Η Τούμπα της Θεσσαλονίκης είναι γνωστή για τρία κυρίως πράγματα: τον ΠΑΟΚ, το Τούμπα Λίμπρε και τον Κωστή Ραπτόπουλο και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Η φήμη του εξαπλώθηκε πέρα από τον Λαγκαδά και το Κιλκίς όταν ο Θεσσαλονικιός Κότζακ των γηπέδων μπήκε στο you tube και βγήκε στις εκπομπές του Λαζόπουλου και του Θέμου. Οι αναλύσεις του βγάζουν τους οπαδούς στα κάγκελα, οι εκρήξεις του στον αέρα είναι επικές, ενώ οι ατάκες του είναι στο στόμα των φανατικών του ακροατών. Ντύνεται με φόρμες επειδή ,λέει ,είναι χοντρόλαιμος και δεν του πάει το πουκάμισο, δεν ψηφίζει για να μπορεί να κράζει άνετα όσους το ρίχνουν σε λαμόγια, πιστεύει στο νόμο του ισχυρού και ότι όλοι πάνε για τη μαρμίτα. Όταν δεν κάνει τηλεόραση ή ραδιόφωνο ή διαφημιστικά ή πυγμαχία, πηγαίνει για ποδήλατο με τη μικρή του κόρη και ταΐζουν τη χελώνα στο σπίτι. Είναι κολλημένος στα 80’s και συνδυάζει ευχάριστα τους Pet Shop Boys και τον Καζαντζίδη. Στο rapto.gr ανεβαίνουν οι εκπομπές του και μπορείς να τον δεις σε live streaming να αφιερώνει στο ραδιόφωνο και να αναλύει αγώνες. Δεν θεωρεί τον εαυτό του δημοσιογράφο, ούτε ραδιοφωνικό παραγωγό, αλλά κάνει λίγο απ’ όλα. Όπως ο Κάτσε ένα πράγμα.
Πριν ασχοληθεί με τα μικρόφωνα προσπάθησε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, ο οποίος έπαιζε αμυντικός στον ΑΡΗ και δοκίμασε τις δυνάμεις του στον ερασιτεχνικό Ποσειδώνα της Νέας Μηχανιώνας. Η ποδοσφαιρική του καριέρα τελείωσε το ’91 όταν πλακώθηκε στο ξύλο με τον προπονητή και του πήραν το δελτίο. Ο προπονητής ήταν της δικής του ομάδας. Πήγε τότε στην εφημερίδα Σπορ του Βορρά και ζήτησε δουλειά. «Έγραφα για το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και είχα και την καλλιτεχνική στήλη. Έτσι γνωρίστηκα με αρκετούς ηθοποιούς και τραγουδιστές. Κουλτούρα κανονικά. Δεν πληρωνόμουν όμως καλά». Και έτσι έκανε παράλληλα αρκετές δουλειές. Για ένα φεγγάρι ήταν αυτοφοράκιας σε φρουτάδικο, έκανε μάρκα σε μπουζούκια, πουλούσε χαλιά, δούλεψε σε εταιρεία τροφίμων, μέχρι και γραμματεία σε φροντιστήριο αγγλικών.
Μεγάλωσε στις αλάνες της Τούμπας και όλη του η ζωή γυρίζει γύρω από την ίδια περιοχή. «Έχω επτά φίλους, είναι οι ίδιοι από το γυμνάσιο. Μένω 100 μέτρα από το πατρικό μου. Έχω ένα μεσαίο σπίτι και ένα παλιό εξοχικό. Είμαι άνθρωπος της γειτονιάς. Δεν αλλάζω γυναίκα, δεν αλλάζω αυτοκίνητο, δεν αλλάζω φίλους, και κομμωτή δεν έχω για να αλλάξω. Δεν είμαι ψώνιο να πω ότι θα κάνω καριέρα στα 45 μου. Από τα ίδια μαγαζιά ψωνίζω, στο ίδιο μπουγατσατζίδικο τρώω. Είμαι προετοιμασμένος για το καλύτερο και για το τέλεια χειρότερο».
Εκείνη γύρω στα 60, συνοφρυωμένη και αποφασιστική, του παραπονέθηκε ότι απασχολεί τον άντρα της όλη μέρα και ο γάιδαρος δεν ασχολείται πια μαζί της. Εκείνος της απάντησε ορθά κοφτά ότι κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί της από δω και πέρα και ότι θα πρέπει να τον ευγνωμονεί που ακούει αυτόν και δεν τα ‘χει μπλέξει με καμιά Ρωσίδα.
Μιλάμε για τις εκπομπές του και τις χριστοπαναγίες που κατεβάζει, τις κόντρες με τους οπαδούς και τις γραμμές που βγάζει στον αέρα. «Και πού δεν βρίζουν; Στα καφενεία βρίζουν, στα γήπεδα βρίζουν, στο δρόμο βρίζουν. Στην αθλητική εκπομπή τι θα είμαστε; Παναγίες; Δεν μεγαλώσαμε με γαλλικά και πιάνο. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πιο πολύ βρίζω από συνήθεια παρά από μαγκιά. Ο κόσμος θέλει χιούμορ γιατί όλοι είναι στα πρόθυρα κατάθλιψης. Βγαίνουν στον αέρα και λένε τον πόνο τους. Ξεχνιούνται. Η εκπομπή μοιάζει με θέατρο, δεν έχουμε σκηνοθέτη, ρούχα, βαψίματα. Ό,τι θέλουμε κάνουμε». Πριν από δέκα χρόνια τα πράγματα ήταν πιο άγρια, λέει. Πίσω από τα μικρόφωνα του Metropolis το κράξιμο του Ραπτόπουλου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι των οπαδών και το μάτι τους θόλωνε. «Ξέρεις πόσες φορές ήρθαν απ’ έξω με τα μηχανάκια; Κλειδώναμε τις πόρτες για να μην μπούνε μέσα. Είχαμε τράβαλα σχεδόν κάθε βράδυ. Οι περισσότεροι που κάνουν ραδιόφωνο είναι οπαδοί και θέλουν ν’ αρέσουν. Εγώ θέλω να λέω την αλήθεια και αυτό τους εξιτάρει. Τους λέω ότι ο Γκαρσία είναι κουτσός. Δεν τους αρέσει, αλλά εγώ το βλέπω και τους το λέω. Τώρα ο κόσμος είναι ψεκασμένος. Τους έχουν πάρει συντάξεις, μισθούς, έχασαν τη μαγκιά τους και τώρα δεν φωνάζουν. Ίσιωσε το στόμα τους. Αυτοί νόμιζαν ότι μια ζωή θα ήταν χαλαροί, με δάνεια και ταξίδια στα Παρίσια. Τα νέα τα παιδιά λυπάμαι. Είναι πιο καταρτισμένα και δεν έχουν την καφρίλα των πατεράδων τους και τη βλακεία των παππούδων τους».
Και αν έχει αλλάξει το έξω του οπαδού, με το μέσα του τι γίνεται; «Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι όπως το θέλουν οι οπαδοί. Να τον σφυρίζω εγώ στον άλλον όποτε μπορώ και μόλις μου τον σφυρίξουν να κλαίω. Ο ΠΑΟΚτσης συνεχίζει να φωνάζει για πρωτάθλημα, αλλά θέλει να το πάρει όπως ο Ολυμπιακός, με βρώμικο τρόπο. Ο Ολυμπιακός το παίρνει τελικά και γουστάρει. Δεν υπάρχει καλός και κακός οπαδός. Ο οπαδός είναι φανατίκλας. Θέλει να κερδίσει η ομάδα του με οποιονδήποτε τρόπο για να ικανοποιήσει τα θέλω του. Στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα έπεσε πολύ χρήμα στις ομάδες από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Τα αρπάξανε όμως ορισμένοι και χρεώσανε τις ομάδες. Τώρα στον ΠΑΟΚ ήρθε ο Ρώσος και για τους δικούς του λόγους σώθηκε η ομάδα, αλλά δεν ξέρουμε πόσο ακόμη θα μείνει. Τον ΠΑΟΚ τον χρέωσαν αυτοί που επευφημούσαν οι οπαδοί».
Από τα γήπεδα έχει αραιώσει τις εμφανίσεις του και όποτε πάει θα μπει με σηκωμένο γιακά, τραγιάσκα, κασκόλ και μαύρο γυαλί. «Θα μου τα πρήξουν 100 και θα μου την πέσουν 10, οπότε θέλω να περνάω απαρατήρητος. Δεν μπορώ όμως να βγάλω μπλοκάκι να σημειώνω γιατί θα καταλάβουν. Όποτε βλέπω ένα παιχνίδι μ’ αρέσει να το μελετάω. Κρατάω σημειώσεις για το ραδιόφωνο και εκεί αρχίζει το πανηγύρι». Τι ομάδα είναι; Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. «Είμαι σαν τον Λυσία. Πάω με τον αδύνατο γιατί αυτός δημιουργεί μουρμούρα, η μουρμούρα συζήτηση και η συζήτηση ακροαματικότητες».
Είναι λίγο πριν τις 12 τα μεσάνυχτα και σε λίγο θα ξεκινήσει η εκπομπή του Αθλητικές Ταξιαρχίες. Του ζητάω ένα σχόλιο για κάθε ομάδα. Εάν εσύ που διαβάζεις είσαι οπαδός… ε, καλύτερα πες ότι το κείμενο τελειώνει εδώ.
«Ο Ολυμπιακός είναι ο ισχυρός, ο νταβατζής, ο δέρνω. Λίγες φορές τον είδα σε μειονεκτική θέση. Ο Παναθηναϊκός είναι ο αλήτης με το κοστούμι. Η ΑΕΚ είναι η παρακατιανή. Ο ΠΑΟΚ είναι ο μάγκας του χωριού που αν φύγει από το χωριό τρώει φάπες και όταν γυρνάει λέει ότι τους έδειρα όλους. Ο ΑΡΗΣ είναι ο «εγώ που παλιά ήμουν…», σαν την Επανάσταση του ’21, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι που έφεραν τα φώτα του πολιτισμού και τα σχετικά. Ο Ηρακλής (σκέφτηκε αρκετά) είναι ο φαντασμένος της υπόθεσης γιατί θαύμαζε μια ομάδα που πάντα έβγαινε όγδοη». Τάδε έφη Κωστής Ραπτόπουλος.