Με την είδηση του θανάτου του Ντέιβιντ Λιντς σε ηλικία 78 ετών, έγινε σαφές το πόσα παραπάνω πράγματα από τα ήδη καταγεγραμμένα στέρησαν οι καταστροφικές φωτιές του Λος Άντζελες. Ο κορυφαίος σκηνοθέτης της Οδού Μαλχόλαντ, του Ύποπτου Κόσμου του Τουίν Πικς και του Μπλε Βελούδου είχε ανακοινώσει τον περασμένο Αύγουστο ότι δεν μπορεί να βγαίνει από το σπίτι του επειδή πάσχει από εμφύσημα μετά από δεκαετίες καπνίσματος – οι πρόσφατες εντολές εκκένωσης στην πόλη του Λος Άντζελες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την κατοικία του, με τους καπνούς να συμβάλλουν, σύμφωνα με πηγές του Deadline, στην επίσπευση της τελικής κατάπτωσής του. Ο Λιντς μάλλον είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η αγαπημένη του συνήθεια μάλλον θα τον σκότωνε (είχε, άλλωστε, περιγράψει τη σχέση του με το τσιγάρο ως εξής: “Δεν το μετανιώνω. Ήταν σημαντικό για μένα. Εύχομαι ό,τι ο κάθε εξαρτημένος: ότι αυτό που αγαπάμε είναι καλό για εμάς.”), όμως υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στο γεγονός ότι ο μετρ των κινηματογραφικών ονείρων βρήκε το τέλος του εν μέσω ενός πραγματικού εφιάλτη στην πόλη που αποθέωσε και εξερεύνησε όσο κανείς.
Ο Λιντς είχε μια βαθιά και ανεξίτηλη σύνδεση με το Λος Άντζελες, μια πόλη που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και σκηνικό για πολλά από τα έργα του. Για τον Λιντς, το Λος Άντζελες δεν ήταν απλώς ένα μέρος· ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, γεμάτος αντιθέσεις, σκοτεινά μυστικά και απόκοσμη ομορφιά. Αυτή η πολυπλοκότητα της πόλης ενσωματώθηκε στις ταινίες του, όπου τα λαμπερά φώτα και οι ευθείες λεωφόροι συχνά οδηγούν σε σκιερές γωνιές του ασυνείδητου. Στη Χαμένη Λεωφόρο (1997), το νυχτερινό τοπίο της πόλης μετατρέπεται σε έναν εφιαλτικό λαβύρινθο, όπου η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση συγκρούονται ασταμάτητα. Και στην ανυπέρβλητη Οδό Μαλχόλαντ (2001), οι φωτισμένοι δρόμοι και τα λαμπερά σπίτια κρύβουν μια ζοφερή πραγματικότητα, με αμυδρές, σουρεαλιστικές εικόνες να αιχμαλωτίζουν την απόκρυφη πλευρά του Χόλιγουντ. Η ταινία δικαίως θεωρείται από τους περισσότερους το αριστούργημά του. Του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 2001, αποκάλυψε στον πλανήτη το αστείρευτο ταλέντο της Ναόμι Γουάτς και ανακηρύχθηκε από το BBC ως η καλύτερη ταινία του 21ου αιώνα μέχρι στιγμής.
Ο Λιντς δεν έβλεπε το Λος Άντζελες μόνο ως ένα φυσικό σκηνικό, αλλά ως έναν συμβολικό καμβά για να εξερευνήσει τη σύγχρονη ύπαρξη, τη διαφθορά και τα όνειρα που μετατρέπονται σε εφιάλτες. Μέσα από το φακό του, η πόλη αποκτούσε μια σουρεαλιστική διάσταση, που την καθιστούσε ταυτόχρονα πραγματική και μυστηριώδη. Με τις καλτ ταινίες του ανέδειξε τη διαφθορά και τα όνειρα που μετατρέπονται σε εφιάλτες. Στο Μπλε Βελούδο (1986), η φαινομενικά ήρεμη πόλη Λάμπερτον —αν και όχι ευθέως το Λος Άντζελες— αποτελεί μια μικρογραφία της αμερικανικής ζωής, με την ιδανική επιφανειακή εικόνα να κρύβει σκοτεινά μυστικά. Εικόνες όπως το κομμένο αυτί που βρίσκεται μέσα στο καταπράσινο γρασίδι έχουν συνδεθεί με την κινηματογραφική κληρονομιά του Λιντς ως στοιχείο διαταραχής μέσα στην ομορφιά που αναγκάζει το θεατή να κοιτάξει πέρα από τα προφανή. Στο Inland Empire (2006), το Λος Άντζελες γίνεται το απόλυτο Lynchian σκηνικό. Η ταινία είναι γυρισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου ψηφιακά, δίνοντας μια τραχιά, ονειρική ποιότητα στις εικόνες της. Ο κόσμος του Χόλιγουντ παρουσιάζεται ως ένας λαβύρινθος όπου οι χαρακτήρες, όπως η ηθοποιός που υποδύεται η Λόρα Ντερν, χάνουν τον εαυτό τους σε ρόλους, προσωπικές εμμονές και εναλλακτικές πραγματικότητες. Η χρήση φαινομενικά αποσπασματικών και αλληλοσυγκρουόμενων σκηνών αντανακλά την αποσύνθεση του εαυτού μέσα σε μια βιομηχανία όπου τα όνειρα συχνά οδηγούν σε πνευματική εξάντληση και καταστροφή.
Κι αν ο Λιντς συνδέθηκε με τέτοιο πρωταρχικό τρόπο με το Λος Άντζελες, υπήρξε άλλη μια τοποθεσία που καθόρισε την καλλιτεχνική του πορεία και την ποπ κουλτούρα των τελευταίων 30 ετών: η κωμόπολη του Τουίν Πικς, που έγινε το λίκνο της ονειρικής λογικής που ονομάζεται “Lynchian” και που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν σταμάτησε να επισκέπτεται μέχρι το θάνατό του. Η τηλεοπτική σειρά Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς (1990-1991), στην οποία η δολοφονία της έφηβης Λόρα Πάλμερ ανοίγει μια πόρτα στις πιο ανεξερεύνητες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, είχε μια επιρροή στη μετέπειτα μορφή της τηλεόρασης ως φόρμας και μέσου που δύσκολα περιγράφεται. Χωρίς τους αφηγηματικούς κανόνες που τέντωσε και το πρώτο δείγμα της auteur television που εισήγαγε, δεν υπάρχει το The X-Files, το Lost, το The Sopranos και ό,τι απογείωσε μετέπειτα την πιο μαζική μορφή ψυχαγωγίας παγκοσμίως. Μετά το άδοξο τέλος της σειράς στα χέρια των τρομαγμένων στελεχών του δικτύου ABC, ο Λιντς επανήλθε αμέσως με την ταινία-πρίκουελ Twin Peaks: Fire Walk With Me (1992), ενώ τήρησε την υπόσχεσή του να επιστρέψει 25 χρόνια μετά, με την τρίτη σεζόν Twin Peaks: The Return που αποτελεί το τελευταίο ολοκληρωμένο του έργο και το 2019 ψηφίστηκε από το ελίτ κινηματογραφικό περιοδικό Cahiers du Cinema ως η καλύτερη ταινία της δεκαετίας, επαναφέροντας στην εποχή των streaming wars τη συζήτηση του τι αποτελεί σινεμά και τι αποτελεί τηλεόραση.
Πριν από δύο χρόνια, η έντονη φημολογία για μια νέα ταινία-έκπληξη από τον Λιντς στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών δεν αποδείχθηκε αληθινή, ενώ ο ίδιος είχε εκφράσει την απογοήτευσή του (αλλά όχι την παραίτησή του) για την αποτυχία εξασφάλισης χρηματοδότησης από το κατά τα άλλα σπάταλο Netflix για την ταινία κινουμένων σχεδίων Snootworld, που μέχρι και τον περασμένο Απρίλιο ήλπιζε να καταφέρει να γυρίσει, σε σενάριο της θρυλικής Κάρολαϊν Τόμσον (Ο Ψαλιδοχέρης, Οικογένεια Άνταμς). Η δυσκολία των ηλικιωμένων πλέον σπουδαίων δημιουργών να ολοκληρώσουν το όραμά τους ελλείψει οικονομικής υποστήριξης από στούντιο και streamers αποτελεί ανησυχητικό trend για το Χόλιγουντ και σίγουρα ο κόσμος θα ήταν καλύτερος με μια τελευταία ταινία directed by David Lynch πριν τον απρόσμενο χαμό του. Όμως οι εικόνες του θα μείνουν για πάντα, προτρέποντας γενιές και γενιές θεατών να κοιτάζουν πέρα από την επιφάνεια, να βρίσκουν το φανταστικό στην πεζή καθημερινότητα και να συμφιλιώνονται με τον απόλυτο εφιάλτη που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη.