Ήταν μέσα της δεκαετίας του ’90, στη συνέντευξη Τύπου του κορυφαίου Ναγκίσα Όσιμα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του, που εντυπωσιάστηκα τόσο από την προσωπικότητα του διερμηνέα στο πάνελ, ο οποίος εξέπεμπε μία βαθιά γνώση και σεβασμό για το πνεύμα της ιαπωνικής τέχνης χωρίς καν να λέει περισσότερα από όσα έπρεπε να πει, ώστε επεδίωξα να τον γνωρίσω. Από τότε ως σήμερα, όσες φορές και αν βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Βερολίνο, σε διοργανώσεις ή σε μπαράκια, με παρέες ή μόνοι, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης εξακολουθεί να με γοητεύει με τα τόσα διαφορετικά και πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που έχει πάντοτε να πει –και, άθελά του, να μου μεταδώσει–, διατηρώντας μόνιμα αυτό το ιδιαίτερο low profile του που σκεπάζει σαν διάφανο πέπλο την τόλμη του έργου του και τον ίδιο.
Σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής λογοτεχνίας, θεραπευτής σιάτσου και πάνω απ’ όλα ίσως ταξιδιώτης της ζωής, ο πολυδιάστατος, ανατρεπτικός και πρωτοπόρος δημιουργός, έχει παλέψει όσο λίγοι για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Το σπουδαίο και άκρως επίκαιρο ντοκιμαντέρ του «Οι Γάμοι της Τήλου» (2022) που κατέγραψε τους πρώτους γάμους ομόφυλων ζευγαριών στην Ελλάδα το 2008 παρά τις κατακραυγές της συντηρητικής κοινωνίας, αποτελεί ιστορική κατάθεση-μαρτυρία για τις επόμενες γενιές. Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα που βάλλονται από παντού σε έναν κόσμο που οδεύει με ταχύτητα ή μάλλον βρίσκεται ήδη σε σκοτεινούς καιρούς, είναι μέρος της ζωής του Παναγιώτη Ευαγγελίδη έτσι κι αλλιώς. Όταν βρεθήκαμε για τις ανάγκες αυτής της συνέντευξης πριν λίγες μέρες σπίτι του, είχε μόλις γυρίσει από τη συνάντηση του δικτύου Filmmakers for Palestine – Greece («Κινηματογραφιστές για την Παλαιστίνη»), που δραστηριοποιήθηκε για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για την ολέθρια κατάσταση στην Παλαιστίνη, αλλά και για να καλέσει τους καλλιτέχνες σε κοινή δράση, με κύριο αίτημα, την άμεση και οριστική κατάπαυση του πυρός.
Με πλούσιο συγγραφικό έργο, τέσσερα μυθιστορήματα πίσω του (Το χέρι κάτω απ' το ρούχο - 1993, Κωνσταντίνος - 1997, Τα γυρίσματα του κεραυνού - 2001, Άρρωστος σε ταξίδι - 2016), μεταφράσεις βιβλίων από Ιαπωνικά και Ισπανικά, διαλέξεις για την ιαπωνική τέχνη, ποίηση και κουλτούρα, τα τελευταία χρόνια ο δημιουργός όλο και περισσότερο στον κινηματογράφο ακουμπάει την καρδιά του.
Πέρα από τα σενάρια που έχει γράψει, μεταξύ άλλων με τον σκηνοθέτη Πάνο Χ. Κούτρα για τις ταινίες του Αληθινή Ζωή, Ξενία, και, βέβαια, την πολυαγαπημένη Στρέλλα, οι δώδεκα δημιουργίες μικρού και μεγάλου μήκους που έχει δώσει τα τελευταία 16 χρόνια, καταγράφουν κυρίως πορτραίτα ανθρώπων που ανοίγουν στην κάμερά του τα κλειστά σπίτια τους και την ψυχή τους. Πορτραίτα ανθρώπων σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου, που ζουν μακριά από κοινωνικά πρότυπα και συμβάσεις, χτίζουν τις δικές τους ιδιαίτερες οικογένειες, επιβιώνουν σε μία κοινωνία που ίσως ποτέ δεν τους κατανοήσει, διατηρώντας την μοναδικότητα και την μοναχικότητα της ύπαρξής τους.
Αληθινές ιστορίες που δεν διστάζουν να δείξουν τα πράγματα με το όνομά τους, να σηκώσουν κουρτίνες σε έναν κόσμο για τους πολλούς άγνωστο και να αποκαλύψουν ατμόσφαιρες όπου η τρυφερότητα υποβόσκει και τελικά αναδύεται μαζί με τη συγκίνηση. Επτά από αυτά τα ντοκιμαντέρ του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ανάμεσά τους η νέα του ταινία Σύλβια Ρόμπυν, προβάλλονται σε ειδικό αφιέρωμα αυτές τις μέρες στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στο οποίο θα του απονεμηθεί επίσης Χρυσός Αλέξανδρος για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο και τον πολιτισμό - κάτι για το οποίο αισθάνεται λίγο περίεργα, λέει, καθώς «δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιες διακρίσεις “συνολικής προσφοράς” και μάλιστα χρυσές».
Στο πολύχρωμο σπίτι του στο κέντρο της πόλης, με φόντο τον Παρθενώνα να υψώνεται σε όλο του το μεγαλείο απέναντι από την ηλιόλουστη βεράντα, ζει ανάμεσα σε ένα κάρο όμορφα μικροπράγματα από διάφορες γωνιές του κόσμου που το καθένα, φαντάζομαι, έχει να πει τη δική του ιστορία. Από την επαρχία στην Αθήνα, στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη, στην Ιαπωνία, στην Αμερική, στο Βερολίνο, και όπου αλλού, η ζωή του Παναγιώτη Ευαγγελίδη είναι όπως και η τέχνη του: χωρίς σύνορα και όρια, μια διαρκής θαρραλέα περιπέτεια αναζήτησης και αναγέννησης…
Το ταξίδι όρισε τη ζωή σου από τα νιάτα σου. Ήταν για σένα μία διέξοδος από την ίσως πνιγηρή κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα; Το ταξίδι ήταν πάντα για μένα ένα κάλεσμα που ακολουθούσα κάθε φορά, όσο αυτό ήταν δυνατόν. Όχι ένα κάλεσμα με σαφές περιεχόμενο ή νόημα, που θα μπορούσα να μεταφράσω σε λέξεις. Κάτι μέσα μου απαντούσε σ’ αυτή τη φωνή χωρίς ήχο που μου έλεγε να σηκωθώ πάλι και να πάω κάπου, κάθε φορά σε ένα διαφορετικό μέρος. Την ακούω ακόμα την άηχη αυτή φωνή, κι αυτό με κάνει να σταματάω ό,τι κάνω εκείνη την ώρα και να αιωρούμαι για λίγο πάνω από την πιθανότητα. Χαμογελάω, παύω να είμαι εγώ, είναι σαν να είμαι σε ένα μεγάλο δάσος και πετάω ακολουθώντας ομιλίες πουλιών. Με δυο λόγια, το ταξίδι είναι μια συνεχής μαγεία με άπειρες όψεις και χωρίς καμία εξήγηση.
Αυτό βέβαια, σε πραγματικούς όρους ζωής, μεταφράστηκε στο ότι για πολλά χρόνια πήγαινα σε μια καινούργια χώρα, έπιανα ένα σπίτι, ζούσα εκεί, έβρισκα δουλειές, μάθαινα την καινούργια γλώσσα, έκανα καινούργιους φίλους και ξεκινούσα μια ζωή απ’ την αρχή. Αυτό ήταν το εμφανές διακύβευμα, μια νέα γέννησή μου σε κάποιο άλλο γεωγραφικό, πολιτιστικό και ανθρώπινο τοπίο. Μ’ αρέσει να έχω πολλές ζωές, κι αυτό δεν είναι για να ξεφύγω από την ελληνική, η ελληνική είναι μία από αυτές.
Πώς και γιατί βρέθηκες στην Ιαπωνία, πόσο κράτησε αυτό το ταξίδι και τι κράτησες στις βαλίτσες σου γυρνώντας από εκεί; Η Ιαπωνία ήταν μια ακόμα στάση σε μια σειρά χωρών που επέλεξα να μείνω και να ζήσω. Έμεινα τέσσερα-πέντε χρόνια. Έμαθα πολλά, απέκτησα καινούργιες αναφορές σε σχέση με όλα, αναφορές και συνδέσεις που με συντροφεύουν από τότε, πρόσθεσα νέες ταυτότητες, που όσο πιο πολλές γίνονται τόσο πιο σχετικές είναι, είδα τον εαυτό μου σε καθρέφτες που μου επέστρεφαν ένα άλλο είδωλο. Στην βαλίτσα μου κρατάω μικροπράγματα, πρέπει κανείς να ταξιδεύει ελαφρά.
Τι είναι αυτό που αγαπάς τόσο πολύ στο ντοκιμαντέρ και επιμένεις στο είδος, αντί να πειραματιστείς και με μια ταινία μυθοπλασίας; Όπως κάθε τέχνη μας πλησιάζει μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, τον δικό της, όπως μας σαγηνεύει, μας εμπνέει, απαντάει ερωτήματά μας ή τα βάζει σε εικόνες, λέξεις, νότες που μέσα μας πατάνε πλήκτρα και ενορχηστρώνουν συμφωνίες, έτσι θεωρώ ότι το ντοκιμαντέρ, που ανήκει βέβαια τυπικά στον κινηματογράφο, είναι μια ακόμα τέχνη από μόνο του. Η γνώση και η συνείδηση ότι αυτό που βλέπω είναι ένας άνθρωπος που υπάρχει πραγματικά -μιλάω πάντα για το ανθρωποκεντρικό ντοκιμαντέρ που με ενδιαφέρει και με αφορά- ότι είναι ένα άτομο που υποφέρει, χαίρεται, επικοινωνεί, μιμείται, υποδύεται, κλαίει, γελάει, χειρονομεί και μορφάζει, κάποιος που μας ξετυλίγει τον δικό του εαυτό και τη δική του ζωή, αυτή η επίγνωση ανεβάζει τον βαθμό ταύτισης, ενσυναίσθησης, κατάπληξης, διδαχής, αναγνώρισης, συμπάθειας, παρηγορητικής και θεραπευτικής δύναμης, σε άλλα επίπεδα, εντελώς διαφορετικής υφής και τάξης από τις αντίστοιχες λειτουργίες στην μυθοπλασία. Δεν αξιολογώ εδώ καθόλου, έχω μεγαλώσει με το σινεμά μυθοπλασίας και το καταναλώνω πάντα αδηφάγα. Μιλάω απλά για μια διαφορετική επικοινωνία, μέθεξη και διάδραση. Ένα άλλο επίπεδο μυστηρίου και υπαρξιακών απαντήσεων.
Δεν νομίζω να έκανα ποτέ ταινία μεγάλου μήκους μυθοπλασίας, και το λέω αναφερόμενος αρχικά στις πρακτικές δυσκολίες, εννοώντας και το οικονομικό αλλά και το οργανωτικό επίπεδο. Τις χρονοβόρες διαδικασίες παραγωγής. Δεν νομίζω πως έχω τις αντοχές και τα κότσια ή το ταλέντο και τις ικανότητες για κάτι τέτοιο. Ούτε νομίζω πως θα τα αποκτήσω ποτέ. Είμαι συνηθισμένος σε πιο μοναχικές συνθέσεις και ανταλλαγές. Είμαι τεμπέλης και μαζί ανυπόμονος γι’ αυτό που θέλω να κάνω, κι αυτό έχει καθορίσει και τον τρόπο που φτιάχνω τις ταινίες μου. Εύκολα, μόνος μου, με μία κάμερα με ενσωματωμένο μικρόφωνο, εγώ και τα άτομα της ταινίας μου, χωρίς ραντεβού, οργάνωση, όρντινα, αναμονές και μελλοντικές ημερομηνίες. Χειροτεχνίες που μόνο μετά τα γυρίσματα μπαίνουν σε μια διαδικασία παραγωγής, όπως έχουμε συνηθίσει να την ξέρουμε.
«Οι Γάμοι της Τήλου» είναι ένα σπουδαίο ντοκουμέντο που γράφει ιστορία. Τι σου έδωσε την αφορμή να βρεθείς τότε, το 2008, στην Τήλο και να καταγράψεις τα συγκλονιστικά για την ελληνική κοινωνία γεγονότα; Έκανα ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβισμό από τότε που αποφάσισα να ζήσω συνειδητά την σεξουαλικότητά μου και το πού αυτή με τοποθετούσε κοινωνικά και ατομικά. Μετά από μια μεγάλη περίοδο πάνω κάτω χειμερίας νάρκης, το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα στην Ελλάδα άρχισε να υπάρχει πάλι ενεργά από το 2003 και η ΟΛΚΕ, η οργάνωση στην οποία ανήκα για κάποια χρόνια, είχε βάλει στόχο την νομοθετική διεκδίκηση του πολιτικού γάμου και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Μετά από χρόνια αναζητήσεων βρέθηκε ο δήμαρχος Τήλου Τάσος Αλιφέρης που δέχτηκε να τελέσει αυτούς τους δύο πρώτους γάμους. Σκεφτήκαμε πως καλό θα ήταν να πάει και κάποιος με μια κάμερα να τραβήξει αρχειακό υλικό για την κοινότητα. Ήμουν ο μόνος εκείνη την στιγμή που είχε κάμερα και ήξερε να πατάει το on και το zoom. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Όχι με την πρόθεση να γίνει μια ταινία, αλλά για να έχουμε ένα υλικό για την ιστορία της κοινότητάς μας και να τεκμηριωθεί και ένας σταθμός του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα μας.
Ποιες ήταν για σένα δυο-τρεις σπουδαίες στιγμές στους αγώνες για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, κάτι που σε καθόρισε πραγματικά; Οι «Γάμοι της Τήλου» ήταν οι μέρες που ένιωσα, κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους που συμμετείχαμε σε αυτήν τη δράση, ότι δεν πατούσαμε στο χώμα. Δεν θυμάμαι να τρώμε ή να κοιμόμαστε. Η Τήλος έγινε ένα νησί ουτοπίας όπου κινούμασταν, μιλούσαμε, αστειευόμασταν, ενεργούσαμε σαν να μας ανήκε ο κόσμος. Τα ΜΜΕ, μέσω της τηλεόρασης και των τηλεφώνων αλλά και με την φυσική παρουσία τους εκεί μαζί μας, ήταν σαν ένα κακόγουστο αστείο με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν. Ήταν η πρώτη φορά που σαν κοινότητα είχαμε, στο πρόσωπο του Δήμαρχου Τάσου Αλιφέρη, τους θεσμούς με το μέρος μας. Ήταν δύο μέρες ενός σαιξπηρικού ονειροπαίγνιου με όλη την ελληνική πραγματικότητα σε ένα καινούργιο ζωγραφικό καμβά της δικής μας έμπνευσης και τεχνοτροπίας.
Το «Ίρβινγκ Παρκ», η ιστορία τεσσάρων γκέι ανδρών μεταξύ 60 και 70 ετών, που ζουν, με δική τους επιλογή, ως Κύριοι και Σκλάβοι στο σημερινό Σικάγο, είναι ίσως από τα πιο προκλητικά ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί πάνω στις σεξουαλικές σχέσεις, ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να πείσεις τα μέλη αυτής της εκκεντρικής οικογένειας να αφεθούν και να ζήσουν ελεύθερα μπροστά στην κάμερά σου; Δεν προσπαθώ ποτέ να πείσω κανέναν για κάτι, πόσο μάλλον για κάτι που απαιτεί την ενεργή συμμετοχή του. Είναι, το λέω εκ πείρας, συνταγή αποτυχίας. Αυτό που κάνω είναι απλά να εκφράζω σε κάποιον ή κάποιους την επιθυμία μου, στην περίπτωσή μας εδώ, να κάνω μια ταινία για αυτόν τον κάποιο ή τους κάποιους, και από εκεί ξεκινάνε όλα. Η περίπτωση του Ίρβινγκ Παρκ είναι βέβαια μια εξαίρεση. Ο ίδιος ο Τζακ, ο πρωταγωνιστής, ας πούμε, της ταινίας, ήταν αυτός που έψαξε και με βρήκε για να μου προτείνει να κάνω ταινία ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει. Μιλώντας μαζί του ένα απόγευμα σε ένα μπαρ στο Σαν Φραντσίσκο, όπου έγινε η πρώτη μας συνάντηση και γνωριμία, μου μίλησε και λίγο για την “οικογένειά” του, το μικρό αυτό κοινόβιο δύο αφεντάδων και δύο σκλάβων στο Σικάγο. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω ταινία το βιβλίο του, που περιλάμβανε μυστικές αιρέσεις στο σημερινό Σικάγο, φόνους, ανθρωποκυνηγητά, αεροπλάνα και βαπόρια, αλλά ότι αντίθετα θα με ενδιέφερε τρομερά να κινηματογραφήσω την ζωή του. «I thought you would never ask», ήταν η απάντησή του. Μερικούς μήνες αργότερα, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του μου άνοιξαν σε διαφορετικούς βαθμούς και ο καθένας με τον τρόπο του, τα δικά τους δωμάτια.
Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Το Πορτρέτο του συλλέκτη σε ώριμη ηλικία», όπου παρουσιάζεις έναν συλλέκτη που αφιέρωσε τη ζωή του στη συλλογή αντικειμένων που αφορούν την Μαρία Κάλλας, μεταξύ άλλων αναφέρεσαι και στη καθοριστική σχέση του με τη μητέρα του. Θέμα με το οποίο έχουν ασχοληθεί αρκετοί δημιουργοί, κυρίως σε ταινίες μυθοπλασίας. Θεωρείς ότι είναι υγιής ή καταστροφική αυτή η σχέση που πολλές φορές καθορίζει καταστάσεις ζωής και “δεσμεύει” κατά κάποιο τρόπο τα παιδιά, ειδικά τα αγόρια και ειδικά στην ελληνική κοινωνία; Αυτό είναι ένα στερεότυπο για την σχέση των παιδιών με τις “πνιγηρές” καταβροχθιστικές μητέρες του Νότου, αλλά εννοείται πως δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Βέβαια και οι μητέρες του Βορρά φαντάζομαι έχουν τους τρόπους να πνίγουν ή να σημαδεύουν τα παιδιά τους και δεν ξέρω με τι ζυγαριές αποτιμάται η μεγαλύτερη ζημία. Χρειαζόμαστε την αγάπη αλλά και τα όρια, αυτό είναι σίγουρο. Όλες οι σχέσεις είναι δυνάμει καταστροφικές αλλά και “όλα είναι σχέση”. Ο αγαπητός συλλέκτης μας πάντως θα αντάλλαζε την συλλογή του όλη, συν τα έπιπλα του σπιτιού του και όλα του τα αποκτήματα μιας ζωής, για ένα καφέ κάποιο απόγευμα με την πεθαμένη του μητέρα.
Η νέα σου ταινία «Σύλβια Ρόμπυν» κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Τι ακριβώς πραγματεύεται; Η Σύλβια Ρόμπυν συνοψίζεται σε μία φράση που λέει η ίδια η ηρωίδα στην μέση περίπου της ταινίας: «Δεν είναι κάτι που έχει αρχή μέση και τέλος... Αρχή έχει, δεν μπορείς να πεις, αλλά όχι μέση και τέλος». Είναι μια ταινία για ένα άτομο σε διαρκή μεταμόρφωση ταυτότητας, φύλου, ονόματος.
Πώς ισορροπείς ανάμεσα σε όλα τα διαφορετικά πράγματα που κάνεις διαρκώς –σινεμά, βιβλία, μεταφράσεις, ταξίδια; Τι είναι αυτό που, πλέον, σε γοητεύει περισσότερο να ασχοληθείς μαζί του; Αυτά τα ίδια με ισορροπούν. Μόνο με ένα από αυτά θα ήταν σαν να προσπαθούσα να περπατήσω με ένα πόδι, όσο πιο πολλά τόσο πιο στέρεη η βάση. Πού και πού στηρίζομαι πιο πολύ στο ένα, μετά σε κάποιο άλλο. Όπως όταν στεκόμαστε πολλή ώρα όρθιοι και κοιτάμε τον ορίζοντα. Με γοητεύουν όλα, κατά εποχές κάποιο πιο πολύ από όλα, μετά ένα άλλο. Αλλιώς γιατί να συνεχίζω να τα κάνω; Αν ζούσαμε μερικές εκατοντάδες χρόνια παραπάνω θα ήθελα σίγουρα να ασχοληθώ με πάρα πολλά ακόμα πράγματα, αλλά, ως γνωστόν, το τέλος παραμονεύει ανά πάσα στιγμή. Για να μην ξεχνιόμαστε.
Στο δελτίο Τύπου με το βιογραφικό σου που έστειλε το φεστιβάλ στα ΜΜΕ, αναφέρεται: «Ανάμεσα σε άλλα είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής λογοτεχνίας και ταξιδιώτης, για να αναφέρουμε αυτά που λέγονται». Ποια είναι αυτά που δεν λέγονται -αν μπορείς να τα πεις; Για να το λέει το φεστιβάλ θα το είπα αυτό, φαντάζομαι, οπότε, ναι, ας τα κρατήσουμε έτσι άλεκτα, μιας και δεν λέγονται. Εξάλλου αυτά που λέγονται είναι πάντα μονάχα η κορυφή του παγόβουνου.
Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Ευαγγελίδη με επτά ντοκιμαντέρ από το έργο του:
«Chip & Ovi» (2008), «Irving Park» (2019), «The Life and Death of Celso Junior» / «Η Ζωή και ο Θάνατος του Σέλσο Τζούνιορ» (2012), «They Glow In the Dark» / «Λάμπουν στο Σκοτάδι» (2013), «Οι γάμοι της Τήλου» (2022), «Πορτρέτο του συλλέκτη σε ώριμη ηλικία» (2023), «Σύλβια Ρόμπυν» (2024)
Πληροφορίες και πρόγραμμα προβολών εδώ.