Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που δεν τους κυνηγάς, ψάχνουν εκείνοι να σε βρουν. Όπως συνέβη στη Ζέτα Δούκα με τη Φρύνη· μια ηθοποιό παγιδευμένη στο λαμπερό της περιτύλιγμα, που έμαθε να επιβιώνει γελώντας δυνατά, ακόμα κι όταν από μέσα της έσταζε αλήθειες. Ο ρόλος της στην ταινία Έχω κάτι να πω του Στράτου Τζίτζη (σενάριο και σκηνοθεσία), η Φρύνη δηλαδή, αντιπροσωπεύει με τον δικό της τρόπο τον χώρο της τέχνης, την έκθεση, την προσωπική αναζήτηση και τα αδιέξοδα του επαγγέλματος.
Κωμωδία και δράμα σφιχταγκαλιασμένα σε ένα στόρι που διασχίζει τις κακοτοπιές του δημόσιου λόγου, της τηλεοπτικής ταυτότητας και της κοινωνικής υποκρισίας με χιούμορ και τόλμη. Μία σύγχρονη κοινωνική σάτιρα, με τον Αντίνοο Αλμπάνη στον ρόλο ενός 40άρη εκπαιδευτικού που αποφασίζει να εκτεθεί δημόσια, λέγοντας «κάτι που έχει να πει» -με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένα ντόμινο εξελίξεων γύρω του. Στο επίκεντρο, η Ζέτα: μια γυναίκα που, όπως και η ηρωίδα της, έχει μιλήσει δημόσια - όχι επειδή δεν φοβόταν, αλλά επειδή δεν γινόταν αλλιώς.
Με καριέρα που ξεκίνησε τηλεοπτικά και εξελίχθηκε με θεατρικούς ρόλους, κινηματογραφικές συμμετοχές και μια σταθερή παρουσία στα ελληνικά πράγματα, η Ζέτα Δούκα ποτέ δεν κουβαλούσε απλώς μία ταμπέλα "celebrity". Είναι τόσα πολλά παραπάνω αλλά και μία από τις πρώτες γυναίκες που στήριξαν ενεργά τα θύματα στην Ελλάδα του #metoo, μέσα κι έξω από τις δικαστικές αίθουσες.

Όταν μιλάει, δεν χρειάζεται να φωνάζει. Οι λέξεις της φτάνουν εκεί που πρέπει γιατί έχουν μέσα τους εμπειρία, φωτιά, τρυφερότητα, απογοήτευση και μια γενναία δόση ρεαλιστικής αισιοδοξίας. «Αν δεν το μπορεί η τέχνη, δεν μπορεί να το κάνει τίποτα άλλο» λέει, και πίσω από τη φράση αυτή δεν βρίσκεται μια απλή πίστη στην ευαισθητοποίηση, αλλά μία βαθιά ριζωμένη βεβαιότητα: ότι η τέχνη είναι πολιτική πράξη. Και η Ζέτα, χρόνια τώρα, δεν παίζει απλώς ρόλους. Διαλέγει πλευρά.
Δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα, εργαζόμενη, μητέρα, δημόσιο πρόσωπο και να μιλάς για όλα αυτά δημόσια, σε έναν κόσμο που, όπως η ίδια λέει: «Δεν θέλει να ακούσει τη γυναίκα που φωνάζει». Αλλά ίσως, τελικά γι’ αυτό να πρέπει να ακούγεται να λέει: “Έχω κάτι να πω”, με κάθε πιθανό τρόπο.
Στην ταινία, η Φρύνη έχει μάθει να παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται όχι επειδή τα παρατάει, αλλά γιατί έχει πια καταλάβει ποια είναι και τι αξίζει. Όπως και η Ζέτα. Που όταν ρωτάς ποια στιγμή την άλλαξε ριζικά, σου απαντά πως δεν ήταν μία: ήταν όλες, γιατί αυτή τη δουλειά την έκανε συνειδητά, αφήνοντας πίσω της τη στρωμένη καριέρα της φυσικοθεραπείας. Αν τη ρωτήσεις τι την κάνει να νιώθει πραγματικά ζωντανή, δεν θα σου μιλήσει για επιτυχίες. Θα σου πει: μια βουτιά, ένα βιβλίο, ένα τραγούδι, ένα παιδικό κουτάκι με γαρδένιες από τη γιαγιά της. Η ζωή, στα απλά, είναι όλη εκεί. Κι εκεί αντλεί δύναμη, για να συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα: να παίζει με αλήθεια και να ζει με άποψη. Ας τα πει όμως η ίδια.
Ζέτα ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που σου δημιουργήθηκε όταν διάβασες το σενάριο της ταινίας "Έχω κάτι να πω" και γιατί ένιωσες ότι έπρεπε να είσαι σε αυτή; Μου άρεσε πολύ, ήταν διασκεδαστικό και γρήγορο. Από την άλλη, η επαφή μου με τον Στράτο Τζίτζη και η γνωριμία μου από παλιά με τον Αντίνοο ήταν αυτές που με έκαναν να πω ναι. Τα πάντα για μένα ξεκινούν από τους συνεργάτες. Σαφώς κοιτάω όλο το πλαίσιο, όμως αν οι συνεργάτες δεν μιλήσουν στην ψυχή μου, δεν προχωράω σε συνεργασία.

Ζέτα Δούκα, Λάκης Γαβαλάς, Αντίνοος Αλμπάνης. Σκηνή από την ταινία "Κάτι έχω να πω".
Πώς βίωσες την υποκριτική ένταση αυτής της γυναίκας; Υπάρχει κάτι από σένα στη διαδρομή της; Σε όλους μας τους ρόλους βάζουμε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας. Μοιραίως γίνεται, αφού χρησιμοποιούμε το σώμα και τα τεχνικά μας μέσα. Η Φρύνη είναι μία διάσημη ηθοποιός, που έχει εγκλωβιστεί σε τηλεοπτικούς ρόλους λόγω του διαχωρισμού μεταξύ ποιοτικών και εμπορικών ηθοποιών που υπάρχει στον καλλιτεχνικό χώρο για κάποιους ακόμη ανθρώπους που κινούν τα νήματα, δυστυχώς. Είναι μία πανέξυπνη γυναίκα, πολύ δουλευταρού και ευχάριστη, που γνωρίζει τις δυνατότητες και την αξία της αλλά έχει αποφασίσει να πάρει τη ζωή ανάλαφρα και όπως έρχεται, Χωρίς να μεμψιμοιρεί. Ναι, θεωρώ ότι έχουμε πολλά κοινά, κυρίως ως προς το πώς βλέπουμε και παίρνουμε εν τέλει τη ζωή.
«Η κοινωνία δεν θέλει να ακούσει τη γυναίκα που φωνάζει», έχεις πει: Τι ένιωσες ότι ακούστηκε από σένα όλα αυτά τα χρόνια; Αυτό είναι κάτι που μπορεί να απαντηθεί σωστότερα από τους… ακροατές. Εγώ κάνω αυτό που καταλαβαίνει ψυχή μου και θεωρώ υποχρέωσή μου, στη θέση που βρίσκομαι, ως εργαζόμενη γυναίκα, μητέρα και ενεργή πολίτης αυτού του κόσμου.
Αν είχες απέναντί σου τον πρωθυπουργό, τι θα του έλεγες για τις γυναικοκτονίες και τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει η πολιτεία; Τα πάντα στη ζωή, αν θέλεις να δεις να αποδίδουν καρπούς, χρειάζονται δύο προϋποθέσεις που αποτελούν και τους βασικούς πυλώνες: την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη. Αν το ένα από τα δύο δεν λειτουργεί σωστά, πόσο μάλλον και τα δύο, δεν υπάρχει τίποτα να σταθεί όρθιο. Τα προβλήματα στην Ελλάδα δεν είναι μόνο αντίληψης αλλά κυρίως απόφασης και -έπειτα- εφαρμογής της. Ακόμα κι αν το πρώτο στάδιο -της αντίληψης- υπάρχει, υπάρχουν τα άλλα δύο που μπορεί να φέρουν εμπόδια. Κυρίως το θέμα της εφαρμογής, επειδή συναντάει αντιδράσεις γιατί πρέπει να ξεβολευτεί πολύς κόσμος προκειμένου να υπάρξει αποτέλεσμα. Πολύς κόσμος από αυτόν που διεκδικεί το ίδιο πράγμα και θα ήθελε να δει τα πράγματα να αλλάζουν με «μαγικό» τρόπο.
Έχεις υπάρξει για χρόνια μια ηθοποιός με άποψη. Νιώθεις ότι πληρώνεις το τίμημα αυτής της στάσης στον χώρο; Όλοι οι άνθρωποι που μιλάμε ανοιχτά και δεν συνάδουμε απαραίτητα με τις εγκατεστημένες και υπάρχουσες απόψεις, πληρώνουμε ένα τίμημα. Όλα είναι θέμα επιλογής και απόφασης. Για μένα το τίμημα θα ήταν μεγαλύτερο αν δεν έκανα τίποτα για να αλλάξει μία κοινωνία που θεωρώ ότι πάσχει. Σε ψυχικό και υπαρξιακό επίπεδο εννοώ.
Αν μπορούσες να αλλάξεις μία πτυχή της πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα, ποια θα ήταν; Θα ήθελα να εκπροσωπείται ο πολιτισμός από ανθρώπους με σύγχρονες και ευέλικτες απόψεις, που θα πάνε ένα βήμα παρακάτω αυτό το ολοζώντανο και υπέροχο κομμάτι που υπάρχει ακόμη στην Ελλάδα.
Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει κάτι πρακτικά ή μένει στο επίπεδο της «ευαισθητοποίησης»; Αν δεν το μπορεί η τέχνη, δεν μπορεί να το κάνει τίποτα άλλο! Μα γι’ αυτό τον λόγο δεν δημιουργήθηκε από καταβολής κόσμου; Είναι αρχετυπική ανάγκη η καλλιτεχνική έκφραση και το μοναδικό αποκούμπι στα δύσκολα χρόνια που ήρθαν και έπονται.
Ποιον ρόλο θα ήθελες να παίξεις, αλλά δεν σε έχουν δει ποτέ έτσι; Έντα Γκάμπλερ και Μήδεια. Με εμπνευσμένους και ανοιχτόμυαλους ανθρώπους, όμως.
Υπάρχει κάποια στιγμή στην καριέρα σου που σε άλλαξε ριζικά; Ριζικά δεν μπορώ να πω ότι με άλλαξε καμιά στιγμή, γιατί έτσι κι αλλιώς, το θέατρο μπήκε στη ζωή μου ως συνειδητή απόφαση και αφήνοντας τη στρωμένη καριέρα στον χώρο της φυσικοθεραπείας. Κάθε μου συνεργασία και εμπειρία στον καλλιτεχνικό χώρο, όμως, προσθέτει και κάτι ως προς την εξέλιξη μου, τόσο ως ηθοποιού όσο και ως ανθρώπου που χρησιμοποιεί την τέχνη σαν μέσο επικοινωνίας με τον κόσμο.
Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποιο είδος "αλήθειας" που αποκαλύπτεται μόνο μέσα από την τέχνη; Η τέχνη δημιουργήθηκε ως ανάγκη έκφρασης, από τα πολύ πρώτα χρόνια της παρουσίας του ανθρώπινου είδους. Έχει τις ρίζες της βαθιά στην ανθρώπινη ύπαρξη, γι αυτό και εμπεριέχει κυρίως αλήθεια, χωρίς φίλτρα και χωρίς άλλες προσμίξεις. Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να μένει μακριά από την όποια λογοκρισία, σύμφωνα και με τα όσα αρχίζουν και πάλι να ξεπηδούν. Ο βασικός σκοπός της δημιουργίας της είναι πάντα αγνός, ατόφιος και προσβλέπει στον πραγματικό υπαρξιακό και κοινωνικό διάλογο.
Όταν όλα γύρω μοιάζουν με ρουτίνα ή βάρος, τι είναι αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι πραγματικά «ζωντανή»; Σκέφτομαι αυτά που έχω περάσει στη ζωή μου, τα μαθήματα που έχω πάρει, εστιάζω στο παρόν και σε αυτά που έχω κατακτήσει σε προσωπικό επίπεδο και προσπαθώ να κάνω κάτι που θα μου φέρει γαλήνη και ηρεμία. Ένα ωραίο βιβλίο, μια βόλτα στη θάλασσα, να κολυμπήσω, να κάνω γυμναστική, να συναντήσω αγαπημένους ανθρώπους.
Υπάρχει μια μυρωδιά, μια γεύση ή ένα τραγούδι που σε πάει πίσω στην πιο τρυφερή σου εκδοχή; Η γαρδένια. Το αγαπημένο λουλούδι της γιαγιάς μου, που είχε σχολή χορού, και κάθε καλοκαίρι στην αποφοίτησή μου, μου προσέφερε ένα κουτάκι φρεσκοκομμένες γαρδένιες από τον κήπο της.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλες τα κλάματα στο αυτοκίνητο; Ακούγοντας ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, το “Shape of my heart” του Sting.
Ποια ήταν η πιο ριψοκίνδυνη απόφαση που πήρες τα τελευταία χρόνια; Να γίνω μητέρα.
Η κόρη σου σε δίδαξε κάτι για σένα, που δεν στο είχε πει ποτέ ούτε ένας μεγάλος; Η σχέση μου με την Θάλεια εξελίσσεται καθημερινά. Περνάει από χίλια κύματα κυριολεκτικά! Όμως, ό,τι κι αν γίνεται, είναι αυθεντικό και με γνώμονα το νοιάξιμο και τη φροντίδα της σχέσης μας. Αυτό με διδάσκει η κόρη μου, αυθεντικότητα και αλήθεια.
Ο τίτλος του επόμενου κεφαλαίου της ζωής σου ποιος θα μπορούσε να είναι; «Πάμε γι’ άλλα».