Έχω δει τρεις φορές Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής. Η πρώτη ήταν μια οικιακή προβολή λίγο μετά την κυκλοφορία του φιλμ (οι ερωτήσεις που έστειλα τότε στο νορβηγό κινηματογραφιστή Χόβαρντ Μπούστνες δεν συναντήθηκαν ποτέ με τις απαντήσεις τους- ίσως ήθελε να πάρει απόσταση από την φορτισμένη τετραετία που μπήκε «στα άδυτα της Χρυσής Αυγής»). Η δεύτερη ήταν στην κατάμεστη αίθουσα του Ααβόρα σε εκδήλωση του CineDoc τον Απρίλιο του 2018. Και η τρίτη ήταν την περασμένη εβδομάδα, στην πλατφόρμα του Cinobo, θέλοντας να φρεσκάρω λίγο τη μνήμη μου προκειμένου να μιλήσω επιτέλους με τον δημιουργό του.
Καμία φορά δεν ήταν ίδια με την προηγούμενη.
Οι πρώτες δύο ήταν με τη δίκη εν εξελίξει και την Χρυσή Αυγή πολιτικό κόμμα με κοινοβουλευτική παρουσία. Η τρίτη ήταν με τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση ύστερα από απόφαση δικαστηρίου, ενώ 66 μέλη της, από τα ηγετικά στελέχη ως τους απλούς «στρατιώτες», περίμεναν να ακούσουν τις ποινές κάθειρξής τους.
Όταν ξέρεις το φινάλε, το «έργο» αλλάζει.
Είναι μια παρατήρηση που βρίσκει ενδιαφέρουσα ο Νορβηγός που βρέθηκε από σπόντα να γυρίζει το πιο ιντριγκαδόρικο ντοκιμαντέρ που έχει γίνει για τη Χρυσή Αυγή (ο παραγωγός του ήρθε σε επαφή με τον Γιώργο «Καιάδα» Γερμενή για ένα άλλο doc που αφορούσε το black metal κι έτσι απέκτησαν πρωτοφανή πρόσβαση στο εσωτερικό της οργάνωσης).
Κι ο ίδιος άλλωστε είναι πολύ προσεκτικός στη διατύπωση της αντανάκλασης που έχει η ταινία (και η υπόθεση) πάνω του σήμερα. «Όσο μπορώ να καταλάβω, και χωρίς να είμαι ειδικός, η απόφαση του δικαστηρίου είναι σωστή. Εγώ, ως κάποιος που τους έκανε ντοκιμαντέρ, προσπάθησα να μείνω ουδέτερος απεναντί τους, όμως είναι προφανές ότι χρησιμοποίησαν βία. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή σαν κι εμένα, λοιπόν, η Χρυσή Αυγή έμοιαζε περισσότερο με οργάνωση στρατιωτικού τύπου (με αρχηγό κι ανάλογη δομή), παρά με πολιτικό κόμμα. Υπό αυτήν την έννοια, φαίνεται ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη».
Ξεκίνησε να τραβάει τον Ιανουάριο του 2014 και δεν σταμάτησε για σχεδόν τρία χρόνια. Ακολούθησε τρεις γυναίκες-κλειδιά: την Ουρανία Μιχαλολιάκου (κόρη του αρχηγού Νίκου, καταδικασμένου σε 13 χρόνια κι 6 μήνες), την Δάφνη Ηλιοπούλου (μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου με ποινή στα 7 έτη) και την Τζένη Γερμενή (συζύγο του «Καιάδα» που καταδικάστηκε επίσης σε 13 χρόνια κι 6 μήνες). Μπήκε στα σπίτια τους, είχε μακριές συζητήσεις μαζί τους όχι πάντα για πολιτική, προσπάθησε να τις γνωρίσει πέρα από το αποκρουστικό περίβλημά τους σε μια συνθήκη που το τιμόνι της οργάνωσης ερχόταν στα χέρια τους καθώς οι άνδρες είχαν προφυλακιστεί μετά τις ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν τη δολοφονία Φύσσα. Κι εκείνες τον έφεραν με τη σειρά τους πιο κοντά στον επιχειρησιακό πυρήνα: στα γραφεία, στις πολιτικές συγκεντρώσεις, στις ιδιωτικές μαζώξεις τους. Η σύμβαση της συνύπαρξης υπαγορευόταν μάλλον σιωπηρά από την εθνικότητα του συνεργείου. «Μην είναι τίποτα ΕΡΤ κι έχουμε πρόβλημα», λέει κάποιος στην Τζένη Γερμενή, ενώ οι κάμερες έχουν μπει στο αρχηγείο της Μεσογείων. «Όχι μωρέ ξένοι είναι», τους καθησυχάζει εκείνη.
Ο Μπούστνες ομολογεί στην αρχή της ταινίας την στερεοτυπικά «τουριστική» διάθεση με την οποία ο βορειοευρωπαίος προσεγγίζει την Ελλάδα. Κι όμως στη «χώρα που έχει πάντα ήλιο», έχει και φασίστες - η πραγματικότητα που έζησε από πολύ κοντά διέλυσε γρήγορα την αφέλειά του. Το γεγονός όμως ότι δεν είναι Έλληνας μάλλον τον βοήθησε να μην εμπλακεί συναισθηματικά περισσότερο και παρεκκλίνει από τον στόχο του. «Η ιστορία που ήθελα να πω είναι ότι οι γυναίκες της Χρυσής Αυγής που γνώρισα δεν είναι τέρατα. Οπωσδήποτε οι βίαιες πράξεις που υποστηρίζουν ειναι αποτρόπαιες και η κοσμοθεωρία τους είναι επικίνδυνη. Αλλά είναι πολύ εύκολο να υποστηρίζει κάποιος ότι είναι τέρατα και να μην τις βλέπει ως σύμπτωμα κάτι πολύ κακού που συμβαίνει στην κοινωνία κι επιτρέπει σε αυτές τις ιδέες να ανθίζουν. Είναι σημαντικό να ξέρει κανείς τι μάχεται», λέει από την άλλη άκρη της οθόνης στο όχι ακόμα παγωμένο Τροντχάιμ.
Κι εδώ ξεκινά φυσικά μια πολύ μεγάλη κουβέντα: το περίφημο debate «κανονικοποίηση» vs «δαιμονοποίηση» των Χρυσαγιτ(ισσ)ών που μας ταλαιπώρησε για χρόνια σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης και κάλυψής τους. (Για να είμαστε ακριβείς, ταλαιπώρησε τους πάντες εκτός από την τηλεόραση που τους αντιμετώπισε ως «προϊόν» και τους έκανε mainstream σε μια νύχτα). Ο Μπούστνες έχει πολλά να πει, η απάντησή του είναι άλλωστε ο οδικός χάρτης της ταινίας: «Δεν είμαι σιγούρος ότι συμφωνώ με την ερώτηση, και την κουβέντα εν γένει, περί “κανονικοποίησης”. Όσο ήμουν στην Ελλάδα, πολλοί μου είπαν να μην κάνω το ντοκιμαντέρ. Να μη δωθεί κι άλλη προσοχή στη Χρυσή Αυγή. Είναι σημαντικότερο να καταλάβουμε γιατί υπήρξε η Χρυσή Αυγή από το να παριστάνουμε ότι δεν υπήρξε ποτέ. Έφτασε μέχρι το 7% στις εκλογές, άρα οι ιδέες τους ήταν αρκετά διαδεδομένες. Κι έπρεπε να συζητήσουμε μαζί τους, όχι πετώντας τους πέτρες (γιατί αυτό τους κάνει πιο συμπαγείς). Η βία απέναντι στη βία για μένα δε λειτουργεί. Η πολιτική συζήτηση και η παράθεση γεγονότων είναι που τους αποδυναμώνει. Κι αυτό είναι δουλειά των μίντια. Και νομίζω ότι πρέπει να γίνει μια κουβέντα για τον τρόπο που λειτουργούν τα μίντια στην Ελλάδα - είναι πολύ λαϊκίστικα, έχουν πολλά παράθυρα και μοιάζουν πάντα να επιζητούν καβγάδες. Δεν καταλαβαίνω ελληνικά, αλλά όταν έβλεπα ελληνική τηλεόραση σχεδόν πάντα παρακολουθούσα φασαρία. Νομίζω, λοιπόν, ότι η δική μου μέθοδος ήταν να διατηρήσω μια συγκεκριμένη, όσο το δυνατόν πιο ενημερωμένη, πολιτική στάση. Προσπαθώντας να δείξω ότι αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα σύμβολα των Ναζί, την ώρα που φορούσαν τα κοστούμια τους στη Βουλή».
Το συμπέρασμά του, όμως, ποιο ήταν; Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής ήταν τρεις γυναίκες ανατριχιαστικά κυνικές ή εντελώς τυφλωμένες; «Ειμαστε πολύπλοκα όντα: νομίζω ότι και ήταν ταυτόχρονα και τα δύο. Κάποιες φορές όντως δεν έβλεπαν όσα συνέβαιναν. Κι άλλες φορές, φυσικά, έκαναν ότι δεν έβλεπαν», λέει συμπληρώνοντας: «Είναι πάντως πολύ έξυπνες γυναίκες. Πρέπει να πω ότι τις σέβομαι, κι ακόμα ότι συζήτησα μαζί τους τόσα πολλά πράγματα πέραν της Χρυσής Αυγής που με έκαναν να τις συμπαθήσω. Φυσικά, διαφωνώ ολοκληρωτικά με τις πολιτικές τους απόψεις και με όσα έκαναν ως μέλη του μηχανισμού της Χρυσής Αυγής. Εχουμε μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία, η δική τους ξεκινά από μια μείξη θεωριών συνωμοσίας που κάνει π.χ. τη μαμά του Ηλιόπουλου να λέει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο ή ότι οι Εβραίοι μέσω της μετανάστευσης προσπαθούν να ελέγξουν τη χώρα σας. Ήταν πολύ περίεργο για μένα να τ’ ακούω αυτό, γιατί στη Νορβηγία τέτοιες απόψεις δε θεωρούνται νορμάλ ούτε είναι πολύ κοινές. Ή μάλλον δεν ήταν τότε, το 2014. Πλέον, βλέποντας και τις εξελίξεις στις ΗΠΑ με την εκλογή Τραμπ και την επικράτηση αυτής της συνωμοσιολογικής λογικής παντού, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή η ρητορική έγινε κυρίαρχη. Κι αυτό, αν θες, σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι το πιο ανησυχητικό. Στην Ελλάδα, αυτές οι απόψεις είναι πάντως ευρέως διαδομένες και σε άλλους πολιτικούς χώρους, εκτός Χρυσής Αυγής, κι αυτό πάντα με έκανε να αναρωτιέμαι γιατί συμβαίνει. Ίσως ψάχνατε αποδιοπομπαίους τράγους μετά την οικονομική κρίση». Με την οποία [οικονομική κρίση], πάντως, αποφεύγει να συνδέσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής γιατί δεν είναι «ούτε κοινωνικός ανθρωπολόγος, ούτε ιστορικός» για να μπορεί να το αποδείξει επιστημονικά.
Το ντοκιμαντέρ έγινε ευρέως γνωστό την τελευταία εβδομάδα όταν μεγάλο ενημερωτικό site το διέθεσε δωρεάν στο κοινό. Το είδε πολύς κόσμος που στην πλειοψηφία του έμεινε με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε αυτό που, με τις όποιες αδυναμίες του, το doc του Μπούστνες κάνει καλά: αναδεικνύει την κοινοτοπία του κακού (σε σημείο που να έχει και σκηνές που προκαλούν ενοχικά γέλιο). Είναι το κάγκελο σε σχήμα σβάστικας στο σπίτι της Ηλιοπούλου, η ρατσιστική κατήχηση στα εγγόνια της για τους συμμαθητές τους που δε μιλάνε ελληνικά, το παιχνίδι με τα πιτσιρίκια και τα όπλα, η ερώτηση «θα κάνατε σχέση με μια Εβραία;» που απευθύνει μες στην τρελή χαρά στον Ηλιόπουλο η παρουσιάστρια του περιθωριακού καναλιού, η σκηνή με τις τρεις τους στο ουζερί να σχολιάζουν τη δολοφονία Φύσσα πάνω από μεζέδες, η βάφτιση της Ειρήνης-Χρυσαυγής Ηλιοπούλου. Είναι ο τρόπος που μπορούν καθημερινοί άνθρωποι που φέρουν την απόλυτη ένδειξη μέσου όρου «κάποτε ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ» να γίνουν απολογητές, υποστηρικτές ή κι ενισχυτές της βίας. Δεν φτάνει ένα «ζούμε αναμεσά τους» για να ξεμπερδέψουμε, κι αν κάτι δείχνει η ταινία είναι εμφατικά αυτό. «Η Δάφνη είναι για μένα είναι η πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Μου είπε ότι ήταν σοσιαλίστρια στα 80s και προφανώς ήρθε κοντά στη Χρυσή Αυγή επειδή έγινε ο γιος της μέλος. Νομίζω ότι ήταν ένα πρόσωπο που το έθελξε η ιδεολογία, για την ακρίβεια στη Χρυσή Αυγή ικανοποιήθηκε η ανάγκη της να διαμαρτύρεται διαρκώς για κάτι - ίσως ξεσπώντας και για πράγματα που είχαν συμβεί στην προσωπική της ζωή. Το ίδιο και η Τζένη, πίστευε στο ιδεολογικό υπόβαθρο της Χρυσής Αυγής. Όμως νομίζω ότι καμιά τους, ούτε φυσικά η Ουρανία, θα γινόταν μέλος της Χρυσής Αυγής αν δεν τους τραβούσαν οι άνδρες».
Κι εδώ υπάρχει άλλο ένα ενδιαφέρον κομμάτι. Η ιστορία των τριών γυναικών της Χρυσής Αυγής είναι και μια ιστορία διεστραμμένης γυναικείας ενδυνάμωσης χωρίς happy end και χωρίς τελικά καμία ουσία. «Οι γυναίκες τράβηξαν την προσοχή όσο οι άνδρες ήταν στη φυλακή, η Ουρανία ας πούμε ανέλαβε αρκετά ηγετικό ρόλο. Τους άρεσαν τα φώτα της δημοσιότητας, τους άρεσε να βγάζουν λόγους και να διευθύνουν το σόου. Φυσικά, έκαναν στην άκρη όταν αποφυλακίστηκαν οι άνδρες γιατί αυτή η παλιομοδίτικη επίδειξη αρρενωπότητας είναι στοιχείο του πυρήνα της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής. Δεν ξέρω αν απογοητεύθηκαν όταν τέθηκαν ξανά στο περιθώριο, η δική μου εντύπωση είναι ότι είχαν κουραστεί από όλο αυτό και ήθελαν να ζήσουν μια πιο φυσιολογική ζωή. Η Ουρανία, για παράδειγμα, ήθελε να φύγει στην Αγγλία και να σπουδάσει ψυχολογία, έψαχνε και διαμέρισμα μάλιστα. Ήξερε ότι στην Ελλάδα 24/7 θα ήταν “η κόρη του Μιχαλολιάκου” και δε θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από αυτό».
Θα έδινα δωρεάν το ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ. Όταν ολόκληρώθηκε η ταινία, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν το σωστό timing, είχε προηγηθεί το κλείσιμο κτλ. αλλά τώρα που έφτασε και η δίκη στο τέλος της, νομίζω ότι αξίζει να το δει ο ελληνικός λαός από μια δημόσια συχνότητα
Ίσως. βέβαια, η πρώτη ερώτηση που πρέπει να γίνει στον Μπούστνες είναι αν σε κάποιο σημείο φοβήθηκε. «Ναι, φυσικά, αρκετές φορές. Ας πούμε την πρώτη φορά που πήγα στα γραφεία τους και είδα όλο τον πολεμικό εξοπλισμό κρεμασμένο στους τοίχους μαζί με τις σημαίες με τα σύμβολά τους. Επίσης, πολύ αβόλα αισθάνθηκα όταν βρέθηκα στο μπαρ που ήταν το στέκι τους κι άρχισε να παίζει γερμανική μουσική από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνοι σηκώθηκαν όρθιοι προτάσσοντας τον sieg heil χαιρετισμό. Δεν ήξερα τι να κάνω, κι απλά στάθηκα μην κάνοντας τίποτα. Τρομακτική στιγμή ήταν και σε μια πορεία τους στο κέντρο της Αθήνας, όταν έσκασε ένα δακρυγόνο στον διευθυντή φωτογραφίας μας κι έπρεπε να τον σύρουμε σε ασφαλές μέρος, ενώ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα».
Το φιλμ έκανε μια πολύ αξιόλογη καριέρα σε πάνω από 50 διεθνή φεστιβάλ (ήταν μάλιστα και στην δεκάδα του πολύ σημαντικου΄IDFA), έπαιξε και σε δεκάδες τηλεοπτικούς σταθμούς. «Για τους περισσότερους που το είδαν νομίζω ότι λειτουργεί ως καμπανάκι γι’ αυτό που συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Όλοι καταλαβαίνουν ότι πρέπει να μάθουμε από την περίπτωση της Ελλάδας, η οποία αντιμετώπισε αυτήν την ακραία εγκληματική οργάνωση παρότι κατά τραγική ειρωνεία είναι το μέρος που γεννήθηκε η δημοκρατία. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το έχει παίξει η ελληνική δημόσια τηλεόραση. Θα το έδινα δωρεάν στην ΕΡΤ. Όταν ολόκληρώθηκε η ταινία, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν το σωστό timing, είχε προηγηθεί το κλείσιμο κτλ. αλλά τώρα που έφτασε και η δίκη στο τέλος της, νομίζω ότι αξίζει να το δει ο ελληνικός λαός από μια δημόσια συχνότητα».
Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής είδαν άραγε το φιλμ; Πώς αντέδρασαν; «Τους έδωσα ένα link πριν την επίσημη κυκλοφορία για να το δουν. Η Τζένη έμεινε σιωπηλή, αλλά θύμωσε πολύ - ειδικά με τον παραγωγό μας, με τον οποίο είχαν και μεγαλύτερη επαφή. Στη Δάφνη άρεσε η ταινία, ήταν περήφανη. Μου ζήτησε μάλιστα κι ένα αντίγραφο.
Στο φινάλε του doc τους ρώτησα αν κατάλαβαν τι ταινία προσπαθώ να κάνω και μου είπαν “ναι, είσαι αριστεριστής”. Δεν το αρνήθηκα. Όμως νομίζω ότι το φιλμ είναι δίκαιο απέναντί τους, γιατί τους δίνει πολύ χώρο και χρόνο να εξηγήσουν τις απόψεις τους. Πια δεν έχω επαφή με καμιά τους».