Το πρώτο ραντεβού είχε κλειστεί για τις 00.30 την νύχτα της Παρασκευής στις Τρεις Γέφυρες. Κόμβος Live. Κατά τις 02.00 μας πλησίασε ο μετρ του μαγαζιού και μας ενημέρωσε πως ο κύριος Αδαμαντίδης περιμένει στο καμαρίνι του όπου και μας οδήγησε αμέσως. Εκεί ο ίδιος ο τραγουδιστής, αφού μας υποδέχτηκε, μας είπε πως σε πέντε λεπτά πρέπει να βγει στην πίστα κι αν θέλουμε μπορούμε να τον περιμένουμε τρία τέταρτα ώστε να γίνει η συνέντευξη και η φωτογράφηση στο σύντομο διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι την δεύτερη εμφάνισή του στον κόσμο. Αποφασίσαμε να φύγουμε.
Το δεύτερο ραντεβού δόθηκε στην παραλία, σε ένα καφέ κοντά στην γειτονιά του. Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το τρίτο δόθηκε στα γραφεία της Popaganda στο κέντρο της Αθήνας καθώς ο τραγουδιστής, θέλοντας να μας βγάλει απ' τον κόπο, θα ερχόταν αυτός πια σε εμάς. Τον περιμέναμε Δευτέρα απόγευμα. Μέχρι την Τρίτη το βράδυ δεν είχε έρθει.
Θα κλείναμε 400 ακόμα ραντεβού μαζί του αν χρειαζότανε γιατί... το θέλαμε. Για καλή μας τύχη κάτι τέτοιο δεν χρειάστηκε γιατί στο τέταρτο μόλις ραντεβού, στα γραφεία μας πάλι, εμφανίστηκε. Με δύο ώρες καθυστέρηση αλλά εμφανίστηκε. Και να σας πούμε την αλήθεια, αν ήταν γιατρός ή δικηγόρος, θα 'μασταν έξαλλοι και τρία λεπτά να 'χε αργήσει. Ευτυχώς, όμως, δεν είναι ούτε γιατρός ούτε δικηγόρος αλλά ο Θέμης Αδαμαντίδης, ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, ένας καλλιτέχνης που όπως θα πει κι ο ίδιος παρακάτω, σε καμία περίπτωση για να δικαιολογήσει τον εαυτό του ούτε αναφερόμενος στον ίδιο, αλλά γιατί το πιστεύει: «Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει τις ιδιοτροπίες του... για να βγαίνουν κι αυτές στη δουλειά του». Με την ίδια αθωότητα, λοιπόν, που μας έστησε τρεις φορές και καθυστέρησε την τέταρτη, μας αφιέρωσε και σχεδόν τρεις ώρες στην επίσκεψη που έκανε στο δεύτερο μας σπίτι. Απολαύστε τον!
Γεννήθηκα στην Καισαριανή αλλά όταν ήμουν 7 μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στη Νότια Αφρική. O πατέρας μου ήταν ελαιοχρωματιστής και κάποιες φορές πήγαινα μαζί του για να τον βοηθήσω μαθαίνοντας κάποια βασικά πράγματα της δουλειάς. Πριν το τραγούδι ασχολήθηκα και με την αργυροχοΐα φτιάχνοντας σκαλιστά στο εργαστήρι κάποιου Αντώνη Κολλάρου, στην Καισαριανή. Πρόσφατα, βρήκα τυχαία κάποια πράγματα που έφτιαξα το ’73. Τα είδα στο Μοναστηράκι ψάχνοντας για αντίκες, ενώ σε ένα φιλικό σπίτι είδα μια σκαλιστή φοντανιέρα. Ασχολήθηκα με το τραγούδι μέσα από μπομπίνες με λαϊκά που ετοίμαζαν οι δικοί μου για να πάρουμε μαζί όταν μεταναστεύαμε. Μου άρεσαν όσα άκουγα στην εγγραφή και με εντυπωσίασαν η εκφραστικότητα και η χροιά του Καζαντζίδη.
Στην τρίτη γυμνασίου ξεκίνησα επαγγελματικά στους Ρεμπέτες, στην Πλάκα με τους Χρυσάφη, Καλφόπουλο, Κηρομύτη, ενώ πρόλαβα και την Ρόζα Εσκενάζυ. Επειδή ήμουν μικρός, με πήγε η μητέρα μου στο μαγαζί και παρόλο που ήταν κλεισμένο το πρόγραμμα και θα ξεκινούσαν σε δυο μέρες, με άκουσαν να τραγουδάω και με πήρανε. Ήταν καλοί μαζί μου. Θυμάμαι σαν εικόνα τον Κηρομύτη δίπλα μου να μου διδάσκει πώς να λέω ένα τραγούδι. Είχαμε έναν μπασίστα, τον Μπιραλάχ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε το παρατσούκλι αλλά ο Κηρομύτης δεν ήθελε πολλά μπάσα στα τραγούδια και κάθε τόσο του έκανε νοήματα με γκριμάτσες επάνω στο πάλκο. Η Εσκενάζυ, παρόλο που ήταν μεγάλη σε ηλικία, έβγαινε όπως την ξέραμε. Φορούσε τα ωραία ρούχα της και είχε πάντα περιποιημένα τα κατσαρά μαλλιά της. Ήταν από τις τελευταίες εμφανίσεις της.
Στο «Να η ευκαιρία» δήλωσε συμμετοχή η γιαγιά μου και όχι εγώ. Τότε έμενα στη Σουηδία όπου τραγουδούσα σε ένα μαγαζί και βρισκόμουν στην Ελλάδα για διακοπές. Δεν ήξερα ότι είχε δηλώσει συμμετοχή και πλησιάζαν οι μέρες της επιστροφής. Η γιαγιά όμως ζητούσε να παραμείνω με αποτέλεσμα να αναβάλλω την επιστροφή μου κάθε εβδομάδα. Ώσπου μια μέρα, την ακούω να μιλάει στο τηλέφωνο. «Κύριε Κατσαρέ, βάλτε τον λίγο πιο μπροστά (σ.σ.: στη λίστα των συμμετεχόντων). Θα δείτε, είναι η φωνή που λέτε ότι λείπει από την εκπομπή σας και θα σας εκπλήξει» έλεγε στον Κατσαρό που τον βρήκε τυχαία. Σε 4-5 μέρες με κάλεσαν στην εκπομπή. Με λίγα λόγια, οι δικοί μου συνέπασχαν με τη δική μου ανησυχία στο τραγούδι. Μετά το γύρισμα της εκπομπής έφυγα για να συνεχίσω τη δουλειά μου στη Σουηδία. Δεν μπορούσα να περιμένω πότε θα προβάλλουν την εκπομπή (σ.σ.: ήταν μαγνητοσκοπημένη) και αν θα ενδιαφερόταν κάποια εταιρεία για μένα.
Νιώθω τυχερός γιατί έζησα και τη μέρα. Δεν έχω κοιμηθεί πολύ στη ζωή μου. Μπορεί να γυρίσω από τη δουλειά και να μην κοιμηθώ γιατί θέλω να ζήσω κάποιες επιπλέον στιγμές. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος το απόγευμα για κάνα δίωρο και να πάω ξανά στη δουλειά μου.
Κάποια στιγμή, το 1976, κατηγορήθηκα για ναρκωτικά χωρίς να έχω ξεκινήσει καν το κάπνισμα. Όλα έγιναν για μισό γραμμάριο μαύρο που βρέθηκε αλλοιωμένο μέσα σε μια σακούλα, στην πεταλιέρα μιας κιθάρας. Στη δίκη αθωώθηκα. Μου έκανε κακό στη δουλειά μου ο στιγματισμός αλλά δεν προσπάθησα να πείσω κανέναν για το αντίθετο. Στη μετέπειτα πορεία μου δεν συνάντησα ξανά ναρκωτικά, συνάντησα όμως αξιόλογους ανθρώπους του χώρου μου, όπως οι Καζαντίδης, Διονυσίου, Μητροπάνος κ.ά.
Ο Στέλιος ήταν άπιαστος. Όσο και να εξελιχθεί κάποιος, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει τη φωνή του. Και δεν θα ήθελα να είναι ζητούμενο κανενός αυτό. Το ’74 που τραγουδούσα στο Μινόρε, στον Καρέα, μια κυρία που τον γνώριζε μου κανόνισε ραντεβού. Τα πρώτα τρία χρόνια έλεγα μόνο δικά του τραγούδια και είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι υπάρχει ένας πιτσιρικάς που λέει κομμάτια του Στέλιου, με αποτέλεσμα να έρχονται από διάφορες περιοχές της Αττικής για να με ακούσουν. Πήγα να τον δω στην Κνωσού, ένα στενάκι κοντά στην Πατησίων αλλά βρήκα μόνο τη «χιλιοτραγουδισμένη» μάνα του που με δέχτηκε με καλοσύνη και έβγαλε κάτι να μου προσφέρει. Μετά από χρόνια, έχοντας ήδη ξεκινήσει δισκογραφία, ήμουν με έναν φίλο του στους διαδρόμους της Columbia όπου συναντηθήκαμε και με τον Στέλιο. Κάποια στιγμή γυρίζει προς έναν παραγωγό και αστειευόμενος του λέει «Τι γίνεται, εμένα δεν θα μου κάνετε καμιά απονομή χρυσού; Έχω κάνει τόσα τραγούδια». Από τη μία γελούσα και από την άλλη είχα πάθει την πλάκα μου. Στα μάτια μου ήταν σαν τους παλιούς πολεμιστές του μεσαίωνα που φορούσαν πανοπλίες. Ο ίδιος φίλος μας ήταν αυτός που πρότεινε του Στέλιου να με στεφανώσει. «Άντε, να τα στεφανώσεις τα παιδιά» του είπε κι εκείνος δέχτηκε. Παρόλο που η πρώην γυναίκα μου ήταν Σουηδέζα, ο Στέλιος της έλεγε «Εσύ πρέπει να είσαι Πόντια». Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη λέγοντας ότι κάποτε είδε φωτογραφία της γιαγιάς της που είχε σκούρα χρώματα και ρώτησε τον πατέρα της από πού ήταν. Εκείνος της είπε ότι ήταν κάπου από Βαλκάνια. Ο Στέλιος είχε περίπου επιβεβαιωθεί.
Θέμης Αδαμαντίδης - Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο
[audio mp3="http://popaganda.gr/wp-content/uploads/2016/10/ΘΕΜΗΣ-ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ-ΚΡΗΤΗ-ΚΕΡΚΥΡΑ-ΚΑΙ-ΝΙΟ.mp3"][/audio]
Από το δίσκο «αγάπησέ με», 1980
Σαν κουμπάροι, βρεθήκαμε αρκετές φορές σε διάφορα στέκια, όπως το γνωστό κουτούκι στη Νίκαια, αλλά και σε ένα καφενείο της Φορμίωνος όπου μαζευόμασταν και τραγουδούσαμε παρεΐστικα. Δεν είχα επέμβει ποτέ στα επαγγελματικά του, αν και με είχαν προσεγγίσει από μαγαζιά για να τον πείσω να ξαναβγεί στη δουλειά. Από κάποιο μαγαζί, λίγο πριν μπούμε στο ευρώ, μου είπαν ότι αν κατάφερνα να τον πείσω, θα έπαιρνε εκείνος 50.000.000 δραχμές τη βραδιά και εγώ 10.000.000 δραχμές! Εκείνο το διάστημα δεν του είπα τίποτα. Αργότερα, έτυχε να του το αναφέρω επάνω σε μια κουβέντα μας, όχι όμως επαγγελματική.
Πολλοί είπανε ότι ήταν περίεργος άνθρωπος. Με τους περίεργους δεν θα είσαι περίεργος; Έτσι ήθελαν να τον παρουσιάσουν. Ο κόσμος όμως έχει αντίληψη και δύσκολα του αλλάζεις άποψη. Παρόμοια περίπτωση ήταν και ο Άκης Πάνου. Αν όμως δεν είχε αυτόν τον χαρακτήρα, δεν θα έγραφε όλα όσα μας άφησε. Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει ιδιοτροπίες για να βγαίνουν στη δουλειά του.
Με τον Στράτο δουλέψαμε μαζί στη Φαντασία το ’83 και μετά με πήρε μαζί του στη Θεσσαλονίκη. Κοίταζε μόνο τη δουλειά του και είχε τεράστια αυτοπεποίθηση. Μια μέρα έτυχε να έχω ένα πρόβλημα στα καμαρίνια και να φωνάξω λίγο παραπάνω. Κάποιο δικό του άτομο παραπονέθηκε. Σαν νέος που ήμουν είχα το άγχος και την ανασφάλειά μου, με αποτέλεσμα να αντιδράσω κι εγώ. Ήρθε να μου κάνει παρατήρηση μιλώντας μου πολύ καλά, αν και θα μπορούσε να μου πει κάτι παραπάνω. Τον ευχαρίστησα για τη στάση του και του είπα ότι τα ίδια θα μου έλεγε και ο πατέρας μου.
Ο Μητροπάνος ήταν παλήκαρος και μεγαλόψυχος. Εκείνος με πρότεινε για το «Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο». Ήταν με τον Μπάση και ήθελαν τρίτο άτομο για να κάνουν τη δουλειά. Ήταν κανονισμένο να ξεκινήσουμε στην Ιερά Οδό αλλά την πρώτη μέρα αρρώστησε ο Μητροπάνος. Αφού ανάρρωσε, πήγαμε για κάνα τρίμηνο στη Θεσσαλονίκη και επιστρέψαμε στην Ακτή Πειραιώς. Συχνά ακολουθούσα τη διάθεσή του. Έβλεπα ότι με κοιτούσε με ένα ύφος σαν να μου έλεγε «πόσο ταιριάζουμε ρε φίλε». Καταλάβαινε κάποιες λεπτομέρειες που συνήθως οι άλλοι δεν δίνουν σημασία. Ήταν καλά αυτός, ήμουν κι εγώ καλά. Δεν ήταν καλά, ήμουν κι εγώ αντίστοιχα. Τραβούσα το μικρόφωνο και τα ‘λεγα πιο χαλαρά. Το γούσταρε αυτό.
Με τον Μάριο Τόκα κάναμε τα Βοριαδάκια, τον δίσκο με το γιασεμί. Ποτέ δεν έδινε 1-2 τραγούδια για ένα άλμπουμ αλλά συμφωνούσαν τόσο οι εταιρείες όσο και οι καλλιτέχνες να είναι όλος ο δίσκος δικός του. Ήθελε να συνεργαστούμε αλλά οι δισκογραφικές του έκαναν πόλεμο ζητώντας του να δώσει από 3-4 τραγούδια του σε διάφορους καλλιτέχνες. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε και μου πρότεινε να κάνουμε έναν δίσκο. Μου είπε όλη την ιστορία υπενθυμίζοντάς μου ότι δεν θέλει να δίνει μεμονωμένα κομμάτια. «Θέλεις να τα πεις;» ρώτησε. Ε, μόλις άκουσα «Σαν σημαδέψεις αετό», αυτό ήταν.
Το Μα πού να πάω έχει την ιστορία του. Εκείνοι την περίοδο είχα μαζί μου σαν μπουζουξή ένα πολύ σεμνό παιδί, τον Ιωσήφ Σαρασίδη. Κάποια στιγμή, μαθαίνω από άλλους ότι γράφει. Του λέω «Ρε συ είσαι και συνθέτης; Γιατί δεν μου είπες τίποτα τόσο καιρό; Έμαθα ότι έχεις κάτι καλό». Ήταν ένα cd με 3-4 τραγούδια. Μόλις άκουσα το Μα πού να πάω, έπαθα πλάκα. «Είχες αυτό το τραγούδι και δεν το έφερνες τόσο καιρό;» του είπα. Πριν από μένα το είχε προτείνει στους Μητροπάνο και Μελά, αλλά για καλή μου τύχη, δεν το είπαν. Το έβαλα στο cd αλλά είπα του Σαρασίδη να μου ετοίμαζε ακόμα ένα κομμάτι γιατί δεν ήταν σωστό να συνεργαστούμε μόνο με ένα. Τελικά, έφτιαξε το Γιατί έφυγες. Από την πρώτη φορά που ακούστηκε στην τηλεόραση το Μα πού να πάω, πήρε φόρα. Υπήρξαν ζευγάρια που ήταν στα χωρίσματα και με αυτό το τραγούδι τα ξαναβρήκαν ενώ άλλοι παντρεύτηκαν. Και να φεύγουν τα γαρύφαλλα στο μαγαζί, ενώ πιο παλιά φεύγανε πιάτα. Θυμάμαι στο Lido το ’84-’85 είχαμε βουναλάκια από πιάτα.
Θέμης Αδαμαντίδης - Μα πού να πάω
[audio mp3="http://popaganda.gr/wp-content/uploads/2016/10/ΘΕΜΗΣ-ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ-ΜΑ-ΠΟΥ-ΝΑ-ΠΑΩ.mp3"][/audio]
Από τον ομώνυμο δίσκο, 1999
Δεν με ενοχλεί καθόλου ο όρος «σκυλάδικο». Είναι κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Εξάλλου, τον αναφέρω και στο τραγούδι μου «Δεν είμαι εγώ για έρωτες». Εγώ ήμουν αυτός που είπε στον Πριόβολο να δώσει στο μαγαζί του το όνομα «Σκυλάδικο». Τι πάει να πει αυτό, ότι είμαστε σκύλοι; Αν τους αρέσει, θα τα λέμε σκυλάδικα. Τόσα χρόνια έχουν λειτουργήσει πολύ θετικά αυτά τα μαγαζιά. Έρχεται ο κόσμος και ξεδίνει. Τα καλά μαγαζιά τα φτιάχνουν οι συνεργασίες.
Συμβαίνει πολλές φορές να έρχεται κόσμος στο καμαρίνι και να λειτουργώ σαν ψυχολόγος. Αυτός είναι και ο λόγος που έχω παρακαλέσει τους συνεργάτες μου να με αφήνουν μόνο μου για πέντε λεπτά πριν βγω στην πίστα για να ξεχάσω όσα ακούω. Βλέπεις, δεν είναι όλα ευχάριστα. Έρχονται άνθρωποι και σου λένε τα προβλήματά τους, τα παράπονά τους. Άντε μετά να βγεις, να τραγουδήσεις. Γι’ αυτό ζητάω πέντε λεπτά να ηρεμήσω και να συγκεντρωθώ.