Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Ο Γιάννης Βεσλεμές κάνει σινεμά και μουσική που ελπίζει να περιέχουν κάτι απ’ την επιθετικότητα της νιότης

Ο σκηνοθέτης μιλάει για τα ρομαντικά και σκοτεινά Λουλούδια του και παραδέχεται πως αν έπρεπε να πάρει κάπου μαζί του μόνον όσα αγαπάει περισσότερο, θα ήταν «οι άνθρωποι που αγαπώ, και μια ελπίδα, να 'χει εκεί που πάμε και κάνα σινεμά…»

17.02.2025

«Αγαπούσε Τα Λουλούδια Περισσότερο». Από τα παιδιά της; Δεν θα το μάθουμε ποτέ! Ο Γιάννης Βεσλεμές σε βάζει στο σύμπαν της ταινίας του, αφήνοντάς σε ελεύθερο να κολυμπήσεις όπως θες. Στην επιφάνεια χαλαρά ή στα βαθιά με καταδύσεις. Αν αφεθείς στο δεύτερο, θα στροβιλιστείς σε μια άβυσσο συναισθημάτων, σε έναν κόσμο ονειρικό και τρομαχτικό, σκοτεινό και φωτεινό, χρωματιστό και ασπρόμαυρο ταυτόχρονα, γεμάτο αναμνήσεις από το παρελθόν και εικόνες από το μέλλον, ένα παιχνίδι άκρατου ρομαντισμού και άκρατου μαύρου χιούμορ, αγάπης και οργής, ζωής και θανάτου. Ένα χάσμα γενεών που προσπαθεί να βρει τη γέφυρα και να καλύψει τον χώρο και τον χρόνο της απόστασης, στηριγμένο στην απώλεια και την αγάπη. Ή όπως λέει ο ίδιος, «ένα ψυχεδελικό παραμύθι καμουφλαρισμένο σε φιλμ επιστημονικής φαντασίας». Αυτά είναι τα «Λουλούδια» του, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του που παίζεται αυτές τις μέρες αποκλειστικά στο ΑΣΤΟΡ. Χώρο ταιριαστό και στην ταινία και στον ίδιο, αυτόν τον πάντοτε χαμηλών τόνων μουσικό και σκηνοθέτη που κινείται αθόρυβα, με το χαλαρό στυλ του, μεταξύ των ήχων και των εικόνων, μεταξύ live και στούντιο, μεταξύ γυρισμάτων και ενεργών συμμετοχών στα δρώμενα του ελληνικού κινηματογράφου - τον οποίο και πιστεύει και αγαπάει βαθιά.

«Κανείς δε φεύγει ποτέ από το σπίτι του» είναι το μότο της ταινίας του (και κάπου ίσως και του ίδιου, λέει κρυφά το ένστικτό μου -κι ας ταξιδεύει στον κόσμο όλο). Ότι κι αν σημαίνει “σπίτι”, της στενά ή πιο πλατιά εννοούμενης "οικογένειας". Οι ενοχές, τα λάθη, οι αναμνήσεις, οι αναζητήσεις, οι αγάπες μας, μάς στοιχειώνουν...

Εδώ, τρία αδέρφια, ο Dummy (Τζούλιο Γιώργος Κατσής), ο Japan (Άρης Μπαλής) και ο Σκαντζόχοιρος (Πάνος Παπαδόπουλος), χαμένα στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, καταπίνοντας διαρκώς ουσίες και οινοπνεύματα δικιάς τους ή μη συνταγής, ως απόδραση -;- από τον πραγματικό κόσμο και ως μέσα για να βρεθούν σε άλλη διάσταση, φτιάχνουν και στήνουν στη ντουλάπα μια αυτοσχέδια χρονομηχανή με σκοπό να επαναφέρουν στη ζωή την, από καιρό, νεκρή Μητέρα (η Αλεξία Καλτσίκη σε εμφάνιση που δεν θα ξεχάσεις). Όταν ο εκκεντρικός πατέρας -και υπεύθυνος για τον θάνατό της- (ευφυής η επιλογή του Dominique Pinon) κάνει την εμφάνισή του, το πείραμα ξεφεύγει από τον έλεγχό τους και ξεκινάει η χωροχρονική περιδίνησή τους εκεί που το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα. Στον κόσμο τους δεν χωράει κανείς άλλος. Κι όποιος μπαίνει -δίποδο ή τετράποδο- γίνεται έρμαιο των πειραμάτων τους, ακόμη κι αν το μετανιώνουν. Όμως η απώλεια τούς βαραίνει περισσότερο από τον θάνατο και ο στόχος είναι ένας, η ανάσταση της Μητέρας. Θα το πετύχουν, έστω κι αν παραδέχονται πως οι νεκροί δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω; «Κι όμως οι νεκροί μπορούν να γυρίσουν πίσω, αρκεί να το θέλουν οι ζωντανοί», είναι η καταιγιστική απάντηση του πατέρα, που πρόοδο στο έργο τους δεν βλέπει και έρχεται ο ίδιος στο σπίτι να αλλάξει τα πράγματα.

Ο Dummy (Τζούλιο Γιώργος Κατσής), στον κήπο με τα Λουλούδια...

Η εκπληκτική φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη (μα τι έχει κάνει ο άνθρωπος!), τα μοναδικά σκηνικά -και αντικείμενα- της Έλενας Βαρδαβά που αναβιώνουν τα σέβεντις και τα έιτις, οι ατμοσφαιρικές μουσικές του ίδιου του Βεσλεμέ, δημιουργούν, παρέα με το φευγάτο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη και τα απίθανα πλάσματα που κυκλοφορούν στο σπίτι και τον κήπο, έναν κόσμο μοναδικό. Σινεμά είδους που δύσκολα -για διάφορους λόγους- βλέπουμε στον ελληνικό κινηματογράφο, σινεμά πέρα από τα σύνορα, που σε συνεπαίρνει και σε εκπλήσσει με την αστείρευτη φαντασία του δημιουργού του, αλλά και με το υπόγειο χιούμορ του που είναι αδύνατον να λείπει. Μα πού τα σκέφθηκε όλα αυτά; αναρωτιέσαι και γοητεύεσαι. Αν γνωρίζεις όμως το background του Βεσλεμέ, που έχει μελετήσει με την ψυχή του ταινίες και δημιουργούς, βιβλία και συγγραφείς, μουσικές και μουσικούς, έχει βυθιστεί συνεπαρμένος σε κλασικά και μη έργα, έχει αγαπήσει κι έχει σεβαστεί και έχει μάθει από αυτά, τότε δεν θα απορείς και τόσο για το μέχρι πού μπορεί να φθάσει. Τα Λουλούδια του ίσως δεν είναι τόσο εύκολο να τα μυρίσουν ή να τα πιάσουν όλοι, το άρωμά τους δεν είναι ελαφρύ και τα αγκάθια τους πολλά για να τα κόψεις. Μένουν στον κήπο τους και σε καλούν να πας εκεί. Το αν και πότε θα αποφασίσεις να μπεις μέσα, από σένα εξαρτάται…

Στο μεταξύ μπορείς να ακούσεις τις συνθέσεις του δημιουργού, καθώς του Αγίου Βαλεντίνου κυκλοφόρησε ψηφιακά και το νέο του άλμπουμ «Η Εκδρομή» (Veego Records): δέκα τραγούδια, δέκα όψεις της απώλειας που τον απασχολεί διαρκώς εντός κι εκτός μεγάλης οθόνης. Μεταλλαγμένες μπαλάντες, R&B, acid και electro, και, εννοείται, δόσεις χιούμορ σε εννιά δικές του συνθέσεις και μια αναπάντεχη διασκευή στο «Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ» (των Κραουνάκη-Νικολακοπούλου). Εννιά κομμάτια ερμηνευμένα από αυτόν και ένα από τον -παντοτινό φίλο και συνεργάτη του- The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης). Στις 28 του Φλεβάρη θα βγει και σε βινύλιο σχεδιασμένο από τον άλλο φίλο και συνεργάτη, Νίκο Πάστρα, που έκανε και την θαυμάσια αφίσα της ταινίας.

«Σίγουρα οι ταινίες ζούνε και μετά τη διανομή τους και μετά από μας», μου λέει ανάμεσα στις προβολές στο ΑΣΤΟΡ, όπου ένα βράδυ παίχθηκε και η «Νορβηγία» του, η πρώτη του μεγάλου μήκους (2014), με τον Βαγγέλη Μουρίκη… βρικόλακα να σπάει κόκαλα, δέκα χρόνια μετά. «Όλες οι ταινίες φαντάζουν καλύτερες στο φυσικό τους περιβάλλον, την κινηματογραφική αίθουσα. Δε λέω κάτι καινούργιο. Στα αλήθεια όμως, τα Λουλούδια είναι φτιαγμένα για να ανθίζουν στο σκοτάδι του σινεμά». Έτσι…

Ο Japan (Άρης Μπαλής) ετοιμάζει την χρονομηχανή

Στην αρχή της ταινίας, ο πατέρας-Dominique Pinon λέει: «παραμένω αισιόδοξος για το μέλλον». Εσύ πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Υπάρχει ελπίδα να αλλάξουν;

Λίγο μετά βέβαια συμπληρώνει… «Δύο χρόνια αποτυχίες, γαμημένη αλαζονεία…». Και τα δύο υπάρχουν μέσα μου, και η αισιοδοξία και η αποτυχία - και πάντα η αλαζονεία. Είμαι αρκετά μεγάλος για να διατηρώ μια τεράστια φλογερή ελπίδα και ίσως ακόμα λίγο μικρός για να μην κάνω και τίποτα. Κάνω σινεμά και μουσική που ελπίζω να περιέχουν μέσα τους κάτι απ’ την επιθετικότητα της νιότης. Της δικής μου και των ανθρώπων που γνώρισα, αλλά και αυτών που τη μουσική τους άκουσα, τα βιβλία τους διάβασα, τις ταινίες τους είδα και ξαναείδα. Ας πούμε ότι είναι και αυτό μια μικρή, λιλιπούτεια αντίσταση απέναντι στο έρεβος των ημερών μας.

Η δυσλειτουργία της οικογένειας, βρίσκεται στο προσκήνιο της ταινίας σου, έστω και μέσα από ένα αλλόκοτο “παραμύθι”. Είναι θεωρείς τόσο δύσκολη η σχέση γονιών-παιδιών στην εποχή μας, ειδικά μετά την έλευση του internet; Είναι το χάσμα αγεφύρωτο στην ελληνική οικογένεια -αν και εδώ υπάρχει και το γαλλικό στοιχείο του πατέρα;

Ναι, ο Γάλλος πατέρας είναι μια υπενθύμιση ότι μάλλον μιλάμε για την οικογένεια γενικότερα. Και γεωγραφικά και χρονικά - μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. ΟΚ, στις χώρες της Μεσογείου διατηρούμε παρόμοιες οικογενειακές παραδόσεις, εμείς οι Έλληνες έχουμε και μια εσάνς βαλκάνια στο μίγμα και η ηδεία ανατολή μας φωτίζει ανάλογα. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις τα συμπλέγματα είναι κοινά. Δεν έχει να κάνει με τις λάθος επιλογές μόνο, τον τρόπο που εμείς μεγαλώσαμε και τα νέα παιδιά μεγαλώνουν. Αν θες μιλάω για μια ρήξη αναπόφευκτη σε μια κρίση υπαρξιακή. Ακόμα και -στην οριακά υποθετική- περίπτωση που δεν υπάρχει δυσλειτουργία, που τα παιδικά χρόνια ήταν αναφορά, μέρες απόλυτης ευτυχίας, που η οικογενειακή φωλιά είναι ακόμα το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο.

«Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» λέει ο γιος για τη μητέρα του, που τη λένε Μαργαρίτα, μέσα στον κήπο πάνω από τον τάφο της. «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο από τα παιδιά της», βλέπει σημειωμένο κάπου, πιο μετά. Όντως έτσι είναι ή δεν μπορείς να μας το αποκαλύψεις; Και αν είναι έτσι, γιατί τα παιδιά της έχουν αυτή την εμμονή να τη γυρίσουν πίσω;

Αυτό είναι κάτι που βασανίζει τον νεαρό πρωταγωνιστή - τον Σκαντζόχοιρο. Δε θα μάθουμε ποτέ αν είναι αλήθεια. Δεν αποκαλύπτω, γιατί στα αλήθεια δεν το γνωρίζω. Βρίσκω υπέροχο στις ταινίες να ακολουθώ έναν ήρωα και να προσπαθώ να τον καταλάβω, έστω να τον νιώσω - να περπατήσω με τα παπούτσια του που λένε. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα να ταυτιστώ μαζί του, ούτε να κατανοήσω τις επιλογές του.

Η εμμονή των παιδιών είναι στα αλήθεια η εμμονή του πατέρα. Και αυτό είναι ένα σύμπλεγμα κοινό σε ανατολή και δύση. Ο πατέρας σκότωσε -σε ατύχημα…- τη γυναίκα του, και τα παιδιά, οι βελτιωμένες εκδοχές του στο πεδίο αυτής της ιδιότυπης επιστήμης-μαγγανείας, καλούνται τώρα να ολοκληρώσουν το πείραμα. Στο προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειας δεν πρόβαλαν αντίσταση, δεν διεκδίκησαν τις δικές τους επιθυμίες και τώρα η επιθυμία του γονέα έγινε το κέντρο του μικρόκοσμου τους. Η μητέρα πλέον είναι ένα φετιχοποιημένο αντικείμενο σε αυτό το σπίτι. Οι εμφανίσεις της είναι παραλλαγές της εικόνας της που ξεθωριάζει σε μια αναμνηστική φωτογραφία. Θες να φέρεις πίσω κάποιον όχι απαραίτητα γιατί τον αγαπάς ή σε αγαπάει, αλλά γιατί νοσταλγείς τον εαυτό σου μαζί του κάποτε. Είναι μια τραγική διαπίστωση, δε λέω.

Ο πατέρας (Dominique Pinon-"Delicatessen", "Amelie", "Alien 4") και ο Σκαντζόχοιρος (Πάνος Παπαδόπουλος)

Βέβαια, παρόλο που τη συνθλίβεις την οικογένεια, έστω και με δόσεις μαύρου χιούμορ και “μαγείας”, από την άλλη υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι την αγαπάς, έτσι δεν είναι; Η αγάπη όλα τα σώζει; 

Προφανώς και αγαπώ την οικογένεια. Για αυτό μπορώ και γίνομαι τόσο κακός μαζί της!

Αν έπρεπε να πάρεις εσύ κάπου μαζί σου μόνο τα πράγματα που αγαπάς περισσότερο, ποια θα ήταν αυτά;        

Τους ανθρώπους που αγαπώ θα έπαιρνα μαζί μου μόνο -και κανα πανωφόρι. Και μια ελπίδα να ’χει εκεί που πάμε και κάνα σινεμά - ακόμα και άδειο να ’ναι. Τουλάχιστον να παίζει τα εύθυμα και τα πένθιμα φιλμ που αγαπάμε.

Η ταινία σου μιλάει για την απώλεια και μάλιστα της μάνας, δηλαδή για τον θάνατο. Σε απασχολεί ότι έχουμε ημερομηνία λήξης κι ότι ο θάνατος τελικά καθορίζει τη ζωή μας;

Είναι ωραίο να μιλάμε έτσι κάζουαλ, που λένε, για τον θάνατο - και αυτές τις μέρες, λόγω της ταινίας, το κάνω αρκετά. Βρίσκω επίσης ενδιαφέρον που ακόμα και μια ταινία τόσο καμουφλαρισμένη μέσα στα είδη του σινεμά, κάποιος την βρίσκει προσωπική. Και είναι προσωπική, όπως όλες οι ταινίες που κάνουμε σαν γενιά, καθώς δεν υπάρχει η βιομηχανία να μας αποσπάσει με ευπρόσδεκτες παραγγελιές. Αγαπώ την οικογένειά μου και είμαστε όλοι ακόμα ζωντανοί! Προβολές είναι αυτές, παραπραξίες που ξέφυγαν απ’ το ασυνείδητο και έγιναν μια δομημένη ιστορία, ένας φόβος για το μέλλον, ένα καμπανάκι. Αυτά είναι τα θέματα που με απασχολούν, ο έρωτας, ο θάνατος και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Φυσικά και θέλω να ζήσω για πάντα - όλοι οι Βεσλεμέδες αυτό θέλουμε.

Παρά τα όσα παράδοξα και εξωπραγματικά συμβαίνουν στην ταινία, σε κάποια στιγμή το θηλυκό στοιχείο εμφανίζεται σε κάπως “παραδοσιακή” μορφή σε σχέση με το όλο πνεύμα: τα τρία αγόρια νιώθουν καλά και παραδέχονται ότι τρώνε επιτέλους καλά όταν η φίλη του ενός, η Σαμάνθα, τους μαγειρεύει και τους σερβίρει, με ποδιά κιόλας... Μήπως, όσο κι αν το πολεμάμε, οι οικογένειές μας καταφέρνουν να μας περνάνε πράγματα που “αφομοιώνουμε” τελικά, ακόμη και άθελά μας;

Αυτή η σκηνή είναι απόλυτα σαρκαστική απέναντι στην “παραδοσιακή” μορφή της “γυναίκας του σπιτιού”. Παίζει με το στερεότυπο όπως και η ίδια η “Σαμάνθα”. Εμφανίζεται μέσα από το αντρικό βλέμμα σαν μια απόλυτη εφηβική φαντασίωση για να αποδειχθεί ότι, σε αντίθεση με τα προβληματικά αγόρια, ξέρει ακριβώς τι θέλει και ποια είναι. Διεκδικεί τη σεξουαλικότητά της, την ελευθερία της, καταλαβαίνει αμέσως με τι έχει να κάνει. Βέβαια, τα συμπλεγματικά αδέρφια, μέσα στη καταραμένη τους λούπα, ξεπερνούν κάθε ηθικό φραγμό και με τον σκοπό να αγιάζει τα μέσα την “τιμωρούν” γιατί προσπάθησε -έστω και για λίγο- να γίνει ένας απ’ αυτούς, να τους γνωρίσει πραγματικά.

Το στόρι διαδραματίζεται γύρω στα Χριστούγεννα -Blue Curacao, βιντεοκασέτες, vintage αντικείμενα, αναλογική παλιά τηλεόραση, παλιά τηλέφωνα, κομπιούτερ και πικάπ, απόσπασμα της Φρουτοπίας, ένα σπίτι γεμάτο αντικείμενα εποχής '70s-'80s, «αυτό που λέμε νοσταλγία», όπως λέει κάποια στιγμή ο ήρωας ακούγοντας Ντέμη Ρούσσο. Μα πόσο πιο ρομαντικός θα μπορούσες να γίνεις;

Είμαι ρομαντικός κυριολεκτικά εκεί που πολεμά ο έρωτας με τον θάνατο - αλλά νοσταλγικός δεν είμαι. Προβάλω σαν ζαχαρωτά τα φετίχ μιας άλλης εποχής για να θυμίσω -στον εαυτό μου πρώτα- ότι το παρελθόν κρύβει παγίδες. Αγαπώ όλες τις εποχές. Και αυτές που πέρασαν και αυτές που θα έρθουν.

Τα Λουλούδια λοιπόν ξεχειλίζουν '70s και '80s. Ποιες οι σημαντικότερες επιρροές σου από αυτήν την εποχή που διείσδυσαν και στην ταινία;

Σε κάθε κουβέντα που κάνω για την ταινία, αναδύονται και άλλες. Φυσικά η ταινία βουτάει μέσα σε πολλά είδη σινεμά. Χαίρομαι όταν οι θεατές της μου λένε ότι μοιάζει με πολλά πράγματα αλλά στα αλήθεια με τίποτα. Ας πούμε ότι με στοίχειωσαν κάποιες ταινίες που μοιάζουν με επιστημονική φαντασία αλλά δεν είναι: Το «Sans Soleil» του Chris Marker (σ.σ. 1983), το «Demon Seed» του Donald Cammell (σ.σ. 1977), το «Altered States» του Ken Russel (σ.σ. «Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις», 1980). Τα βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου φυσικά, ο «Υπνοβάτης» και «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος». Όλος ο Bergman ως καταφύγιο και κυρίως το «Shame» (σ.σ. «Ντροπή», 1968). Σε όλη την προετοιμασία της ταινίας, άκουγα το σάουντρακ του «Videodrome» (σ.σ. του David Cronenberg, 1983), όπως κάποιοι ακούνε τις ψαλμωδίες της Μεγάλης Εβδομάδας.

Η "Σαμάνθα" που την ερμηνεύει η ερασιτέχνις ηθοποιός Sandra Abuelghanam Sarafanova

Η φαντασία γενικά και η επιστημονική φαντασία ειδικά, σε απασχολεί διαρκώς. Είναι κάτι που σε γοήτευσε από μικρό παιδί ή προέκυψε αργότερα; Σου αρέσει να “χάνεσαι” σε αυτόν τον κόσμο, είναι η απόδρασή σου; Υπάρχει ρομαντισμός εκεί ή εσύ, όπως και να ’χει, έτσι τον ονειρεύεσαι;

Ήρθα σε επαφή με την επιστημονική φαντασία στην εφηβεία μου. Με ενδιέφερε κυρίως το new wave της, αυτό που αναπτύχθηκε στην Αμερική κατά κύριο λόγο (αλλά και στην Αγγλία) στα μέσα των 60s. Με εκπροσώπους τον Norman Spinrad, τον Philip K. Dick‎‎, τον J.G. Ballard, τον Ηarlan Ellison, αργότερα τον αγαπημένο μου K.W. Jeter. Δυστυχώς ελάχιστες από τις ρηξικέλευθες ιδέες τους για την κοινωνία, την πολιτική, το σεξ, την ψυχανάλυση και την τεχνολογία πέρασαν στο σινεμά εκείνης της εποχής. Παρόλα αυτά οι προ-κυβερνοπάνκηδες γραφιάδες διείσδυσαν με τρόπο ουσιαστικό στην αντικουλτούρα και διάβρωσαν τον συμβιβασμό, συνδιαμορφώνοντας μαζί με τα πολιτικά κινήματα μια νέα σκέψη, ελεύθερη και αιχμηρή. Τα «επικίνδυνα οράματά» τους μόνο απόδραση δεν πρόσφεραν, ήταν μια ηχηρή απάντηση στην συνθετική ουτοπία που κάποιοι ονειρευόντουσαν. Τώρα που οι περισσότεροι από αυτούς τους φίλους μας είναι νεκροί, ο κόσμος πλέον μοιάζει με τις σελίδες τους. Που, όσο σκοτάδι και αν έκρυβαν, είχαν πολύτιμο εφόδιο το χιούμορ. Και κάπως έτσι ονειρεύομαι και εγώ αυτόν τον κόσμο, γελώντας στον ύπνο μου.

Η ατάκα «Άκου τώρα ψάρι να μαθαίνεις» φέρνει στο νου αμέσως την αξέχαστη εκείνη «Άκου πτώμα να μαθαίνεις», της ταινίας του Νίκου Νικολαΐδη «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα…» (1979). Ενώ και το στυλ των αγοριών θυμίζει ατμόσφαιρές του - είναι γνωστό, είσαι μεγάλος φαν. Αλλά και από τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1978) φαίνεσαι επηρεασμένος, ενώ ο τρόπος που “αναφέρονται” στην ταινία οι δύο δημιουργοί είναι πραγματικά απολαυστικός και τιμητικός. Ποιοι άλλοι Έλληνες σε επηρέασαν στο έργο σου;

Ο Νικολαΐδης και ο Παναγιωτόπουλος δεν δίστασαν να γίνουν σκληροί με τους ήρωες τους. Αλλά και οι ήρωες τους γινόντουσαν σκληροί με τους «απ’ έξω». Τόλμησαν να παρουσιάσουν χαρακτήρες αληθινούς, με πάθη και αδυναμίες. Ταυτόχρονα ενσωμάτωναν μέσα τους την ίδια την ιστορία του παγκόσμιου σινεμά. Είχαν από το πρώτο λεπτό κερδίσει στην προσωπική τους μυθολογία. Αγαπώ πολύ το ελληνικό σινεμά από τη μεταπολίτευση και μετά (με φωτεινές εξαιρέσεις και από τα 50s και τα 60s). Την ελευθερία από όλες τις συμβάσεις του Τορνέ, στην «Καρκαλού» (σ.σ. 1984) και στο «Ντανίλο Τρέλες» (σ.σ. 1986). Το ερωτικό πάθος της «Μανίας» του Πανουσόπουλου (σ.σ. 1985), αλλά και την καταπιεσμένη επιθυμία στο «Ταξίδι του Μέλιτος» του (σ.σ. 1979). Τo ψυχεδελικό ξέσπασμα του Φέρρη στο «Οh Babylon» (σ.σ. 1989), τα αταξινόμητα πυροτεχνήματα του Ερμή Βελλόπουλου, «Χωρίς Απόκριση» (σ.σ. 1967) και «Κλειστό Παράθυρο» (σ.σ. 1977). Φυσικά και την «τριλογία που θα άλλαζε για πάντα το τοπίο του ελληνικού σινεμά αλλά προτίμησε να μην το κάνει» «Ιωάννης ο Βίαιος» της Μαρκετάκη (σ.σ. 1973), «Βοσκοί» του Παπατάκη (σ.σ. 1967), «Φόβος» του Μανουσάκη (σ.σ. 1966).

Επιλέγεις να βάλεις στους τίτλους τέλους το ορχηστρικό «Σνιφ Σνιφ» του Σταύρου Λογαρίδη (1978) -το οποίο ήταν μάλιστα στους τίτλους αρχής στους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου (1981) και στην εκπομπή "Μουσικόραμα" της ΕΡΤ, στη δεκαετία του ’80-, αντί για δική σου μουσική που έτσι κι αλλιώς έχεις γράψει για την ταινία… Τι σε ώθησε σε αυτό;

Υπάρχουν δύο μόνο κομμάτια μουσικής στη ταινία που δεν είναι δικά μου. Ένα disco του ‘77 του Nτέμη Ρούσου, το «I Dig You» -σε παραγωγή Vangelis-, και το «Σνιφ Σνιφ» του  Λογαρίδη. Ήθελα να υπάρχει και κάτι από τον αληθινό κόσμο στη ταινία. Ένα μικρό κέρασμα για το ελληνικό κοινό, δύο τραγούδια και λίγη Φρουτοπία. Στη «Νορβηγία» ή στον «Παγάνα τον Πανάγα» (σ.σ. από την σπονδυλωτή ταινία τρόμου «The Field Guide to Evil», 2018, όπου συμμετείχε μαζί με άλλους οχτώ σκηνοθέτες) υπάρχει αρκετά το ελληνικό χρώμα. Στα Λουλούδια κάπως ξεθωριάζει. Πέρα από τη γλώσσα και τον όποιο προβληματισμό γύρω από την ελληνική οικογένεια, έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια άγνωστη χώρα, λίγο πέρα και έξω απ’ το χάρτη. Με τη βοήθεια των τραγουδιών και του παιδικού τηλεοπτικού προγράμματος, λίγο προσπαθώ να γειώσω τις καταστάσεις.

Πώς βρέθηκε αυτό το εκπληκτικό σπίτι της ταινίας και πόση επέμβαση δέχθηκε στον χώρο του από εσάς; Όταν το είδες, είπες αμέσως «αυτό είναι και κανένα άλλο»;

Βρέθηκε από τη σκηνογράφο Έλενα Βαρδαβά, αρκετά κοντά στο γύρισμα και ενώ είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε τα γυρίσματα αλλού. Φυσικά το ερωτευτήκαμε όλοι και βουτήξαμε σε μια εξοντωτική περίοδο δουλειάς για να το μεταμορφώσουμε στο σπίτι της ταινίας. Αλλά ήμασταν πλέον ήσυχοι ότι αυτό ήταν το δώρο μας από μια άλλη διάσταση. Είναι ένα σπίτι αφιερωμένο από τον ιδιοκτήτη στη μητέρα του, που έζησε και πέθανε εκεί. Κάθε δωμάτιο είχε κάτι από την παρουσία της και αυτό μας συγκινούσε και μας ενέπνεε καθημερινά.

Παγώνια, αράχνες, γουρουνάκια, κότες, χελώνες, φίδια παίρνουν μέρος στα πειράματα ή τριγυρίζουν στο σπίτι, αλλά όχι γάτες ή σκύλοι. Υπάρχει κάποιος λόγος για αυτό ή έγινε επί τούτου;

Όλα τα παραπάνω -πέρα από τα έντομα και τα ερπετά- είναι οικόσιτα και προσφέρονται (στο σύμπαν της ταινίας -μην παρεξηγηθώ) για πειραματόζωα. Κανείς δε θα έβαζε στη μαγική ντουλάπα την κατοικίδια γάτα του ή τον σκύλο του. Εκτός βέβαια από τους (πιο) μοχθηρούς επιστήμονες στη «Μύγα Νο2».

«Είναι η πρώτη φορά σε ελληνική ταινία», γράφει στο Δελτίο Τύπου, «που γίνεται γενικευμένη χρήση πρακτικών εφέ και animatronics σε συνεργασία Ελλήνων, Βρετανών και Γάλλων designers, ανάμεσα στους οποίους η ομάδα της Atelier 69, υπεύθυνη μεταξύ άλλων για πρακτικά εφέ του «Τitane» της Julia Ducournau». Θα μπορούσες να μας εξηγήσεις με απλά λόγια πως περίπου έγιναν όλα αυτά τα τρομερά εφέ π.χ. το κεφάλι της κοπέλας, το ξέσαρκο γουρουνάκι, η ακέφαλη κότα, το γκόμπλιν κλπ. κλπ.; Όλα τα παράξενα αυτά πλάσματα τα σχεδίασε ο μοναδικός storyboard artist και συνεργάτης σου Γιώργος -Tass- Τασιούλας (που έφυγε ξαφνικά το 2021, στα 51 του χρόνια);

Χρόνια πριν σχεδιάσαμε με τον Γιώργο Τασιούλα -παράλληλα με τα περισσότερα storyboards της ταινίας- κάποια από τα πλάσματά της. Ήταν μέρες ευτυχίας και ξεγνοιασιάς σε μπαρ και σε καφέ, και στο χαρτί όλα έμοιαζαν πιθανά. Χρόνια μετά κατάλαβα πόσο δύσκολο και κοστοβόρο ήταν να υλοποιηθούν όλα αυτά. Αλλά με την παραγωγό -και συνοδοιπόρο μου σε όλο αυτό το δύσκολο ταξίδι- Φένια Κοσοβίτσα, η κατασκευή αυτού του κόσμου έγινε προτεραιότητα. Τα animatronic είναι επί της ουσίας ρομποτικοί μηχανισμοί καλυμμένοι με συνθετικό δέρμα ή όποια άλλη υφή απαιτεί το κάθε πλάσμα. Χειριστές με τηλεκατευθυνόμενα και puppeteers συντονίζονται για μια και μοναδική κίνηση. Τα πρόσωπα μορφάζουν ρεαλιστικά, αφού ακόμα και τρεις-τέσσερεις χειριστές (στην περίπτωσή μας) ήταν υπεύθυνοι για τις εκφράσεις του προσώπου. Άλλος στα ζυγωματικά, άλλος στα μάτια ή το στόμα, άλλος για την κίνηση των χεριών. Ένα πραγματικό κραφτ που μεσουράνησε στο Χόλυγουντ των ’80ς σε -παιδικές- ταινίες όπως οι «ΕΤ ο Εξωγήινος», «Labyrinth», «Dark Crystal», «Gremlins» κ.ο.κ. και σταδιακά εγκαταλείφθηκε.  Η ψηφιακή τεχνολογία που κορυφώθηκε στα ’90s παραγκώνισε αυτές τις τεχνικές, κυρίως για λόγους οικονομικούς και κατά την ταπεινή μου άποψη από μια -αναδυόμενη από την ευκολία- έλλειψη αισθητικής. Τα πρακτικά αυτά εφέ με τους περιορισμούς τους είναι μια απάντηση σε μια εποχή που με ΑΙ και αλγόριθμους θα προσπαθεί κάποιος να μιμηθεί, ανεπιτυχώς, όσα εμείς νιώσαμε με το μισό βλέμμα μιας “κούκλας" που μας κοίταξε από τη πολυθρόνα του πατέρα σαν πλάσμα αληθινό, ως ένα ακόμα μέλος της οικογένειάς μας.

Έκανες την ταινία, έχεις πει -και είσαι πολύ περήφανος, δικαίως-, «χωρίς κανένα συμβιβασμό και καμία αίσθηση αυτολογοκρισίας». Γιατί το λες αυτό; Υπήρξε στιγμή που αυτολογοκρίθηκες ή συμβιβάστηκες στο παρελθόν;

Το σινεμά είναι η απόλυτη αρένα του εξευτελισμού, η ρωσική ρουλέτα του συμβιβασμού, μια τέχνη φασματική - σχεδόν δεν μπορείς να την αγγίξεις. Και εκεί που τα καταφέρνεις, σου φεύγει πάλι μέσα από τα χέρια. Και αυτό για πολλούς λόγους. Χρειάζονται πάρα πολλά λεφτά για να γίνει, μια ταινία απασχολεί δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπους, η ολοκλήρωσή της μετράει χρόνια και η επιτυχία της κρίνεται από τα φεστιβάλ, τις πωλήσεις ή το πρώτο τετραήμερο στις αίθουσες. Έχω κάνει δυόμιση ταινίες, άντε και τέσσερεις μικρού μήκους, όλα αυτά τα χρόνια και τουλάχιστον 15 μουσικούς δίσκους στα μισά από αυτά. Κάθε φορά που τελειώνω έναν δίσκο, βράζω καφέ ή τσάι και ξεκινάω τον επόμενο. Κάθε φορά που τελειώνω μια ταινία, επιθεωρώ το σώμα μου σαν να έχω επιβιώσει από πολύνεκρο. Όταν λοιπόν μετά από εφτά χρόνια και χίλια κύματα η ταινία μου αρέσει, μου μοιάζει και δεν έχει ακρωτηριαστεί από τις χιλιάδες ανοησίες που έπεσαν πάνω της, τότε νιώθω περήφανος που λένε.

Δεν έχεις σταματήσει να ταξιδεύεις μαζί της στον κόσμο από τη στιγμή που την έκανες. Παγκόσμια πρεμιέρα στο σπουδαίο Φεστιβάλ της Tribeca, προβολές σε διεθνή φεστιβάλ σε Καναδά, Αυστραλία, Ευρώπη καθώς και στα πιο σημαντικά φεστιβάλ φανταστικού του πλανήτη (Fantastic Fest, Sitges, Neuchatel), Θεσσαλονίκη και τώρα Αθήνα. Τι αγάπησες περισσότερο από αυτά τα ταξίδια σου; Ποια στιγμή, ποιο γεγονός ήταν για σένα καθοριστικό;

Δύο στιγμές -και άλλες εκατό. Η μία ήταν στο πιο αγαπημένο μου φεστιβάλ στον κόσμο, στο Fantastic Fest του Ώστιν, στο Τέξας όπου κατάλαβα -πιο πολύ και από την Tribeca- τι ταινία έκανα. Και η άλλη στη Θεσσαλονίκη, μια διαφορετική αντιμετώπιση -εξίσου καλή- που με έφερε όμως αντιμέτωπο και με μια βαθιά αλήθεια για την ταινία. Δε θα μοιραστώ αυτές τις ενδόμυχες σκέψεις μου -πληρώνω τον ψυχαναλυτή μου για αυτά. Αλλά να πω εδώ ότι η προβολή σε κοινό ολοκληρώνει την ταινία μέσα σε ένα γεγονός ηδονικό και βίαιο ταυτόχρονα. Ένας ακόμα μικρός θάνατος.

Πιστεύεις ότι πλέον το ελληνικό σινεμά πάει καλά ως Τέχνη (αν εξαιρέσουμε τα άλυτα οικονομικά του προβλήματα);

Υπέροχες ήταν οι ελληνικές ταινίες φέτος. Θες ήσυχο βαθύ σινεμά, δες τη «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου. Οι «Μαλδίβες» του Ντανιέλ Μπόλντα μυρίζουν έλατο και δε μοιάζουν με τίποτα. Θες σκεπτόμενο θεαματικό σινεμά, δράμα μιούζικαλ κωμωδία, «Ο Νόμος του Μέρφι» του Άγγελου Φραντζή είναι εδώ για σένα. Καλοκαιρινό νευρωτικό ποπ; Το «Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη είναι εκτυφλωτικό. Θες αυτοαναφορικό αθηναϊκό σλάσερ, δες το «Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά. Ο Αλεξίου, η Κοτζαμάνη και ο Βούλγαρης ολοκληρώνουν τις νέες τους ταινίες, η Δραγασάκη, η Ψύκου, ο Παπαδημητρόπουλος ξεκινούν τις δικές τους. Και αν δε σ’ αρέσουν τα μοντέρνα, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερεις δεκαετίες ψυχωμένου ελληνικού σινεμά έτοιμες να τις κατασπαράξεις.

Το εξώφυλλο του νέου άλμπουμ του Γιάννη Βεσλεμέ, "Η Εκδρομή"

Όσο περνούν τα χρόνια τόσο οι τέχνες “μπερδεύονται» πια μεταξύ τους, κάτι που είναι πολύ ωραίο -το σινεμά με τα εικαστικά, τη μουσική, το αντίστροφο... Παράλληλα όμως, τόσο η ευκολία της σύνθεσης στον υπολογιστή -εδώ και χρόνια- ή το ΑΙ -τώρα πια- αλλάζουν καθοριστικά τα πράγματα. Πώς σου φαίνεται και πού βλέπεις να μας οδηγεί όλο αυτό;

Ένα απλό παράδειγμα είναι η μουσική τεχνολογία ή τα πρακτικά κινηματογραφικά εφέ που προανέφερα. Έφτασαν και τα δύο κάποια στιγμή στην αιχμή τους, στο πικ τους. Ήταν μια εποχή που η ψηφιακή τεχνολογία με μια ορμή σαρωτική συνεργάστηκε με τον άνθρωπο και τις μηχανικές, ηλεκτρικές, ηλεκτρονικές κατασκευές. Τότε που οι παλιοί τεχνίτες ζούσαν ακόμα, που τα υλικά ήταν καμωμένα με γούστο και μαστοριά. Στον ήχο και στην εικόνα, έγιναν θαύματα, οι αλγόριθμοι μπλέξανε με τα αναλογικά φίλτρα, το ξύλο με την υπολογιστική δύναμη, η ομορφιά με την εργονομία. Και μετά κάποιοι αποφάσισαν ότι πρέπει να βγάλουν περισσότερα λεφτά σε λιγότερο χρόνο και άρχισαν οι εκπτώσεις, οι φτηνές μεταποιήσεις, ο εξευτελισμός της ύλης. Φτάσαμε να κοιτάζουμε στην οθόνη του υπολογιστή μια εικόνα-φάντασμα ενός ξύλινου πιάνου με ουρά και να είμαστε χαρούμενοι που το ’χουμε στη συλλογή μας.

Μουσική και σινεμά. Δύο τέχνες που σε καθορίζουν. Τι σου χαρίζει η κάθε μία;

Η μουσική είναι το παρόν -και μια μικρή παρακαταθήκη για τους καμένους του μέλλοντος. Είναι σχεδόν ημερολογιακή η λειτουργία της στη δισκογραφία μου για αυτό είναι τόσο πυκνή, αλλά και αδιάφορη στο αν θα πετύχει εμπορικά. Στο σινεμά έχω άλλες φιλοδοξίες, ας πούμε ότι είμαι και λίγο ψώνιο - ζω τη φαντασίωση του παρελθόντος, δακρύζω με τον θάνατο σκηνοθετών, καταναλώνω κείμενα και μονογραφίες για αυτό, αποθηκεύω στον σκληρό του μυαλού μου κάθε χρήσιμη και άχρηστη πληροφορία γύρω του. Αγαπώ το σινεμά διαρκώς και επιθυμώ όχι πια να το αλλάξω όπως πίστευα στην εφηβεία, απλά να συστεγαστώ στο παγκόσμιο σπίτι του, έστω σε μια σκοτεινή αποθήκη. Ξέρεις αυτές που ούτε ο επιστάτης δεν τολμά να ανοίξει ποτέ…


«Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» του Γιάννη Βεσλεμέ

Αποκλειστικά στον κινηματογράφο «ΑΣΤΟΡ» (Σταδίου 28 - Στοά Κοραή)

Συντελεστές: Σκηνοθεσία Γιάννης Βεσλεμές | Σενάριο Γιάννης Βεσλεμές & Δημήτρης Εμμανουηλίδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας Χρήστος Καραμάνης GSC | Μοντάζ Γιώργος Μαυροψαρίδης ACE | Μουσική Γιάννης Βεσλεμές | Σκηνογράφος Έλενα Βαρδαβά | Ενδυματολόγος Άλκηστη Μάμαλη | Μακιγιάζ Ιωάννα Λυγίζου | Ήχος Νίκος Έξαρχος | Σχεδιασμός Ήχου Περσεφόνη Μήλιου | Μιξάζ Κώστας Βαρυμποπιώτης | Ηχογράφηση & Μίξη Μουσικής Γιώτης Παρασκευαΐδης (ΑUX Studio) | SFX makeup & Animatronics Atelier 69 (FR), Προκόπης Βλασερός Fx Studio (GR) | VFX Γιάννης Αγελαδόπουλος | Color grading Γρηγόρης Αρβανίτης | Οργάνωση Παραγωγής Ματθαίος Βούλγαρης | Διεύθυνση Παραγωγής Χρήστος Βασιλόπουλος | Βοηθός Σκηνοθέτη Αργύρης Ζάχος | Casting Μάκης Γαζής ICDA | Σχεδιασμός αφίσας Νίκος Πάστρας

Παραγωγός Φένια Κοσοβίτσα | Executive Producer Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος | Executive producers Ant Timpson, Ανδρέας Ζουπάνος Κρητικός | Συμπαραγωγός Alexis Perrin | Associate producers Mike Shema, Nick Ford | Παραγωγή BLONDE | Σε συμπαραγωγή με τους Faliro House Productions, Rumblefish, Timpson Films, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ΕΚΚ, ΕΡΤ Α.Ε. | Με την υποστήριξη του Ε.Κ.Κ.Ο.Μ.Ε.Δ.-Creative Greece (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων & Δημιουργίας-Creative Greece) | Ελλάδα, Γαλλία, 2024 | 86’ | Διανομή: Weirdwave

Παίζουν Πάνος Παπαδόπουλος, Τζούλιο Γιώργος Κατσής, Άρης Μπαλής, Sandra Abuelghanam Sarafanova, Αλεξία Καλτσίκη και Dominique Pinon

=============

Veslemes - «H Εκδρομή»

Veego Records | ψηφιακά σε όλες τις πλατφόρμες | σε 12" vinyl στις 28/2

Μουσική-Στίχοι-Παραγωγή Γιάννης Βεσλεμές | Διασκευή στο «Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ» Μουσική/Στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης /Λίνα Νικολακοπούλου | Ηχογράφηση-Μίξη Γιώτης Παρασκευαΐδης / Studio AUX | Μάστερινγκ Marco Pellegrino | Artwork Νίκος Πάστρας

Ερμηνεία Γιάννης Βεσλεμές σε εννιά τραγούδια και σε ένα The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης)

Ακούστε εδώ: https://orcd.co/i_ekdromi_veslemes

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
JUST PUBLISHED
Save