Η αγωνία του Νίκου Καλογερόπουλου, όση ώρα συζητάμε, και αν κρίνω από το ότι με ρωτάει γι’ αυτό ξανά και ξανά, είναι αν ακούω καλά αυτά που μου λέει, γιατί η πόρτα που οδηγεί στο διπλανό δωμάτιο είναι ανοιχτή και εκεί μέσα η κομπανία του παίζει κάποια από τα ρεμπέτικα τραγούδια που έχει γράψει από τις αρχές της δεκαετίας του 80 μέχρι και σήμερα, από τότε που με αφορμή την ερμηνεία του στο «Ρεμπέτικο» μπόρεσε επιτέλους να παίξει μπουζούκι χωρίς να φοβάται τις «κλωτσιές και τις φάπες» του πατέρα του, μέχρι και σήμερα που δείχνει να έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε αυτό, αφήνοντας στην άκρη την υποκριτική ή τέλος πάντων όσο στην άκρη μπορεί να αφήσει την υποκριτική κάποιος που αν μη τι άλλο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τις πρωταγωνιστικές του ερμηνείες σε ορισμένους από τους πιο κομβικούς, αισθητικής και όχι μόνο, σημασίας σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου των τεσσάρων, και βάλε, δεκαετιών της μεταπολίτευσης: το 1981 με Βραβείο Ά Ανδρικού για το «Μάθε παιδί μου γράμματα», το 1983 με το Βραβείο της Εξαιρετικής Ερμηνείας για το «Ρεμπέτικο», το 1984 με το βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου για το «Λούφα και Παραλλαγή», το 1999 με το βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου για το «Ένας κι Ένας».
Τελευταία φορά με ρωτάει αν τον ακούω καλά λίγο πριν μου πει μία από τις τελευταίες του κουβέντες που και πάλι με τα τραγούδια του έχει να κάνει, τα οποία παραδόξως νομίζει ότι έχει αδικήσει και μάλλον γι’ αυτό όταν δίνουμε τα χέρια, με το ελεύθερο αριστερό του μου δίνει το βιβλίο με τους στίχους του, το οποίο αμέσως παίρνει για λίγο πίσω, για να σκίσει μόνος του τη ζελατίνα, να γυρίσει σε μία από τις πρώτες του σελίδες και να με παροτρύνει: «Αυτά θέλω διαβάσεις».
Αυτά που θέλει να διαβάσω είναι μία απόστροφή από την Απολογία του Σωκράτη και δεν περιμένει καθόλου, μου τα διαβάζει εκείνος: «Γιατί αν με σκοτώσετε, (Άνδρες Αθηναίοι) άλλον σαν κι εμένα δεν θα βρείτε - για να το πω απλά κι αστεία - που να τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει νωθρό άλογο ράτσας και χρειάζεται Αλογόμυγα να την ξυπνάει. Νομίζω ότι σαν τέτοια με έχει βάλει στην πόλη ο Θεός, να μη σταματώ όλη τη μέρα να σας ξυπνώ, να σας πείθω και τον καθένα χωριστά να επικρίνω τριγυρίζοντας παντού.»
«Κατάλαβες φιλαράκι;» με ρωτάει.
«Όχι ακριβώς, αλλά εντάξει», του λέω.
«Μπορεί να φταίει το μπουζούκι», λέει ενώ κρατάει πια το δικό του και με τα δύο χέρια.
Από μικρός κόλλησα την τρέλα με το ρεμπέτικο. Μου άρεσε πολύ. Όπως μου άρεσαν και τα δημοτικά τραγούδια, με αυτά μεγάλωσα. Πρώτα δηλαδή ξεκίνησα με τα δημοτικά και μετά πέρασα στα άλλα.
Πρώτη φορά έπιασα σοβαρά στα χέρια μου μπουζούκι στο «Ρεμπέτικο». Βέβαια! Είχα δοκιμάσει και πιτσιρικάς αλλά έφαγα τις κλωτσιές μου και τις φάπες μου και το παράτησα. Ο πατέρας μου έλεγε «άμα σε δω με αυτό το “ζητιανόξυλο”, θα στο σπάσω στο κεφάλι». Καταλαβαίνεις τώρα, το 65-70 στην επαρχία, που να ακούσουν για μουσική ή να γίνει μουσικός το παιδί… Ακόμη χειρότερα αν τους έλεγες να γίνεις ηθοποιός. Ρε κλωτσιές σου λέω! Γι’ αυτό έφυγα. Ζω μόνος μου από τα 15-16.
Πρώτα απ’ όλα είμαι αγρότης. Ωραίος αγρότης. Ξέρω τα πάντα για ό,τι καλλιεργούμε εκεί κάτω στα Φιλιατρά. Όταν ήρθε η στιγμή να διαλέξω ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική, διάλεξα το θέατρο. Καλύτερα, γιατί το θέατρο είναι η μήτρα των τεχνών. Είναι η μανούλα, τα έχει όλα μέσα. Και πρώτα απ’ όλα θέλει από σένα να δουλεύει το νιονιό σου.
Την υποκριτική ή την έχεις μέσα σου ή δεν την έχεις. Αν δεν την κουβαλάς από μόνος σου, δεν γίνεται να την κουβαλήσεις με το ζόρι. Νομίζω όμως ότι το πιο ωραίο από τα ταξίδια μου το κάνω με το γράψιμο, με τα στιχάκια, τις παραστάσεις, ό,τι γράφω, τέλος πάντων.
Είχες δει, φιλαράκι, την παράσταση «Οι Κυνικοί ξανάρχονται»; Παραστασάρα! Φοβερή! Ό,τι έχει σωθεί στην ελληνική γραμματεία για τους κυνικούς, το ‘χω μέσα. Έχω γράψει πολλά πράγματα. Το πρώτο μου θεατρικό το έγραψα όταν ήμουν 22-23 ετών. Ήταν «ο Μπαμπούλας». Το 1975-76 που το πρωτόπαιξα, ο μπαμπούλας ήταν από τη μία η αγροτική τράπεζα και από την άλλη η εξουσία της εκκλησίας. Τόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε και κοίτα τι μας κάνουν ακόμη οι τράπεζες…
Νομίζω ότι πάντα διάλεγα με προσοχή τους ανθρώπους που συνεργαζόμουν. Θυμάμαι ότι στη σχολή (σ.σ. σχολή θεάτρου του Κωστή Μιχαηλίδη) έρχονταν οι βοηθοί των σκηνοθετών -γιατί τότε γύρναγαν πολλές ταινίες κάθε εβδομάδα και τσιμπάγανε πιτσιρικάδες- και με φωνάζανε πάντα. Γιατί ήμουν διαολόφατσα. Δεν πήγαινα όμως. Κι ας έπαιρνες τότε 2-3 χιλιάδες για μια σκηνούλα, άσε που άμα ήσουν καλός στην επόμενη ταινία μπορεί να έπαιρνες δύο σκηνούλες. Όμως εγώ αρνιόμουν. Αντί αυτού πήγαινα στην οικοδομή και έπαιρνα 80δρχ μεροκάματο. Ήθελα ως ηθοποιός να κάνω κάτι που να γουστάρω πολύ, με κόσμο που γουστάρω.
Η πρώτη φορά που χτύπησα εγώ την πόρτα ήταν στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», το 1975. Και έπεσα πάνω σε έναν εκπληκτικό άνθρωπο που τον θεωρώ πνευματικό μου πατέρα, τον Βασίλη Γεωργιάδη, που ήταν μέγας και σαν σκηνοθέτης και σαν άνθρωπος. Όπως και ο Νότης Περγιάλης που έγραφε το σενάριο. Ήμουν πολύ τυχερός. Τους έχω μέσα μου αυτούς τους ανθρώπους.
Η επιλεκτικότητά μου βγήκε καλλιτεχνικά και πνευματικά. Έτσι νομίζω. Οικονομικά δεν μου βγήκε. Εγώ είμαι στο ΔΝΤ από τα γεννοφάσκια μου.
Ποιος ξέρει τι νομίζει ο κόσμος, αν λένε ότι βγάλαμε λεφτά εμείς οι παλιοί. Που να πιστέψουν ότι στη Λούφα πήρα 300 χιλιάρικα ακάθαρτα... Λεφτά έβγαζες από δίπλα, αν έκανες βιντεοταινίες. Εγώ δεν έκανα. Μια φορά δηλαδή μόνο πήγα να κάνω και τελικά έγινε σειρά. «Στο Κάμπινγκ» τη λέγανε, αν θυμάσαι.
Μου είχανε φέρει το σενάριο του Κάμπινγκ και το γούσταρα πολύ, οπότε αποφάσισα να κάνω κι εγώ μια βιντεοταινία. Είχαμε συμφωνήσει να το σκηνοθετήσω εγώ, αλλά θα χρειαζόμουν 3 εβδομάδες, όχι μία και άρπα κόλλα. Με το που ξεκινήσαμε όμως, οι παραγωγοί μου το γυρίσανε στις 2 εβδομάδες. Ε, δεν θέλω και πολύ να τα πάρω. Σηκώθηκα κι έφυγα. Καπριτσαρίστηκα και είπα ότι εγώ αυτό θα το πράγμα θα το γυρίσω μόνο και μόνο για να αποδείξω ότι ήταν μαλάκες που δεν τήρησαν τον λόγο τους. Και όντως, το κάναμε σειρά. Και είδες τι σειρά έγινε…
Ο ρόλος του Μάιμου, που έμεινε στην ιστορία, δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο. Άκου πως έγινε: Εκείνη την εποχή ήθελα να μαζέψω υλικό, 2-3 λεπτά, από όλες τις δουλειές που είχα κάνει μέχρι τότε, για να τις δείξω σε έναν Σουηδό σκηνοθέτη. Πάω λοιπόν στην ΕΡΤ και μου λένε: «δεν υπάρχει η “Μεθυσμένη Πολιτεία”, τη σβήσαμε». Σάλταρα, στενοχωρέθηκα. Τέτοιες παπαριές έκαναν κι εγώ τους έριχνα τα μπινελίκια μου. Άρχισε να μου λέει ο Ανδρέας Θωμόπουλος (σ.σ. σκηνοθέτης της σειράς «Στο Κάμπινγκ»): «ρε συ, συγκεντρώσου, τώρα ξεκινάμε άλλη δουλειά». Το βιολί μου εγώ: «Μα να σβήσουνε οι μαλάκες τη “Μεθυσμένη Πολιτεία”;». Και λέει ο Ανδρέας: «αμάν ρε μαλάκα, κάνε ένα τέτοιο ρόλο εδώ αν είναι να ηρεμήσεις». Έτσι έγινε! Ο «Μάιμος» μου έκανε «επίσκεψη» από το πουθενά, έτσι, βζζζζζν! Καρφωτός από εκεί πάνω.
Μου το λέει λοιπόν ο Ανδρέας, κάνω μια παύση 20 δευτερολέπτων που οι σκέψεις πέφτουν βροχή και τον ρωτάω: «και τον Μήτσο ποιος θα τον κάνει;», γιατί αυτός ήταν ο κανονικός μου ρόλος. Κάνει τότε παύση ο Ανδρέας, το επεξεργάζεται και μου λέει: «Αντέχουν τα κότσια σου να κάνεις δύο ρόλους;». Δώσαμε τα χέρια αμέσως. Και τελικά ήταν μαγκιά και για μένα που έπαιζα δύο ρόλους και για τον Ανδρέα που με σκηνοθετούσε. Δεν προλάβαινα να σκεφτώ κάτι εγώ, και το ‘πιανε ο Ανδρέας. Να γιατί θέλω να συνεργάζομαι με φίλους, με αγαπημένους ανθρώπους, με κόσμο που εκτιμώ.
Οι πιο πολλές σκηνές του «Μάιμου» έγιναν στο πατ κιουτ, μπαμ και κάτω. Βάζαμε το 16άρι σασί στη μηχανή και πήγαινε όλο, 11 λεπτά μονοπλάνο. Όπως εκείνη τη σκηνή που είμαι στο μνήμα και κλαίω τη μάνα μου με τα κεριά. Το κάναμε 3 φορές, κάθε φορά όλο μαζί, και μετά με έπαιρναν τηλέφωνο από το μοντάζ να πάω να διαλέξω. «Βγάλτε τα μάτια σας», τους έλεγα. Δεν ξέρανε ποιο να διαλέξουν, ήταν όλα ωραία. Κι επειδή ήταν μονοπλάνα δεν μπορούσες να κόψεις και να ράψεις. Οπότε διάλεξαν ένα στην τύχη…
Όταν δώσαμε τα χέρια με τον Ανδρέα, αντί να κάτσω να δουλέψω, κάνω ένα «μπραφ» και φεύγω, πάω στο χωριό, να σκεφτώ πως θα το κάνω. Η γη είναι η γιάτρισσά μου και στο κορμί και στο πνεύμα μου. Πήγα εκεί, στο ποτάμι μου, και άρχισα να σκαλίζω όσες εμπειρίες είχα, από ανθρώπους παράλυτους και τέτοια που είχα δει μέχρι τότε. Με βλέπανε οι γείτονες εκεί στην επαρχία και ξεκαρδίζονταν, με είχαν πάρει στο ψιλό, λέγανε «κοίτα τον μαλάκα τι κάνει τώρα». Γέλαγα με όλα αυτά, δε με πείραζαν. Άσε που όταν τελικά παίχτηκε η σειρά και έλεγε ο κόσμος «πω πω τι ηθοποιός», όσοι με κορόιδευαν έκαναν τις πάπιες.
Για τα γυρίσματα ήμασταν δυο τρεις μήνες στο κάμπινγκ. Άριστα ήταν ρε φίλε. Αφού γίναμε όλοι φιλαράκια, εκεί που καθόμασταν, στα αντίσκηνα.
Με τα άλογα είχε πολύ πλάκα. Στην αρχή, μάλιστα, δεν είχαμε άλογα, αλλά ένα μουλάρι. Και τους λέω εγώ: «μάγκες σε μουλάρι δεν ανεβαίνω, το έχω σε κακό». Τους ψήνω τελικά να πάρουμε άλογα. Εν τω μεταξύ κανείς δεν ήξερε από άλογα πέρα από μένα που τους είχα λατρεία από πιτσιρίκι, όπως και την έχω ακόμη. Τους ψήνω λοιπόν να πάρουμε τα άλογα, τους έλεγα ότι θα πηγαίναμε και βόλτες μετά τα γυρίσματα. Λες και είχαμε χρόνο… Μας είχε φύγει ο τάκος από την κούραση για να προλάβουμε, γιατί τελειώναμε τα γυρίσματα αλλά το βράδυ, τσούκου τσούκου πάλι με τις σκηνές ασχολούμασταν, και με το σενάριο του Κώστα του Γκάτζιου, του γιατρού, που μέχρι σήμερα είναι φιλαράκι και πολύ ωραίος τύπος. Τα γυρίσματα ξεκινούσαν κάθε μέρα νωρίς το πρωί. Βγάζαμε πολλή δουλειά, 20 και 30 λεπτά κάθε μέρα. Το δουλεύαμε λοιπόν και αφού έσβηναν τα φώτα γιατί το γουστάραμε όλοι, δεν είχαμε πάει μόνο για το μεροκάματο. Θυμάσαι τη σκηνή που ο Μάιμος πίνει ό,τι είχε περισσέψει από τα μπουκάλια και μεθάει; Εκείνη η σκηνή έγινε γιατί κάποιος πέταξε μια ιδέα, μου είπε «ρε συ Καλόγερα, φτιάξε μια σκηνή εκεί πάνω από τα σκουπίδια», και το κάναμε με τη μία! Ευτυχώς δεν έσπασε κανένας μας πόδια ή χέρια με τα άλογα, γιατί πήγα και διάλεξα τα ζόρικα, να πούμε. Το άσπρο που καβάλαγα εγώ, ο Ποσειδώνας, ήταν φοβερό.
Στο Αραχναίο, ένα βουνό ανάποδο πάνω από το Ναύπλιο που το αναφέρει κι ο Αριστοφάνης, μόλις ήρθαν τα άλογα ήταν τρελαμένα από τις στροφές. Είχαν αφηνιάσει. Πάω λοιπόν εγώ να κάνω το γύρισμα… Αμ δε! Εκεί κατάλαβα και τον φόβο του διευθυντή παραγωγής, του Μιχάλη Αχουριώτη. Εκείνος είχε διαλέξει δύο ψωράλογα. «Καλά είσαι μαλάκας; Αυτά κοιμούνται όρθια» του είχα πει. «Ρε συ μαλάκα Καλόγερα κάτσε καλά, μη σκοτωθεί κανένας», μου έλεγε ο Μιχάλης. Μόλις είδα τα αφηνιασμένα άλογα κατάλαβα τι εννοούσε. Είχαν κοκκινίσει τα ρουθούνια τους από τον θυμό. Με βλέπει λοιπόν ο Θωμόπουλος, που είχε τσαντιστεί μαζί μου, όπως και οι υπόλοιποι, και μου λέει: «καβάλα το και πάμε πλάνο». Πήγα μισή ώρα μέσα στο δάσος, έκατσα, συγκεντρώθηκα, επικαλέστηκα όλους τους θεούς, και γύρισα τελικά στο άλογο «φορτωμένος». Του βαράω τρία χαστούκια και με μια κίνηση το καβάλησα, χωρίς να πατήσω σε σκάλα. Οπότε του πήρα τον αέρα. Αν στο άλογο δεν πάρεις από την αρχή τον αέρα, πάει, θα σε τσακίσει. Πάει μετά να καβαλήσει το άλλο άλογο εκείνος που είχε τα γίδια στο μαντρί, που ήταν κανονικός τσοπανάκος και ίδρωσε να τα καταφέρει ο έρμος!
Όλοι μιλάνε για το Κάμπινγκ. Καλά κάνουν. Είναι μια δουλειά που θα μείνει για πάντα. Εγώ θα τα τινάξω κι ο Μάιμος ακόμη θα τραγουδάει.
Μη νομίζεις ότι από όσα έχω κάνει μου αρέσει μόνο το «Κάμπινγκ». Είναι κι άλλες. Είναι και η «Λούφα». Είναι και το «Ρεμπέτικο», μια μεγάλη ταινία. Είναι και το «Μάθε παιδί μου γράμματα». Και η τελευταία ταινία που έκανα, «Οι Ιππείς της Πύλου». Οι Ιππείς, ξέρεις, έχουν φανατικούς «ναι» και φανατικούς «όχι». Άμα δε μπεις στο τριπάκι και στο πνεύμα του ποιητή, δεν καταλαβαίνεις.
Από μικρός είχα το χούι και πήγαινα κρυφά στο σινεμά να δω τις ταινίες μου, καθόμουν πίσω πίσω, για να δω, να τεστάρω αν εκείνο που έκανα λειτουργούσε στον κόσμο. Θυμάμαι στους «Ιππείς» τη μισή αίθουσα να πέφτει κάτω από τα γέλια. Αυτοί που κάθονταν μπροστά μου, δύο ηλικιωμένοι, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο: «τώρα γιατί γελάνε;» Άμα δεν το πιάσεις, λοιπόν, δεν το ‘πιασες.
Στην τρέλα μου χρωστάω ότι αποφάσισα να κάνω το Τρενοτεχνείο. Και το πληρώνω τώρα, γιατί οικονομικά με έχει βάλει μέσα. Ήθελα να κάνω κάτι που έλειπε από τον τόπο μου. Ήταν λάθος όμως που πήγα να το κάνω εκεί. Έπρεπε να το κάνω στην Καλαμάτα ή κάπου αλλού εκεί γύρω. Διότι προφανώς οι ντόπιοι δεν το είχαν ανάγκη. Και τα πήρα στο κρανίο. Μην κοιτάς που στις συναυλίες είναι 2 και 3 χιλιάδες κόσμου. Τις άλλες μέρες βάραγα μύγες. Τους είχα ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις και τους τα είχα τσάμπα! Δεν πάταγε κανένας και κατάλαβα ότι είχα πατήσει πεπονόφλουδα. Και στις συναυλίες μη φανταστείς ότι είναι ντόπιοι, έρχονται πολλοί παραθεριστές. Μετά από κάθε συναυλία όμως οι 3 χιλιάδες κόσμου θα απλωθούν στην Κυπαρισσία, στα μαγαζιά, τα μπαράκια, τις καφετέριες, τις πιτσαρίες, τα ξενοδοχεία, δηλαδή δουλεύει όλη η πόλη. Ε, λοιπόν, ο δήμαρχος δεν έχει περάσει καν να πει ένα γεια. Δεν είναι ντροπή αυτό;
Το Τρενοτεχνείο πριν κάνω εγώ τα δικά μου, πριν το φτιάξω, ήταν μπουρδέλο. Παρατημένο, διαλυμένο, μπουρδέλο σου λέω, απαγορευμένη περιοχή, δεν πλησίαζε κανείς. Πήρα λοιπόν αυτό το χώρο και τον έκανα κουκλί. Είχα ευτυχώς την ιδέα από την αρχή να τραβήξω υλικό, που δείχνει πως από μπουρδέλο έγινε μουσείο. Έχω 60-70 ώρες υλικό, με τις μπουλντόζες, τα σκουπίδια, πως φτιάχναμε ένα ένα τα πραγματάκια που βάλαμε εκεί μέσα. Αν το τελειώσω ποτέ αυτό το ταινιάκι, έχω στο μυαλό μου κι έναν υπέρτιτλο, από ένα κομματάκι του Ελύτη, που λέει: «Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας με έλεγαν τρελό, ότι από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος».
Αλίμονο αν η τέχνη δεν είναι λειτούργημα. Εγώ φιλαράκι ό,τι κάνω, και τα τραγούδια και τους ρόλους, τα αντιμετωπίζω ως πολιτικές πράξεις. Τι σημαίνει δημιουργός; Σπάσε τη λέξη στα δύο: δήμος και έργο. Δημιουργός είναι αυτός που παράγει έργο για τον δήμο, κατάλαβες; Βέβαια, μπορεί να είσαι δημιουργός και να πουλάς στον κόσμο σκατά και σκουπίδια. Άμα τα τυλίξεις σωστά, θα τα πουλήσεις σε κάποιους κόπανους. Εγώ όμως δεν απευθύνομαι σε απλούς καταναλωτές. Απευθύνομαι σε πολίτες. Και πολίτης ήταν τίτλος με βαρύτητα στην αρχαία Αθήνα. Άσε που άμα κάνεις αναγραμματισμό και βάλεις το όμικρον μπροστά, γίνεται οπλίτης. Η Αθηνά, που την έχω εδώ στο δαχτυλίδι μου, στο ένα της χέρι βαστάει την ασπίδα και στο άλλο έχει το δόρυ.
Για την κατάσταση σήμερα έχει πει ο Βάρναλης τι φταίει: το ξερό μας το κεφάλι. «Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς, θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς». Αυτό το ξύπνημα περιμένω. Δύσκολες εποχές ζούμε. Όμως ίσως τώρα πιο πολύ από ποτέ να χρειάζεται ο κόσμος την τέχνη. Θέλει κάπου να απαγκιάσει την ψυχούλα του ο άνθρωπος. Να του δώσεις ένα χαμόγελο, μία ελπίδα.
Στους «Ιππείς της Πύλου» ακούγεται το τραγουδάκι «Σκουπιδιάρα», το τραγουδάει ο Μανώλης Μητσιάς. Ένα στιχάκι λέει: «Καραγκιόζη είσαι αλήτης θες να γίνεις τραπεζίτης, θες να δώκεις μια πεντάρα και να πάρεις μια δεκάρα». Ήθελε ας πούμε ο μαλάκας ο Έλληνας να παίξει στη χρηματιστήριο και να γίνει πρώτη μούρη. Γι’ αυτό σου λέω ότι φταίει πρώτα η κούτρα μας. Όχι όμως αυτό που λέει ο Πάγκαλος, το «μαζί τα φάγαμε». Αυτουνού κακώς του επιτρέπουν να μιλάει. Άσ’τον να πάει στο διάολο.
Νομίζω, πάντως, ότι γενικά έχω αδικήσει τα τραγούδια μου. Ξέρεις, πχ πόσος κόσμος έχει δει τον «Καραϊσκάκη» στο διαδίκτυο; Ψάξε με όποιο τρόπο θες, βάλε «Καραϊσκάκης Νίκος Καλογερόπουλος» ή όπως θες. Χιλιάδες κόσμου. Δεν έχω πάρει ούτε πενηνταράκι από αυτό. Το λέω για να το ξέρετε. Τώρα έχω ετοιμάσει τον «Παπαφλέσσα»...
Μου λένε ότι δεν ανήκω στα κυκλώματα. Έτσι είναι. Εγώ είμαι της ουσίας, όχι της εξουσίας.
Κάθε μέρα ακούω πράγματα και πικραίνομαι. Χάνω τους φίλους μου. Αραιώνουμε σιγά σιγά. Την υγειά μας να ‘χουμε φιλαράκι.