Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι ένας καλλιτέχνης που του αρέσει να καταπιάνεται με πολλά. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός, αυτά είναι λίγα μόνο απ΄όσα τον χαρακτηρίζουν, ενώ έχει το μοναδικό ταλέντο να μεταπηδά από την μία ιδιότητα στην άλλη, με απόλυτη φυσικότητα.
Φέτος τον συναντάμε και με τις τρεις του ιδιότητες. Παίζει στην τηλεόραση, τραγουδά με την μπάντα του και σκηνοθετεί το έργο «Μπαίνει η δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ρομπέρτο Ατάυντε για το Θέατρο του Νέου Κόσμου.
«Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε και έγραψε το έργο κάτω από τη βαριά σκιά του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλία. Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1973 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα, οι παραστάσεις απαγορεύτηκαν από τις Αρχές, το κείμενο πέρασε από λογοκρισία και ξαναπαίχτηκε, αφού επιβλήθηκαν περικοπές. Μέσω της σχέσης της δασκάλας κας Μαργαρίτας με τους μαθητές της (με το κοινό στον ρόλο των… μαθητών), η παράσταση αξιοποιώντας την εκρηκτική γραφή και το καυστικό χιούμορ του συγγραφέα, θα γίνει ένας ύμνος για αυτούς που λαχτάρησαν κρυφά την αγάπη και την τρυφερότητα μα δεν την συνάντησαν ποτέ» γράφει χαρακτηριστικά το δελτίο τύπου της παράστασης.
Τον κεντρικό ρόλο της περίφημης ηρωίδας του Ατάυντε, αναλαμβάνει στην νέα εκδοχή της παράστασης, ο Πάνος Παπαδόπουλος, ενώ ζωντανά επί σκηνής ερμηνεύουν τα αδέρφια Λατουσάκη.
Με τον Γιώργο Παπαγεωργίου δώσαμε τηλεφωνικό ραντεβού ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι και μίλησε στην Popaganda για το νέο του σκηνοθετικό πόνημα, τον ρόλο του θεάτρου στην κοινωνία, αλλά και το πώς διαχειρίζεται την διασημότητα.
Φέτος σκηνοθετείς την «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», η οποία γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ανέβηκε για πρώτη φορά στην Βραζιλία, ενώ η χώρα βρισκόταν υπό καθεστώς δικτατορίας. Τι σε έκανε να θες να φέρεις αυτό το έργο στην Ελλάδα του 2022; Βρήκα μια τρομερή σύνδεση με τον αυταρχικό χαρακτήρα της Μαργαρίτας, ο οποίος νιώθω ότι υπό μια έννοια εκφράζει απόλυτα την πίεση που νιώθει στην ράχη του αυτή τη στιγμή ο μέσος Έλληνας. Ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι σαν να εκφράζει την υγειονομική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια, όπου υπάρχουν συνεχώς απαγορεύσεις και πράγματα που υποχρεούσαι να κάνεις. Επίσης, πίσω από το πρόσωπο της Μαργαρίτας εντόπισα μια γυναίκα που λαχταρά να αγαπηθεί. Για εμένα λοιπόν, αυτή η λαχτάρα, αυτή η ανάγκη, η οποία συνοδεύεται από μια απίστευτη μοναξιά είναι συνταρακτική. Ήθελα έτσι να δώσω ένα βήμα για να μπορέσουν να βγουν στο προσκήνιο οι άνθρωποι που αυτή την εποχή νιώθουν αυτή τη λαχτάρα.
Στην δική σου διασκευή του έργου έχεις επιλέξει έναν άνδρα να υποδυθεί την Δεσποινίδα Μαργαρίτα. Τι σε οδήγησε σε αυτή την επιλογή; Για μας αυτή η εκδοχή έρχεται να υπογραμμίσει ότι στην δική μας παράσταση η Μαργαρίτα είναι ένα άφυλλο ον. Επειδή παίζει άνδρας δεν σημαίνει ότι έχουμε γυρίσει τα επίθετα σε αρσενικό γένος, ούτε από την άλλη ο Πάνος καμώνεται την γυναίκα. Ουσιαστικά εμείς πιάνουμε το πλάσμα που λέγεται Δεσποινίς Μαργαρίτα.
Στην παράσταση παίρνει μέρος και το κοινό, το οποίο υποδύεται τους μαθητές. Σκηνοθετικά πόσο εύκολο είναι αυτό; Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει σε κάθε παράσταση και αυτό είναι που μου αρέσει. Λατρεύω το απρόβλεπτο και το επιδιώκω πάντα. Νιώθω μεγάλη αγάπη για την καλή έννοια της διάδρασης και έτσι λειτουργώ κι εγώ. Προτιμώ να ρισκάρω και να αλλάζει κάθε βράδυ η παράσταση, παρά να μοιάζει με μια χιλιομασημένη κασέτα.
Βλέπουμε τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ότι πάρθηκε μια απόφαση από το Υπουργείο Πολιτισμού να απαγορευτούν διάφορα πολιτιστικά δρώμενα που προέρχονται από την Ρωσία; Εσύ πώς το βλέπεις αυτό; Αυτό που νιώθω είναι πως αυτή τη στιγμή πρέπει να καταλάβουμε πως αυτός δεν είναι ένας πόλεμος που υποστηρίζει όλος ο ρωσικός λαός, με κορωνίδα αυτής της αντίστασης, την απόφαση της διευθύντριας του Κρατικού Θεάτρου της Μόσχας να παραιτηθεί από την θέση της. Την ίδια αντίσταση στην πολιτική του Πούτιν δηλώνουν και δεκάδες άλλοι Ρώσοι καλλιτέχνες. Δεν μπορώ να καταλάβω τι αποτέλεσμα θα έχει ένα εμπάργκο σε προϊόντα πολιτισμού που προέρχονται από την Ρωσία. Νομίζω πως αντί να προσπαθήσουμε να γεφυρώσουμε τις όποιες διαφορές, δυναμιτίζουμε την κατάσταση. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον πόλεμο.
Είμαστε μια γενιά που έχει βιώσει οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση και εκεί που λέγαμε ότι δεν θα ζήσουμε κάτι άλλο, έρχεται και ένας πόλεμος που δεν ξέρουμε τι διαστάσεις μπορεί να πάρει.
Πιστεύεις γενικά ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να ενώσει; Φυσικά. Όχι μόνο να ενώσει, αλλά ακόμα και σταδιακά να αρχίσει να αλλάζει το κοινωνικό προφίλ μια χώρας.
Το καλοκαίρι ανέβασες και πάλι τον «Αρίστο». Πρόκειται για μια πολύ σκληρή αληθινή ιστορία. Σου είναι εύκολο να αποστασιοποιείσαι, όταν μέσω των παραστάσεών σου μιλάς για τόσο σκληρά γεγονότα; Αλίμονο αν σε κάθε δουλειά που κάναμε μετά έπρεπε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας για να μπορέσουμε να ξανακάνουμε αυτή τη δουλειά. Υπάρχει ένας μηχανισμός που λειτουργεί μέσα μου. Στην διαδικασία της πρόβας και της παράστασης, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δοθώ απόλυτα σε αυτό που συμβαίνει. Στην συνέχεια όμως νιώθω ότι μου έχει φύγει όλη η ενέργεια. Δηλαδή, όσο έβλεπα τις πρώτες παραστάσεις του «Αρίστου» που κάθε ανάσα ήταν και δική μου ανάσα, έχοντας αυτή την αγωνία να το δω να συμβαίνει, όταν τελείωνε η παράσταση ένιωθα κομμάτια, εξουθενωμένος. Αν όμως αντί να γυρίσω σπίτι και να πέσω στο κρεβάτι, μπω σε μια άλλη λειτουργία, να κάνω μια συναυλία π.χ. με την μπάντα μου, αυτή η εναλλαγή μου δίνει πίσω την ενέργεια που έχω χάσει. Λατρεύω όμως αυτή τη δουλειά και συνήθως αντί να με αποφορτίζει, με φορτίζει.
Είχες κάνει στο παρελθόν και τεράστια επιτυχία με την «Κατσαρίδα». Πόσο εύκολο ή δύσκολο σου ήταν να διαχειριστείς αυτή την επιτυχία και την φήμη που ίσως φέρνει μαζί της; Η «Κατσαρίδα» με έβαλε στα βαθιά νερά και της αναγνωρισιμότητας και της επιτυχίας και όταν είναι η πρώτη σου δουλειά μετά τη σχολή, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να την ψωνίσεις. Εμείς προσπαθούσαμε να κατεβάζουμε το κεφάλι και να πατάνε τα πόδια μας βαθιά στη γη. Ήξερα ότι αυτή η δουλειά δεν θα είναι πάντα έτσι. Δεν έκανα την «Κατσαρίδα» και μετά αξίωνα να έχω μόνο πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πιστεύω βαθιά ότι το θέατρο είναι μια τέχνη από την οποία οφείλουμε να περάσουμε από όλα τα πόστα.
Όταν μου μιλά ένας άνθρωπος στον δρόμο για την δουλειά μου, νιώθω σαν να μιλάω σε φίλο. Δεν αισθάνομαι κάποια απόσταση ανάμεσά μας. Ακόμα κι αν πάω κάπου διακοπές ή βγω για φαγητό και τύχει να κοιτάζουν οι γύρω, δεν νιώθω άβολα, γιατί δεν είναι βλέμματα που με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Αν συνέβαινε αυτό δεν θα περνούσα καλά.
Την τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια την απέφευγες ή απλά περίμενες την κατάλληλη στιγμή; Λίγο και από τα δύο. Αρχικά την απέφευγα γιατί δεν συνέβαιναν δουλειές στις οποίες να αισθάνομαι ασφαλής και δεν μπορούσα να με φανταστώ σε μια τηλεοπτική σειρά, απλά για να γίνω φίρμα. Έψαχνα πάντα κάτι που να με αφορά σε αυτή τη δουλειά. Από κει και πέρα έπαιξε ρόλο και η έκθεση. Φοβόμουν μια τόσο μεγάλη έκθεση και ένιωθα ότι έπρεπε να ωριμάσω σαν ηθοποιός και μάλλον είχα δίκιο, γιατί αν είχα κάνει περισσότερη τηλεόραση στο παρελθόν, ίσως και να μην ερχόταν η «Σκοτεινή Θάλασσα» φέτος.
Εκτός από την «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», φέτος σκηνοθέτης και τον «Αυτόχειρα» για το Εθνικό Θέατρο. Πες μου λίγα λόγια γι΄αυτό. Είναι ο, τι πιο μεγάλο έχω κάνει στην σκηνοθετική μου διαδρομή. Είναι ένα έργο το οποίο λάτρεψα και λατρεύω, μια τρελή κωμωδία, που εγώ που γελάω δύσκολα, θυμάμαι ότι όταν διάβαζα το έργο γελούσα δυνατά στο σπίτι. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια πολύ σκληρή πολιτική σάτιρα που για μένα κουμπώνει τέλεια σε αυτή την χρονική συγκυρία, γιατί μην ξεχνάμε ότι είναι έργο ενός σοβιετικού αντικαθεστωτικού συγγραφέα.
Θέλω αυτή να είναι μια παράσταση για τους θεατρίνους και το κοινό τους. Μια γιορτή για το θέατρο.
Οι δυο παραστάσεις που σκηνοθετείς φέτος «κυνηγήθηκαν» από τα καθεστώτα τους. Αυτό ήταν τυχαίο ή προσωπική σου επιλογή; Ήταν τυχαίο για να είμαι ειλικρινής, αλλά ίσως είναι από αυτά τα τυχαία της ζωής που συμβαίνουν για κάποιον λόγο.
Έχεις πει σε παλιότερη συνέντευξή σου ότι ασχολείσαι πολύ με τα φυτά εσωτερικού χώρου. Πώς σου προέκυψε αυτό; Πλέον δεν ασχολούμαι τρελά για να είμαι ειλικρινής. Τώρα έχω δύο που με κοιτάζουν με παράπονο γιατί δεν ασχολούμαι όσο θα έπρεπε. Δυστυχώς δεν είμαι πολύ καλός πατερούλης για τα φυτά μου ή όσο θα ήθελα τέλος πάντων.
Εισιτήρια ΕΔΩ