Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Μισέλ Βάλεϊ: «Ο πιο δύσκολος ρόλος είναι αυτός που δεν έχω ερμηνεύσει ακόμα»

Η πολύτιμη ηθοποιός που έγινε μύθος από την Πρωινή Περίπολο, προκάλεσε εκρήξεις με το Singapore Sling και έφθασε στα Όσκαρ με τον Κυνόδοντα, τώρα πρωταγωνιστεί ως εύθραυστη Λούλα LeBlanc, έτσι όπως δεν την έχουμε δει ποτέ.

20.03.2025

Τη Μισέλ Βάλεϊ , που μας συγκινεί ως Λούλα LeBlanc στην ομώνυμη ταινία του Στέργιου Πάσχου αυτές τις μέρες στις αίθουσες, τη γνωρίζω πάνω από δύο δεκαετίες. Τη γνώρισα από τον Νίκο Νικολαΐδη και τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου στο ανοιχτό σαν μια αγκαλιά σπίτι τους στο Κεφαλάρι, όπου βρισκόμασταν όλοι όσοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαμε ή συνεργαζόμαστε στο έργο του Ν.Ν.. Φυσικά και γοητεύτηκα από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα, νομίζω δεν υπάρχει άλλος δρόμος μαζί της. Το βλέμμα της, το στυλ της, το ντύσιμό της, η σπασμένη προφορά της, τα λόγια της και ακόμη περισσότερο οι σιωπές της, άφηναν μια αύρα με γαλλικό άρωμα πίσω τους που έμενε με έναν αιθέριο τρόπο μαζί σου και αφού είχε φύγει από τον χώρο. Βασικά, πάντα τη θεωρούσα Γαλλίδα και πάντα με… παραξένευε που ήταν Ελβετίδα. Όταν τη σκεφτόμουν, είχα διαρκώς την αίσθηση ότι θα μπορούσα να την έχω γνωρίσει σε ένα μικρό καφέ, στα δρομάκια με τις γκαλερί του Παρισιού, εκεί κοντά στο γεμάτο γκραφίτι σπίτι του Serge Gainsbourg‎‎, σχεδόν δίπλα στη Σορβόνη από τη μια μεριά, στον Σηκουάνα από την άλλη κι απέναντι από το Λούβρο. Με αφορμή ίσως ένα βιβλίο που θα διάβαζε, τυλιγμένη σε ένα ωραίο φουλάρι, καπέλο, γυαλιά ηλίου κι ένα φλυτζάνι τσάι μπροστά της, δίπλα σε γεμάτους πολύχρωμα λουλούδια πάγκους ενός ανθοπωλείου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, έτσι τη φέρνω στο μυαλό μου. Τη γνώρισα όμως παρόλα αυτά, μέσα από το σινεμά, από ανθρώπους του σινεμά που ήταν δυνατά δεμένοι μεταξύ τους, φίλοι και συνεργάτες ως οικογένεια - κι έτσι είναι ακόμη.

Εκεί που κατάλαβα ακριβώς ποια είναι η Μισέλ, που δεν μιλά ποτέ για τον εαυτό της στα ατέλειωτα βράδια που έχουμε βρεθεί σε αυτές τις ωραίες παρέες τόσα χρόνια, ήταν όταν είδα την έκθεση που έβαλε το αποτύπωμά της στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στον Νίκο Νικολαΐδη, τον Νοέμβριο του 2007. Μία έκθεση-αφιέρωμα στον αγαπημένο δημιουργό που μόλις πριν δύο μήνες είχε φύγει από κοντά μας, μέσα στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με πολύτιμα αντικείμενα (props) -και όχι μόνο- από τις ταινίες του που είχε κοσμήσει αξέχαστα με τη σκηνογραφική της μαεστρία η σύντροφός του Μαρί Λουίζ. Το φλίπερ της Συμμορίας, το φόρεμα της Ευριδίκης, τα γάντια των κοριτσιών του Singapore Sling, πόστερ, φωτογραφίες και αξέχαστες ατάκες του στους τοίχους, ήχος και φως, όλα μαζί δημιουργούσαν μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα που κατάφερνε να σου δώσει απόλυτα το πνεύμα και το έργο του. Αυτό το πέτυχε η Μισέλ με τον ήσυχο τρόπο της, δουλεύοντας ώρες ατέλειωτες, σχεδόν χωρίς κανείς να το παίρνει είδηση. Όσο “ήσυχη” φαίνεται, τόσο ανήσυχη είναι. Το έντονο βλέμμα της “προδίδει” την αποφασιστικότητά της, την επιμονή της, τη σχολαστικότητα, την υπευθυνότητα, το βάθος της, το "κάτι άλλο" που έχει. Αν βάλεις δίπλα σε αυτά και το ερμηνευτικό ταλέντο που έχει καταγραφεί ανεξίτηλα σε τόσους πολλούς και χαρακτηριστικούς ρόλους -ποτέ δεν δίστασε να “τσαλακωθεί” ως τα άκρα-, συν τη δεινότητά της στη μετάφραση τόσο στην γαλλική όσο και στην αγγλική γλώσσα (μιλάει επίσης γερμανικά, ιταλικά και φυσικά, άπταιστα ελληνικά), έχεις σχεδόν δώσει το στίγμα της. Όμως, στη νούμερο ένα θέση όλων είναι η τόλμη της. Τόσο στη ζωή της όσο και στη δουλειά της. Δεν είναι και τόσο εύκολο να μετακομίσεις οριστικά από το Παρίσι όπου βρίσκεσαι για σπουδές -και μάλιστα με δάσκαλο τον Antoine Vitez στο Conservatoire de Paris - και δουλειά για δέκα ολόκληρα χρόνια, στην Αθήνα. Και σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο να παίξεις σε ταινίες όπως το Singapore Sling (1990) ή ο Κυνόδοντας (2009), κι ακόμη περισσότερο -όσο παράξενο κι αν ακουστεί αυτό- η Πρωϊνή Περίπολος (1987). Μια ταινία στην αρχή της ελληνικής πορείας της που τη σημάδεψε για πάντα, όπως και η ίδια λέει, και συνέβαλε τα μάλα στο να “σταμπαριστεί” ως Νικολαϊδική ηθοποιός.

Η Μισέλ Βάλεϊ στην Πρωινή Περίπολος (1987)

Η Μισέλ Βάλεϊ στην Πρωινή Περίπολος (1987)

Στη ταινία Λούλα LeBlanc, μια τρυφερή, ρομαντική ματιά τόσο στην ενηλικίωση όσο και την τρίτη ηλικία, η Μισέλ Βάλεϊ ερμηνεύει τη Λούλα που πάσχει από άνοια, εκεί γύρω στα 70 της. Η εγγονή της καλεί παλιούς φίλους της γιαγιάς να γιορτάσουν μαζί της τα γενέθλιά της. Ανάμεσα στους καλεσμένους είναι και ο Αλέκος (Θανάσης Παπαγεωργίου), ο νεανικός της έρωτας. Μπορεί η πρώτη αγάπη να είναι τόσο δυνατή ώστε να ξυπνήσει συναισθήματα ακόμη και σε έναν κόσμο που η μνήμη χάνεται για πάντα; Η Λούλα της Μισέλ Βάλεϊ χορεύει το δικό της μοναχικό βαλς στον γιορτινό χώρο. Κανείς δεν θα μάθει αν είναι μαζί τους εκεί… Κι ο αγαπημένος της, που την άφησε για να μπαρκάρει και δεν ξαναγύρισε ποτέ ως αυτό το βράδυ, μένει να αναρωτιέται με την πονεμένη, ενοχική καρδιά του πόσο αυτή η απόφαση στοίχειωσε και στοίχισε στη ζωή του, καθώς η Λούλα ξαφνικά ψελλίζει ένα τραγούδι αποχαιρετισμού: «Τα πλοία φεύγουν από τον Περαία, σημαία σηκώνουν και χαιρετούν / Μα ένας νέος και μία νέα κλαίνε την ώρα του χωρισμού/ Φεύγεις αγάπη μου φεύγεις για πάντα και με αφήνεις σε απελπισιά / Φεύγεις αγάπη μου, φεύγεις για πάντα και με αφήνεις σε απελπισιά…».

Μια συζήτηση με τη Μισέλ αφήνει πίσω της κάτι το φευγαλέο, κάτι που νομίζεις ότι είναι εκεί αλλά μέχρι να το δεις πέταξε χωρίς να σου κάνει το χατίρι να το πιάσεις. Ναι, η Μισέλ Βάλεϊ είναι και δεν είναι μύθος, είναι και δεν είναι Ελληνίδα, έχει και δεν έχει καριέρα, έφθασε και δεν έφθασε στα Όσκαρ, αλλά είναι πάντα εδώ, τυλιγμένη σε ένα απέραντο πέπλο γοητείας, θέλει δεν θέλει.

Ως Λούλα LeBlanc στην ομώνυμη ταινία του Στέργιου Πάσχου

Ποια είναι η Λούλα LeBlanc και γιατί τη λένε LeBlanc;

Αυτό το όνομα έχει πολλές ιστορίες. Κατ’ αρχάς, όταν έγιναν τα γυρίσματα το πρότζεκτ λεγόταν “Λούλα’”. Είναι ένας φόρος τιμής στη γυναίκα που έδωσε το τραγούδι που λέω στην ταινία. Επίσης, ενώ την περιμένουν, ακούγεται γύρω από το τραπέζι να λέγεται ότι γύρισε μετά από πολλά χρόνια από τη Γαλλία… μια Ελληνίδα λοιπόν που έφυγε στη Γαλλία και τελικά πέρασε εκεί όλη της τη ζωή, προφανώς με κάποιον κύριο LeBlanc. Είναι το αντίθετο από τη δική μου πραγματικότητα. Ελπίζω μόνο ότι δεν θα έχω το ίδιο τέλος! Αργότερα απέκτησε επώνυμο… LeBlanc… άσπρη… ή μάλλον λευκή, όπως μια λευκή σελίδα, μια λευκή ψυχή… ή και όχι τόσο λευκή εν τέλει.

Και γιατί οι συμμαθητές της κάνουν το χατίρι της εγγονής και της κάνουν πάρτι γενεθλίων;

Είναι μια ερώτηση για τον σκηνοθέτη. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, για την εγγονή. Εγώ εξάλλου δεν θυμάμαι τίποτα...

Πόσο δύσκολο ήταν να αποδώσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα;

Το δύσκολο ήταν μάλλον να αντιμετωπίσεις την αβεβαιότητα. Όταν πρόκειται για κάτι που δεν γνωρίζεις εσύ η ίδια, και φοβάσαι μην προδώσεις, κάτι που συμβαίνει στους άλλους ενώ εσύ δεν το έχεις βιώσει. Πρέπει να μην προσβάλλεις αυτό που για εσένα είναι ένα μυστήριο και που άλλοι το βιώνουν ως πραγματικότητα.

Το συναίσθημα -της αγάπης συγκεκριμένα- είναι τόσο δυνατό που μπορεί ακόμη και “αποκοιμισμένα” μυαλά και καρδιές να ξυπνήσει; Τι είναι εκείνο που “ξυπνάει” μέσα στη Λούλα και “απαντά” στον παλιό αγαπημένο της με το τραγούδι;

Δεν μπορώ να πω, δεν γνωρίζω, δεν ξέρουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, και ευτυχώς, άλλωστε. Ας υπάρξει το μυστήριο και η μοναδικότητα του καθενός, η ιστορία του καθενός. Πιστεύω ότι υπάρχει πάντα κάτι το αναπάντεχο που επικοινωνεί με τα συναισθήματά μας σε κάποιο άγνωστο επίπεδο, είναι ένα μεγάλο μυστήριο το χάσμα με την πραγματικότητα… Υπάρχει ανά πάσα στιγμή η δυνατότητα μιας έκπληξης: μπορεί αυτή να είναι ο έρωτας αλλά είναι ίσως η απογοήτευση ή ο θυμός, η απώλεια, το συναίσθημα της αδικίας…

Ο ρόλος της Λούλας ήταν από τους πιο δύσκολους που έχεις ερμηνεύσει;

Ο πιο δύσκολος ρόλος είναι αυτός που δεν έχω ερμηνεύσει ακόμα.

Έχεις παίξει τελείως διαφορετικούς ρόλους σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες -Πρωινή Περίπολος, Κρυστάλλινες Νύχτες, Singapore Sling, Αλεξάνδρεια, Κυνόδοντας, Moderation κλπ.. Το επέλεγες αυτό ή ήταν απλώς θέμα τύχης που σου προτάθηκαν τόσο διαφορετικά πράγματα;

Κάθε φορά υπάρχει καταρχάς μία συνάντηση με τον ή την σκηνοθέτη, λιγότερο ή περισσότερο σημαντική, που θα κρατάει λιγότερο ή περισσότερο μέσα στον χρόνο. Πάντα όμως υπάρχει κάτι πολύ μοναδικό, ένας εντελώς διαφορετικός λόγος για τον οποίο με σκέφτηκε ο καθένας τους. Έπειτα υπάρχει η εμπιστοσύνη, και από τις δύο πλευρές, αλλιώς πώς θα υλοποιηθεί κάτι το τόσο εύθραυστο όπως η δημιουργία ενός ρόλου; Η εμπιστοσύνη είναι μεγάλο πράγμα, δύσκολο, και γι’ αυτό νιώθω πάντα τόση ευγνωμοσύνη για τους σκηνοθέτες, ακόμα και για τους μικρούς ρόλους. Θέλουν να είσαι αυτό που φαντάστηκαν! Δεν είναι μοναδικό αυτό; Δεν αξίζει όλο τον σεβασμό και την αγάπη για την προσπάθειά τους; Αυτό είναι το πρώτο βήμα, που στην ουσία συμβαίνει ερήμην μου, επειδή εκείνοι με προσεγγίζουν. Έπειτα υπάρχει μία λαχτάρα για το άγνωστο, η αίσθηση της περιπέτειας, η περιέργεια… μία μεγάλη περιέργεια για τη ζωή των άλλων… πέρα από μένα... κάθε φορά ξανά.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος ρόλος σου από όσους έχεις ερμηνεύσει;

Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν ότι η γυναίκα στην Πρωινή Περίπολο είναι το πρόσωπο με το οποίο ταυτίζομαι, είναι η αδελφή ψυχή μου… όπου προσπάθησα να χωρέσει το μεγαλύτερο μέρος του είναι μου. Η σχέση με τη μνήμη, το παρελθόν που μας ξεφεύγει, τα αναπάντητα ερωτήματα, το μπλέξιμο της πραγματικότητας, η έλξη των εικόνων, το σινεμά μέσα στο σινεμά, τα φανταστικά επίπεδα της πραγματικότητας, ο φόβος, η επιθυμία, ο έρωτας, το togetherness, ο θάνατος. Δηλαδή τα πάντα. Η ζωή. Αυτή η ταινία τα περιέχει όλα.

Εσύ η ίδια θεωρείς ότι δεν έχεις κάνει μία “κανονική” καριέρα ηθοποιού, όμως κοιτώντας σε πόσα πράγματα συμμετείχες, θα έλεγα ότι μάλλον έχεις κάνει μια “αθόρυβη” καριέρα ηθοποιού, καθώς, ακόμη και αν υπήρξαν μεγάλα διαλείμματα, δεν έχει σταματήσει ποτέ. Επίσης, παρά τις “απουσίες” σου, είσαι ιδιαίτερα γνωστή και αγαπητή, έχοντας φτιάξει άθελά σου έναν “μύθο” γύρω σου είτε εξαιτίας των ιδιαίτερων -πρωταγωνιστικών ή μη- ρόλων που έχεις παίξει είτε λόγω της χαμηλών τόνων παρουσίας σου στον χώρο. Εσύ πώς θα περιέγραφες λοιπόν την πορεία/καριέρα σου τελικά;

Αυτές είναι λέξεις και σκέψεις που μου είναι ξένες. Πότε δεν είχα φτιάξει μια ιδέα για το τι θα είναι η ζωή μου και ποια θα είναι η λειτουργία της ηθοποιού, που είναι μέρος της ζωής μου. Δεν τα ξεχωρίζω αυτά, είμαι εγώ… και το ότι δεν μου αρέσει η κοινωνικότητα είναι θέμα χαρακτήρα, είναι θέμα επιλογών. Δεν είμαι καλή στο κοινωνικό παιχνίδι. Νιώθω πολύ διαφορετική, πολύ μόνη… δυσάρεστα…. δεν ξέρω να επικοινωνώ χωρίς ουσιαστικό λόγο, μάλλον το φοβάμαι.

Ανήκω σε έναν τόπο, σε μία εποχή όπου υπήρχε η ζωή του καλλιτέχνη… ό,τι και να σημαίνει αυτό, με όποια τέχνη και να εκφράζεται κάποιος. Αυτό περιλαμβάνει κάποια θέση απέναντι στην κοινωνία, μια στάση ζωής, μια πίστη σε συγκεκριμένες αξίες… είναι ένα λίγο ξεπερασμένο state of mind, περιθωριακό σήμερα, αλλά έχει σημασία για μένα να είμαι ακόμα πιστή σε αυτό. Φυσικά έχει και τις συνέπειές του όπως όλα. Σίγουρα είναι αρκετά διαφορετικό από το “επάγγελμα ηθοποιός” τη σημερινή εποχή.

Παρά τα όσα διαφορετικά έπαιξες, σε θεωρούν “Νικολαΐδική” ηθοποιό, καθώς για ένα μεγάλο μέρος της καριέρας σου ήσουν συνεργάτης του αλλά και μέλος -ακόμη σήμερα- της οικογένειάς του. Πόσο σε καθόρισε αυτή η σχέση με έναν χαρακτηρισμένο ως «αιρετικό, ακραίο, ανατρεπτικό κλπ. κλπ.» δημιουργό;

Κοντά του ανακάλυψα τι εστί κινηματογράφος. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που τους αγαπάς to the bone…. μέχρι το κόκκαλο… ή καθόλου. Το ότι με θεωρούν κινηματογραφικά δικιά του είναι μόνο τιμή. Βεβαίως το πλήρωσα δεόντως, όλα έχουν το τίμημά τους. Συνέβησαν διάφορα απερίγραπτα: θυμάμαι ένας σκηνοθέτης της γενιάς του που με φώναξε στο σπίτι και μου είπε: «θα κάνω μία ταινία και η ηρωίδα είσαι εσύ, το έγραψα για σένα, αλλά τον ρόλο θα τον δώσω σε άλλη γιατί θα πούνε ότι πήρα την ηθοποιό του Nικολαΐδη και αυτό δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου». So what? Γιατί με φώναξε; Για να του το μεταφέρω;

Έζησες δέκα χρόνια στο Παρίσι, αλλά επέλεξες τελικά να μείνεις Ελλάδα, ίσως χάνοντας μια φωτεινή καριέρα εκεί. Τι ήταν εκείνο που σε ώθησε να πάρεις αυτή την απόφαση, εκείνο που σε γοήτευσε τόσο πολύ στην Ελλάδα κι έμεινες εδώ;

Το γαϊτανάκι των επιλογών, των αποφάσεων…. παίρνεις κάτι, δίνεις κάτι… αφήνεις κάτι… κερδίζεις κάτι. Κάπως έτσι δεν πάει;

Τώρα πια που έχεις περάσει τόσες δεκαετίες εδώ, νιώθεις ξένη σε αυτόν τον τόπο ή μέρος του;

O Max Pages (σ.σ. Γάλλος ψυχοκοινωνιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου) είχε πει: «όποιος έχει ζήσει στο εξωτερικό και γυρνάει πίσω στη χώρα του νιώθει και θα νιώθει πάντα ξένος». Αλλά ο Gilles Deleuze (σ.σ. Γάλλος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας) πίστευε ότι για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να νιώθεις ξένος στη χώρα σου. Ας πούμε ότι εγώ όλ’ αυτά τα μπέρδεψα λίγο. Δεν γύρισα ποτέ ξανά στη χώρα μου, την Ελβετία. Ξενιτεύτηκα δυο φορές για να μπερδέψω τα ίχνη… και για να μπορέσω να νιώθω ότι ζω ως καλλιτέχνης, έμεινα στην Ελλάδα.

Το θέατρο δεν φαίνεται να το αγάπησες τόσο όσο το σινεμά. Έτσι είναι ή πέρα από τις συνεργασίες σου με Μαρμαρινό και Χουβαρδά δεν σε ενδιέφεραν άλλες προτάσεις που ενδεχομένως είχες;

Όχι εγώ… το θέατρο δε με αγάπησε τόσο όσο θα ήθελα. Καταρχάς η εμπειρία μου στην παράσταση «Αγαμέμνων-The Ghost Sonata» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού είναι μεγάλο κεφάλαιο στην ζωή μου, πολύ διαφορετικό αλλά εξίσου σημαντικό με την Πρωινή Περίπολο. Εδώ, πέρα από την όποια προσωπική ταύτιση υπάρχει η αναμέτρηση με τη γλώσσα, με τη δύναμη της γλώσσας. Αυτή η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη, ενέχει άλλου είδους αφοσίωση. Το θέατρο θέλει μία άλλη προσέγγιση, αν θέλεις να εξελίσσεσαι, να προχωράς, να γίνεσαι καλύτερη, πρέπει να δουλεύεις συνέχεια, να χτίζεις συνέχεια, κι αυτό δυστυχώς δεν συνέβη.

Κάνεις μεταφράσεις από τα ελληνικά στα γαλλικά. Ξέρω ότι σου αρέσουν τα ελληνικά ως γλώσσα. Ποια είναι η σχέση σου με την ελληνική γλώσσα;

Δεν ξέρω… η μουσική; Δεν μπορώ να πω. Θυμάμαι τη συγκίνηση που ένιωσα όταν για πρώτη φορά στο δρόμο, στην Αθηνάς, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, μπόρεσα και διάβασα μόνη μου τη λέξη που ήταν γραμμένη πάνω στο μουσαμά ενός φορτηγού, “ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ”, και συνειδητοποίησα ότι αυτή τη λέξη τη γνωρίζω γιατί τη χρησιμοποιούμε με την γλωσσολογική έννοια στις άλλες γλώσσες που ξέρω. Και ξαφνικά είναι γραμμένη πάνω στο φορτηγό μπροστά μου και εγώ σιγά σιγά αποκρυπτογραφώ το κάθε γράμμα σε αυτή την καινούργια για μένα αλφάβητο. Είναι σαν μια αποκάλυψη, κάτι το μαγικό… ξαφνικά συνδέθηκα με το παρελθόν της γλώσσας.

Από όσα κάνεις στη ζωή σου σήμερα, τι είναι το πιο δημιουργικό, τι σε γεμίζει;

Ο σχεδόν καθημερινά μπλε ουρανός της Αττικής, το φως της, η βόλτα με τα πόδια εκεί που έκαναν την ίδια βόλτα άλλοι άνθρωποι πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, το βλέμμα που φτάνει στον ορίζοντα… αυτά με γεμίζουν. Το να μετατρέπω αυτό που συλλέγω σε κάτι το δημιουργικό, αυτό σημαίνει ζω.

Πού νομίζεις ότι βαδίζει ο κόσμος σήμερα;

Είναι τεράστιο το περιεχόμενο αυτής της ερώτησης και αδύνατο να το προσεγγίσουμε έτσι, σε λίγες γραμμές… βεβαίως και κάνω πολλές σκέψεις γύρω από τα φαινόμενα της πραγματικότητάς μας, σε όλα τα επίπεδα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε να κρατάμε μια απόσταση, πως το άμεσο φαίνεται πάντα τεράστιο… δυσβάσταχτο… πρέπει να αφήνουμε τον χρόνο να το σπρώξει λίγο μακριά για να μπορούμε να το δούμε καλύτερα, να απομακρυνθεί λίγο… να ξεφοβηθούμε. Αλλιώς καιγόμαστε.

Τι σημαίνει χρόνος για σένα;

Σήμερα, όταν είδα τυχαία τους φίλους μου στο δρόμο, σημαίνει πόσο τυχερή και ευγνώμων είμαι που τους έχω τόσα πολλά χρόνια κοντά μου. Αύριο…

 

Λούλα LeBlanc, του Στέργιου Πάσχου

Προβολές: Cinobo Πατησίων (28ης Οκτωβρίου 79) | Αθήνα
Πέμπτη 20/3 | ώρα 19:00 & Τρίτη 25/3 | ώρα 22:00

cine «Βακούρα» (Ιωάννου Μιχαήλ 8) | Θεσσαλονίκη
Σάββατο 22/3 & Κυριακή 23/3 | |ώρα 21:30.

Συντελεστές: 

Σκηνοθεσία-Σενάριο Στέργιος Πάσχος (συνεργάτις σεναρίου Αντζέλικα Κατσά) | Διεύθυνση φωτογραφίας Γιώργος Κουτσαλιάρης | Μοντάζ Στάμος Δημητρόπουλος | Επεξεργασία Χρώματος Δημήτρης Μανουσιάκης | Ήχος  Παναγιώτης ΠαπαγιαννόπουλοςΞενοφώντας Κοντόπουλος | Σχεδιασμός Ήχου – Μιξάζ Γιάννης Γιαννακόπουλος | Μουσική Γιάννης Βεσλεμές | Καλλιτεχνική διεύθυνση Rectifier | Κοστούμια RectifierΣοφιαλένα Ξεζωνάκη | Μακιγιάζ Αλεξάνδρα Μυτά, Χαρά Βασιλειάδη | Casting Σοφία ΔημοπούλουΦραγκίσκος Ξυδιάνος | Οργάνωση Παραγωγής Χριστίνα Σταυροπούλου, Μίνα Ντρέκη | Διεύθυνση Παραγωγής Ευθύμης ΜιχελουδάκηςΓιάννης Σαββίδης

Παραγωγή FILMIKI | Παραγωγοί Νικόλας ΑλαβάνοςΧριστίνα ΣταυροπούλουΣτέργιος Πάσχος | Συμπαραγωγή Marni FilmsReady2CastProsenghisi LTD, ΕΡΤ Α.Ε. | Executive producer Θεοδώρα Βαλεντή | Ελλάδα, 2024 | 96′

Παίζουν Michele ValleyΘανάσης ΠαπαγεωργίουΔανάη ΝίλσενΈλενα Τοπαλίδου, Τάκης Βαμβακίδης, Μαρία ΚοραχάηΓιώργος Ζιάκας, Σοφία Σεϊρλή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΑ
NEWS
JUST PUBLISHED
Save