Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Βασίλης Μπισμπίκης: «Ο κόσμος μπερδεύει τους ρόλους με τον άνθρωπο»

Στη "Σπασμένη Φλέβα" γίνεται το πρόσωπο μιας Ελλάδας που χρωστάει, ψεύδεται, διαλύεται και παρ’ όλα αυτά επιμένει να ζει. Ανάμεσα στους ρόλους του και σε μια προσωπική ζωή που έγινε εθνικό σπορ για δημόσιο σχολιασμό, εκείνος επιλέγει την ελευθερία.

Cover Photo: © Άννα Μαρία Χατζηστεφάνου

Βασίλης Μπισμπίκης

Μπινελίκια ατελείωτα, στόματα που αφρίζουν, άνθρωποι που καίγονται εκ των έσω, σπίτια που δεν είναι πια σπίτια αλλά πεδία μάχης. Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με τη “Σπασμένη Φλέβα” και φέρνει μαζί του έναν χαρακτήρα που θα έπρεπε να μισείς, αλλά τον παρακολουθείς με εκείνο το άρρωστο ενδιαφέρον που έχεις όταν χαζεύεις ένα αυτοκίνητο να φεύγει σπινιάροντας σε στενό. Στη μέση όλων αυτών, ο Βασίλης Μπισμπίκης. Ένας μεσοαστός των Νοτίων προαστίων, «πρεζόνι του χρήματος» όπως περιγράφει ο ίδιος, loser με περικεφαλαία, που όμως φοράει την περσόνα του Θωμά σε τέτοιο βαθμό, ώστε ξεχνάς ότι υπάρχει η έννοια «ρόλος».

Έξι μήνες πρόβες, δέκα ώρες τη μέρα στα Εξάρχεια, ένας Θωμάς Αλεξόπουλος που δεν είναι «ο κακός» αλλά ένας άνθρωπος που έχει πάρει όλες τις λάθος εξόδους προς την εθνική οδό της ζωής του και τώρα προσπαθεί «να γυρίσει το φύλλο» με τοκογλύφους, ψέματα και μια διαρκή αγωνία για το «ταμείο». Δεν πεινάει, δεν είναι στο περιθώριο, δεν είναι «θύμα του συστήματος» με τη βολική, ηθικολογική έννοια. Είναι αυτός που θα επιβιώσει γιατί ξέρει να πατάει πάνω σε όλους. Κι όμως, ο τρόπος που ο Μπισμπίκης τον χτίζει, με μικρές ρωγμές, μικρές ντροπές, μικρές στιγμές γελοιότητας, σε αναγκάζει να τον δεις σαν άνθρωπο πριν τον καταδικάσεις ως τέρας.

Την ίδια στιγμή, η ταινία δεν αιωρείται σε ένα αφηρημένο «σκοτάδι». Πλειστηριασμοί, χρέη, τραπεζίτες, τοκογλύφοι, οικογένειες σε μόνιμη κατάσταση ψυχολογικού black friday: είναι η δική μας πραγματικότητα, απλώς τραβηγμένη μέχρι την τελευταία συνέπεια. Είναι καθρέφτης, είναι το σημείο που ο θεατής αναγκάζεται να πει «κοίτα πόσο γελοίος γίνομαι, πόσο λαμόγιο, πόσο εγωιστής» και ίσως, αν είναι τυχερός, να μετακινηθεί έστω μισό χιλιοστό.

Βασίλης Μπισμπίκης

Photo: © Άννα Μαρία Χατζηστεφάνου

Το σενάριο το υπογράφουν ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Γιάννης Οικονομίδης, στήνοντας έναν αντιήρωα καρφωμένο στο κέντρο ενός γυναικείου σύμπαντος που προσπαθεί -μάταια- να τον σώσει από τον εαυτό του. Η Μαρία Κεχαγιόγλου (δεν θέλω να πω πολλά, αλλά είναι βόμβα), η Μπέττυ Αρβανίτη κάνει masterclass, η Κλέλια Ρένεση παίζει με επίγνωση της τοξικότητας του ήρωα, ενώ η Αναστασία Χατζηαθανασίου, η Μαρία Καλλιμάνη και η Σοφία Κουνιά τον τυλίγουν σε μια τριπλή απόγνωση φροντίδας, θυμού και υπέρβασης. Γύρω τους, παντού ηθοποιάρες: ο Στάθης Σταμουλακάτος και ο Γιάννης Νιάρρος κουβαλάνε μνήμη από το «Στέλλα Κοιμήσου», ο Γιάννης Αναστασάκης από το θεατρικό «Σπιρτόκουτο», ο Δημήτρης Καπετανάκος από τη «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ενώ οι Βασίλης Κουκαλάνι, Βαγγέλης Αλεξανδρής και Αντώνης Τσιοτσιόπουλος σκάβουν χώρο σε μικρούς αλλά κομβικούς ρόλους. Και σαν να μην έφταναν αυτά, πέφτουν οι τίτλοι τέλους και το κομμάτι “Σπασμένη Φλέβα” των ΛΕΞ & Kepler is Free συνεχίζει την ταινία σε άλλη φόρμα, σαν ξεχωριστό, μικρό, σκοτεινό φιλμ.

Δεν γίνεται να θέλεις και ελευθερία και αποδοχή μαζί, συγκρούονται

Ενώ ο κινηματογράφος δένει τον Βασίλη Μπισμπίκη με τη φιγούρα του σκοτεινού, λαϊκού ρεαλισμού, ο ίδιος έχει ήδη ανοίξει άλλα, εξίσου επικίνδυνα μέτωπα. Στο θέατρο, ξαναπιάνει το «Άνθρωποι και Ποντίκια» στο Cartel, αφήνοντας λίγο περισσότερο χιούμορ να τρυπώσει ανάμεσα στις ρωγμές, για να μπορεί το κοινό να αναπνέει πριν έρθει το επόμενο χτύπημα. Ετοιμάζει Έντουαρντ Μποντ, μιλά για άσκοπη βία στις νεότερες γενιές, παρατηρεί την κοινωνία σαν γυμνή πρόβα. Και κάπου στο φόντο, υπάρχει πάντα η τηλεοπτική του περσόνα, από τις «Μέλισσες» μέχρι την pop κουλτούρα της κρεβατοκάμαρας και των πρωινάδικων, που τον έχει κλειδώσει στο μυαλό πολλών ως «σαδιστή, μάτσο και μπρουτάλ τύπο». Λάθος. Εκείνος απαντά με φουστάνια, γόβες και μια ζωή που δεν χωράει σε ούτε ένα στερεότυπο.

Από πάνω, κρέμεται σαν πινακίδα νέον η προσωπική του ζωή, που παίζει σε συνεχές replay στα media: η αποδόμηση, η αναδόμηση, η πτώση, το ανέβασμα, ο δημόσιος λιθοβολισμός. Αλλά ο ίδιος δεν προσπαθεί να το εξωραΐσει, το βλέπει ως υλικό, κάτι που αύριο μπορεί να γίνει παράσταση, ρόλος, κείμενο. Δηλώνει πολιτικά άστεγος, συναισθηματικά θωρακισμένος και ξεκάθαρα ταγμένος στην αλληλεγγύη, τις κολεκτίβες, τους ανθρώπους που γίνονται γροθιά εκεί που τα κόμματα έχουν καταρρεύσει. Και κάπως σαν να τα ξεχνάμε όλα αυτά και να πέφτουμε στην παγίδα να τον συζητάμε για όλους τους λάθος λόγους. 

Στη «Σπασμένη Φλέβα» δεν βλέπουμε μόνο έναν ακόμα «τύπο του Μπισμπίκη». Βλέπουμε πολλά δικά του στοιχεία να συγκρούονται μέσα σε δύο ώρες, σε μία ιστορία που ξέρει πότε να τελειώσει και πώς, ώστε να σου ρίξει τη σωστή γροθιά. Κι όταν ανάψουν τα φώτα, το πιο πιθανό είναι να μη θες να μιλήσεις για λίγο. Και μετά, να αρχίσεις μια κουβέντα που να αξίζει τον κόπο και που θα σου θυμίσει όλους εκείνους τους σωστούς λόγους. 

Βασίλης Μπισμπίκης

Photo: © Μαριλένα Αναστασιάδου

Βασίλη, στη «Σπασμένη Φλέβα» ο Θωμάς Αλεξόπουλος είναι ένας μεσήλικας «κυρ-Παντελής» της διπλανής πόρτας, ας πούμε…

Δεν θα τον έλεγα ακριβώς έτσι, είναι μεσοαστός με φράγκα, Νότια προάστια, ξέρεις… Μια εποχή ΠΑΣΟΚ που κουβαλάει πολλά. Και μετά, στην κρίση, αρχίζουν να πηγαίνουν όλα στραβά. Είναι σε τέλμα, σε μία δύσκολη κατάσταση, προσπαθεί να γυρίσει το φύλλο. Δεν είναι της «διπλανής πόρτας» ακριβώς, αλλά θα μπορούσε να είναι.

Μπλέκει με τοκογλύφους, βλέπεις τη ζωή του να γλιστράει μέσα σε πέντε μέρες. Πώς τον έχτισες τόσο καθημερινό και τόσο ικανό για ακραίες αποφάσεις; Ποιο ήταν το όριο μέσα σου την ώρα που το έκανες;

Ήταν μια συνομιλία με τον Γιάννη Οικονομίδη. Συνεργαστήκαμε, γίναμε συνδημιουργοί. Ήμουν έξι μήνες μέσα στην ταινία, δέκα ώρες πρόβες κάθε μέρα, χτίστηκε σιγά-σιγά. Η πρόκληση ήταν να μην είναι μονοδιάστατος, να θέλεις και να τον κλωτσήσεις και να τον αγαπήσεις, να τον ακολουθείς χωρίς να κάνεις απωθήσεις. Έπρεπε να βρω εκδοχές του εαυτού μου και να τις μεταφέρω στον ήρωα. Ο Γιάννης δεν ήθελε «έναν καλό ηθοποιό». Ήθελε εμένα, να είμαι αυτός ο άνθρωπος, με όλες τις αντιφάσεις.

Άρα βλέπουμε και στοιχεία του εαυτού σου;

Προφανώς. Σε κλίμακα, πάντα. Ως ηθοποιός οφείλεις να δικαιολογήσεις τον ήρωα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μέσα του τα πάντα: συναίσθημα, μίσος, μικροπρέπεια. Πρέπει να βρεις γιατί μισείς κάτι - όχι απαραίτητα άνθρωπο, μπορεί να είναι και κατσαρίδα. Κι από εκεί να περάσεις τη συμπεριφορά στον ήρωα που κάνει φόνο. Έτσι γίνεσαι αληθινός. Δεν είχα μίσος στη ζωή μου, φέρνω απλώς ένα παράδειγμα. Αλλά ο Θωμάς είναι επιπόλαιος, απερίσκεπτος, με στόχο μόνο το χρήμα. Είναι πρεζόνι του χρήματος. Θα κάνει τα πάντα: θα ταπεινωθεί, θα το παίξει μάγκας, θα εκβιάσει, θα φοβίσει, θα πει ψέματα. Για τη «δόση» του, δηλαδή τις χιλιάδες ευρώ που θέλει για να τα ακουμπήσει στον τοκογλύφο και να γυρίσει το φύλλο. Δεν είναι θέμα επιβίωσης γι’ αυτόν, δεν πεινάει, είναι άλλο επίπεδο.

Όλο αυτό είναι πολύ επίκαιρο, με πλειστηριασμούς, τοκογλύφους, τράπεζες. Όλος ο κόσμος περνάει κάτι αντίστοιχο, σε μεγάλη ή μικρότερη κλίμακα και είμαστε όλοι στα όρια. Για σένα ποια είναι η ευθύνη του καλλιτέχνη; Να καταγράφει; Να προκαλεί; Να βάζει τον κόσμο να σκεφτεί;

Η τέχνη είναι ερώτηση, όχι απάντηση. Στο θέατρο και στις ταινίες δεν προτείνεις λύση. Αυτό είναι άλλο είδος τέχνης που δεν με αφορά. Με ενδιαφέρει να σοκαριστεί, να «εμβολιαστεί» ο άνθρωπος που βλέπει το έργο. Να ταυτιστεί, να δει τον εαυτό του. «Κοίτα πόσο γελοίος γίνομαι. Πόσο εγωιστής. Πόσο λαμόγιο». Να γίνει μετατόπιση μέσα του, αυτός είναι ο στόχος.

Αγχώθηκα πάρα πολύ με την ταινία, είναι πράγματα που συμβαίνουν τώρα, σε μένα, σε φίλους μου…

Κι εγώ αγχώνομαι όταν τη βλέπω. Από την πρώτη στιγμή. Ο Θωμάς πατάει με το ένα πόδι στο παρόν και με το άλλο στο μέλλον. Μπροστά μας θα δούμε χειρότερα.

Το πιστεύεις;

Ναι. Βλέπεις να διορθώνεται κάτι; Εγώ όχι, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια.

Ο Οικονομίδης στήνει πάντα γκρίζους κόσμους, ναρκοθετημένους, με τραγικούς χαρακτήρες. Τι σε έλκει σε αυτούς τους κόσμους; Πώς νιώθεις που για ένα συγκεκριμένο κοινό είσαι πια το πρόσωπο αυτού του σκοτεινού λαϊκού ρεαλισμού;

Έχουν κάνει λάθος. Δεν είμαι σκοτεινός τύπος.

Το λες κι εσύ, το ’χεις πει πολλές φορές!

Με έλκει, όχι το σκοτάδι, αλλά οι άνθρωποι του περιθωρίου. Όχι το περιθώριο ως «σκοτάδι». Εκεί βλέπω προδομένα όνειρα, τραύματα, ψυχισμούς που έχουν ξεπεράσει τα όρια. Και επειδή όλα αυτά τα έχω κι εγώ μέσα μου από τη ζωή που έχω κάνει, ταυτίζομαι εύκολα. Μέσα από την τέχνη μου καταπιάνομαι με το αόρατο. Οι περισσότεροι ρόλοι που κάνω είναι πάνω στον ιστό του περιθωρίου. Με ενδιαφέρει πώς μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση αυτών των ανθρώπων. Να αλλάξει κάτι. Το «Άνθρωποι και Ποντίκια» χτίστηκε πάνω σε ανθρώπους που βλέπαμε γύρω μας στις μάντρες ανακύκλωσης. Εκεί μέσα μένουν. Στοιβαγμένοι σαν ποντίκια.

Ο Θωμάς πάντως δεν είναι περιθωριακός τύπος.

Όχι. Είναι λαμόγιο. Από αυτούς που θα επιβιώσουν. Σοβαρό λαμόγιο. Στην εποχή μας, αυτοί επιβιώνουν. Ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» είναι τέτοιος: κατσαρίδα. Αυτοί επιβιώνουν.

Έχεις βουτήξει ξανά στο σύμπαν του Οικονομίδη και με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Τι έχει αλλάξει στον τρόπο που διαχειρίζεσαι τη βία και την τοξική αρρενωπότητα από την πρώτη σου συνεργασία μέχρι τώρα;

Αν μιλάς σαν άνθρωπο, κι εμένα με έχει επηρεάσει. Έχουν γίνει κάποια βήματα γενικά, αλλά κυρίως στην επιφάνεια. Για το φαίνεσθαι. Δεν μπορεί να αλλάξει κάτι άμεσα. Η παιδεία, ο τρόπος που έχουν μεγαλώσει οι άνθρωποι… αυτές οι ακραίες συμπεριφορές ανδρών προς γυναίκες και όχι μόνο, είναι παγιωμένες από μικρή ηλικία. Θέλει χρόνια για να αλλάξει. Αλλά υπάρχει ένα φρένο πλέον. Ένας φόβος. Μετά το #MeToo έχει δημιουργηθεί φόβος. Πριν κάνει κάποιος τη μαλακία, θα το σκεφτεί.

Στις μικρότερες ηλικίες ισχύει αυτό; Ή μόνο στις 30+;

Οι μικρότερες ηλικίες είναι άλλο πράγμα. Είναι και το επόμενο έργο που θα κάνουμε, του Έντουαρντ Μποντ. Πολύ σκληρό έργο, από αυτά που αποτέλεσαν προθάλαμο της Σάρα Κέιν. Έχει να κάνει με άσκοπη βία στα πάρκα και μιλάει ακριβώς γι’ αυτό. Η βία των πιτσιρικάδων είναι άλλο πράγμα, δεν έχει σχέση με τοξική αρρενωπότητα, είναι άλλη γενιά. Είναι άσκοπη βία. Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν σύνδεση με την οικογένεια, για να προστατευτούν ή να διαχειριστούν τον φόβο τους, μπαίνουν σε ομάδες. Για να επιβιώσεις σε αυτές, πρέπει να κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι: να είσαι σκληρός, πιο βίαιος, να μεγαλώνεις το status. Είναι σοβαρό πρόβλημα κι επειδή έχω κι εγώ παιδί 12 χρονών, με αφορά πολύ.

Έχεις βρεθεί σε θέση να διαχειριστείς κάτι τέτοιο με το παιδί σου;

Όχι ακόμα. Ευτυχώς. 

Έχει υπάρξει ρόλος που είπες «δεν τον ακουμπάω, πάει να με φυλακίσει σε περσόνα»; Γιατί η αλήθεια είναι ότι έχεις ταυτιστεί με έναν συγκεκριμένο τύπο: πονηρός, κακόβουλος.

Ναι, παρ’ όλο που, αν τους πάρεις έναν-έναν τους ρόλους, δεν είναι ακριβώς έτσι. Από τις «Μέλισσες» και μετά, επειδή έπαιξα έναν ακραίο, σαδιστή χαρακτήρα χωρίς ρωγμές, κάπως η φιγούρα μου ταυτίστηκε με αυτόν. Και τώρα πιστεύουν ότι αυτός είμαι. Ότι είμαι μάτσο, μπρουτάλ. Δεν έχω σχέση όμως με αυτό, από παιδί έχω σπάσει τα στερεότυπα. Στις φωτογραφίσεις είμαι με γόβες, φουστάνια, όλα αυτά είναι μέσα μου. Μεγάλωσα με συμπερίληψη. Έχω υπάρξει στο περιθώριο χρόνια, δεν φοβάμαι, αλλά ο κόσμος μπερδεύει τους ρόλους με τον άνθρωπο.

Με νοιάζει η αλληλεγγύη. Η ουσιαστική αριστερά, όχι τα κόμματα. Να φροντίζει ο ένας τον άλλον. Να είμαστε σύνολο, γροθιά

Τώρα που ανεβάζεις ξανά το «Άνθρωποι και Ποντίκια», ένιωσες ότι πρέπει να πειράξεις κάτι για να μιλήσει πιο καθαρά στη σημερινή Ελλάδα;

Δεν αλλάξαμε τίποτα. Το έργο αφορά 100% και το τώρα. Το μόνο που έχει προστεθεί, λόγω χημείας με τον νέο συμπρωταγωνιστή, είναι χιούμορ. Χρειάζεται, ο κόσμος δεν αντέχει άλλη τραγωδία. Χρειάζεται να σπάει λίγο το πράγμα. Όταν γελάει ο άλλος, ανοίγει. Και μετά δέχεται το χτύπημα. Όπως και στη ζωή: μέσα στην τραγικότητα, υπάρχει πάντα και η πλάκα.

Στο «Έγκλημα και Τιμωρία – Αθήνα» έφερες στη Στέγη την Ομόνοια του σήμερα. Έπαιζες πολύ με το δίπολο δικαιοσύνη-αδικία, νομιμότητα-ανομία, ηθική-ανηθικότητα. Και στη «Σπασμένη Φλέβα» ο ήρωας παλεύει για το σπίτι του μέσα σε ένα σύστημα που τον τσακίζει. Πού τελειώνει για σένα η προσωπική ευθύνη του Θωμά και πού αρχίζει η συλλογική ενοχή της κοινωνίας;

Αυτά είναι ένα πράγμα. Συνυφασμένα. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Αλλά υπάρχει μία βασική διαφορά: στο «Έγκλημα και Τιμωρία» ο ήρωας αναλαμβάνει την ευθύνη. Και αυτό ηθικά είναι τεράστιο πράγμα. Ο Θωμάς Αλεξόπουλος δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Καμία. Παντού λέει ψέματα και διακινδυνεύει τα πάντα.

Στην κοινωνία μας και στην πολιτική κατάσταση βλέπεις ευθύνη;

Ο ένας πετάει το μπαλάκι στον άλλον, δεν υπάρχει, έχει χαθεί εδώ και πολλά χρόνια. Και δεν αλλάζει, δεν βλέπω να αλλάζει. Πολιτικά είμαι άστεγος, δεν μπορώ να ταυτιστώ με τίποτα πια.

Βασίλης Μπισμπίκης

Photo: © Άννα Μαρία Χατζηστεφάνου

Όταν ο Οικονομίδης σού ζητάει να πας ακόμα πιο πέρα, ποια είναι η γραμμή που δεν θα περνούσες ποτέ μπροστά στην κάμερα; Όσο ρεαλιστής κι αν είσαι.

Δεν υπάρχει γραμμή, αν έχει νόημα. Αν δεν έχει κανένα νόημα, δεν θα το κάνω. Αν έχει νόημα, θα ξεπεράσω οποιοδήποτε εμπόδιο.

Τα τελευταία χρόνια η προσωπική σου ζωή έχει γίνει σχεδόν παράλληλο σίριαλ με τα επαγγελματικά σου. Ζεις συνέχεια σε μια κούνια ανάμεσα σε αποθέωση και αποκαθήλωση. Πώς το διαχειρίζεσαι; Σε επηρεάζει στο πώς διαβάζεις τους ρόλους;

Καθόλου. Ίσα-ίσα, είναι μια εμπειρία που συμβαίνει αυτά τα τελευταία χρόνια και έχω να τη διαχειριστώ. Ίσως μου δώσει έμπνευση στο μέλλον. Όλο αυτό που συμβαίνει μπορείς να το κάνεις έργο τέχνης: η αποδόμηση, η αναδόμηση, η πτώση, το ανέβασμα. Υπάρχει τεράστια ηδονή στο κοινό όταν βλέπει κάποιον να καταρρέει. Το βλέπουμε στους ροκ σταρ, στους σταρ γενικά. Και κάποιες φορές υπάρχει ηδονή και για αυτόν που πέφτει.

Το περνάς αυτό;

Όχι. Δεν το περνάω. Το έχω περάσει παλιά, πριν ασχοληθώ με την τέχνη. Τώρα το παρατηρώ σαν φαινόμενο. Μπορεί κάποια στιγμή να το κάνω και παράσταση. Δεν με επηρεάζει, είμαι πολύ θωρακισμένος σε σχέση με την αποδοχή του κόσμου. Με νοιάζει η αποδοχή των φίλων μου και της οικογένειάς μου. Για τους άλλους… χέστηκα. Από μικρό παιδί ήμουν δακτυλοδεικτούμενος, ήταν σαν να με εκπαιδεύει η ζωή για όλο αυτό.

Αυτό το «δεν με νοιάζει» το λες συχνά. Για τις επιλογές σου στο θέατρο, για τη ζωή… Τελικά τι σε νοιάζει;

Να είμαι όσο περισσότερο γίνεται ο εαυτός μου. Να δημιουργήσω συνθήκες για να έχω ευτυχισμένες στιγμές. Δεν γίνεται να θέλεις και ελευθερία και αποδοχή μαζί, συγκρούονται. Ή θα είσαι ελεύθερος και θα είσαι σε συγκρούσεις με ανθρώπους και συστήματα ή θα έχεις αποδοχή αλλά δεν θα είσαι ελεύθερος. Εγώ έχω επιλέξει την ελευθερία. Σκληρή, συγκρουσιακή… αλλά ελευθερία. Κάποια στιγμή θα βαρεθούν να ασχολούνται, δεν μπορούν να μου βάλουν ταμπέλα, ούτε κι εγώ στον εαυτό μου.

Άρα, νιώθεις ελεύθερος;

Ναι. Αρκετά.

Σε κοινωνικό επίπεδο, τι σε νοιάζει;

Με νοιάζει η αλληλεγγύη. Η ουσιαστική αριστερά, όχι τα κόμματα. Να φροντίζει ο ένας τον άλλον. Να είμαστε σύνολο, γροθιά. Έχουμε τόση κακία, φθόνο, εγωισμό και δεν έχουμε ορατό εχθρό, όπως έλεγε ο Μίσσιος. Οφείλουμε να φτιάξουμε ομάδες, κολεκτίβες. Να οργανωθούμε μόνοι μας. Να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Να γίνουμε πιο άνθρωποι.

Ποια είναι η μία κουβέντα που θα ήθελες να πει ο κόσμος βγαίνοντας από την αίθουσα για σένα και για τον Θωμά;

Καμία, δεν θέλω να μιλήσει καθόλου. Και δεν θέλω να πάει να φάει junk food και να το ξεχάσει, θέλω να ξεκινήσει μια δημιουργική συζήτηση. Αμέσως.

Εσένα τι σε κάνει ευτυχισμένο και τι δυστυχισμένο αυτή τη στιγμή;

Δυστυχισμένος είμαι όταν συμβαίνει κάτι στους ανθρώπους μου. Ανάβω δύο κεριά πάντα, ένα για όλο τον κόσμο και ένα για την οικογένειά μου. Αν είναι όλοι καλά, είμαι καλά. Και ευτυχισμένο με κάνει αυτό: όλοι να είναι καλά.

Η Σπασμένη Φλέβα θα ξεκινήσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους στις 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save