήσει και να σε εκμεταλλευτεί στεγνά. Το στενάχωρο με τον χώρο είναι ότι χρειάζεται να βάζεις αρκετά όρια για να σε πάρουν στα σοβαρά. Πρέπει να λειτουργούμε με ευγένεια και ειλικρίνεια αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να αφήνουμε να καταπατούν εμάς και το έργο μας. Όπως λέμε για τη ζωή, την καθημερινότητα «μιλήστε, βρείτε τη φωνή σας», το ίδιο πρέπει να ισχύει και στον χώρο της δουλειάς μας. Πρέπει να μιλάμε για όλα, ακόμη και γι’ αυτά που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται λάθος· να προστατεύουμε τον εαυτό μας όσο μπορούμε. Έχουμε φωνή και θα μιλήσουμε.