
Μπορεί ο ανθρωπισμός να είναι «βιομηχανία»; Πώς άλλαξε το τοπίο της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα με την επέλαση των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ), οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν κι ανέλαβαν αυξημένα καθήκοντα από το 2010 και μετά; Πώς οι ΜΚΟ, ενώ εφαρμόζουν προγράμματα ανακούφισης για τους πιο ευάλωτους, ταυτόχρονα ίσως νομιμοποιούν με τη δράση τους αντικοινωνικές πολιτικές;
Σε αυτά και πολλά ακόμα καίρια ερωτήματα απαντά ο Νίκος Κουραχάνης, επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Η Βιομηχανία του Ανθρωπισμού: ΜΚΟ και Κοινωνική Πολιτική στην Ελλάδα».
Ο τίτλος εμπεριέχει ένα οξύμωρο. Πώς συνάδει ο ανθρωπισμός με τη βιομηχανία;
«Όταν μιλάμε για τη βιομηχανία του τουρισμού, για παράδειγμα, ακούγεται σαν μια ατμομηχανή της οικονομίας, που μπορεί να φέρει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να το δούμε και στην ανθρωπιστική διάσταση: τι είδους θέσεις εργασίας και κοινωνικές παρεμβάσεις επιφέρει όπως είναι οργανωμένο αυτό το σύστημα του ανθρωπιστικού τομέα - και κατά πόσο συνιστά κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών.
Πρόκειται δηλαδή για συλλογικότητες ενεργών πολιτών που διεκδικούν απέναντι στο κράτος, αντιστέκονται, ελέγχουν, φροντίζουν για τη διασφάλιση του κράτους Δικαίου και την τήρησή του, υπερασπίζονται κοινωνικά δικαιώματα; Ή, αντίθετα έχουν γίνει ένα συστημικό υποκατάστατο, το οποίο επιχειρεί να κάνει τη βρώμικη δουλειά γι’ αυτά τα οποία ο καπιταλισμός υπό άλλες συνθήκες θα είχε πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος; Δηλαδή να απορροφούν τους κοινωνικούς κραδασμούς, να βοηθούν να υπάρχει μια επικάλυψη ανθρωπιστικής δράσης, και κυρίως τελικά να νομιμοποιούν τις αλλαγές από το κυρίαρχο ιδεολογικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού;».
Τι από τα δύο κάνουν, τελικά;
«Δεν μπορούμε να γενικεύουμε. Προφανώς υπάρχουν ανθρωπιστικές οργανώσεις οι οποίες έχουν πολύ μαχητικό χαρακτήρα, και πράγματι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναδεικνύουν αντιφάσεις ή κενά του κράτους Δικαίου και των κοινωνικών πολιτικών που ασκούνται.
Ωστόσο, νομίζω ότι η οικονομική κρίση είναι ένα σημείο τομής, ένα ορόσημο για τα όσα πραγματεύεται το βιβλίο. Από την κρίση κι έπειτα, οι ΜΚΟ αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο φόρτο εργασιών, περισσότερα καθήκοντα, τα οποία όμως ευθυγραμμίζονται με την προσέγγιση των θεσμών ή των ιδρυμάτων που χρηματοδοτούν αυτές τις ΜΚΟ.
Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι οι ΜΚΟ είναι μια αυτόνομη χειραφετημένη έκφραση της κοινωνίας στον πολιτών, αλλά, αντίθετα μάλλον, πρόκειται για προεκτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των διεθνών οργανισμών και του κράτους, που προσπαθούν να υλοποιήσουν μια κοινωνική πολιτική με συγκεκριμένο προφίλ».

Νίκος Κουραχάνης, επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Είναι προεκτάσεις των χρηματοδοτών τους, με άλλα λόγια. Γιατί όμως τους δίνεται χρηματοδότηση;
«Μια εξήγηση είναι ότι η υπόσταση των ΜΚΟ διευκολύνει πάρα πολύ τις επιδιώξεις του νεοφιλελεύθερου κράτους ευημερίας. Για παράδειγμα, η ΕΕ δίνει κάποια χρήματα για να κάνουν κοινωνική πολιτική οι ΜΚΟ στους πρόσφυγες, την ίδια όμως στιγμή εφαρμόζει πολύ σκληρές αποτρεπτικές πολιτικές, οι οποίες λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος σε χρήμα. Ένα πολύ μικρό ποσοστό πηγαίνει στην ανθρωπιστική δράση, και μάλιστα αναδεικνύει την ΕΕ σαν κάτι εξευγενισμένο, την ήπειρο των δικαιωμάτων που υποδέχεται πρόσφυγες πολιτισμένα».
Πώς αυτό αντικατοπτρίζει τις επιδιώξεις του νεοφιλελεύθερου κράτους ευημερίας; Ποιες είναι αυτές;
«Είναι οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Δηλαδή ότι δεν ασχολούμαστε για να προστατεύσουμε, ασχολούμαστε μόνο εκ των υστέρων και κατασταλτικά προκειμένου να διαχειριστούμε το κατεπείγον για όσους μπορούν να αντέξουν στο κατεπείγον.
Είναι επίσης η ενασχόληση με τη διαχείριση ακραίας φτώχειας. Δηλαδή, δεν μας ενδιαφέρει να μην υπάρχουν φτωχοί πληθυσμοί. Μας ενδιαφέρει πώς θα διαχειριστούμε πολιτικά τους ακραία εξαθλιωμένους πληθυσμούς.
Και παράλληλα είναι και ευθυγράμμιση με τις κατευθύνσεις των χρηματοδοτών. Αν οι χρηματοδότες θέλουν να οδηγήσουν τα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής με μια συγκεκριμένη ατζέντα εναγκαλισμένη με τις νεοφιλελεύθερες επιδιώξεις, τότε θα προσανατολίσουμε την ατζέντα των ΜΚΟ προς αυτές τις κατευθύνσεις… Για παράδειγμα, τα ιδρύματα συχνά έχουν ατζέντα που αποπροσανατολίζει από ταξικές αναγνώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων.
Και το τελευταίο και εξίσου σημαντικό είναι ότι ακριβώς συμπορεύονται με τον κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων. Η εργασία στις ΜΚΟ είναι πλήρως απορρυθμισμένη και σε μεγάλο βαθμό συνάδει με τα πρότυπα του ιδιωτικού τομέα».
Δηλαδή, η ΜΚΟοποίηση της κοινωνικής πολιτικής αποσυνδέει το κράτος από τις κοινωνικές του ευθύνες και νομιμοποιεί τη συρρίκνωσή του;
«Από το κοινωνικό πεδίο πάντα, γιατί σε τομείς όπως η ασφάλεια διατίθενται πακτωλοί χρημάτων».
«Στην Ελλάδα οι ΜΚΟ ήρθαν “από τα πάνω”»
Στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης το 1999-2000, ΜΚΟ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ως μέρος της κοινωνίας των πολιτών, προωθώντας μια παγκοσμιοποίηση από τα κάτω. Στην Ελλάδα, όμως, οι ΜΚΟ δεν ήταν ποτέ κοινωνικά γειωμένες, αναφέρω στον Νίκο Κουραχάνη.
«Η εγχώρια επιστημονική βιβλιογραφία ομόφωνα παραδέχεται ότι η θεμελίωση των ΜΚΟ στην Ελλάδα είναι μια από τα πάνω ιστορία, η οποία κυρίως επιβλήθηκε από τα προγράμματα της ΕΕ», απαντά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η είσοδος και η ανάδυση των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην ελληνική κοινωνία το ’90 συμπορεύεται με τον λεγόμενο εξευρωπαϊσμό της κοινωνικής πολιτικής, όταν δηλαδή η ΕΕ ξεκίνησε να παρεισφρέει μεθοδικά στον τρόπο διαμόρφωσης της κοινωνικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη.
Στο ίδιο πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχε αρκετά χρηματοδοτικά εργαλεία, έτσι ώστε να υπάρξει η σύσταση κυβερνητικών οργανώσεων, προκειμένου να αναλάβουν εκείνες τα βάρη για τις ευάλωτες ομάδες και το κράτος να απαλλαγεί από την υποχρέωση να προσφέρει κοινωνική πολιτική».
Είναι η εποχή που αρχίζει να εφαρμόζεται ο «προνοιακός πλουραλισμός», στον οποίο αναφέρεστε στο βιβλίο;
«Ναι, οι θεωρητικές ρίζες αυτής της ιστορίας ανιχνεύονται στο αφήγημα του προνοιακού πλουραλισμού του ’80. Ο προνοιακός πλουραλισμός υποστηρίζει ότι το κράτος δεν είναι ο αποκλειστικός πάροχος κοινωνικής πολιτικής, αλλά αντίθετα υπεύθυνοι να προσφέρουν κοινωνική πολιτική μπορεί να είναι ταυτόχρονα η αγορά, η κοινωνία των πολιτών, η γειτονιά, τα δίκτυα αλληλεγγύης, τα άτυπα δίκτυα υποστήριξης, η οικογένεια. Και άρα τα κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να απεξαρτηθούν από την παρέμβαση του κράτους. Και το κράτος να καταφέρει να απεμπολήσει τα κοινωνικά δικαιώματα εκχωρώντας τις δράσεις κοινωνικής στήριξης σε ιδιώτες, σαν να ήταν προϊόν της αγοράς, ή σε ομάδες πολιτών οι οποίοι προσπαθούν μέσω του εθελοντισμού να προσφέρουν κοινωνική αλληλεγγύη».
«Οι ΜΚΟ απορρόφησαν τους κοινωνικούς κραδασμούς των Μνημονίων»
«Ορόσημο για τη ΜΚΟοποίηση της κοινωνικής πολιτικής ήταν οι δύο κυβερνήσεις Σημίτη, επί των οποίων αναδύθηκαν οι οργανώσεις σε τέτοιο ρόλο. Και μάλιστα δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τότε, πριν την κρίση, αυτές οι δράσεις απευθύνονταν αρχικά σε ανθρώπους που δεν είχαν τα άτυπα δίκτυα υποστήριξης της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι η ελληνική οικογένεια, κυρίως δηλαδή σε μεταναστευτικούς πληθυσμούς.
Η γενίκευση της κοινωνικής επισφάλειας με την οικονομική κρίση οδηγεί και στη γενίκευση των καθηκόντων των ΜΚΟ συνολικά στους ακραία φτωχούς. Τώρα όμως στους ακραία φτωχούς έχουμε κι έναν αυξανόμενο πληθυσμό Ελλήνων πολιτών. Γίνονται λοιπόν οι ΜΚΟ ένα πολύ βασικό όχημα για να απορροφηθούν οι κοινωνικοί κραδασμοί από τα μνημόνια και τις συνέπειές τους, την ακραία φτώχεια και την όξυνση των φαινομένων της κοινωνικής ανισότητας».
Κι έπειτα η κρίση έγινε διπλή - με το προσφυγικό. Πολλαπλασιάστηκαν οι ΜΚΟ, γιγαντώθηκε ο ρόλος τους.
«Γι’ αυτό ακριβώς υπογραμμίζω ότι η διαδικασία MKOoποίησης της κοινωνικής πολιτικής ήταν ένα μέρος του σχεδίου απορρύθμισης. Δηλαδή δεν ήταν τυχαίο ότι οι ΜΚΟ γιγαντώθηκαν τη στιγμή που το κράτος συρρικνωνόταν στο κοινωνικό πεδίο. Ήταν ακριβώς το υποκατάστατο και το αντιστάθμισμα για μια μεσοπρόθεσμη χρονική περίοδο, για 10 χρόνια. Και βλέπουμε ότι πλέον αρχίζει και μετριάζεται το πλαίσιο της παρουσίας των ΜΚΟ στο προσφυγικό και σε άλλα πεδία. Δεν είναι πλέον αυτή η στρόφιγγα που υπήρχε την περίοδο 2016-2019».
«Οι ΜΚΟ έσωσαν ζωές στο προσφυγικό, νομιμοποιώντας όμως μια πολιτική που στοιχίζει υπερπολλαπλάσιες»
Η προσφυγική κρίση όμως προέκυψε ξαφνικά κι ήταν μαζική. Ένα κράτος σαν το ελληνικό -διαλυμένο οικονομικά και ταυτόχρονα χωρίς τις οργανωτικές δομές για να αντιμετωπίσει τέτοια κρίση- πώς θα είχε αντεπεξέλθει αν δεν είχαν παρέμβει οι ΜΚΟ;
«Εδώ εντοπίζουμε ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ΜΚΟ, όπως τα αυξημένα αντανακλαστικά τους. Πράγματι πρόκειται για ένα ευέλικτο σχήμα κοινωνικής παρέμβασης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί ένα επιμέρους κομμάτι μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε καθόλου στρατηγική, ή τουλάχιστον όσον αφορά στο κοινωνικό κομμάτι, και πετάμε απλά κάποιες ΜΚΟ να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται.
Και αυτό μάλιστα μπορεί να δείχνει την παγίδα που έχουν πέσει και οι ίδιες οι ΜΚΟ, εγκλωβισμένες σε σχήματα στα οποία προφανώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν. Δεν μπορεί μια ΜΚΟ με δράση σε τοπικό επίπεδο να διαχειριστεί από μόνη της όλο το προσφυγικό ζήτημα!
Πρόκειται ακριβώς για μια αντίφαση στο πλαίσιο του σύγχρονου ανθρωπιστικού τομέα. Το πώς δηλαδή οι ίδιες οι ΜΚΟ αποδέχονται να κάνουν παρέμβαση σώζοντας κάποιες ζωές, αλλά ταυτόχρονα νομιμοποιώντας μια κατάσταση που σημαίνει και την απώλεια υπερπολλαπλάσιων ζωών, μέσα από το συγκεκριμένο σχήμα του οποίου αποδέχονται να αποτελέσουν μέρος».
Σε αυτό το σχήμα μέρος είναι και η ΕΕ.
«Το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ήταν απροετοίμαστο να διαχειριστεί το προσφυγικό, δεν δείχνει ότι το προσφυγικό ήταν πρόβλημα του ελληνικού κράτους. Το προσφυγικό ήταν ένα ευρωπαϊκό ζήτημα τουλάχιστον, σε επίπεδο υποδοχής. Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι η ΕΕ δεν ήταν έτοιμη ή δεν μπορούσε να διαχειριστεί το προσφυγικό με τρόπο πιο ανθρώπινο.
Αντιθέτως, επέλεξε να εργαλειοποιήσει τις ΜΚΟ και να αποδώσει το ζήτημα της ανθρωπιστικής δράσης σε φορείς οι οποίοι δεν έχουν καμία υποχρέωση να παρεμβαίνουν για την εκπλήρωση κοινωνικών δικαιωμάτων. Μόνο συμπληρωματικά και μόνο υποστηρικτικά καλούνται να παρέμβουν.
Δεν μπορεί λοιπόν ο εκτελεστικός βραχίονας των πολιτικών υποδοχής να είναι οι ΜΚΟ και όχι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ή οι θεσμοί του ελληνικού κράτους. Θεωρώ ότι υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία, τεράστιο χάσμα σε επίπεδο υποδομών, δυνατοτήτων, προϋπολογισμών. Άρα, αυτό είναι μια πολιτική επιλογή».
Καρότο και μαστίγιο για τις ΜΚΟ από το ελληνικό κράτος
Παρά το γεγονός ότι οι ΜΚΟ λειτούργησαν ως ανάχωμα στην προσφυγική κρίση, έχουμε κατά καιρούς διαπιστώσει μια σκληρή αντιμετώπιση από την κυβέρνηση της ΝΔ. Για παράδειγμα, υπουργοί έχουν αναφερθεί στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε ΜΚΟ που ανέφεραν πως ίσως εμπλέκονται σε πράξεις παράνομης διακίνησης μεταναστών, ενώ παλαιότερα ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος μιλούσε για εκστρατεία στοχοποίησης υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αναφερόμενος στις διώξεις μελών ΜΚΟ που διέσωζαν ναυαγούς πρόσφυγες.
«Αυτό λοιπόν είναι ακριβώς το πλαίσιο της πολιτικής εργαλειοποίησης των μη κυβερνητικών οργανώσεων, γιατί όποτε το κράτος τις έχει ανάγκη, τις καλεί και τους δίνει χρήματα. Και όποτε θέλει να βρει εξιλαστήρια θύματα για λαϊκιστικούς λόγους της πολιτικής του ατζέντας, τότε τις στοχοποιεί και δείχνει εκείνες ως υπαίτιες για όλα τα δεινά του κόσμου, προκειμένου να καταφέρει να επωφεληθεί πολιτικά χαϊδεύοντας τα δεξιά πολιτικά ακροατήρια.
Χώρια το πλαίσιο των καθυστερήσεων των πληρωμών, κυρίως από το ελληνικό κράτος, που γίνεται πάλι σε ένα παζάρι εκβιασμών και διαπραγματεύσεων με τις ΜΚΟ. Αν για παράδειγμα μια ΜΚΟ βγάλει μια ανακοίνωση εναντίον ενός υπουργείου, μπορεί συμπτωματικά σε μια κοντινή χρονική συγκυρία να καθυστερήσουν οι χρηματοδοτήσεις για τη συγκεκριμένη οργάνωση».
Η πολιτική εργαλειοποίηση συνδέεται λοιπόν με την εξάρτηση των ΜΚΟ από συγκεκριμένες πηγές χρηματοδότησης.
«Πολλές φορές δημιουργούνται κιόλας ΜΚΟ γι’ αυτές τις χρηματοδοτήσεις. Μάλιστα, είδαμε πολλές ΜΚΟ να αλλάζουν θεματικές παρέμβασης και φυσιογνωμία ανάλογα με τις χρηματοδοτήσεις. Για παράδειγμα, κάποιες ξεκίνησαν να παρέχουν υπηρεσίες διερμηνείας και στη συνέχεια έκαναν στεγαστική πολιτική. Κάποιες ξεκίνησαν με μαθήματα ελληνικών ή οτιδήποτε άλλο και μετά πήγαν σε παρεμβάσεις, στο street work. Το πλαίσιο των ΜΚΟ εξαρτάται πλήρως από το προφίλ των προκηρύξεων που βγαίνουν για να χρηματοδοτήσουν δράσεις κοινωνικής πολιτικής. Οι ΜΚΟ υπάρχουν, όσο υπάρχουν οι χρηματοδοτήσεις».
Πάντως υπάρχουν εργαζόμενοι στις ΜΚΟ που αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα.
«Το αίσθημα της ματαίωσης είναι πολύ κεντρικό. Θεώρησαν ότι μπορούν να εκφράσουν μέσα από την επαγγελματική τους δραστηριότητα και την αλληλεγγύη τους, και πραγματικά βρέθηκαν στη μέση πολύ αντιφατικών στοχεύσεων. Δηλαδή από τη μία πλευρά θέλουν να στηρίξουν τους πρόσφυγες και από την άλλη πλευρά η ίδια η ΜΚΟ να ακολουθεί τα πρότυπα των αντικοινωνικών πολιτικών που εφαρμόζονται από το ελληνικό κράτος».
«Πραγματική κόλαση για τα παιδιά χωρίς οικογένεια»
Μία άλλη ευάλωτη ομάδα στην οποία εστιάζει το βιβλίο του Νίκου Κουρχάνη είναι τα παιδιά.
«Εδώ υπάρχει ένα πλαίσιο πολλαπλών παραβιάσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα του παιδιού. Ιδίως το φαινόμενο των ευάλωτων παιδιών αναδεικνύει τα αδιέξοδα του ελληνικού καπιταλισμού. Γιατί η κοινωνική πολιτική στη χώρα μας, και γενικά στη Νότια Ευρώπη, υποκαθίσταται κυρίως από τον θεσμό της οικογένειας. Σε ένα κακό περιβάλλον κρατικής κοινωνικής πολιτικής, ιδιαίτερα από την κρίση και μετά, η οικογένεια είναι ο βασικός μηχανισμός κάλυψης κοινωνικών αναγκών.
Τι γίνεται λοιπόν σε μια χώρα με αποδιαρθρωμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας, με υπολειμματικές πολιτικές παιδικής προστασίας όταν δεν υπάρχει οικογένεια; Εκεί βλέπουμε την πραγματική κόλαση. Δηλαδή, ένα πλαίσιο απαρχαιωμένο, με κέντρο βάρους τη στέγαση σε ιδρύματα, με πλήρη απουσία πολιτικών εναλλακτικής φροντίδας, δηλαδή την αναδοχή, την τεκνοθεσία, την ημιαυτόνομη διαβίωση, ιδιαίτερα για εφήβους, που θα μπορούσε να προάγει την προοδευτική αυτονόμησή τους στη μετάβαση προς την ενήλικη ζωή».
Σε τόσο απαρχαιωμένο πλαίσιο, πώς παρεμβαίνουν οι ΜΚΟ;
«…Με κακούς τρόπους και με πολλαπλές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων… Να φέρουμε το παράδειγμα της Κιβωτού και το τι συνέβη στο πλαίσιο μιας εκκλησιαστικής ΜΚΟ, η οποία είχε την απόλυτη ελευθερία να προβάλλει το δικό της σύστημα κοινωνικοποίησης σε ανήλικα παιδιά, με συγκεκριμένες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Και αντιλαμβανόμαστε πώς αυτή η πλήρης ασυδοσία σε επίπεδο λειτουργίας των ΜΚΟ με ελάχιστους ή ανύπαρκτους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους μπορεί να οδηγήσει στην φαλκίδευση ενός ολόκληρου σχεδίου ζωής.
Γιατί μιλάμε για παιδιά, μελλοντικούς πολίτες, που θα βγουν στην κοινωνία να παλέψουν με πολύ μεγάλα ελλείμματα συγκριτικά με παιδιά τα οποία έχουν μεγαλώσει σε εύπορες οικογένειες με παροχές στοιχειώδεις για αξιοπρεπή διαβίωση».
Κανονικότητα η ΜΚΟποίηση της κοινωνικής πολιτικής
Στο βιβλίο του, ο καθηγητής αναλύει πώς η πολιτική εργαλειοποίηση της ανθρωπιστικής δράσης αλλοιώνει θεμελιώδεις αρχές και αξίες του ανθρωπισμού. Μου λέει ότι η διεθνής βιβλιογραφία συγκλίνει πως από το ’90 η ανθρωπιστική δράση έχει γίνει εργαλείο της Δύσης προκειμένου να επιβάλλει δυτικού τύπου κουλτούρα και υποδομές σε αναπτυσσόμενες χώρες. Άλλοτε, η χρηματοδότηση των ΜΚΟ οδηγεί σε παρεμβάσεις «κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του χρηματοδότη».
Τέλος, «μιλάμε για τη βιοπολιτική διαχείριση των ακραία φτωχών πληθυσμών. Γιατί η δράση των ΜΚΟ, παρότι διαφημίζεται ως ανθρωπιστική, τελικά δεν διασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά αντίθετα διασφαλίζει συνθήκες και ποιότητα παροχών, αντίστοιχες με τις πολιτικές ακραίας φτώχειας που συνολικά διαρθρώνονται στον νεοφιλελεύθερο μοντέλο κοινωνικής πολιτικής».
Η προϊούσα ΜΚΟοποίηση της κοινωνικής πολιτικής διαμορφώνει όμως ταυτόχρονα και ένα έθος, διαμορφώνει νοοτροπίες, προσωπικότητες, ήθη, και τελικά μια νέα κανονικότητα και νέα πολιτικά υποκείμενα.
«Ναι, για παράδειγμα θεωρούμε πλέον απόλυτα φυσιολογικό, κοινωνική πολιτική για τους πρόσφυγες ή τους αστέγους ή τα ευάλωτα παιδιά να κάνουν οι ΜΚΟ. Είναι ακριβώς το έθος που αναφέρετε και που καλλιεργεί και τον υπεύθυνο πολίτη, ο οποίος μόνο μέσα από το εθελοντισμό θα μπορεί να έχει κοινωνική συνεισφορά, αλλά κανονικοποιεί και τη μη εκπλήρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων από το κράτος.
Γιατί όλα αυτά για τα οποία συζητάμε δεν είναι απλώς η βούληση κάποιων ανθρώπων. Πρόκειται για κοινωνικά δικαιώματα εδραιωμένα από το Σύνταγμα, για διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες έχει συνυπογράψει το ελληνικό κράτος. Κι αυτά καθίστανται κενό γράμμα αν δεν εφαρμόζεται κρατική κοινωνική πολιτική που να προασπίζεται την αξιοπρεπή διαβίωση».
Προ δεκαπενταετίας θα έμοιαζαν αδιανόητα όλα αυτά...
«Οι κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας έδωσαν πολλές ευκαιρίες για να υπάρξει αυτή η αχαλίνωτη επίθεση. Γιατί οι τάσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να έχουν εδραιωθεί το ίδιο καλά και ανώδυνα, αν δεν υπήρχαν κρίσεις. Άρα οι κρίσεις ήταν μια αφορμή για να αλλάξουμε ένα μοντέλο κοινωνικής πολιτικής -που κι αυτό κάθε άλλο παρά καλό ήταν- σε μια επί τα χείρω κατεύθυνση».